Λέσο, το: ο συνειδητά βρωμιάρης, ο αηδιαστικός. Το άτομο που μυρίζει άσχημα, είναι λιγδωμένο, και είναι γενικά αποκρουστικό. Συνήθως φτύνει κάτω.

Υποκοριστικό: «λεσίμι».

  1. Έχεις δει με τι λέσα κάνει παρέα η αδερφή σου;

  2. Δεν τον βλέπεις πώς είναι; Μιλάμε για μεγάλο λέσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές, όταν στην συζήτηση αναφέρεται κάποιος κοινός γνωστός που όμως δεν ξέρουμε το επίθετό του και έχει συνηθισμένο όνομα (Μαρία, Γιώργος, Γιάννης), συνηθίζουμε να εστιάζουμε σε σωματικά χαρακτηριστικά όπως το ύψος, το χρώμα μαλλιών ή ματιών κλπ για να τον / την περιγράψουμε.

Ενδιαφέρον είναι ότι παράλληλα με την περιγραφή κάνουμε και τις αντίστοιχες κινήσεις. Έτσι, όταν μιλάμε για κάποιον με χαρακτηριστικό ύψος, φέρνουμε το χέρι σε ένα ύψος και το κουνάμε προς τα πάνω / κάτω καθώς προφέρουμε τις λέξεις ψηλός / κοντός, αν έχει μούσι κάνουμε μία κίνηση σαν να χαϊδεύουμε την αόρατη γενειάδα μας, φέρνουμε το χέρι στο ύψος του λαιμού ή των ώμων για να δείξουμε το μήκος των μαλλιών.

Το πάχος, αν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του περί ου ο λόγος ατόμου, αποφεύγουμε να το αναφέρουμε και όταν το κάνουμε χρησιμοποιούμε ευπρεπείς εκφράσεις, όπως «εύσωμος» και «γεματούλης», ανοίγοντας τα χέρια ανάλογα με τον όγκο που θα έπιανε αν καθόταν στην θέση μας.

Όταν επιστρατεύουμε την αστειατορική μας διάθεση, αντί να πούμε τις παραπάνω ευφημιστικές εκφράσεις, ξεκινάμε αναφερόμενοι στο ύψος, κάνοντας την αντίστοιχη χειρονομία που όμως δεν σταματά και εξελίσσεται με χορογραφική χάρη στην χειρονομία που δηλώνει πάχος ενώ ταυτόχρονα λέμε το χρώμα μαλλιών.

Το κοντή ξανθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως δηλωτικό γκόμενας τόταλλυ ανφακάμπλ: αμ κοντή, αμ χοντρή αμ και ηλίθια.

  1. - Την ξέρω εγώ αυτήν την Αναστασία;
    - Την γνώρισες πέρσι... στο πάρτι του Γιώργου...
    - Α, καλά! Πού να θυμάμαι, 800 άτομα γνώρισα εκείνο το βράδυ!
    - Έλα ρε, είχατε πιάσει κουβεντούλα στην κουζίνα...
    - ...μμμ...
    - ...που δουλεύει με τον αδελφό του Κώστα...
    - ΑΑΑ! μία κοντή (χειρονομία) μελαχρινή; (χειρονομία)
    - Έλα ρε! Σταμάτα! Είναι πολύ καλό παιδί!
    - Είπα εγώ ότι δεν είναι;

  2. - Θα έρθεις το βράδυ απ' το σπίτι για φαγητό; Θα είναι και μία φίλη της Μαρίας.
    - Μπα, δεν έρχομαι, καμία κοντή ξανθιά θα είναι όπως την άλλη φορά.
    - Ε όχι και χοντρή η Ελένη! Ρε τι 'σαι συ ρε!

στο 0:25:45 «ένας ψηλός-μετρίου αναστήματος, παχουλός πολύ-προς το αδύνατο, με μία μουστάκα-ένα μουστακάκι» (από salina, 18/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έχει βαρέσει σκληρό» σημαίνει πως κάποιος ή κάτι έχει αποτύχει σε αυτό που προσπαθούσε να επιτύχει, παρομοιάζοντας την κατάσταση με την «αποτυχία» ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή στον οποίο υπάρχει κάποια βλάβη στον σκληρό δίσκο.

Συνήθως βλάβες στον σκληρό δίσκο σημαίνουν όχι μόνο αδυναμία στην χρήση του υπολογιστή, αλλά και απώλεια αρχείων και αποθηκευμένων δεδομένων και είναι δύσκολο να επανορθωθούν.

- Άσε, χθες ο Νίκος με έστησε 3 ώρες, είχε ξεχάσει το ραντεβού μας...
- Ααα καλά, ο Νίκος έχει βαρέσει σκληρό προ πολλού...

Βλ. και: σκληρός δίσκος, χτύπησε ο σκληρός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος δεν έχει πρόσβαση (access) σε κάποιο υπολογιστικό σύστημα με ενεργοποιημένες δικλείδες ασφαλείας, όπως όνομα χρήστη, κωδικό πρόσβασης κτλ.

- Προσπάθησα να κατεβάσω το αρχείο από τον σέρβερ αλλά ήμουν άξεστος, δεν με άφηνε να συνδεθώ!

- Κάποιος άλλαξε τον κωδικό στο /etc/passwd και όταν πήγα να κάνω SSH μου είπε ότι είμαι άξεστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μικρότερης ηλικίας αρσενικό που φλερτάρεται από μεγαλύτερης ηλικίας κοπέλα»...

Έχει και το ρήμα «μπισκοτίζω» ...

  1. Μεταξύ φιλενάδων:
    - Τι κάνεις τον τελευταίο καιρό;; Είσαι μόνη;;
    - Όχι ακριβώς.,. μπισκοτίζω!! Βρίσκω μικρά μπισκοτάκια και τα τρώω!

  2. Μεταξύ μεγαλοκοπέλας και νεαρότερου αρσενικού:
    - Είσαι πολύ καλή!!!
    - Αχ μπισκοτάκι μου.. τέτοια μου λες και στο τέλος θα σε φάω!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ανδροπρεπής, ο άντρακλας. Ή τουλάστιχον αυτός που προβάλλει ένα συγκεκριμένο εμφανισιακό στυλ που εξαίρει χαρακτηριστικά ανδροπρέπειας.

Σχηματίζεται με την βοήθεια της γαλλοπρεπούς κατάληξης -ουά (κατά το γαλλικό -ois), η οποία ψιλοπαίζει στην ελληνική αργκό, βλ. λ.χ. το ξενερουά, ίσως και το σελεμουά. Πολύ πιο συνηθισμένη είναι η γαλλοπρεπής κατάληξη , που μας δίνει το συνώνυμο αντρικέ. Κττμγ εδώ η γαλλοπρεπής κατάληξη λειτουργεί κάπως υπονομευτικά. Εφόσον τα γαλλικά (όπως άλλωστε και το πιάνο) θεωρούνται γενικά ως ένα στοιχείο κουλτούρας και εκλέπτυνσης, η τοποθέτηση γαλλοπρεπούς κατάληξης μπορεί και να σημαίνει είτε ότι η αντρίλα είναι επιτηδευμένη και τεχνητή, είτε ότι διαμεσολαβείται από ένα θηλυκό ή λεπταλέο βλέμμα. Υφαρπάζεται, επομένως, ο μασίφ χαρακτήρας της αντρίλας. Από την άλλη βέβαια, η χρήση γαλλικών τύπων, ειδικά καταλήξεων, είναι παλιό φαινόμενο στην ελληνική αργκό.

Τρίβιο: Αποτελεί αγαπημένη λέξη στην ιδιόλεκτο του κομμωτή Τρύφωνα Σαμαρά, για να δηλώνει στυλ μαλλιών, ή γενικότερα εμφανισιακό στυλ με το οποίο καλείται να ταιριάξει ένα στυλ κόμμωσης.

  1. βρισκω τρομερα σεξυ αυτον που κανει το δημαρχο της σπιναλογκας....μου βγαζει αυτο το αντρουα αλλα το σικατο αντρουα...οχι τη βαρβατιλα....αυτη την ευγενεια ταυτοχρονα.τη γνωση που θες να θαυμαζεις...νομιζω πως αν ημουν γυναικα εκεινης της εποχης ακριβως με εναν τετοιον θα ημουν ερωτευμενη.... (Εδὠ).

  2. Τρύφωνας Σαμαράς: α) «Ο αδελφός μου είναι πολύ αντρουά, δεν έχει σχέση με μένα». (Εδώ).

β) «Μου πάει το αντρουά ,δεν μου αρέσει το τσαχπίνικο» .. (Εδώ).

γ) «Η φούστα στον Τζιμπρίλ Σισέ δεν έδειχνε άσχημα, γιατί ο Σισέ είναι αντρουά. Έχει να κάνει με το πώς το υποστηρίζει ο άλλος». (Εδώ).

  1. Φαίη Σκορδά: «Ο Καραφώτης ταιριάζει στην Μελέτη γιατί είναι πιο αντρουά!» (Εδώ).

  2. - Τσίπρας: Θα κάνω τα πάντα για να παραμείνει η Ελλάδα στο Ευρώ!
    - Τι αντρουά ρε παιδί μου ο Αλέξης! Μέχρι το φεγγάρι ακούστηκε το χέρι που χτύπησε στο τραπέζι! (Εδώ).

  3. (κάποια εκεί στην χα πρέπει να του πει [σ.ς.: του Ηλία Κασιδιάρη] ότι δεν είναι κ πολύ αντρουά ατάκες αυτές κ ότι πρέπει να σταματήσουν τις αντρίλες εκεί στ' αποδυτήρια γιατί θα του μείνει κάνα κουσούρι). (Τζήζαντας στο χρησοί αβγύ).

Όταν είσαι αντρουά, όπως ο Τζιμπρίλ Σισέ, μπορείς και να υποστηρίξεις μια φούστα άμα λάχει... (από Khan, 17/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μπορώ άλλο, χιλιάδες φορές πάνω στη βιαστική δακτυλογράφηση έχει γίνει αυτό το λάθος που όμως βγάζει και νόημα, τείνω το πέος, κι εφόσον τόσες και τόσες μαλακίες λήμματα έχει το σάη -καλώς ή κακώς-, το ανεβάζω για να ησυχάσω, θάψτε με ελεύθερα και μετά θα το κατεβάσω, μην ανησυχούτε.

- Δεν σου αρέσει αυτό που σου πεοτείνω;

- Απο Μάνο Χατζιδάκη σου πεοτείνω το βιβλίο ο Καθρέφτης Και Το Μαχαίρι.
(εδώ)

- Ακόμα ένα βιβλίο διάβασα με τίτλο «Κι ο έρωτας εξ αποστάσεως» του Χαιν Κριστόφ το οποίο πεοτείνω ανεπιφύλακτα. (εκεί)

- ΨΗΦΙΣΕ ΥΠΕΡ ΣΕ ΠΕΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΧΑΡΙΣΤΟΥΝ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΩΝ ΟΜΑΔΩΝ(ΠΑΕ) ΣΤΗΝ ΕΦΟΡΙΑ.ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΠΛΗΤΙΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΙΚΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΕΙΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΙΣ...
(παραπέρα)

(από MXΣ, 18/09/12)(από MXΣ, 18/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας αστικός μύθος για ένα παιχνίδι που παίζεται ως εξής:

Τέσσερα ή και περισσότερα καρφιά μαζεύονται σε ένα σπίτι και μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν παίζουν το μπισκότο. Αρχίζουν και βαράνε ταυτόχρονα και όποιος τελειώνει, τελειώνει πάνω σε ένα μπισκότο. Ο τελευταίος που δεν έχει τελειώσει...τρώει το μπισκότο.

Συνεπώς η έννοια του μπισκότου είναι διπλή:

α. Παίζω το μπισκότο: Βαριόμαστε πάρα πολύ, κωλοβαράμε

β. Τρώω το μπισκότο: Αποτυγχάνω παταγωδώς. Σκατάσταση. Κάθομαι στο παγωτό

α.
- Έλα ρε, τι λέει; Τι κάνατε χτές;
- Τίποτα, σκάσανε από εδώ οι άλλοι και μαλακιστήκαμε.
- Και τι κάνατε δηλαδή;
- Παίζαμε το μπισκότο ρε μαλάκα, τι κάναμε, τίποτα....

β. - Ρε, έχεις τσιγάρα;
- Όχι, ούτε εσύ έχεις;;;
- Όχι....φτουυύ. Και τώρα τι θα κάνουμε;;
- Τώωωρα, θα φάμε το μπισκότο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται συνήθως από αναρχικούς σε άτομα της παραδοσιακής κοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά και ορισμένους εξωκοινοβουλευτικούς αριστερούς, και έχει να κάνει με την παθητική στάση που διακρίνει - κατά τους αναρχικούς - τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο τα τελευταία χρόνια. Η χρήση του όρου είναι παρεμφερής με το μικροαστούλης, αν και δεν είναι ακριβώς η ίδια. Ο όρος έχει πολλά κοινά με το «ρεφόρμι». Ο αριστερούλης είναι ο αριστερός που «καταδικάζει τη βία από όπου κι αν προέρχεται». Συνήθως το συμπέρασμα ότι κάποιος είναι «αριστερούλης» έρχεται μετά από απογοήτευση όσων πίστευαν ότι ο εν λόγω αριστερός θα τους έβγαινε κάτι μεταξύ Χο Τσι Μινχ, Τσε Γκεβάρα και Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, και τελικά τους βγήκε αποτυχημένη απομίμηση του Ψαριανού. Στο ίδιο μήκος κύματος ο χρυσαυγίτης μπορεί να αποκαλέσει τον νεοδημοκράτη «δεξιούλη».

  2. Χαρακτηρισμός πάλι για αριστερούς, αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση. Εδώ, ο όρος είναι παρεμφερής με το «προοδευτικούλης» και θολοκουλτουριάρης, καθώς εννοεί την αριστερή ιντελιγκέντσια που έχει, ως γνωστόν, σαν προαιώνιο σκοπό της την επιβολή στην Ελλάδα του θεοκατάρατου Μπολσεβικισμού, στα πλαίσια μιας ευρύτερης εβραιομασονοσατανικοσιωνιστικής συνωμοσίας κατά Νίκο Κωνσταντινίδη.

  1. «Όσοι επενδύουν στο ρόλο του θύματος για να μαζέψουν στις κακομοίρικες οργανωσούλες τους δέκα καημένους αριστερούληδες παραπάνω, δεν σπέρνουν παρά την ηττοπάθεια απέναντι στο φασισμό.» (από ανάληψη ευθύνης στο Indymedia για εμπρησμούς).

  2. «Δεν πρόλαβαν να μπουν στην κυβέρνηση οι αριστερούληδες και άρχισαν τα σκάνδαλα» (από εθνικοπατριωτικόν ιστολόγιον στεγαζόμενο σε αμερικάνικο σέρβερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τουίτερ:

1) ο νιούμπης
με διπλή ανάγνωση:
α. όπως λεν και οι Epicuros και Gatzman στους ορισμούς τους, κλασσικός απαξιωτικός χαρακτηρισμός για νεότερο μέλος.
β. είναι τόσο νέος που ακόμα δεν έχει αλλάξει το αβατάρι του και χρησιμοποιεί το ντιφόλτ του τουί, δηλαδή ένα αυγό! [img]https://twimg0-a.akamaihd.net/sticky/default_profile_images/default_profile_6_bigger.png[/img]

2) ο ψεύτικος λογαριασμός: βασίζεται καθαρά στο αβατάρι, είτε πρόκειται για α. bot (παρ. 2), είτε β. για δεύτερο ή και πολλαπλούς λογαριασμούς χολιασμένου χρήστη ή συνηθέστερα ακόλουθου κάποιου «επώνυμου» χρήστη που τα πήρε με την κακή κριτική που έκανες στο ίνδαλμά του - σε έβρισε - τον μπλόκαρες - άνοιξε άλλο λογαριασμό - σε έβρισε - τον μπλόκαρες και ταλιμπάν...

Υποκατηγορία του 2β, άτομα σε διατεταγμένη υπηρεσία, συνήθως φανατικοί οπαδοί ή μέλη κομμάτων που ανοίγουν αμέτρητους λογαριασμούς, αφενός για να δείξουν ότι το κόμμα και ο πολιτικός της αρεσκείας τους έχει ρεύμα και για να υπερθεματίζουν τις απόψεις του και αφεδύο για να τραμπουκίζουν ομαδικά όποιον τολμήσει να φέρει αντίρρηση ή να κάνει κριτική στο κόμμα-θρησκεία.

  1. μπήκαν αυγά στην συζήτηση-στείλε DM

  2. Ένας λογαριασμός που φαίνεται να ανήκει σε κάποιον μπλόγκερ αλλά όλως τυχαία είναι ένας από τους followers του @gottadealgr αλλά και αρκετών «αυγών», δηλαδή λογαριασμών που μαζικά ακολουθούν τον ΣΚΑΪ και που είναι προφανώς ρομποτάκια αφού έχουν ένα δύο followers, μερικές φορές και κανέναν, δεν έχουν «μιλήσει» καθόλου ή ελάχιστα και ακολουθούν σχεδόν τους ίδιους λογαριασμούς. από εδώ

  3. την είπα στον @adonis και τώρα με ακολουθούν και με σπαμάρουν 8 αυγά lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified