Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.

- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντρικό γεννητικό μόριο, αλλά λέγεται και γενικά για άντρα. Το λέμε και λαμπάδα.

Καλά, είπαμε να βγούμε για γκόμενες και ήρθαμε εδώ που είναι μόνο κοντάρια μαζεμένα.

Ονείρωξη εθνόκαυλων! (από Khan, 27/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Λες να πάμε για ποτό σε εκείνο το ροκάδικο; - Όχι ρε, εκεί είναι πάντα αρχιδόκαμπος, πάμε σε κανένα κλαμπάκι να δούμε κανένα γκομενάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, η αδερφή, ο πούστης.

- Kαλά, δεν τον βλέπεις πώς κουνιέται ο ντιγκιντάγκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μη εμφανίσιμη κοπέλα. Το μπάζο, η πατσαβούρα, η παντζούρω.

- Πάμε να φύγουμε από 'δω, όλο σαύρες κυκλοφορούν, ούτε μια ωραία δεν έχω δεί.

Βλ. και λίζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός, η μαλακία.

Το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος, ο παππούς.

-Τι θέλει και οδηγεί το παππουδέλι, αφού δεν βλέπει μπροστά του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.

- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.

(από Khan, 16/10/14)

Βλέπε και σαβούρα, κάμπια, πατσόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά σεξουαλικά διεγερμένος.

Πολύ γκόμενα σου λέω. Πύρκαυλος έγινα μόλις την είδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από το τσιγάρο και χρησιμοποιείται για τα τσιγάρα με χασίς.

Στρίψε κανένα γάρο να πιούμε ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified