Μερεμέτι, μικροδουλειά του σπιτιού (ηλεκτρολογικά, υδραυλικά). Γενικότερα, οποιαδήποτε «υποδεέστερη» δουλειά που έχει ανατεθεί σε κάποιον: θέλημα, βοήθεια σε χειρωνακτική εργασία, μεταφορά κάποιου πράγματος κ.λπ.

- Πού πας;
- Με έχει χώσει ο κυρ-Αλέξης να πάω να κάνω μια αλβανιά στο εξοχικό του, κάτι ηλεκτρολογικά.
- Πω ρε φίλε, πήξιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύστημα ανάγλυφης γραφής που επιτρέπει σε τυφλούς και μη σύντεκνους να θωρούν τις πινακίδες και δια της ψηλαφήσεως.

Αναπτύχτηκε στην λεβεντογέννα, αλλά συναντάται και στην Μάνη.

Clopyright ΜΧΣ, στον οποίον και αφιερούται.

(από Galadriel, 14/08/12)ετς! (από MXΣ, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω μπάφο.

  1. Πλησιάζει ο τυπάς στο περίπτερο (σ.ς. : τότε ήταν μόδα τα αυτοκόλλητα Πόκεμον) και λέει στον περιπτερά:
    - Μάγκα, έχεις χαρτάκια;
    - Πόκεμον;
    - Τι Πόκεμον; Να πιούμε θέλουμε, να πιούμε...(ενώ ταυτοχρόνως χτυπούσε παραστατικότατα την ανάποδη του ενός χεριού στην παλάμη του άλλου)
    (σ.ς. περιστατικό που συνέβη περί το 2001-2002)

  2. - Που έχει χαθεί ο Γιάννης ρε;
    - Άστα! Έχει έρθει ένας ξάδερφος του από Πύργο και έχουν κλειστεί στο σπίτι και όλη μέρα την πίνουνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για την πάλαι ποτέ (ουάου!) Σοβιετική Ένωση (Ε.Σ.Σ.Δ.)

Σήμερα εκπορεύεται κυρίως από «δεξιούληδες» και υπονοεί χώρες με αυταρχικό καθεστώς, υψηλό επίπεδο κρατισμού, γραφειοκρατία, διαφθορά και τα συναφή.

(Στο καφενείο) - Ρε Μήτσο, στο' χω πει, στην Ελλάδα από το 74 και μετά μας κυβερνάνε οι αριστεροί, πάρτο χαμπάρι, είμαστε Σοβιετία, όλα τα περιμένουμε από το δημόσιο, πώς θα έρθουν επενδύσεις έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική αργκό στην Πολεμική Αεροπορία, που σημαίνει επιπλήττω, κατσαδιάζω κ.ο.κ.

Μάλλον προκύπτει από το ότι η ένταση της φωνής του εκάστοτε καραβανά κυμαίνεται σε τόσο υψηλά επίπεδα-βλέπε και ηχορύπανση αεροπλάνων-που μπορεί να σε «απογειώσει» από το έδαφος. Και όπως και στην απογείωση, η ένταση είναι κλιμακούμενα αυξανόμενη.

Ο Γιώργος δεν καθάρισε καλά τα μαγειρεία και τον απογείωσε ο Μοίραρχος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γραμμή είναι εν προκειμένω η ιδεολογική γραμμή ως ένα καλούπι μέσα στο οποίο βάζουμε την εμπειρική πραγματικότητα για να την διαστρεβλώσουμε εξυπηρετώντας ένοχους προκρούστειους απριορισμούς μας.

Ο γραμμιτζής είναι αυτός που έχει κάνει την ιδεολογική γραμμή εργόχειρο, που την έχει πάρει εργολαβία. Περαιτέρω, υπάρχουν δύο είδη γραμμιτζή, ο μεν στα πολιτικά κόμματα, ο δεν στα μίντια, που τελικά όμως το ίδιο κάνουν.

  1. Γραμμιτζής στα κόμματα είναι όποιος προβάλλει, επιβάλλει ή ακολουθεί μία κομματική γραμμή, κυρίως ως προς το πώς πρέπει να αντιδράσει ένα κόμμα σε μια δεδομένη ιστορικοπολιτική συγκυρία. Υπάρχουν γραμμιτζήδες εκ του Περισσού, οι οποίοι το μυρίζονται το διαλεκτικό προτσές, και ως κομματικό ιερατείο το διερμηνεύουν και στους καθοδηγούμενους. Πλην γραμμιτζήδες δεν υπάρχουν μόνο στο Κόμμα (την μάνα όλων των γραμμιτζήδων), αλλά και σε κάθε κώμα. Εντέλει, ως γραμμιτζής χαρακτηρίζεται το κάθε κομματόσκυλο, είτε είναι λαϊφσταλινάτο αριστερόσκυλο, είτε λαϊφστιλάτο δαπόσκυλο, που έχει ως τελική καταξίωση το μάντρωμά του στο κυνοβούλιο.

  2. Ο γραμμιτζής μπορεί να είναι και ένας μεγαλόσχημος δημοσιοκάφρος, ο οποίος ορίζει την γενική γραμμή μιας εφημερίδας ή άλλου μηδίου και μετά οι μικρότεροι δημοσιοκάφροι το αναπτύσσουν με δική τους σάλτσα και τζιβιτζιλίκια. Λ.χ. πετάει την γραμμή «αγαπάμε Παπαδήμο» ή «πα μαλ ο Πικραμμένος» ή «φταίει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» και δώστου από κάτω τα τσιμπούκ-ογλάν παπαγαλάκια να δίνουνε ρέστα. Σε άρθρο στο protagon.gr (βλ. τρίτο παράδειγμα) δίνεται ως ελληνική απόδοση του αγγλικάνικου spin doctor, δηλαδή του καλοθελητή που δίνει μια ελαφρά τροπή στην πραγματικότητα προς μια «δημιουργική» κατανόησή της, έτσι ώστε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο, ακόμη κι όταν είναι τελείως άδειο, ή μισοάδειο ακόμη κι όταν είναι τελείως γεμάτο. Ωστόσο, δεν έχω διασταυρώσει αυτήν την δεύτερη σημασία και η μόνη αδιαφιλονίκητη παραμένει η πρώτη.

  1. «i neolaia sto synedrio » ;;; den pistevw na les neolaia kati ideologika nekrous ksepesmenous gramitzides pou apoteri elpida tous einai mia thesi sto dimosio i ston kratiko mixanismo genikotera «otan tha rthoume sta pragmata» ; e; (Εδώ).

  2. Ena kratos me sapies tin ygeia tin paideia kai tin dikaiosini opou to rousfeti orgiazei gia na zoun kala oi dia viou politicantides kai kathe logis kareclokentauroi kai komatikoi gramitzides den mporei na epiviosei. (Εδώ).

  3. Οι Άγγλοι τους αποκαλούν spin-doctors και όταν ρώτησα κάποιον καλά μπασμένο στα δημοσιογραφικά μαγειρεία μου είπε ότι στα ελληνικά τους λένε «γραμμιτζήδες». Μπορεί να είναι σε κάποιο κόμμα ή σε έντυπο και κάθε τόσο λένε: Φουλ υπέρ του Αρχιεπισκόπου ή χώστε τα στον τάδε Υπουργό. Οι αποκάτω παίρνουν τη γραμμή και την μετουσιώνουν σε άρθρο με επιχειρήματα, πληροφορίες, έτοιμο γλειφιτζούρι για τον αναγνώστη. Έτσι λοιπόν την περασμένη εβδομάδα μια από τις γραμμές που εμφανίστηκαν ήταν και το «Παπαδήμος και για μετά». Ας μην είναι πρωθυπουργός αλλά έστω ας γίνει Αντιπρόεδρος. [...]
    Και δωσ’ του οι γραμμιτζήδες να προωθούνε τη γραμμή. Φυσικά θα μπορούσε να είχε βγει από χθες και να είχε πει καθαρά και τίμια: Έχω κι άλλα να κάνω, ευχαριστώ δεν θα συνεχίσω. Και εγώ θα είχα να του γράψω πολύ λιγότερα. (Από άρθρο στο Protagon.gr εδώ).

Spin doctor εν δράσει. (από Khan, 14/08/12)Βλ. σχόλιο Βράστα. Αλήθεια, τι εποχές κι εκείνες! (από Khan, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναφορά είναι στην πάστα σοκολατίνα. Ο όρος χαρακτηρίζει Αφρογενές καυλάκι ως γλυκό αντικείμενο του πόθου τ. παστάκι ένα πράμα. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι η Αφρογενής κορασίς, είτε τ. μουνί τσοκολάτα σε πουτανόπιατσες και ντέλα, είτε τ. αράμπικα σε φραπενεία. Ο έχων ένα θεματάκι με τις τοιαύτες κορασίδες αποκαλείται λάτρης της σοκολατίνας, και συνήθως είτε ποιεί την ανάγκην φιλοτιμίαν, καθώς οι σοκολατίνες έρχονται σε πιο οικονομικό πακέτο, είτε πρόκειται για άποψη, αφού αποτελούν μια πιο σοκολάτα επιλογή σε σχέση με τις βανίλια ξεπλένες του Βορρά.

Επίσης, είναι το πρωκτικό σεξ εν γένει, ή ειδικότερα η πισωκολάτα, άκα μερέντα, που τους λάτρεις της σοκολατίνας δεν τους χάλασε καθόλου, πιστέψτε με. Το ιδεώδες βέβαια είναι ο συνδυασμός των δύο σημασιών.

(Από μπουρδελοσάη):

  1. α. ...το Τζενάκι όμως στήν τρίτη βάρδια,αν και σοκολατίνα τρώγεται πολύ ευχάριστα!!!Φοβερό κωλαράκι έχει η κοπέλα!!... Στανταράκι με λίγα λόγια...

β. Σοκολατινα δεν ειχα δοκιμασει ποτε στη ζωη μου, αλλα η συγκεκριμενη (της οποιας δε θυμαμαι ουτε το ονομα), λογω εμφανισης, μου εκανε ενα κλικ. Πολυ κακως, γιατι οι μετριες υπηρεσιες παραλιγο να μου κοστισουν σε στυση. Αφου καταφερα και αδειασα το φορτιο, παλι καλα... Ποτε πια σοκολατινες. μονο γαλακτομπουρεκα....

  1. α. απλά έχει κωλοτρυπίδα πολύ πρόστυχη , πολύ ευχαρίστως θα της έδινα παραπάνω για ένα καλώ milfanal (σοκολατίνα).

β. Το αρνητικό της βραδιάς ήταν η σοκολατίνα στο τέλος.

(από Vrastaman, 13/08/12)(από Khan, 13/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσλάνγκευση του λούμπεν, με την προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -αριό (κατά τα καραπουτσαριό, καραπουταναριό, κ.ταλ.)

Για να κάνω και κακά, ετυμολογείται εκ της κατά Μαρξ λεξιπλασίας lumpenproletariat (< lumpen, ρακένδυτος, και proletariat, κατώτατη κοινωνικοοικονομική τάξη). Έτσι αποκαλούσαν ο θείος Κάρολος και οι απόστολοί Του μερίδα της εργατικής τάξης που δεν είχε «αναπτύξει ταξική συνείδηση» (γράφε: δεν ασπαζόταν τον μαρξισμό).

Έτσι κι εμείς αποκαλούμε λουμπεναριό κάθε περιθωριοποιημένο και εξαθλιωμένο, αλλά όχι με την καλή έννοια (γράφε: καμένους με τους οποίους για οποιοδήποτε λόγο τραβάμε ζόρι και στοχοποιούμε: ζάκια, πάκια, μπαχαλάκια, φασισταριά, πουσταριά, κ.ά. πολιτικούς-ταξικούς-φυλετικούς-γουατέβα αντιπάλους).

Εναλλακτικά: λουμπεναρία.

- Η ενδιαφέρουσα λέξη είναι το λουμπεναριό ...
(poniroskylo, εδώ)

- Το λουμπεναριό ποτέ δεν ήταν με τους εργαζόμενους. Όπως κλέβουνε τις επιχειρήσεις σήμερα, έτσι θα κλέβουνε και στον σοσιαλισμό τις επιχειρήσεις αύριο.
(εκεί)

- κωλοφασίστες δολοφόνοι... μια ζωή εγκληματίες λουμπεναριά ήσασταν. Δεν θα γίνετε άνθρωποι ποτέ.
(παραπέρα)

- Δεν ήταν ποτέ το κέντρο μια όαση στην τρικυμία. Πάντα υπήρχε πεθώριο, ναρκωτικά, λουμπεναριό . Στην Ομόνοια εδώ και δεκαετίες γινόταν διακίνηση ναρκωτικών, όχι τώρα, η Αχαρνών με τους οίκους ανοχής ήταν περίεργη περιοχή, η Φωκιώνος κάποτε, η Πλάκα παλιότερα, η Τρούμπα ακόμα παλιότερα.
(παραδίπλα)

1.07 (από Vrastaman, 12/08/12)Ceci n\'est pas slang.gr (από Vrastaman, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο παθητικός άνθρωπος, εκείνος που βαριέται να κάνει οποιαδήποτε κίνηση με σκοπό να μετακινηθεί.

Ρε συ μην είσαι μπρούχαβος....!!! Έλα να πάμε για έναν καφέ να ξελαμπικάρεις...έχεις βγάλει ρίζες στον καναπέ!

(από Ladysapia, 12/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published