Αναφέρεται σε πρόσωπα μετά από παρατεταμένη σαπίλα. Μπορεί ακόμα να σχετίζεται με χρήση ουσιών ή και γενικότερα να προδίδει μια κατάσταση οχετού και παρακμής.

-Τι σαπίδια που είστε ρε μαλάκες....

Got a better definition? Add it!

Published

Γενικός όρος που αναφέρεται σε πρόχειρη δουλειά. Συνήθως συνδέεται με απόπειρα εξαπάτησης ή με δουλειά που κανονικά έπρεπε να γίνει με λεπτομέρεια και προσοχή αλλά λόγω βαρεμάρας έγινε στα γρήγορα.

Το πήγα στο συνεργείο και μου 'καναν γομαροδουλειά.

Από το γομάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπούκι (πίπα). Ακούγεται κυρίως στη Β. Ελλάδα μεταφορικά, ειδικά σε ποδοσφαιρικές συζητήσεις. Χρησιμοποιείται πάντα με το ρήμα «κάνω».

  1. - Έτσι, να πάτε πάλι Champions League και καλά κλαρίνα.

  2. - Ο Ηρακλής τι έκανε σήμερα;
    - Κλαρίνο.

(από Jim Blondos, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλή φάση, τζάμι, κομπλέ.

- Πώς περάσατε χθες;
- Ζάχαρη.......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο ιταλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ωστόσο αναφέρεται σε μια παρέα από γκόμενες που είναι μπάζα, οι λεγόμενες κάμπιες.

- Πήγαμε για καφέ και η Μαρία κουβάλησε και το καμπιονάτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το την κάνω / τηγκανά. Παραλλαγή είναι και ο Τηγκανιάδης.

- Λοιπόν πληρώνουμε και Τηγκανόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελαίνω κάποιον με τις μαλακίες που λέω. Όρος αυστηρά απευθυνόμενος από και προς Σαλονικιούς.

Ρε πάλι τα ίδια θα λέμε; Μη με γυρνάς τα μυαλά τόσα χρόνια ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χανιώτισσα ψώλα. Ο όρος ουσιαστικά αναφέρεται σε όλες τις γκόμενες που κατάγονται και ζουν στα Χανιά Κρήτης.

- Άντε μωρή χανιώλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάγκουρας, αλλά πιο κάγκουρας. Κάνει την εμφάνιση του τη νύχτα, κυρίως κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Το κλασικό χαρακτηριστικό του γκιολέ είναι ότι συνοδεύεται από άλλους γκιολέδες, γεγονός που οδηγεί στην εκθετική αύξηση του αριθμού τους όπου και να βρίσκονται.

- Άσε φίλε, το μαγαζί ήταν τίγκα στους γκιολέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές οι σημασίες και οι χροιές ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο.

  • Ο ορατός: κοίτα ένα μαλάκα
  • Ο τεφάλ: ξεκόλλα ρε μαλάκα
  • Ο σταθερός: έμεινε μαλάκας
  • Ο αδιόρθωτος: ε τον μαλάκα
  • Ο επώνυμος: έλα ρε Μαλάκα
  • Ο νυχτωμένος: ξύπνα μαλάκα
  • Ο χαμένος: που 'σαι ρε μαλάκα;
  • Ο φευγάτος: την έκανε ο μαλάκας
  • Ο βαθμοφόρος: α, τον αρχιμαλάκα
  • Ο αμφίβολος: καλά μαλάκας είσαι;
  • Ο διττός: και πούστης και μαλάκας
  • Ο ευρεσιτέχνης: μαλάκας με πατέντα
  • Ο εμετικός: τα ξέρασε όλα ο μαλάκας
  • Ο καλοδεχούμενος: καλώς το μαλάκα
  • Ο εξακριβωμένος: είναι τελικά μαλάκας
  • Ο επιρρεπής: Μη γίνεσαι μαλάκας τώρα
  • Ο εκνευριστικός: άει γαμήσου ρε μαλάκα
  • Ο ανεκδιήγητος: μα πόσο μαλάκας νά 'σαι!
  • Ο αργοκίνητος: άντε ρε μαλάκα, κουνήσου
  • Ο φαφλατάς: μιλάμε για πολύ χοντρομαλάκα
  • Ο επαναλαμβανόμενος: την είπε πάλι ο μαλάκας
  • Ο σεξιστής: μαλάκας μπορεί να είμαι, πούστης όμως όχι!!
  • Ο απίστευτος: Τι λες ρε μαλάκα;
  • Ο κυριολεκτικός: Το πολύ το τίκι-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα
  • Ο προβλέψιμος: Μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει
  • Ο χορταστικός: Μαλακομπούκωμα
  • Ο άξιος: Μπράβο μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified