Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.
- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.
Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.
- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αντρικό γεννητικό μόριο, αλλά λέγεται και γενικά για άντρα. Το λέμε και λαμπάδα.
Καλά, είπαμε να βγούμε για γκόμενες και ήρθαμε εδώ που είναι μόνο κοντάρια μαζεμένα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, για μπάσκετ θα πάτε;, καψιμί, κονταρομαχία, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, η αδερφή, ο πούστης.
- Kαλά, δεν τον βλέπεις πώς κουνιέται ο ντιγκιντάγκας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μη εμφανίσιμη κοπέλα. Το μπάζο, η πατσαβούρα, η παντζούρω.
- Πάμε να φύγουμε από 'δω, όλο σαύρες κυκλοφορούν, ούτε μια ωραία δεν έχω δεί.
Βλ. και λίζα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αυνανισμός, η μαλακία.
Το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γέρος, ο παππούς.
-Τι θέλει και οδηγεί το παππουδέλι, αφού δεν βλέπει μπροστά του!
Βλ. και ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά, γεροντάματα, ραμολί, το, μουστόγερος, Μαθουσάλας, λυκόπουλο, το, πίτα του παππού, παπούα, πα(π)πουτσοθήκη, σαβανοκαρτέρης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.
- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.
Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified