Από το τούρκικο* **şapşal***. Στα τούρκικα είναι ο ατημέλητος άνθρωπος, ο ασουλούπωτος, ακριβώς ο χαρμπαγιάγκαλος. Μπορεί να σημαίνει και τον χαζό, τον χοντροκέφαλο.

Αυτές οι σημασίες της λέξης φαίνεται να έχουν διατηρηθεί στα Ποντιακά όπου σαψάλ'ς είναι ο τρελός και σε ορισμένα τοπικά ιδιώματα της Μακεδονίας. Στα Επανομίτικα π.χ. σαψάλης είναι ο χαζοχαρούμενος, ο τύπος που είναι κομμάτι λέτσος και αλαφροΐσκιωτος. Και στο Σερραϊκό ιδίωμα σαψάλης είναι πάλι ο τρελλαμένος, ο πειραγμένος - εξ ου και οι σαψάληδες fans του Πανσερραϊκού.

Ωστόσο, στα Ελληνικά η βασική σημασία της λέξης έχει αλλάξει και παραπέμπει κυρίως στην έννοια της διάλυσης, της αποσύνθεσης.

Το παράγωγο ρήμα, σαψαλιάζω, ας πούμε, σημαίνει θρυματίζω ή και κάνω πολτό - παρόμοιο είναι και το κάνω νιανιά.

Σάψαλο ή σαψαλιασμένο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα κακομαγειρεμένο φαγητό όπου τα συστατικά δεν ξεχωρίζουν πια - έχουν γίνει μια μάζα. Ή, και ένα ψάρι ή ένα κομμάτι κρέας που παράβρασε και κοντεύει να διαλυθεί. Αλλά, σάψαλο λέμε ότι είναι κι ένα σπίτι ετοιμόρροπο, ένα ερείπιο.

Με την ίδια λογική, σάψαλο είναι και ο άνθρωπος-ερείπιο, το χούφταλο που 'χει το ένα πόδι στον τάφο, ο μουστόγερος - αυτή είναι πια και η πιο κοινή χρήση της λέξης.

  1. (Διάλογος από το blog http://www.kerkinitoday.com)

- Αιντε ρε σαψάλη…μας κάνεις και πολιτική τώρα…άιντε κάνε καμιά δουλειά…χαμένε α χαμένε…
- Κατ’ αρχήν για το «σαψάλη», σ’ ευχαριστώ από καρδιάς, ένας φίλος μου έλεγε «όταν σε βρίζουν να ξέρεις σε υπολογίζουν».

  1. - Σταμάτα να παίζεις με το ψωμί, ρε νευρικέ ... θα φάνε κι άλλοι ... το σαψάλιασες ... λιαξ αρακατάνγκ τόκανες ...

  2. Θέλω να παρακαλέσω αστυνομικούς και λοιπούς καουμπόηδες να μην πυροβολούν τους νέους. Αν θέλουν οπωσδήποτε να ξεκάνουν κάποιον, ας δολοφονήσουν κάνα σάψαλο, κάνα ραμολιμέντο, κάνα γεροξεκούτη που είναι έτοιμος να τα τινάξει. (σχόλιο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, blackmambo85 στο συσωλήνα)

Υπό προϋποθέσεις, ένα σάψαλο είναι ό,τι πρέπει. (από Galadriel, 27/02/09)(από Galadriel, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, όρος από τον χώρο της οικοδομής όπου και χρησιμοποιείται συχνότατα (Παρ. 1) Τα πρέκια είναι τα οριζόντια δοκάρια που βρίσκονται πάνω από μια πόρτα ή ένα παράθυρο –ή, και πάνω από το τζάκι. Το πάνω μέρος του Π –lintel ή header beam στα Αγγλικά, αν διευκολύνει. Μπορεί να είναι από ξύλο, μάρμαρο, πέτρα, τσιμέντο ή και μέταλλο. Πολύ σημαντικό δομικό στοιχείο διότι, προφ, κρατάνε τον τοίχο που βρίσκεται πάνω από το κενό που αφήνει η πόρτα ή το παράθυρο.

Έξω από τον χώρο της οικοδομής, η λέξη απαντάται στην έκφραση θα του γαμήσω τα πρέκια –ή, θα του σκίσω τα πρέκια ή, στην πιο κόσμια εκδοχή, θα του αλλάξω τα πρέκια. Πρόκειται για ισχυρή, αλλά αόριστη, απειλή –η κεντρική ιδέα είναι ότι θα του πειράξω κάτι πολύ βασικό και, ωσεκτουτού, θα τον εξουθενώσω, θα τον διαλύσω, θα τον κατατροπώσω (Παρ. 2). Συνήθως, όμως, η απειλή εκτοξεύεται σε μια έκρηξη θυμού χωρίς νάχουμε κάτι πολύ συγκεκριμένο κατά νου (Παρ. 3).

Διότι, σε αυτή την υβριστική, μεταφορική χρήση δεν είναι σαφές και τι εννοούσε ο ποιητής αναφερόμενος στα πρέκια. Έχει υποστηριχθεί ότι πρέκια είναι τα ανδρικά γεννητικά όργανα αλλά αυτό είναι μάλλον αβάσιμο –δεν κολλάει. Πιθανότερο είναι ως πρέκια να νοούνται τα κωλομάγουλα, τα κωλοβάρδουλα και μια σχετικά σπάνια περίπτωση τέτοιας χρήσης είναι το Παρ. 4. Ίσως, όμως, να πρόκειται απλώς για μια απευθείας χαλαρή μεταφορά από την ορολογία της οικοδομής που τονίζει πόσο μεγάλο είναι το ζόρι που θα προκύψει χωρίς να κάνει συγκεκριμένη σύνδεση με κάποιο ανατομικό στοιχείο.

Ο Μπαμπινιώτης ετυμολογεί τη λέξη πρέκια διστακτικά από το αρχαίο πρίω=σφίγγω, συνδέω –ίδια ρίζα με το πριόνι. Η λέξη ενίοτε προφέρεται και ως μπρέκια αλλά δεν έχει καμμία σχέση με το κεφαλονίτικο μπρέκια που βγαίνει από το break και σημαίνει ζημιά.

Συγγενή λήμματα: κωλοβάρδουλα, γαμώ τα βάρδουλα, κωλοφάρδουλα, τελατίνι, αλμυρό φυστίκι

  1. Χάρη επίσης θα ήθελα να σε ρωτήσω και το εξής: μάλλον θα βάλω πρέκι από οπλισμένο σκυρόδεμα και θα ήθελα να μου πεις, αν σου είναι εύκολο, αν πρέκι με διαστάσεις h=20cm και b=20cm (τόσο είναι το πλάτος του alfa bloc) οπλισμό 4Φ10 και επικάλυψη=3cm είναι οκ για άνοιγμα παραθύρου περίπου 3.2m και υπερκείμενο όγκο alfa blok 0.27m3;

*Το πρέκι θα είναι συνεχόμενο, δεν είναι καλύτερα έτσι ώστε να πιάνει το άνοιγμα και της πόρτας και του παραθύρου; (από το φόρουμ στο www.michanikos.gr)

  1. Αυτό είναι γνωστό και αυτό σας πονάει. Oτι η X σας γάμησε τα πρέκια και μαζί με τους άλλους εθνικόφρονες έσωσαν την ελλάδα από την κομμουνιστική χολέρα. (Από το forum.gr)

  2. λοιπον προσ τα τσουλακια των tokio Πανδοχειο...sorry tokio hotel ηθελα ν πω....παρτε τς αγαμιεσ σας και τραβηξτε γ τα blog των τοκιο....οποιος ξανατολμησει ν πει κατι ασχημο γ erreway και πιο συγκεκριμενα για φελιπε οπως κ γ μενα η την μαρια τοτση....θα σας γαμισω τα πρεκια....εσυ jenny ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΞΑΝΑΠΕΙΣ ΚΑΤΙ Γ ΤΟΝ ΦΕΛΙΠΕ Η ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ...θα σ χωσω στον κωλο το eyeliner σου παλιοemo...αν κ απο τ πολυ γαμημα δεν θ τ καταλαβεισ αφου εσυ οπως και τα γαμιολικα που θαυμαζεισ εχετε στον κωλο μια τρυπα μεγαλυτερη και απο αυτην του οζοντος......τ καταλαβεσ η εισαι τοσο στοκος;;;;;;;;;; (από το fernada4ever.pblogs.gr, νεαρή κορασίς τα έχει πάρει άσχημα διότι της έθιξαν κάποιο μουσικό ίνδαλμα)

  3. Την έβαλα να κάτσει πάνω σ’ ένα μαξιλάρι και της είπα να ανοίξει τα μπούτια της. Έβαλα τα πόδια της στον ώμο μου και της άνοιξα με το ένα χέρι καλά τα πρέκια. Με το άλλο χέρι κράτησα τον πούτσο μου, της τον έβαλα στην κωλότρυπα και άρχισα να την γαμώ. (απόσπασμα από τσοντο-ιστορία από το xxxstory.wordpress.com)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άτεχνος ποδοσφαιριστής, ο αδέξιος, ο άμπαλος. Πολύ συχνός χαρακτηρισμός της κερκίδας για παίκτες που στερούνται κάθε φινέτσας και στηρίζονται αποκλειστικά στη δύναμη.

Συνήθως αναφέρεται σε αμυντικό κριάρι, αλλά ξυλοκόπος μπορεί να είναι και κάποιος ανασταλτικός μέσος ή το βαρύ σέντερ φορ με το κλασικό Βρετανικό στυλ. Συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, ο ξυλοκόπος είναι και αντιαθλητικά σκληρός, το γνωστό δρεπανηφόρο άρμα.

Ως ξυλοκόποι, στον πληθυντικό, μπορεί να χαρακτηρισθεί και μια ολόκληρη ομάδα που έχει μεν πάθος και δύναμη αλλά που συλλογικά και από παράδοση ταλαιπωρεί το τόπι - σε επίπεδο εθνικών ομάδων π.χ. Σκανδιναβοί, Βρετανοί κ.ο.κ.

Και γιατί ξυλοκόποι; Ασαφές, αλλά ίσως διότι οι παίκτες αυτού του στυλ μεταχειρίζονται τη μπάλα με την ίδια χάρη που ο γνήσιος ξυλοκόπος πελεκάει το κούτσουρο ...

  1. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλος ο κόσμος θέλει να βλέπει Μέσι και Ρονάλντο στα γήπεδα, αλλά αφ'ενός είναι λίγοι αυτής της ποιότητας οι ποδοσφαιριστές και αφ'ετέρου τους τίτλους τους δίνουν οι νίκες και όχι οι περίτεχνες ενέργειες. Και δυστυχώς το σύγχρονο ποδόσφαιρο, με το πολύ πρέσιγκ, την δύναμη και την ταχύτητα ευνοεί τους ξυλοκόπους παρά τους τεχνίτες. (από το http://www.bluefans.info/)

  2. Δεν μπορώ να παραδεχθώ ότι η Σουηδία είναι κλάσεις ανώτερη από εμάς. Τρεις παικταράδες έχει και τίποτα παραπάνω. Οι υπόλοιποι είναι ξυλοκόποι που χρειάζονται πέντε κοντρόλ για να κατεβάσουν την μπάλα. (από το http://blogs.contra.gr, πίκρα μετά τον αποκλεισμό της Εθνικής από τη Σουηδία στο Euro 08)

  3. O Irwin έπαιζε τόσα χρόνια μπάλα και δε θυμάμαι να έχει χτυπήσει άλλον παίκτη... μια άτυχη στιγμή δε νομίζω να στιγματίζει ως ξυλοκόπο τον φιλότιμο Ιρλανδό μπακ... (από το http://www.fmgreece.gr)

  4. Οι ηρωϊκοί πλην ξυλοκόποι σκωτσέζοι το πάλεψαν όσο μπορούσαν αλλά είναι πολύ μονοδιάστατοι ... ((από το http://www.bluefans.info/, σχόλιο για τον τελικό του κυπέλου ΟΥΕΦΑ Ζενίτ-Ρέιντζερς)

  5. - Κάτσε ρε, πού να τρέχουμε ... έχει και ματς στη δορυφορική ... Φινλανδία - Ελβετία ...
    - Ωραίο ματς ... Ξυλοκόποι εναντίον αγελαδοτρόφων ... ψηφίζω μπυρίτσουαλς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο bölük που σημαίνει στρατιωτικό τμήμα, άγημα - όχι απαραίτητα ατάκτων.

Η λέξη έχει ενσωματωθεί στα Ελληνικά προ αιώνων και έχει προσλάβει πολλές σημασίες. Κοινός παρονομαστής είναι η έννοια του πλήθους, και ειδικότερα του ασύντακτου πλήθους. Αλλά υπάρχουν και διαφορές στη χρήση της λέξης, συχνά λεπτές. Έτσι, μπουλούκι μπορεί να είναι:

  • Ένα τμήμα άτακτων οπλοφόρων - κλέφτες κι αρματολοί, αντάρτες κλπ. Αυτή η σημασία είναι παλιά και η πλησιέστερη στα τούρκικα. (Παρ.1)
  • Μια συντεχνία, συχνά αλλά όχι απαραίτητα, περιοδεύουσα - π.χ. τα συνάφια των μαστόρων της πέτρας που αναζητούσαν δουλειά από χωριό σε χωριό ήταν οργανωμένα σε μπουλούκια με επικεφαλής τον μπουλουκτσή (Παρ.2 & 3)
  • Ένας περιοδεύων θεατρικός θίασος - απο κλασικό ρεπερτόριο έως βαριετέ και τσίρκο, για την ιστορία του πράγματος δες εδώ (Παρ.4 & 5)
  • μια παρέλαση μασκαράδων που τραγουδούν και χορεύουν, ειδικά στα καρναβάλια της Δυτικής Μακεδονίας - οι σχολές της σάμπας στη βλάχικη έκδοση τους, Μπούλες και δε συμμαζεύεται. (Παρ.6)
  • ένα κοπάδι ζώων - κυριολεκτικά (Παρ.7)
  • ένα απείθαρχο πλήθος, ένας θορυβώδης συρφετός - παραπέμπει και στο κοπάδι που άγεται και φέρεται και στους άτακτους οπλοφόρους που 'χουν το νου στο πλιάτσικο (Παρ.8)
  • ένα οποιοδήποτε μεγάλο πλήθος - δεν είναι απαραίτητο να κάνει φασαρία αλλά είναι ανώνυμο και συμπεριφέρεται ως αγέλη (Παρ.9)
  • μια ομάδα που δεν έχει σύστημα και τακτική - μπορεί να αναφέρεται σε ποδοσφαιρική ομάδα ή και στην κυβέρνηση της χώρας (Παρ.10 & 11)

Κοινή είναι και η έκφραση μπουλούκια-μπουλούκια - σημαίνει κατά κύματα (Παρ.12).

  1. Το 1811 πέφτει με προδοσία στα χέρια του Αλή πασά ο Κατσαντώνης, ο αετός των βουνών και της κλεφτουριάς. Και λίγα χρόνια αργότερα δολοφονείται και ο αδερφός του Λεπενιώτης και τα κλέφτικα μπουλούκια αναγκάζονται να προσκυνήσουν τον Αλή. (από το www.dimitrisvlachopanos.gr)

  2. Οι μάστορες κτίστες και πελεκάνοι συγκροτούνταν σε συντεχνίες, τα ονομαζόμενα «μπουλούκια», το τελος των οποίων σημειώνεται στη δεκαετία του '30. (από το http://www.vithos-voiou.org.gr)

  3. Δωδεκὰς λέμβων ἵστατο πλησίον τῆς ἀποβάθρας. Αὗται περιεῖχον τὸ πλήρωμα τῶν δυὸ μπουλουκιῶν, διότι ὁ Φτίκας καὶ ὁ Σοροκᾶς εἶχαν μπουλούκια, σχεδὸν πολεμάρχαι. (από το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη 'Ο Σημαδιακός')

  4. Οσοι γνωρίζουν, στοιχειωδώς έστω, την ιστορία του ελληνικού θεάτρου γνωρίζουν την τεράστια συνεισφορά που είχαν στην εξέλιξή του τα μπουλούκια. Θεατρικές ομάδες που όργωναν τις εσχατιές της επαρχίας, φέρνοντας σε επαφή με το θέατρο τους απομονωμένους από τις εξελιγμένες μορφές τέχνης κατοίκους της ...
    Τα μπουλούκια έχουν πια πεθάνει και μαζί τους έχει πεθάνει μια αυθεντική σχέση των κατοίκων της επαρχίας με το λαϊκό θέατρο. (από το http://www.eksegersi.gr)

  5. (Το μπουλούκι - στίχοι και μουσική: Δ. Σαββόπουλος)

Με δύο δίφραγκα-δίφραγκα για τους μεγάλους
και δίφραγκο-δίφραγκο για τους φαντάρους
και τα παιδιά φτάσανε σήμερα-σήμερα, φτάσανε
λυγίζουν σίδερα-σίδερα τρώνε καρφιά.

Το μπουλούκι φεύγει
κι άρχισε να πέφτει η βροχή
ο δικός σου πόνος
στο κατώφλι μόνος
σαν σκυλί.

  1. Ετοίμαζαν τις φορεσιές τους με μεγάλη προσοχή και φροντίδα. Ηταν το μόνο μέλημα τους και περιμένανε πως και πως τις Αποκριές.. Μάζευαν πολλά ασήμια, σιρίτια, στολίδια, κιουτσέκια (διπλές, τριπλές ασημένιες αλυσίδες) για να τα βάλουν στο στήθος. Την Κυριακή της Αποκριάς τα μπουλούκια αφού ντύνονταν με ευλάβεια στα σπίτια τους συναντιόντουσαν στην πλατεία Ωρολογίου μετά το σχόλασμα της εκκλησίας και αρχίζανε τις πατινάδες στους μαχαλάδες της πόλης όπου χόρευαν σε κάθε μαχαλά ο καθένας τον δικό του χορό με την σειρά. (από το http://www.dwdekatheon.org)

  2. Τα μπουλούκια των αιγοπροβάτων της κοπαδιάρικης κτηνοτροφίας με την μελωδική αρματωσιά τους ήταν ένα είδος ποιμενικής συμφωνικής ορχήστρας. Το ετερόκλητο μπουλούκι των ζώων της οικιακής κτηνοτροφίας (γελάδες, κατσίκες, φορτιάρικα, μανάρια, σκύλοι) που κάθε πρωί ξεχυνόταν στα χωράφια του Ευρυτάνα νοικοκύρη, ήταν μια εικόνα βουκολικής κομπανίας, η οποία τώρα μπήκε για καλά στο μουσείο. (από το http://www.evrytanika.gr)

  3. ΠΑΝΤΑ στα μέσα αυγούστου αποφεύγουμε τις εξής τρεις περιοχές:

1) Μύκονο
2) Μάλια Κρήτης
3) Ρόδο

Θα πέσετε σε όλο το μπουλούκι των βρωμοάγγλων που κάνουν ό,τι χειρότερο μπορείτε να φανταστείτε... (από το http://www.ischool.gr)

  1. Ατελείωτα… μπουλούκια σχηματίστηκαν τις τελευταίες μέρες στο ισόγειο του νομαρχιακού μεγάρου με τους ασφαλισμένους να προσπαθούν να θεωρήσουν τα βιβλιάρια Υγείας για τη νέα χρονιά. (από το www.epirotikosagon.gr)

  2. Ανεγκέφαλο ποδόσφαιρο. Πολλές σέντρες για το κεφάλι του Κωνσταντίνου και οι περισσότερες επιθέσεις μας συγκεντρώνονταν στο ημικύκλιο της μεγάλης περιοχής. Ένα μπουλούκι ήταν όλοι. Κλωτσούσαμε την μπάλα όπου να ‘ναι, και εάν μπει γκολ, μπήκε. Σαν τον Ολυμπιακό προ πολλών ετών, προ Μπάγεβιτς. 9από το http://gavros.blogspot.com)

  3. Το μυώδες ύφος, ο γραβατωμένος λόγος, οι μεγαλοστομίες, μπορούν να ξεγελάσουν πολλούς, ιδιαίτερα αν η φερόμενη ως εναλλακτική λύση δεν έχει ακόμη καταφέρει να βρει το βηματισμό της. Με λίγη βοήθεια από πρόθυμους δημοσκόπους, και οι ρυτίδες της παρακμής θα κρυφτούν. Ωστόσο, το ερώτημα είναι ώς πότε μια κυβέρνηση-μπουλούκι και ένας πρωθυπουργός άβουλος, ψοφοδεής, χωρίς σχέδιο και με περιορισμένη αίσθηση καθήκοντος, θα ασελγούν επί της σοβαρότητος. (άρθρο με τίτλο Κυβέρνηση μπουλούκι, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22/04/07)

  4. ... κάποια λεωφορεία είχανε έρθει για να φέρουνε τους εργαζόμενους στο κέντρο τη Αθήνας και μπουλούκια-μπουλούκια έβγαιναν από τα λεωφορεία, ανέβαιναν την Πειραιώς προς την Ομόνοια. Οπότε χώθηκα εγώ ανάμεσά τους λέω εργάτες είναι, ευκαιρία να φωνάξουμε κάτω η χούντα, αντίσταση ... (από συνέντευξη του δημοσιογράφου Γ.Βότση στην εκπομπή Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα: Η Άγνωστη Αντίσταση κατά της Δικτατορίας)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο στρουμπουλός. Ο παχουλούλης. Και η μπουλούκα, στο θηλυκό.

Χαϊδευτικό - όταν αναφέρεται σε μωρά και παιδιά το πολύ μέχρι 4-5 χρονών.

Ευφημιστικό απο κει και πέρα. Όχι μόνο δεν του λείπουν κιλά αλλά είναι ζήτημα χρόνου να εξελιχθεί σε βόιδαγλα.

Και γουτσιστική προσφώνηση - συνήθως από καβλοράπανο προς πουρό. Ακολουθείται από οικονομική αφαίμαξη.

Από την τούρκικη λέξη bolluk που σημαίνει αφθονία, η ίδια προέλευση με το μπόλικο.

Καμμία σχέση, δηλαδή, με το μπουλούκι που προέρχεται από το bölük που σημαίνει στρατιωτικό τμήμα. Αν και ο στίχος ένα μπουλούκι μπουλούκοι είναι ένα τιραμισουρεαλιστικό κάτι που περιμένει να γραφτεί.

Σχετικά λήμματα: μπούλης μπούας, βουτυρομπεμπές, χοντρομπαλάς, κεφτές με πόδια, τομπουρλίκα

  1. - Αχ καλέ, ο μπέμπης σας...καλέ τι μπουλούκος είν' αυτός...φτου, φτου, φτου, να μην το ματιάξω!...(εμ, ποιόν θα μοιάξει το παιδί...το μπαμπά του τον χοντρομπαλά θα μοιάξει...)

  2. - Μπουλούκο μου...το είδες, βρε, το καινούργιο το συνολάκι που φορούσε η Ντέπη...Μπιτσιάνι, το ξέρω...
    - Άσε μας, ρε μανίτσα μου να χαρείς...κι εσύ και η Δεσποινούλα και τα συνολάκια της...εδώ μας κυνηγάει το γραμμάτιο...ο κόσμος καίγεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρθε κι έδεσε. Τα βρήκαμε τα λεφτά μας. Την κάτσαμε τη βάρκα.

Ομόηχα: πέσαμε μούτσο, παίξαμε μούτσο

Καμία σχέση: μάτσα μούτσα, αφεντομουτσουνάρα, ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος

Μάιστα ... Δέσαμε μούτσο ... Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί ...

(Σ.σ. - το γεγονός ότι ορισμός και παράδειγμα βγήκαν μόνον με εσωτερικά λυνξ = δείγμα ωριμότητας του slang.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλό παιδικό παιχνιδάκι που αποτελείται από μια φτερωτή στηριγμένη σ' ένα ξυλάκι - περιστρέφεται με τον αέρα ή μ' ένα ελαφρύ φύσημα. (Παρ. 1)

Επίσης, η φτερωτή του πισιού - το fan. (Παρ. 2)

Βορειοελλαδίτικη λέξη. Στη Νότια Ελλάδα το φουρφούρι λέγεται μύλος, ανεμόμυλος ή ανεμιστήρας. (Παρ. 3)

Βορειοελλαδίτικη ακραιφνώς και η έκφραση θα σε κάνω φουρφούρι. Απειλή ή και υπόσχεση με σφιγμένα δόντια - σημαίνει θα σου ξηγηθώ αλμυρό φυστίκι και θα φας τέτοια ήττα που θα χάσεις τη μπάλα και θα βολοδέρνεις από δω κι από 'κει σαν το φουρφούρι στον άνεμο. (Παρ. 4) Κατά μία πιο ακραία εκδοχή, θα σου ρίξω τέτοιο γαμήσι απ' όλες τις τρύπες που θα μπάζεις αέρα. (Παρ. 5)

Μια ενδιαφέρουσα ετυμολογία που έχει προταθεί εδώ λέει ότι το φουρφούρι προέρχεται από το λατινικό furfur, γεν. furfuris που σημαίνει πίτουρο. Στη Δυτική Μακεδονία, φουρφούρια λένε τα ξερά, λεπτά χόρτα που μοιάζουν με πίτουρα και χρησιμοποιούνται για προσάναμμα. Έχουνε δε και την έκφραση «η πίτα έγινε φουρφούρι» που σημαίνει ότι η πίτα ψήθηκε τόσο καλά που το πάνω φύλλο έγινε λεπτό και τραγανιστό και θρυμματίζεται σαν ξερό χόρτο.

  1. Στο εργαστήρι « Μύλος είναι και γυρίζει…» φτιάξαμε το παραδοσιακό παιχνίδι, τον μύλο (το φουρφούρι), και αφού φυσήξαμε δυνατά το παιχνίδι άρχισε!!! (από flickr.com)

  2. Το να χάνω ώρες από τη δουλιά μου γιατί στα καλά καθούμενα πέταξε ένα kernel panic επειδή ο USB controller είναι προβληματικός, είναι κόστος. Το να μου παίρνει τα αυτιά το φουρφούρι που προσπαθεί να ψύξει στις πλήρεις στροφές του, γιατί δεν υποστηρίζει throttling, είναι κόστος. (από http://www.thesmac.gr)

  3. (Από το γκρουπ του φατσοβιβλίου EIMASTE ATHINAIOI (MENOYME ATTIKH) KAI DEN TROME BOUGATSES)

Δεν λες τον ανεμιστήρα ''φουρφούρι'' .(Βy John Chondrogiannis). ΟΤΙ ΝΑ ΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣ ΟΜΩΣ..

  1. Σε βγάζει ο αλλος μονο με Μαϊστόροβιτς και αντι να μπεις μέσα να τον κάνεις φουρφούρι μου κάθεσαι και περιμένεις να βγάλεις χαμένη πάσα στον Ρεγκέιρο; ... (από www.metropolisradio.gr)

  2. (από συζήτηση σε φόρουμ στο http://www.giapraki.com)

    -Δηλαδή, αν «τιμωρηθεί» ο ηλεκτρολόγος, δεν θα ξανα-υπάρξει πρόβλημα; Δυστυχώς, δεν είναι το θέμα να βρεθεί ένα εξιλαστήριο θύμα για να ησυχάσουμε εμείς οι υπόλοιποι ...
    - Και πότε θα ησυχάσετε εσείς οι υπόλοιποι zante ; Όταν αλλάξει όλη η λειτουργία του Στρατού ; Μήπως όταν καταργηθεί η στρατιωτική θητεία;
    - Να ξαναγίνει 30 μήνες να γίνει ο κώλος σας φουρφούρι ... ντακότες......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπου καπιτονέ το ύφασμα που φέρνει σε πάπλωμα μπακλαβωτό.

Έχει μια διεστραμμένη ρετρό γοητεία ίσως αλλά, βασικά, ήταν, είναι και θα είναι για τα μπάζα - η απόλυτη γουστέλλειψη. Να σε δει άνθρωπος με ρομπίτσα καπιτονέ - δεν υπάρχει αυτή η ξεφτίλα, ο καθρέφτης παθαίνει ψυχολογία.

Ωσεκτουτού, αν και η έκφραση έχει ήδη καταγραφεί, αξίζει ξεχωριστό λήμμα και, κυρίως, υποστήριξη με πολυμέσα. Κι αν κάποιος/α θέλει να το ψάξει το πράμα παραπάνω (γιατί άραγε;), μια καλή σελεξιόν από ρομπες καπιτονέ και άλλες υπάρχει εδώ.

Προηγούμενες καταγραφές και σχετικά λήμματα και σχόλια: ρόμπα, ρόμπα ξεκούμπωτη, ρόμπα λουλουδάτη

- Και πέφτουμε πάνω σε δυο ξεψώλια του άλλου κόσμου και λέει ο δικός μου «κορίτσια, πάμε Πριβέ;» και λένε αυτές «γουάου, πάμε, πάμε» και μου λέει ο δικός μου «μαλάκα, ο μισός μέσα είμαι» και του λέω κι εγώ «είσαι μαλάκας, θα φάμε πόρτα» και μου λέει ο δικός μου «άσε, είναι κουλ, έχω κονέ», ε, και πάμε και οι φουσκωτοί δεν είναι, βέβαια, αυτοί που και καλά ήξερε ο δικός μου, ε, και φυσικά τρώμε πόρτα ... ρόμπες γίναμε ...
- Ε, και με τις ψωλίτσες τι έγινε;
- Ε, μα αυτό σου λέω ... όχι απλώς ρόμπες, ρόμπες καπιτονέ γίναμε ... αυτές μπήκανε, βέβαια ... άσε, απίστευτη ήττα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγγάνος. Αργκό της φυλακής, κυρίως.

Τσαβό ή chavo είναι στα Ρομανί, τη γλώσσα των τσιγγάνων, το αγόρι, ο γιός.

Η λέξη, με τη μορφή chav, είναι του συρμού στην τρέχουσα Αγγλική αργκό - είναι όρος απαξιωτικός για λαϊκά παιδιά, σπανίως Ρομά, που φοράνε πολύ μπλινγκ και Burberrys. Στο urban dictionary το λήμμα έχει 260 ορισμούς.

  1. - Καμμένο το τσαβό ... δέκα πακέτο πήρε για τα βέρια.

  2. - Να νε λατσό τσαβό... (Δεν είναι καλό παιδί ...).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούρκικη λέξη, yalanci, που μεταφέρθηκε αυτούσια στα Ελληνικά: είναι ο ψεύτης και, κατ' επέκταση, ο ψεύτικος, ο ψευδεπώνυμος, ο ιμιτασιόν.

Εξ αυτού και η πιο κοινή χρήση της λέξης –τα ντολμαδάκια γιαλαντζί. Έτσι λέμε τα νηστήσιμα ντολμαδάκια, τα τυλιχτά αμπελόφυλλα που γίνονται μόνο με ρύζι, χωρίς κιμά. Επειδή τους λείπει το κρέας που είχε, προφανώς, η ορίτζιναλ συνταγή έχουν καταγραφεί ως προϊόν συμβιβασμού, ως κάτι όχι ακριβώς γνήσιο.

Και έτσι, χρησιμοποιούμε τη λέξη γιαλαντζί και ως απαξιωτικό χαρακτηρισμό για ένα άτομο που δεν είναι γνησίως αυτό που δηλώνει.

Γιαλαντζί μάγκας, ας πούμε –που είναι μια σχετικά κοινή φράση– είναι ο τζάμπα μάγκας, ο δάγκας, ο Συλβέστερ Σταλόγια, δηλαδή, ο θρασύδειλος, ο λέει-πολλά-αλλά-κωλώνει. Γιαλαντζί ρεμπέτες είναι, σε πρώτη φάση, οι λεγόμενοι αρχοντορεμπέτες και, αργότερα, οι κομπανίες στις οποίες μπαγλαματζής χωρίς πουτσουντί δεν εννοείται. Γιαλαντζί σοσιαλιστές, λέμε τώρα, χαρακτηρίζονται οι θιασώτες του Τρίτου Δρόμου –και ούτω καθεξής. Γενικά, η λέξη μπορεί να κολλήσει σε όλους τους ντεμέκ τύπους που το παίζουν.

Άλλα σχετικά λήμματα: δηθενιά, μαϊμού, μούφα μουσαντέ, πλαστικό.

  1. Για το υβρεολόγιο στον Παπαλουκά, και στον κάθε Παπαλουκά, το μόνο που αναρωτιέμαι είναι αν όλοι αυτοί οι γιαλαντζί μάγκες θα πηγαίναν να του βρίσουν τη μάνα σε έναν δίμετρο επαγγελματία αθλητή έτσι, ένας προς έναν. Και είμαι και βάζελος (τρομάρα μου). (από το siteseein.gr)

  2. (Από συζήτηση σε forum στο www.antinews.gr)

Δεν μιλάω για την Νέα Δημοκρατία, για την χώρα μιλάω. Μιλάω για τα golden boys που νόμισαν ότι έγιναν επενδυτικοί τραπεζίτες και dealmakers, όταν τα μισά διπλώματά τους είναι μαϊμουδίτσες και δεν έμαθαν ποτέ την ευθύνη της διαχείρισης ξένων περιουσιών.

Συγγνώμη, τα golden boys γιαλαντζή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο έχει και υπεράκτιους. Απλά εκεί η οικονομία και οι πολιτικοί έχουν περισσότερο «βάθος», και οι γιαλαντζή δεν είναι πλειοψηφία.

  1. Δεν μπορεί μια χούφτα παρανοϊκών ελληναράδων μαζί με μια στρατιά πληρωμένων κονδυλοφόρων και εργολάβων διαμόρφωσης κοινής γνώμης να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική μιας χώρας καθιστώντας με τις γελοίες ενέργειές τους το όνομα Έλληνας συνώνυμο των λέξεων ανεγκέφαλος, ψευτοπαληκαράς, απροσάρμοστος, ψεύτης, ραδιούργος, κουτοπόνηρος, γιαλαντζί τσαμπουκάς και μάγκας, στο διεθνές λεξικό των λαών του πλανήτη. (από το www.tanea.gr)

  2. Πες μου, αν είσαι γνήσιος Σατανιστής ή γιαλαντζή, για να ξέρω αν θα γελάσω απλά ή θα σου τα σούρω κανονικά.

Αν είσαι βεριτάμπλ... έχω έτοιμες παρθένες για σφάξιμο, οπότε συζητάμε σε αυτό το επίπεδο για να σε περιποιηθώ αναλόγως, μια που θα είσαι στην περίπτωση αυτή διεστραμμένη και εγκληματική φύση.

Αν είσαι γιαλαντζή Σατανιστής, σου συνιστώ ένα καλό ψυχολόγο, μπας και κάποτε γλυτώσεις το πουκάμισο που μπαίνει από μπροστά και κουμπώνει πίσω. (από το www.metafysiko.gr)

  1. Γέμισε ο τόπος γιαλαντζί καπιταλιστές κρατικών επιδοτήσεων, γιαλαντζί πολιτικούς με ράσα, γιαλαντζί μάγκες με στολή και κουμπούρι του κράτους, και το φόρουμ γιαλαντζί λάτρεις της αγοράς (μην ξεχάσετε να ζητήσετε κρατική παρέμβαση πάλι όταν θα πέφτουν οι τιμές...) (από το http://www.capital.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified