Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο όταν πράττει χωρίς έλεγχο κι αυτόβουλα, με σταρχιδέ διάθεση, αδιαφορία για τις συνέπειες, όλ' αυτά με την κακή έννοια, ότι βλάφτουν, δηλαδή, τους άλλους. Με άλλα λόγια, μια διεύρυνση και μια ψιλοχοντροδιολίσθηση έχει αρχίσει και παρατηρείται στο νόημα της λέξης, γιατί το να μη φορολογείσαι και να φοροδιαφεύγεις ήταν ένα κατά λίγο πολύ συγγνωστό παράπτωμα, αλλά τώρα έχει αρχίσει και ενοχλεί το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή τον καθένα μας ατομικά που νιώθει o μαλάκας της παρέας επειδή πληρώνει.

Κάτι σαν το πατρινό ερήμη.

  1. - Έρχεσαι ρε μαλάκα έτσι αφορολόγητος στο γραφείο ενώ λείπω και αρχίζεις τα τηλέφωνα σε κινητά κι όλα, κάτσε ρε μαλάκα...
    - Θα στα πληρώσω ρε φίλε! 27 του μήνα περιμένω κάτι λεφτά, πώς κάνεις έτσι!

  2. - Το παιδάκι έχει πρόβλημα, μπαίνει αφορολόγητο στο γραφείο των δασκάλων και παίρνει τις μπάλες και φωνάζουν οι γυμναστές, πρέπει κάτι να γίνει!
    - Αν είναι δυνατόν! Βεβαίως και κάτι πρέπει να γίνει.

  3. - Με έχει κουράσει, είναι τελείως γεια σου, σκάει αφορολόγητος ό,τι ώρα νά' ναι και θέλει να του πληρώνω ακόμα και την κόκα κόλα.
    - Κι εσύ όμως τον έχεις ευνουχίσει τον άνθρωπα...
    - Ναι, μωρέ, τον αγαπάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση βγαλμένη από σελίδα φβ.

Η απαξίωση μιας γκόμενας (συνήθως ψωνάρας) η οποία έχει τουπέ ή το παίζει ιστορία. Συνήθως το λέμε σε όσους/όσες είναι swag και είτε προσπαθούν να μας την πούνε, είτε τραβάνε ποζερίστηκες photos στο Φουμπού.

- Δεν ξέρεις με ποια μιλάς. Με μένα δεν παίζουνε αγοράκι μου. Έχω όποιον άντρα θέλω, όποτε θέλω.
- Άσε μας κουκλίτσα μου.

Το ξέρεις ότι με θέλουνε πολλοί και με παρακαλάνε στο FB; Εγώ περιμένω τον άντρα gentleman, να έρχεται να με παίρνει απ' το σπίτι και να με κερνάει.
- Άσε μας κουκλίτσα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός της κοπέλας που τηλεφωνεί στα στρατόπεδα και φλυαρεί με τους φαντάρους.

Α! Χθες ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η νύχτα! Πήρε μια πατσούρα και πατσούριζα όλο το βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιόλα ή κοινώς καριόλα.

Έχει διαφορά με την πουτάνα γιατί αυτή πηγαίνει με όλους ενώ η φακιόλα πηγαίνει με όλους εκτός από σένα. Επίσης χρησιμοποιείται και σε καθημερινές εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση.

Εκ του fuck-ιόλα.

- Τελικά τι έγινε με το Μαράκι; Την πήδηξες;
- Όχι...η φακιόλα δεν μου έκατσε.

- Τι έμαθα Κωστάκη; Σε γουστάρει η χωριάτισσα; Θα κάνεις τίποτα μαζί της;
- Για κανένα φακιόλη λόγο! Ούτε να μου τον ακουμπήσει δεν θέλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από συντόμευση του όρου «γυμνασιακή μαλακία». Κατά τα γυμνασιακά τους χρόνια, οι αυνανιστές, γεννηθέντες το 1990 και πριν, δεν διέθεταν την πολυτέλεια της γρήγορης σύνδεσης στο internet, εύκολη πρόσβαση σε υπολογιστές (σε δωμάτιο με πόρτα κατά προτίμηση) και λοιπές ανέσεις που με τα χρόνια έκαναν την υπόθεση μαλακία κάτι το απλό και ανώδυνο.

Ο γυμνασιακός αυνανισμός λοιπόν, ήταν κάτι το οποίο απαιτούσε κάποια σχεδίαση από το δράστη ως προς την εκτέλεση, και τα δύο μεγάλα όπλα που διέθετε για να βγει νικητής από αυτή τη μικρή τζιχάντ που λάμβανε χώρα μέσα στο βρακί του, ήταν η φαντασία και η μνήμη.

Συντομεύοντας και συμμαζεύοντας λοιπόν, γυμνασιακή καλείται η μαλακία η οποία εκτελείται χωρίς την χρήση οπτικών ή άλλων εξωτερικών ερεθισμάτων και βοηθημάτων, δηλαδή η μαλακία στην απλούστερη και πιο πρακτική μορφή της, καθώς δεν απαιτείται τίποτα πέρα από ένα χέρι και ένα πέος.

- Άσε Μήτσο, τί έπαθα χθες...
- Τί έγινε ρε Κώστα;
- Εκεί που άραζα και έβλεπα την τσόντα μου και ήμανε με το πουλί στο χέρι, πέφτει το internet.
- Αμάν! Και τί έκανες ρε φίλε;
- Έριξα μια γυμνασιακή, έτσι για την τιμή των όπλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηλόφτερες ονομάζονται οι μοτοσυκλέτες οι οποίες είτε προορίζονται για καθαρή χρήση στο χώμα (εντούρο – μοτοκρός), είτε έχουν χωματερό χαρακτήρα (ψευδοεντούρο και κάποια on-off), ενώ ψηλόφτεροι οι αναβάτες τους.

Σε αυτές τις μοτοσυκλέτες, το εμπρός φτερό (λασπωτήρας) δεν βρίσκεται, όπως σε όλες τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες, 3-4 εκατοστά πάνω από τον τροχό, αλλά αισθητά ψηλότερα. Λόγος; Ο εξής: επειδή προορίζονται για χρήση στο χώμα-βουνό (και κυρίως κατά την χειμερινή περίοδο που λόγω των βροχών το χώμα είναι πιο μαλακό), πράγμα που πολλές φορές συνεπάγεται αρκετή, έως και πάρα πολύ λάσπη, εάν το φτερό ήταν «χαμηλά» η λάσπη θα «χτιζόταν» από κάτω και, μόλις θα ξεραινόταν, είτε απλά θα έτριβε το ελαστικό ή και στην χειρότερη θα μπορούσε να μπλοκάρει τον τροχό.

Λοιπον.. φιλοι μου οπως οι περισσοτεροι απο εδω γνωρίζετε.. τελικα ανεβηκα κατηγορια και μαλιστα εγινα ψηλοφτερος χωματινος.. εδώ

ετσι πρεπει! ο ψηλοφτερος μονο με βροχη και λασπη βγαινει! ειναι ενα πραγμα σαν τα σαλιγκαρια! εδώ

Μαουνα το ΤΑακι αλλα μπορει να παει σχεδον παντου οπου πανε και τα ελαφρα ψηλοφτερα ;) Και οχι απλα να περασει αλλα να παει εντουραδικα και να δωσει ευχαριστηση στον αναβατη ;D
εδώ

(από euripidisk, 13/09/12)(από euripidisk, 13/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μηχανισμός που «πιάνει» τα spam και δεν τα αφήνει να εμφανίζονται σε ένα ιστολόγιο ή άλλο διαδικτυακό τόπο. Με λίγη ποιητική αηδία μπορούμε να την φανταστούμε ως έναν μυθικό τόπο, όπου κολάζονται για τις αμαρτίες τους τα τρολζ και τα σπαμοτρόλζ.

Ε, ρε, σπαμέστρα που τους χρειάζεται!...

Αγγλιστί: spam filter.

  1. Μην κάνεις τον κόπο να απαντήσεις, στη σπαμέστρα κατευθείαν θα πας, εκεί που σου αξίζει. Σπαμοτρόλ, έ σπαμοτρόλ. (Εδώ).

  2. Βρε JAGO, αυτόν το μπετόβλακα γιατί δεν τον χώνεις στη σπαμέστρα; (Εδώ).

  3. Θα μου λείψουν τα ζεστά σχόλια που με ανάγκαζες να σου στέλνω και ιδιαίτερα εκείνα στην σπαμέστρα και την σιωπή σου που έλεγε πολλά. (Εδώ).

  4. Οπότε, ΑΝ ΤΟ ΞΑΝΑΚΑΝΕΙΣ αυτό που κάνεις, θα σε βάλω να κάνεις παρέα με το υπόλοιπο spam στη σπαμέστρα! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το οδόφραγμα.

A λας μπαρικάδας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.

- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!

Δες και στον πόυτσο μόυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα αρσενικό που χρησιμοποιείται για να προσωποποιήσει την ινδική κάνναβη ή τη χρήση της.

  1. (τηλ)
    - Έλα ρε τι κάνεις; Είσαι για τίποτα;
    - Μπα φίλε, άραγμα σπίτι. Θα έρθει και ο Βασιλάκης με τον ντελαφού να την πέσουμε. Άντε ψήστο να 'ρθεις από εδώ.

  2. Άντε ρε Μίχο, σκάσε τον ντελαφού! Έχω να πιω τρεις βδομάδες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified