Κάνω κάτι κομμάτια.

  1. Σιγά ρε, από το πολύ πλύσιμο έκανες το παντελόνι κοκλίβα!

  2. Μην τρέχετε πάνω στα λιόπανα, θα τα κάνετε κοκλίβα!

  3. Μας φάγανε τα ποντίκια τα σακκιά και τα κάνανε κοκλίβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταστρέφω κάτι ολοσχερώς. Το ξεπατώνω. Χρησιμοποιείται κυρίως για να δείξει:
- Φυσική βία
- Καταστροφή από πολεμική σύρραξη
- Εικονική βία (ταινίες, video games κτλ).

Και σκάει μύτη που λες ο μπάρμαν με το που μαθαίνει ότι η δικιά του φασώθηκε με τον Άκη και του κάνει το μαγαζί οικόπεδο. Γύρισε τα τραπέζια ανάποδα, έσπασε τα τζάμια, πουτάνα όλα ρε σου λέω. Σκέψου να την πήδαγε κιόλας.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθωριστικό χρήμα. Άνευ αξίας χαρτονόμισμα.

Πακοτίλιες ο κόσμος ονόμαζε τα πληθωριστικά χαρτονομίσματα στην εποχή του μεγάλου πληθωρισμού προς το τέλος της γερμανικής κατοχής.

Ετυμολογικά νόμιζα στην αρχή ότι η λέξη προέρχεται από το γαλλικό pacotille που σημαίνει ευτελές αντικείμενο, ένα σκουπίδι (marchandise de très faible valeur). Μετά από ψάξιμο προέκυψε ότι η λέξη προέρχεται από το ιταλικό paccottiglia που προφέρεται ακριβώς όπως η δικιά μας πακοτίλια και έχει ακριβώς την ίδια σημασία. Βλέπε το Il Piccolo Palazzi Dizionario de la Lingua Italiana.

- Πόσο έχεις τις πατάτες;
- Δεν παίρνω πακοτίλιες! Λάδι έχεις;

Πληθωριστικό χρήμα (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζης, είναι εν συντομία ο οποιοσδήποτε τεχνίτης ή επαγγελματίας, η ιδιότητα του οποίου υπονοείται από τα συμφραζόμενα. Απλά το τζης είναι πιο γενικό, για να μην καθόμαστε και σκεφτόμαστε ακριβώς το όνομά του.

Πρόκειται προφανώς για το τελευταίο στοιχείο πολλών ονομασιών επαγγελμάτων (βοθρατζής, φορτηγατζής, μπακιρτζής, παγωτατζής, σουβλατζής).

Αν ενδιαφέρεστε για ετυμολογία, το -τζής είναι κατάληξη τουρκικής πρέλευσης -ci (bakirci, τεχνίτης χαλκού, pilafci έμπορος ρυζιού, kaplanci ταριχευτής).

  1. Μαν, θα σε πάω σε μια σουβλακερί να φάμε τσακ-μπαμ. Έχει ένα τζη (=σουβλατζή) που τυλίγει 1 πιτόγυρο το δευτερόλεπτο.

  2. - Πωπω σκουπιδαριό οι δρόμοι!
    - Ναι ρε, δεν άκουσες ότι οι τζήδες (=σκουπιδιάρηδες) έχουν πάλι απεργία;

  3. Αμάν, χάλια το σπίτι. Πρέπει να φωνάξουμε τους τζήδες (=υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, μαστόρους) να μας το κάνουν τζιτζί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τσακώνονται δύο ή τρεις ή και παραπάνω κυρίως σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και γίνεται σόου ενώ κάποιος άλλος που τους παρακολουθεί το απολαμβάνει και λέει τη φράση "συνεχίστε εσείς μέχρι να φέρω πόπκορν και κόκα κόλα" όπως στο κινηματογράφο.

Ο μπίμπερ ειναι Gay και οι fans της μαλακισμενες!
Μαλώστε εσείς εγώ πάω να φέρω ποπ-κορν και κόκα κόλα...

Από το facebook...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση του απρόβλεπτου. Όπως δηλαδή η ψωλή κάνει του κεφαλιού της (κυριολεκτικά ή μεταφορικά...) και δεν γίνεται να καυλώσει με το ζόρι, έτσι και αυτός που κάνει ό,τι του καυλώσει ενεργεί χωρίς σχέδιο, ανάλογα με την καύλα (δηλαδή τα γούστα) της στιγμής.

  1. - Έλα ρε, πάμε για κανένα ποτό...
    - Καλά ρε μαλάκα Νίκο, στις έντεκα το βράδυ σου καύλωσε εσένα να βγούμε;

  2. - Τι λες να κάνεις στις διακοπές;
    - Ό,τι μου καυλώσει φίλε, κοπρόσκυλο θα γίνω!

  3. - Μα γιατί η γκόμενα δεν ήρθε στο ραντεβού, αφού αυτή μου ζήτησε να βγούμε...
    - Γιατί έτσι της καύλωσε! Ψάχνεις τώρα να βρεις λογική στις γυναίκες;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση ευρείας εκμετάλλευσης.

- Ρε μαλάκα τι γίνεται ρε; Όλοι δανεικά μου ζητάνε...
- Ε δεν το ξέρεις ρε; Όλοι οι κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα...

Για τους στραβούς υπάρχει λύση, βοήθειά μας. (από Galadriel, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε περίπτωση που οι συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον δεν μας επιτρέπουν να βρίσουμε, χρησιμοποιούμε κάποιες εκφράσεις που «κρύβουν» τη βρισιά. Μια από αυτές είναι και το (όχι ρε) πού στηρίζεται η Ακρόπολη, που κατά βάθος κρύβει τη φράση «(όχι ρε) πούστη». Συνήθως διορθώνεται πιο μετά ή από τον συνομιλητή.

Νάνσυ: - Έχασα το σακάκι μου στα αποδυτήρια.
Μαρία: - Μάλλον εννοεί το σακάκι που είδαμε και είπαμε να μην πάρουμε. Όχι ρε πούστη!
Γωγώ: - ...ρίζεται η Ακρόπολη! Να είσαι ευγενική!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και χωρίς το λίγο. Επίσης και ως θέλω να δω κάτι. Η προτροπή είναι πάντα άσεμνη και προσβλητική σε όποιον απευθύνεται. Χαρακτηριστικά, συνηθέστερη μορφή είναι το ψόφα λίγο να δω κάτι, καθώς και το αυτοκτόνα λίγο να δω κάτι.

Η φράση αποτελεί ένδειξη, αν όχι απόδειξη, κουλαρχοντιάς. Χρησιμοποιείται από υπεργαμάτους τύπους, οι οποίοι φιλερεύνως προτάσσουν την εμπειρική επιστήμη ως αφορμή, αν όχι αιτία, για την ευγενή έκφραση αποτροπιασμού για ανεπιθύμητα υποκείμενα. Είθισται, μάλιστα, η προτροπή να γίνεται σε τόνο μειλίχιο και συγκαταβατικό, ούτως ώστε να διαφαίνεται η αγνή πρόθεση στοχεύουσα στη γαλήνια αποβολή του πρηξοπούτσειου ατόμου.

- Γεια χαρά παιδιά! Με λένε Νταλάρα και θα σας πω ένα τραγούδι!

- Μάλιστα. Για ψόφα λίγο να δω κάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι ισοδύναμη με το «δεδομένου ότι (ρήμα Χ)» και χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι είναι επόμενο της ενέργειας του ρήματος Χ. Να σημειωθεί ότι η έκφραση δεν αντικαθιστά πάντα την έκφραση «δεδομένου ότι (ρήμα Χ)», π.χ. στο τέταρτο παράδειγμα δεν μπορούμε να πούμε «δεν ξέρω που δεν ξέρω καλά αγγλικά...».

Όταν το ρήμα είναι το «είναι», έχουμε την έκφραση είναι που είναι.

  1. Τρέχεις που τρέχεις για τα χαρτιά, κράτα τουλάχιστον ένα αρχείο και σημειώσεις να ξέρεις με ποιον μίλησες και τι σου είπανε.

  2. Τους κάνεις που τους κάνεις τόση κατανάλωση, ζήτα και καμιά απόδειξη.

  3. Δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;

  4. Δεδομένου ότι δεν ξέρω καλά αγγλικά, νομίζω ότι καλά συνεννοήθηκα.

  5. Δεν ξέρω που δεν ξέρω καλά αγγλικά, με βάλανε και διερμηνέα και τα έκανα θάλασσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified