Αυτός που έχει ένα χρόνο και πάνω να πατήσει στο εδώ.

Είναι ανάλογο με το ξεκουμπισμένος, αλλά στο δεύτερο μπορεί η απομάκρυνση να έγινε βίαια και όχι αφεαυτού.

Ο Μιτζνούρ είναι χαμένος.

Βέβαια δεν είμαι το μοναδικό παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος προέρχεται απο τις λέξεις «εραστής» και «επιστήμονας», ως εκ τούτου είναι ο άνδρας ο οποίος έχει εντρυφήσει εις την τέχνην της αποπλάνησης και ερωτικής πράξης (γνωστό και ως ζζζζζμπρώξιμο, με όσο περισσότερα «ζ» τόσο και πιο γλεντζέδικο) σε βαθμό πανεπιστημιακού διπλώματος.

Ο εραστήμονας γνωρίζει πώς ακριβώς θα ρίξει μια (ή και περισσότερες) γυναίκα στο κρεβάτι, καθώς και πως θα την σηκώσει από εκεί ώστε να συνεχίσει το έργο του σε κάθε γωνία του οικήματος, έως και εκεί που κάνουν έρωτα οι αράχνες.

Επίσης, αυξάνει το ποσοστό ευστοχίας στις ελεύθερες ψωλές όλης της παρέας, παρέχοντας συμβουλευτικές υπηρεσίες. Τον γοητεύουν οι επικίνδυνες αποστολές.

- Ρε Άγγελε πως θα την ζζζζζμπρωξω την μικρή Αννούλα; Παίζει να έχει και ζώνη αγνότητας η τύπισσα.
- Εύκολο ρε Μήτσογλα, θα εντοπίσεις τα αδύναμα σημεία της και θα αρχίσεις να της δημιουργείς περιέργεια για το πώς θα ήταν να πάει μαζί σου, και όλο αυτό με τρόπο όχι πλήρως κατανοητό, αλλά ελαφρώς ασαφή.
- Πωπω παργαλάτσε μου, είσαι εραστήμονας εσύ.

(από tornadoofsouls, 11/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο των μουσικών επιλογών σε σχεδόν όλα τα βραδινά κέντρα διασκέδασης και μπαράκια, το οποίο εξαντλείται σε χορευτικά τραγούδια με βαρετά beat και Ελληνικά νερόβραστα τραγούδια τύπου Χατζηγιάννη.

- Χθες το βράδυ καταλήξαμε σε ένα καινούριο μπαρ που άνοιξε κοντά στη γειτονιά μου και τα πίναμε.
- Καινούριο ε; Τί φάση, τί μουσική έπαιζε;
- Τα γνωστά φίλε, χατζημπίτια και κανα δυό ροκιές σούπα. Τίποτε ιδιαίτερο.

omorfa matia mple kai 8anai h <3 komple (από Khan, 11/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του νεόπλουτου Έλληνα και όχι άλλης εθνικότητας.

Είναι αυτός που έχει το τελευταίο μοντέλο i-phone, έχει i-pad, lap-top, rolex, ακριβό αυτοκίνητο κλπ κλπ κλπ.... αλλά δεν έχει «μέτρο», με αποτέλεσμα να φαίνεται εντελώς μαλάκας και να γελάνε και οι πέτρες μαζί του.

...άσε ρε ελληνοπλουτίδη την επίδειξη...

Δες και -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκό γνωμικό που δηλώνει φθόνο για κάτι που είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να αποκτήσουμε, οπότε η ευχή έχει τελείως ουτοπικό χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται σε περίπτωση, όπου μια σύγκριση με κάτι ανώτερο από εμάς και το σχετικό ευχολόγιο έχει απολύτως θεωρητική υφή τύπου νά 'χαμε να λέγαμε και κούτες να φουμέρναμε και κανένα πρακτικό αντίκρισμα, καθώς η «φύση» των πραγμάτωνε δεν αλλάζει.

Αποκομμένη από το παραδοσιακό αυτό πλαίσιο, η φράση μπορεί να ειπωθεί και εντελώς κυριολεκτικά στην θέα ενός ωραίου ασπρουδερού κώλου.

Πάσα (Δ.Π.): Χαλικούτης.

  1. Άσπρο κώλο που χει η νύφη, να χαμε και εμείς οι γύφτοι...
    Είναι πολύ εύκολο να σνομπάρω τον ανηψιό του sv2 και να πω 1 μύριο άκυρα πράγματα για να πείσω τον εαυτό μου ότι είμαι σε καλύτερη θέση από αυτόν (ότι η ζωή είναι μίζερη εκεί, ότι στην Ελλάδα και μόνο που πίνεις νερό της ΕΥΔΑΠ είσαι ευτυχισμένος, ότι εκεί έχει αγελάδες και όχι κατσίκια, ότι κάνει κρύο, ότι βρωμάνε τυρίλα οι άνθρωποι κλπ) αλλά φυσικά κάτι τέτοιο είναι το λιγότερο γραφικό. (Εδώ).

  2. Άσπρο κώλο που'χει η νύφη να'χαμε κι εμείς οι γύφτοι!
    Εγώ πάντως γουστάρω Τομ, της ευθείας ή της χαρωπής οδού παραμένει ωραίος άντρας! Κι έχει και μια προστυχιά που με αρέσει στον άνθρωπο και κυρίως στον άντρα. Και ομολογώ επίσης ότι άλλη αδυναμία μου είναι ο Marc Jacobs - είμαι σοβαρά γιατρέ μου, ετεροφυλοφιλικιά γυναίκα; (Με κυριολεκτική σημασία εδώ).

  3. Μετά το τέλος της παρουσίασης του νέου τάλιρου, ο Μάριο Ντράγκι έδωσε την σκυτάλη στον Ντέιβιντ Μπέκαμ ο οποίος παρουσίασε τη νέα κολεξιόν εσωρούχων με τίτλο «Άσπρο κώλο σαν τη νύφη να 'χαμε κι εμείς οι γύφτοι». (Εδώ).

(από σφυρίζων, 23/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδογαλλική λέξη για τον νταλικέρη, χρησιμοποιείται στα καλιαρντά, αλλά και εκτός αυτών. Ψευδοαγγλικά αντίστοιχα τα νταλίκερμαν, νταλίκαμαν. Μπορεί να δηλώσει και φαινόμενα τ. νταλικέρης, νταλίκα, χοτέλ νταλικέρ κ.τ.ό.

  1. Πρώτη βραδιά, δέκα πελάτες, καλή κονόμα. Μπουτ λατσά. Με πήγε σε μια πιάτσα όχι πολύ γνωστή, που συχνάζανε, ας πούμε, οι μυημένοι. Το ψωνιστήρι γινότανε στην αλάνα, απέναντι απ’ το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Μόλις σουρούπωνε άλλαζε το σκηνικό και μεταμορφωνόταν. Παρκάρανε εκεί μεγάλα φορτηγά πολλών κυβικών, νταλίκες. Οι νταλικέρ πολύ επιρρεπείς στο κοκό. Κι όχι πάντοτε ενεργητικοί, πολλοί ήτανε μερακλαντάν, απ’ όλα κάνανε. (Από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου», 2010, εκδ. Άγρα, δες εδώ).

  2. Το ένα τρίτο του Βραβείου Οδικής Ασφάλειας προτείνεται να απονεμηθεί στον ΟΑΣΘ για τις ...ασφαλείς και εξυπηρετικές Στάσεις Λεωφορείων που έχει εγκαταστήσει στον Δήμο.
    Χαρακτηριστικές των νέου τύπου Στάσεις στις φωτογραφίες
    (αν δεν σε φάνε τα ...φίδια, όλο και κάποιος καλός οδηγός, σαν τον κύριο νταλικέρ που ανεβαίνει με 90 χλμ την ώρα την ανηφόρα του Τριλόφου, θα σε παρασύρει). (Εδώ).

  3. Έξω από το καμπινγκ περιμένουμε κάποιον να ανοίξει. Xτυπάμε κουδούνι. Tίποτα. Στα παπάρια τους. Προφανώς άλλο ένα bikers friendly camping. Λίγο πριν υπήρχε χοτελ νταλικέρ στο κυριλέ του. Πόσο; 65. H κούραση αρκετή. Oι αντιστάσι στα βλέμματα των άλλων μικρές. Πάμε δε γαμιέ. Tελικά πέσαμε στα 60. Kαι μετά πέσαμε στα κρεβάτια. (Εδώ).

  4. Ναι, και καλά, πήγαν στην παραλία, έτσι-γιουβέτσι και στο ξεκαύλωτο οι γερμανίδες νταλικέρ τους άρχισαν στα πετραδάκια... (Ο ΜΧΣ διηγείται από δεύτερο χέρι ιστορία που διεδραματίσθη στα ένδοξα Τζιβιτζιλοχώρια)

Νταλικέρ με την καυλή έννοια στο νεορεαλιστικό Ossessione του Luchino Visconti. (από Khan, 13/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Βαριέμαι αφάνταστα, βαριέμαι τη ζωή μου και δεν δουλεύω.

Άντε θα απολυθεί κανάς δημόσιος υπάλληλος που ξύνουν όλη μέρα το καβλί τους, ή εμείς οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα την πληρώσουμε πάλι;

Δες ακόμα: τα ξύνω, το ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχεις με τη γκόμενα καλή χημεία-φυσικοχημεία στο κρεβάτι που είναι και η μόνη χημεία που μετράει.

- Με τη Σίσι έχουμε φοβερή χημεία, το αγαπημένο μας βιβλίο είναι οι πενήντα αποχρώσεις του γκρι.
- Κι εμείς με τη Γιώτα έχουμε φοβερή φυστικοχημεία. Χτες αυτή έφτασε πέντε φορές, εγώ τρεις.

Δες φιστίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μαζεύω προέρχεται από το αρχαίο ὁμαδεύω, δηλαδή συγκεντρώνω. Βάζοντας την λέξη «τις» μπροστά, εννοούμε πως μαζεύουμε φάπες, κλωτσιές, μπουνιές, μάπες κ.ο.κ. - που είναι όλα θηλυκού γένους, όπως λ.χ. η κλωτσοπατινάδα. Ωστόσο η φράση «τις μαζεύω» συνδυάζεται και με λέξεις που ανήκουν σε άλλο γένος (πχ «κουτουλίδι» βλ. παράδειγμα).

- Ο νεοναζί τις μάζεψε τελικά.
- Σοβαρά; Τι έγινε δηλαδή;
- Την ώρα που τραμπούκιζε έναν πακιστανό στα φανάρια, βγήκε ένας οδηγός και τον άρχισε στα κουτουλίδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάκρυα υποκριτικά, με σκοπό την συγκίνηση ή/και παραπλάνηση. Όταν δηλώνεις πόσο λυπημένος/στεναχωρημένος είσαι, κοιτάς το πάτωμα, βαριαναστενάζεις και ξεφυσάς - μα από μέσα σου πανηγυρίζεις και χαζογελάς.

Δυο καθηγητές πήραν τηλέφωνο την αστυνομία, για να έρθουν τα ΜΑΤ και να δείρουν τους φοιτητές. Ύστερα ανακοίνωσαν πως: «Με μεγάλη μας λύπη ως Συμβούλιο Ιδρύματος αναγκαστήκαμε χθες, Δευτέρα 8/7/2013, να καλέσουμε την αστυνομία». Ήταν πράγματι «μεγάλη η λύπη τους» ή μήπως είναι κροκοδείλια δάκρυα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified