Στρέκλα είναι η αλογόμυγα που άμα σε τσιμπάει λυσσάς και παραπατάς από τον πόνο. Επίσης, ενδεχομένως για τον παραπάνω λόγο, στρέκλα είναι ο κουτσός και αυτός που χάνει την ισορροπία του.

Δίπλα είναι λίγο πιο κει από κει που έπρεπε να είσαι, ναι ναι, το γνωστό ακριβώς από δίπλα.

Στρέκλα-δίπλα είναι χαρακτηρισμός τ. τροπικό επίρρημα (λέμε τώρα) για τρόπο περπατήματος και κυρίως παραπατήματος. Η έκφραση στο μεγαλείο της είναι «περπατάω στρέκλα-δίπλα» που σημαίνει: (σ)τρεκλίζω, κλυδωνίζομαι, είμαι ασταθής, κάνω απέλπιδες προσπάθειες να διατηρήσω την ισορροπία μου, αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι ή και ίσα που στέκομαι στα πόδια μου, ένα στάδιο πριν καταρρεύσω.

Στρέκλα-δίπλα περπατούν οι κλασμένοι, τα πτώματα και οι λοιποί κομματιανοί παραπαίοντες.

Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι το λέει όλο το σύμπαν, αλλά μετά με γούγλε κατάλαβα ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό, χαίρε ω χαίρε δοξασμένη Ηλjεία.

  1. Έκανα γενική στο σπίτι χτες, τι με έπιασε, μου βγήκε η Παναγία, το βράδυ ίσα που πρόλαβα να πάω μέχρι το κρεβάτι στρέκλα-δίπλα.

  2. Ε ρε πούστη μου, οι λαχανοντολμάδες βραδιάτικο... Μάτι δεν έκλεισα, όλο εφιάλτες, στο τέλος είδα κάτι πυρηνικά ολοκαυτώματα, απηύδησα σηκώθηκα στρέκλα-δίπλα από το κρεβάτι, με το κεφάλι μου ακόμα μπερδεμένο, να μουρμουρίζω ακατάληπτα, τρελάθηκε η άλλη.

  3. - Σε είχα έννοια χτες έτσι που σε είδα να πας στρέκλα-δίπλα μετά τα σφηνάκια, πώς θα φτάσεις σπίτι.
    - Πήρα λεωφορείο...
    - Α οκ, αφού είχε λεωφορείο εκείνη την ώρα.
    - ...και σκεφτόμουν μεγάλο πράμα η τεκίλα, μέχρι χτες δεν ήξερα να οδηγώ ούτε ποδήλατο και κουμαντάρησα ολόκληρο θηρίο.

Έτσι περίπου. (από Galadriel, 15/09/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουλουμπούρδας ή κουλομπούρδας.

Σύνθετη λέξη από το κουλός και το μπούρδας. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά για κάποιον που τυχαίνει να είναι ανίκανος να χειριστεί κάτι ή κάνει ανοησίες / μπούρδες ή βεβαίως και τα δύο, οπότε και είναι πιο εύστοχος ο χαρακτηρισμός.

Υπάρχει ωστόσο και ο κωλομπούρδας, όπου δίνουμε έμφαση στις ανοησίες που κάνει ο χαρακτηριζόμενος, υποβαθμίζοντάς τον κι άλλο χρησιμοποιώντας το κωλό-

(ακόμη είναι και μια λέξη με 3 ου...)

- Τάκηηηηη!! Ε... Τάκηηη!!! Πιάσε το σταυρό και την καστάνιααα..!
- Α... α.... αυτό λες Μαστρομήτσο;
- Όχι, το ίσιο το σταυροκατσάβιδο λέωωω ρε τραχανά!!...τσ...τσ...τσ..
- Ε... έρχομαι.... γκντάαπ... γκούπ... τσινγκ...τσινγκ...τσίνγκ.... - ΚΟΙΤΑ ΤΟΝ ΑΧΡΗΣΤΟ!! τα έριξες ρε κουλουμπούρδα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρέμουλο του τιμονιού αυτοκινήτου ή μηχανής που παρατηρείται σε ταχύτητες περίπου 100 χ.α.ω. και που οφείλεται συνήθως σε πλημμελή ευθυγράμμιση ή ζυγοστάθμιση των τροχών του οχημάτου.

Μην περιμένετε χαριτωμενιές και μαλακιούλες, ως άσχετος με το θέμα αγγαρεία κάνω, ποινήν εκτίω. Και καταγγέλω από αυτό εδώ το βήμα τους σύσσλανγκους που, ενώ το έχουνε με την αυτοκίνηση, κάνουνε την κορόιδα και αφήνουνε τον παππούλη να βγάλει το μπουλόνι από την μπουλονότρυπα. Αίσχος!!!

  1. Από τότε που έβαλα τα καινούργια λάστιχα όταν φρενάρω το τιμόνι τρέμει αρκετά. Ειδικά σε ταχύτητες 90 και άνω τότε σου προκαλεί ανησυχία. Σε μιά βόλτα στον λαστιχά μου, μου είπε ότι από τη στιγμή που τρέμει μόνο στο φρενάρισμα δεν φταίνε τα λάστιχα αλλά κάτι άλλο. Μπορεί και οι δισκόπλακες να έχουν στραβώσει μου είπαν [...]

Δες αρχικά αν τα λάστιχά σου έχουν φαγωθεί ποιό πολύ από τη μέσα πλευρά η από την έξω πράγμα που σημαίνει ότι δεν έγινε καλή ευθυγράμμιση ή όταν έχεις σταθερή ταχύτητα χωρίς να φρενάρεις σου «κοσκινίζει» το τιμόνι όταν το κρατάς πολύ ελαφρά (με το ένα δάκτυλο) αυτό σημαίνει ότι δεν έγινε καλή ζυγοστάθμιση. Αν όλα αυτά που είπα είναι εντάξει τότε πήγαινε ποιό πέρα δηλαδή για δισκόπλακες Στον ξάδερφό μου

  1. Είναι καθαρά θέμα ελαστικού ή ζυγοστάθμισης. Και στο δικό μου όταν άλλαξα λάστιχα και το πήγα για δοκιμή είχε κοσκίνισμα στο τιμόνι. Το πήγα πίσω και ήταν στραβό το λάστιχο [...] τον μάστορα

  2. Οταν φτιαχτηκαν τα ρουλεμαν του τιμονιου, και μετα απο δοκιμες του μπροστινου, παρατηρησα οτι αφηνοντας τα χερια απο τα 100 και κατω φτανοντας στα 20-15 αρχιζει να κοσκινιζει το τιμονι, και ακουμπωντας το ενα χερι αμεσως διορθωνει. Με τα δυο χερια δεν το καταλαβαινεις καθολου. Θελω μαλλον ακτινολογηση; επειγόντως

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινό δημώδες στιχάκι το οποίο παραπέμπει στα γυναικεία στήθη (ως γνωστόν και τα δύο φρούτα παραπέμπουν, λόγω του σχήματός τους, εκεί, βλ. πεπονάτα, πεπόνι, καρπούζι, καρπούζια).

- Πάλι καρπούζι αγόρασες;!;!
- Καρπούζι και πεπόνι κι ο πούτσος μου τεντώνει...
- Καλά, τραγούδα... εσύ θα το κόψεις και θα το χωρέσεις στο ψυγείο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αρνητική έννοια: βαριά ογκώδης τετράχρονη μοτοσικλέτα συνήθως πολλών κυβικών και είδους ON-OFF δυσκίνητη στην κίνηση.

Θετική έννοια: καθαρά χωμάτινη μοτοσυκλέτα τετράχρονη που βοηθάει τον αναβάτη σε δύσκολα σημεία παρέχοντας καλή πρόσφυση.

Αρνητικό.
- Πούντος ο μαλάκας, τρεις ώρες τον περιμένουμε... Ζεστάθηκε ο φραπές!
- Πού να έρθει με το τρακτέρ ο μπαγλαμάς... Αυτό θέλει αεροδιάδρομο!

Θετικό.
- Ωχ κοίτα [τον πούστη!]... Κοίτα ανηφόρα που ανέβηκε!!!
- Ωραιοοοόςς... Αλλά είναι και το τεσσεράμισι τρακτέρ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος επιτίθεται και γενικά πουλάει μαγκιές, ενώ ξέρουμε πως στην πραγματικότητα δεν πρόκειται να εφαρμόσει καμία από τις απειλές του.

- Πω μαλάκα, ο Κώστας είπε πως έτσι και με ξαναδεί με την γκόμενά του θα φέρει παρέες να με δείρουν.
- Αρχίδια. Σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει.

(από Vrastaman, 29/06/12)(από Vrastaman, 29/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να έχεις, ως γυναίκα, απαραιτήτως έναν σύντροφο. Δε νοείται ζωή γυναίκας χωρίς άντρα. Για λόγους ηθικούς, κοινωνικούς, ιδεολογικούς, ιστορικούς, προσωπικούς, παραδοσιακούς, ό,τι.

Τώρα τι θα είναι αυτός, ας είναι και ξύλινος. Αδιάφορο.

Παλιά ρήση.

Παρομοίως για τους άντρες, αλλά με πιο συγκεκριμένο νόημα: τρύπα νά 'ναι κι ό,τι νά 'ναι.

- Δεν μπορώ βρε Χρύσα μου, δεν τους αντέχω, είναι όλοι μαλάκες, άσε που ροχαλίζουν, κλάνουν, φτύνουν, θέλουν συνέχεια να γαμάνε, τρώνε τον άμπακο, το σπίτι είναι μια ζωή τριμπούρδελο, ε δεν είναι πράμα αυτό, θέλω την ησυχία μου!
- Κανόνισε μη γίνεις καμιά ξεμειναμένη. Άντρας, κι ας είναι και ξύλινος.

Τέτοιος ξύλινος μάλιστα! Γεια στα χέρια του Τζεπέτο! (από Khan, 28/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υπάρχει μια τρύπα να γαμήσω κι ας μην είναι γυναίκα, ας είναι κούκλα, άντρας, μουλάρι, ό,τι νά 'ναι. Για να μη με φάει η χείρα με τα πέντε ορφανά.

Αντίστοιχο (για κοριτσάκια): άντρας, κι ας είναι και ξύλινος.

  1. - Καλά ρε σαβούρι, με τη Λίτσα; Την Λίτσα;;;
    - Ε και; Επειδή είναι μπάζο; Μωρ' τρύπα νά 'ναι κι ό,τι νά 'ναι...

  2. - Ο Λεωνίδας καλά;
    - Ποιος Λεωνίδας! Χωρίσαμε, πάει!
    - Γιατί;
    - Τον έπιασα με την κατσίκα.
    - Ρε τους πούστηδοι, τρύπα νά 'ναι κι ό,τι νά 'ναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάζα από πέος. Στην ουσία ο ίδιος ο πούτσος, συνήθως σε στύση, σε μεγάλο μέγεθος.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πλήρωση χώρου από το πέος και κάποιες φορές συμπεριλαμβάνει και τους όρχεις μαζί.

  1. - Ρε μαλάκα τί μουνάρα είναι τούτη;
    - Άστα ρε φίλε! Κάθε μέρα στη δουλειά με το που την εβλέπω μ' αυτά τα ξέκωλα τα ρούχα, γεμίζει το βρακί μου πουτσοκρέας!

  2. Επίσης και ως βρωμόλογο την ώρα της σεξουαλικής πράξης: «...αααχ... πουτανάκι μου... θα σου γεμίσω το στόμα με πουτσοκρέας τώρα!!»

Στο 2.28. (από Khan, 28/06/12)

Και κρέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρέπει λόγω περίστασης να πω κάτι, αλλά το μόνο που βρίσκω να πω είναι ηλίθιες κοινοτοπίες, οπότε αναγκάζομαι στο τέλος να πω το λήμμα για να σώσω κάπως τα προσχήματα.

- Έχασα τον σκύλο μου εδώ και 2 μέρες και είμαι να τρελαθώ!
- Άντε ρε, τι φοβερό, ελπίζω να τον βρεις, τι να πω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified