Λέξη με την οποία θέλουμε να δείξουμε την απόλυτη αραγματική κατάσταση.

Λείπει η καργιόλα η υπεύθυνη στη δουλεία και όλοι είμαστε αρντάν πουτσεκλαντάν.Άραγμααααααααα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτάνω σε μεγάλη ηλικία χωρίς να παντρευτώ, αραχνομουνιάζω, γεροντοκοριάζω, καθίσταμαι γεροντομούνα.

- Πάει, γεροντομούνιασε κι αυτή, γέρασε πιο άπαρτη κι απ' την κορυφή των Ιμαλαΐων...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψαρας

Το κλασσικο ιντερνετ τρολλ,που βγαζει ασχετα βιντεο, μαζι με τον Καπεταν Ξαντερφο Εδω θα δειτε τα καναλια τους https://www.youtube.com/channel/UCqHuEkzHWlRQoreQdAPn_pg -Καπεταν Αντρεας- https://www.youtube.com/channel/UCwo1gEOmcnlqj_An3pImdoQ -Καπεταν Ξαντερφο-

Σχολιο τουλεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

το κρατικο γηπεδο του παοκ στη πυλαια γνωστο και ως παοκ σπορτς κλαρινα. Δωρεαν φορτιση κινητων συσκευων (το ρευμα το πληρωνει η νομαρχια)

πως να κερδισει ο φουκαρας ο παοκ στο πελατάκι, πάλι 100 άτομα είχε

Got a better definition? Add it!

Published

Δυολεπτάκιας (ο, η)

Δυολεπτάκιας: Ατομο που διακόπτει την κυκλοφορία για χρόνο που συνήθως υπερβαίνει τα 2 λεπτά, αγνοόντας πλήρως τον ΚΟΚ και την παρακώλυση συγκοινωνιών (ειδικά το άρθρο 227 του Ποινικου κώδικα όταν μπλοκάρει λεωφορείο) , όπως και τις σχετικές προβλεπόμενες ποινές.

"-Ει! Που πα ρε φιλε και το μολάρεις μόστρα μπροστά στο μαγαζί; Ειναι "ορθοπαιδικά είδη" το μαγαζί, μπαίνοβγαίνουν καροτσάκια λεμεεεε! Είσαι και πάνω στην διάβαση! Βρεφονηπιακός σταθμός απο δίπλα! -Πως κάνεις έτσι, κύριος; Δυό λεπτάκια θα κάνω!"

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κοιμάται όρθιος, ο εντελώς άχρηστος

Αυτός ο προπονητής είναι τρομερός νύχτας. Κάνει τις αλλαγές στο 89’

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός ο άνθρωπος που είναι 1,90 και φαίνεται σαν κοκαλιάρικο γομάρι.

Αυτουνού του οποίου το κεφάλι είναι μεγαλύτερο σε πάχος από το υπόλοιπο δίμετρο σώμα του.

-Ρε φίλε τον θυμάσαι τον Παναγιώτη;

-Ναι ρε φίλε γιατί σε είπε κάτι;

-Δεν βλέπει που είναι καλαμοκανάς και τον κοροϊδεύουν όλοι, ήρθε να την πει και σε εμας τους φυσιολογικούς

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά το αγγλικό proud senior, είναι ο γονιός ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιού, που βγαίνει από τη δική του ντουλάπα και γιορτάζει (celebrates) τον αυτοπροσδιορισμό του παιδιού του, ενίοτε συμμετέχοντας σε σχετικά ακτιβιστικά δρώμενα.

Στο Γκέι Πράιντ θα συμμετάσχουν και Περήφανοι Γονιοί.

Got a better definition? Add it!

Published

Το περιτραχήλιο ή προστήθιο (jabot), εξάρτημα που συνοδεύει την τήβεννο της επίσημης αμφίεσης κάποιων υψηλόβαθμων κρατικών ή ακαδημαϊκών λειτουργών. Είναι ένα κομμάτι ύφασμα που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του στήθους αυτού που το φοράει, στην περιοχή που θα έμπαινε μια, πολύ λεπτότερη βέβαια, γραβάτα.

Κυρίως λέγεται για το, λευκό ή μπλε, προστήθιο των μελών των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο), του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και του "Υπουργοδικείου" (όσων μελών του τελευταίου είναι μόνιμοι δικαστές και με κάποιες ιστορικές εξαιρέσεις στη χρήση και από αυτούς).

Η "στολή" των δικαστών αυτών φοριέται κατά τις δημόσιες συνεδριάσεις τους, ενώ των πανεπιστημιακών κατά τις διάφορες επίσημες τελετές.

Το λήμμα φυσικά προέρχεται από την σαλιάρα των μωρών, την μικρή ποδιά που δένεται γύρω από το λαιμό τους για να προφυλάσσει τα ρούχα τους από τα σάλια και τις τροφές (βλ. εδώ). Γι' αυτό έχει και μειωτική σημασία όταν αφορά αμφίεση μεγάλων ανθρώπων και μάλιστα φορέων εξουσίας και, υποτίθεται, κύρους.

Τι άθλια η σαλιάρα στην ελληνικη δικαστική τήβενο! (πηγή εδώ)

Ως σαλιάρα αναφέρεται επίσης, μάλλον σπανιότερα, και το πετραχήλι των ιερέων.

Ποιό είν' αυτό το τραΐ με τσι μουστάκες και την χρυσοκέντητη σαλιάρα ; (πηγή εδώ)

Θρησκευτική τελετή από ορθόδοξο μητροπολίτη και ιερείς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι της χούφτας (παλάμη) το οποίο παραπέμπει σε γυναικείο όνομα. Σχήμα λόγου για να χαρακτηρίσουμε την φανταστική γκόμενα του απόλυτου μαλάκα η αγάμητου άντρα.

-Τελικά ο Γιωργάκης βρήκε γκόμενα;
-Ναι γαμάει τη Χουφτάλω κάθε μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified