Ο καφές φραπέ.

Παρωχημένη σλανγκ της δεκαετίας του '70. Από την καφετέρια ΛΕΝΤΖΟΣ στην πλατεία του Άλσους στο Παγκράτι.

Αν ο Δημήτρης Βικόνδιος παίρνει τα εύσημα για την επινόηση - τυχαία, έστω - του φραπέ (δες τι λέει η Βίκυ εδώ και τα σχόλια στο λήμμα φραπεδοκράτορας), ο Χρήστος Λέντζος, που άνοιξε την ομώνυμη καφετέρια το 1964, είναι αυτός που καθιέρωσε το όνομα «φραπέ» και έκανε πρώτος την φραπεδιά της μοδός. Βοήθησε ότι ο καφές του ήταν καλός - βαρύς, πηχτός, γευστικός και, κυρίως, δεν χαλούσε όση ώρα και να τον άφηνες και, συνεπώς, προσφερόταν για ατελείωτο χαβαλέ.

Επί πολλά χρόνια, κυκλοφορούσε ο μύθος η ιδιαίτερη υφή του λέντζου οφειλόταν στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος φραπέ περιείχε χτυπημένο ασπράδι αυγού, μαρέγκα. Αυτό ο ίδιος ο κύριος Λέντζος το διαψεύδει (δες εδώ μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του στο Maxim). Δεν αποκαλύπτει τη συνταγή, αλλά λέει ότι το μυστικό είναι πολύς καφές και πολύ δυνατό μίξερ.

Ανεπισήμως, το ρεκόρ βραδύτητας στο λέντζο το έχει ένας ανώνυμος 20χρονος που έκανε 8 (οκτώ) ώρες να πιει έναν καφέ.

  1. (από το περιοδικό 4Τροχοί τεύχος 327, Δεκέμβριος 1997, άρθρο με τίτλο «Τα στέκια του καφέ»)

ΛΕΝΤΖΟΣ
Το ιερό άντρο του φραπέ. Αν θέλεις να δοκιμάσεις τον καλύτερο φραπέ στην πόλη, ο Λέντζος είναι must. Στο Παγκράτι συναντώνται άνθρωποι απ' όλη την Αθήνα για να δοκιμάσουν το αριστούργημα του καφέ. Τραπεζάκια έξω που τώρα βέβαια που ο καιρός δροσίζει μάλλον μεταφέρονται στο εσωτερικό του Λέντζου, όπου το κλασικό συναντά τη συνήθεια και όλα περνούν μέσα από το καλαμάκι του φραπέ.

  1. - Σούλα, θα μας χτυπήσεις τρεις λέντζους περιποιημένους τώρα που θάρθουν τα παιδιά ...

Ο φραπεδοκράτωρ κύριος Χρήστος Λέντζος - ο ίδιος πίνει μόνο εσπρέσσο (από poniroskylo, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στόκος, ο μπουνταλάς, ο μπουμπούνας, το χάπατο. Τύπος αφελής, χοντροκέφαλος και πεισματάρης.

Πάντα στο ουδέτερο, το ντουρντουβάκι. Βορειοελλαδίτικη λέξη. Ειδικότερα, συνηθίζεται στην Ανατολική Μακεδονία - και υπάρχει λόγος για αυτό.

Η λέξη χρονολογείται από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη βρισκόταν υπό Βουλγαρική κατοχή. Πολλούς νέους τότε οι Βούλγαροι τους έπαιρναν ομήρους και τους έστελναν στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα. Οι όμηροι αυτοί λεγόταν ντουρντουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι είναι παραφθορά του βουλγάρικου тру̀дови войски, τρούντοβι βόιτσκι = τάγματα εργασίας ή, ίσως, του тру̀дов войник, τρούντοβ βόινικ = φαντάρος αγγαρείας. Ανάλογα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν τα τάγματα σκαπανέων στη Μακρόνησο.

Γι΄αυτούς που υπηρέτησαν στα βουλγάρικα τάγματα εργασίας, το όνομα ντουρντουβάκια έγινε μετά την απελευθέρωση τίτλος τιμής. Αλλά, οι αγγαρειομάχοι είναι πάντα παιδιά ενός κατώτερου θεού - και η λέξη αναπόφευκτα κράτησε και την απαξιωτική σημασία που είχε και το тру̀дов войник στα Βουλγάρικα.

  1. - Μα τι ντουρντουβάκι είσαι... τι πόντιος... αντί να μου πάρεις τηλέφωνο για να το προλάβω...μα είναι δυνατόν...! (Από φόρουμ)

  2. Τώρα θα πεις: και πού πάει η ιδεολογία; Ε, είπαμε και αυτή είναι καλή, όταν ταιριάζει ο ωροσκόπος και όταν ο οπουρτουνισμός το επιτάσσει, ενώ πάντα τα ντουρντουβάκια υπακούουν στο όνομα της σοφίας του κόμματος. (Δ. Σκαμπαρδώνης στην εφημερίδα «Μακεδονία», 07/12/08)

  3. Για να μην υπάρξει αντίσταση οι Βούλγαροι έπαιρναν όλους τους νέους σε τάγματα εργασίας, τα Ντουρντουβάκια (στα βουλγάρικα μπουνταλάς στρατιώτης), 70.000 συνολικά παληκάρια.

Τα ντουρντουβάκια τα έπαιρναν στη Βουλγαρία για καταναγκαστική εργασία, μέσα στο λιοπύρι, στα βουνά και τους κάμπους φτιάχνοντας δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές, με πενήντα δράμια νερό κάθε δύο ώρες, με ελάχιστο φαγητό και άγριους ξυλοδαρμούς. Οποιος απαρνιόταν την Ελληνική καταγωγή και γραφόταν Βούλγαρος γλύτωνε από όλα αυτά.

(Από συνέντευξη του Δημήτρη Μπατσιούλα, συγγραφέα του βιβλίου «Τα Ντουρντουβάκια»)

Όμηροι σε βουλγάρικο τάγμα εργασίας (από poniroskylo, 20/03/09)Το εξώφυλλο του βιβλίου του Δημήτρη Μπατσιούλα (από poniroskylo, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελληνικά του αγγλικού νεολογισμού mooncup.

Όπου mooncup® είναι η οικολογική και οικονομική εναλλακτική λύση στα ταμπόν, τις σερβιέτες και τα πάσης φύσεως μουνόπανα. Είναι ακριβώς μια μικρή κούπα - γύρω στα 5 εκ. - η οποία μπαίνει στον κόλπο και συλλέγει το αίμα της περιόδου. Γεμίζει, - κάθε 4 με 8 ώρες - το βγάζεις, το αδειάζεις, το ξεπλένεις και το ξαναφοράς και ούτω καθεξής.

Κυκλοφορεί σε δύο μεγέθη.

Η μουνόκουπα δεν διατίθεται στα καταστήματα στην Ελλάδα, μόνο με ταχυδρομική παραγγελία - περισσότερες πληροφορίες και αναλυτικές οδηγίες χρήσης σε αυτή την ιστοσελίδα

Νταξ, το ξέρω ότι αυτός /-ή που εμπνεύσθηκε την ονομασία του προϊόντος, στο φεγγάρι ήθελε να την πάει τη δουλειά και ο όρος μουνόκουπα δεν παραπέμπει ακριβώς εκεί - αλλά, καλά, δεν ήξερε, δε ρώταγε;

- Μωρό μου, εσύ ... πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω ...
- Έλα, μαλάκα, έλα ... να σου βγάλω γούστα ... έχω και περίοδο, έχω και μουνόκουπα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικος όρος για το ποτήρι στο οποίο σερβίρεται η μπύρα χύμα από το βαρέλι. Ναι, ναι, εκείνο το μεγάλο με το χερούλι.

Κατ' επέκταση, η βαρελίσια μπύρα σε ποτήρι.

Η λέξη ψιλοεπιβιώνει στη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε, στις δεκαετίες του '60 και του '70, το μόνο μέρος στην Ελλάδα που μπορούσε κανείς να πιει μπύρα από βαρέλι ήταν στη Θεσσαλονίκη - και εκεί μόνον στο διάστημα που διαρκούσε η Διεθνής Έκθεσις. Στην Έκθεση κυκλοφορούσε και μια ποικιλία μαύρη μπύρα - η μαύρη μπύρα ήταν σχετικά άγνωστη τότε στην Ελλάδα. Έτσι, για τους μπαγιάτηδες μιας ηλικίας, κρίκερ και μαύρη μπύρα (ΦΙΞ, εννοείται) είναι συνώνυμα του Σεπτέμβρη στη Σαλονίκη μιας άλλης εποχής.

Η λέξη κρίκερ, σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη, είναι παραφθορά του Krüge ή Krüger που είναι ο πληθυντικός της γερμανικής λέξης Krug. Τώρα, στα Γερμανικά Krug, αντιλαμβάνομαι, είναι γενικά ο αμφορέας και δη ο πήλινος και, σε ό,τι αφορά τη μπύρα, οι Γερμανοί λένε Krug ή Bierkrug το πήλινο ποτήρι. Το κάπως πιο γνωστό σε μας Stein είναι, ας πούμε, ένα είδος Krug με καπάκι από καλάι. Αυτό το γυάλινο ποτήρι που εμείς λέγαμε κρίκερ, στη Βαυαρία τουλάχιστον το λένε Seidel ή, αν είναι του ενός λίτρου, Mass.

Από σέντρα του vikar εδώ και κοντινή πάσα-σχόλιο του ΑΛΛΟΥ.

- Έλα, παιδί μου, δυο σάντουιτς γύρο απ' όλα, δυο πίτα σουβλάκι χοιρινό απ' όλα με χωρίς ντομάτα και δυο Άμστελ ...
- Μπουκάλι;
- Ε, ε... τι ... όχι, όχι ... κρίκερ, κρίκερ ...
- ...
- Κρίκερ, ρε παιδί μου ... χύμα ... απ' το βαρέλι ... - (άσε μας, ρε μπαρμπόιλ) ... Μικρό ή μεγάλο ποτήρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση κλισέ που κυριολεκτεί μεν, αυτοαναιρείται δε. Δηλώνει ότι ο ομιλών ήταν μεν παρών σε κάποιο γεγονός - σημαντικό και, συνήθως, μακρινό - αλλά, συγχρόνως αφήνει να εννοηθεί και ότι ήταν απλός θεατής και μάλιστα από απόσταση, στην ουσία παρών απών (παρ.1). Χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά για να περιγράψει κοσμικούς τύπους του στυλ «όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη», ρουβίτσες που είναι αδιανόητο να χάσουν συναυλία, δημοσιοκάφρους που είναι, εννοείται, πάντα παρόντες στα γεγονότα, ή, πιο απλά, τους φαντασιόπληκτους (παρ.2).

Για τους άνω των 40-45, η έκφραση παραπέμπει σε μια σειρά εικονογραφημένων παιδικών αφηγημάτων με τον γενικό τίτλο «Ήμουν κι εγώ εκεί» τα οποία μοίραζε ως δώρα το απορρυπαντικό ΡΟΛ. Συγγραφέας ήταν η Γεωργία Ταρσούλη (πα μαλ) και κεντρικός ήρωας ο Άλκης, ένας νεαρός που είχε ανοίξει φάμπρικα με μια χρονομηχανή και κυκλοφορούσε σε διάφορες στιγμές της αρχαιότητας - Κρήτη, Αννίβας, Βαβυλώνα και δε συμμαζεύεται. Βλ. μήδια και για περισσότερα εδώ.

Ή έκφραση, ωστόσο, είναι πολύ παλαιότερη. Στη βερσιόν «ήμουνα κι εγώ εκεί μ' ένα κόκκινο βρακί», είναι μια κλασική κατάληξη παιδικών παραμυθιών - ένα λατέρνατιβ στο «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» (Παρ.3).

Υπάρχει και ομώνυμο άλμπουμ του Παπάζογλου. Καμία σχέση.

  1. ... προσελκύει ένα μεγάλο πλήθος κόσμου, που έρχεται να παρακολουθήσει όλα τα πάρα πάνω, έστω και από μακριά για να μπορεί να πει «ήμουν κι εγώ εκεί» (Άρης Τερζόπουλος στο ΚΛΙΚ, «Αποχαιρετισμός στη Μύκονο»)

  2. Τελέρε, με τον παραμυθά ... και στο Γουέμπλεϊ ήτανε το '71, και στο Πολυτεχνείο μέσα και με τον Αγγελόπουλο τακίμι ... ποιός είναι, ρε πστ ... ο ήμουν κι εγώ εκεί; Ευτυχώς, δηλαδή, που είχε γεννηθεί κι αυτός και δεν αναβλήθηκαν τα σέβεντις, μυγαμήσω ...

  3. Μια φορά κι έναν καιρό,
    πήγε η γάτα στο χορό
    και δεν χόρευε καλά
    και της κόψαν την ουρά,
    και την πήγαν στο παλάτι
    και της βάλανε αλάτι.
    Ήμουνα κι εγώ εκεί
    μ' ένα κόκκινο βρακί,
    κάθησα στα χώματα
    φύγαν τα μπαλώματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξ ίσου κοινό και το μπλέξαμε τα μπούτια μας

Εκφράσεις πολύ συνηθισμένες πια, περιγράφουν μια κατάσταση σύγχυσης και αντιφάσεων, αλούμπαρδη τελείως, απ' την οποία άκρη δεν βγαίνει. (Παρ.1)

Συχνά, μπερδεύουμε τα μπούτια μας όταν το βασανίζουμε πολύ το πράμα και κάνουμε τα εύκολα δύσκολα. Χαρακτηριστικά, τη λέμε τη φράση ως συμπέρασμα και για να μπει τελεία και παύλα σε μια παπαρολογία, θεωρητική ή πολιτική, όπου, αφού έχουν ακουστεί οι χιλιάδες μαλακίες, η συζήτηση έχει καταλήξει σε πλήρες αδιέξοδο. (Παρ.2)

Λέμε, επίσης, ότι μπλέξαμε τα μπούτια μας όταν βρισκόμαστε μπροστά σε συνοθύλευμα ετερόκλιτων απόψεων - ειδικά όταν κάποιοι τη βγαίνουν απροσδόκητα και αλλόκοτα. Σχετικό εδώ είναι και το πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια. (Παρ.3 & 4)

Αλλά, τα μπούτια τους δεν τα μπερδεύουν μόνον οι άνθρωποι. Τα μπερδεύουν επίσης οι πίσουλες, ειδικά σε μεγάλα δίκτυα (Παρ. 5), τα χρηματιστήρια (Παρ.6) και τα ποδοσφαιρικά συστήματα (Παρ.7).

Η προέλευση της έκφρασης δεν είναι σαφής. Νταξ, επειδή έχετε βρώμικο μυαλό η προφανής παραπομπή είναι στις παρτούζες (Παρ.8) - να οργανωθούμε, παιδιά, να οργανωθούμε... Αλλά, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, τα μπούτια τους τα μπλέκουν επίσης και οι παλαιστές. Και τα μπλέκουν - από μόνοι τους, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις - και διάφοροι άμπαλοι ποδοσφαιριστές (Παρ. 9).

  1. Μερικοί έχετε μπλέξει άγρια τα μπούτια σας και δεν ξέρετε τι σας γίνεται. Γι αυτό έχουμε αυτό το χάλι που έχουμε γύρω σας. (forum, antinews.gr)

  2. Κοίτα, όπως όλοι εδώ μέσα είπες και εσύ μια θεωρία η οποία μπορεί να είναι λανθασμένη μπορεί όμως και όχι. Οι θεωρίες πολλές, τα παρακλάδια πολλά και εν τέλει αυτό που πάθαμε είναι ότι μπερδέψαμε τα μπούτια μας. (από το newsfilter.gr)

  3. Πώς το είπε ο Γιάννης ; Α, ναί : μπερδέψαμε τα μπούτια μας, γιατί οι αριστεροί γίνανε δεξιοί και οι δεξιοί αριστεροί, οι κεντρώοι αριστεροδεξιοί και ο Καρατζαφέρης στον δικό του κόσμο.....:)))) (από φόρουμ του ΠΑΣΟΚ)

  4. (Αλλάξανε τα γούστα σου, Μπουλάς-Γιοκαρίνης)

Αλλάξανε τα γούστα σου
και μπέρδεψες τα μπούτια σου
Και φέρεσαι αλλόκοτα
και παρατάς τον Κόκοτα

  1. Καποτε ειχε γινει ενα τετοιο κουλο επειδη ο χρηστης ηταν μελος νουμερο 65536 (2 εις την 16η) και το συστημα εμπλεξε τα μπουτια του σε μια αναβαθμιση ή κατι τετοιο τελος παντων... (από ένα geek forum)

  2. Με άλλα λόγια τώρα που φράκαρε το πράγμα και η αγορά έμπλεξε τα μπούτια της και το χρήμα έγινε φύλλο και φτερό στις κομπίνες και στον τζόγο, φέρτε το χρήμα του μεροκαματιάρη, του χαμηλόμισθου, του μικρομεσαίου, να τα ξεμπλέξουμε... (από τον ΠΟΛΙΤΗ της Λευκωσίας, 11/05/09)

  3. «Καταρχάς είδα έναν προπονητή να έχει μπλέξει τα μπούτια της ομάδας! Δεν επιτρέπεται να διασύρεσαι και να κινδυνεύεις να μένεις εκτός Τσάμπιονς Λιγκ από τους Κύπριους που δεν έχουν βάλει σε ομίλους ποτέ ομάδα...» (Τρισμέγιστος Αλέφαντος σχολιάζων τον αποκλεισμό του Ολυμπιακού από την Ανόρθωση)

  4. (στιχάκια από το από το gaypatras.gr)

Τα μπούτια μας μπερδέψαμε ξεπέτα την ξεπέτα
κι ανάθεμα κι αν χάρηκα
την έρμη την κουκέτα!!!

  1. - Ασε να πούμε, μας τον φέρανε και καλά ότι τρώει παιδιά ... και το άτομο είναι και ο πρώτος ξυλοκόπος ... μόνος του στην μικρή περιοχή, μια ζωή μπερδεύει τα μπούτια του και πέφτει ...

Got a better definition? Add it!

Published

Η αγορά επί πιστώσει. Βαθμιαία, η λέξη έφτασε να σημαίνει ότι αγοράζω κάτι βερεσέ χωρίς να έχω πρόθεση να το ξοφλήσω - ειδικά στις φράσεις βαράω τσέτουλα και κόβω τσέτουλα που, πιο χαλαρά, μπορεί και να δηλώνουν την τράκα γενικώς.

Είναι παλιά λέξη της αργκό που καταγράφηκε στα λόγια λεξικά σε κάποια φάση και μετά έπεσε σε αχρηστία. Σε ό,τι αφορά την προέλευση της:

Ήταν η τσέτουλα ένα λεπτό ξύλο πάνω στο οποίο με εγκοπές οι παλαιοί μπακάληδες, έμποροι κ.λπ. σημείωναν τα προϊόντα που έδιναν επί πιστώσει. H παροιμιακή φράση «Bαρώ τσέτουλα» εσήμαινε πως αγοράζω επί πιστώσει με απώτερο στόχο τη μη πληρωμή. Ήταν δηλαδή ισοδύναμη του «γράφ' τα και κλάφ' τα» γράφει ο Σαράντος Καργάκος εδώ.

Και στο blog Anna-Silia, τα λέει πιο αναλυτικά:

Η τσέτουλα ήταν το πρωτόγονο “λογιστικό” σύστημα των Τούρκων και αποτελείτο από δυό επιμήκη ξυλαράκια, ένα του πωλητή και ένα του αγοραστή, που τα τοποθετουσαν σε επαφή και τα χάραζαν κάθετα με ένα μαχαιράκι κάθε φορά που γινόταν μια πληρωμή. Σε κάθε συναλλάγή κουβαλούσαν μαζί τα χαρακωμένα ξυλαράκια, τα έβαζαν διπλα- δίπλα για να ελέγχουν την ακρίβεια του λογαριασμού. Έτσι βγήκε η έκφραση κόβω τσέτουλα, που σημαίνει όμως την επί πιστώσει αγορά με σκοπό να μην καλοπληρώσω.

Απαντάται και η λέξη τσέτουλας. Είναι ο τζαμπατζής, αυτός που αφήνει φέσια εκ συστήματος. Ή, όπως λέει ο Καπετανάκης στο κλασικό «Λεξικό της Πιάτσας», ο επιδιδόμενος εις την τσέτουλαν.

Ενδιαφέρουσα είναι και η φράση βγάζω τσέτουλα φυλακή. Σημαίνει πάω μέσα άδικα, εκτίω ποινή για κάτι που δεν έκανα.

Ετυμολογικά, στα τούρκικα υπάρχει η λέξη çetele που είναι ακριβώς αυτό το ξυλαράκι με τις εγκοπές (καμμία σχέση με τους τσέτες του Κεμάλ). Ο Μπαμπινιώτης, όμως, δεν το αναφέρει καθόλου αυτό και το πάει το πράμα σε αντιδάνειο από τα ιταλικά:

τσέτουλα < cetola, βενετσιάνικη λέξη που σημαίνει κόλλα χαρτί < cedola, ιταλική λέξη για το κουπόνι < λατινικό schedula, εξ ου και schedule < υποκοριστικό του scheda < σχίδη = φύλλο χαρτιού ή παπύρου.

Τώρα, δεν τόξερε το τούρκικο το çetele, δεν του άρεσε - θα σας γελάσω.

Σχετικά λήμματα: βερεσέ, ο μπαρμπα-Τζάμπας πέθανε, φέσι, πιστολιάζω, τάπα, αμάκα, Απόλλων, Τρακαστράτος

  1. Το τεμπεσίρι και η τσέτουλα του βερεσέ δούλευαν όλο τον χρόνο. Οι χωρικοί έπρεπε να ξεχρεωθούν για ν’ ανοίξουν τα καινούρια τεφτέρια. (Από την ιστοσελίδα του Διαπολιτισμικού Δημοτικού Σχολείου Σαπών, στη Θράκη)

  2. - Πάλι εσύ κέρασες; Εμ, βέβαια ... σιγά και να μη βάλει αυτός το χέρι στην τσέπη ... μια ζωή τσέτουλα βαράει ο καβουράκιας

(από BuBis, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιλούμε μεταφορικά, εννοείται.

Μεταφορικά, λοιπόν, ο πορδορούφας είναι ο τέλειος κόλακας, ο μαιτρ γλειψιματίας - ή, ο απόλυτος φαν. Δεν έχει σημασία ότι το αφεντικό (ή το ίνδαλμα) δεν μιλάει, κλάνει, δεν έχει σημασία τι μπόχα αναδύεται - ο τύπος είναι εκεί, μισό μέτρο απ' τον κρυωμένο κώλο που τις αμολάει και ρουφάει τα πάντα - προσκυνώ την πορδούλα σου, πρόεδρε! Και δεν μιλάμε για πορδούλες ευαίσθητες, μιλάμε για κατά ρυπάς κλανίδια ή για γιουσούφια βρωμερά και τρισάθλια.

Πρώτος ξάδερφος του ρουφοκλάνη και τακίμι του κωλογλείφτη.

Τη λέξη την συνάντησα πρώτη φορά, φορ ρήαλ, ως παρατσούκλι σε χωριά - ο τάδε ο πορδορούφας.

- Ρε μαλάκα, δεν πάει αυτό το πράμα ... μας φλόμωσε ο άλλος στην παπαριά κι ο δικός σου ο πορδορούφας αντί ν' αφήσει κάνα χριστιανό να μιλήσει ... «μάλιστα, έχετε δίκιο, δεν το είχαμε σκεφτεί αυτό» και «παιδιά, έτσι όπως τα λέει ο κύριος περιφερειακός είναι» και κολοκύθια τούμπανα ... άι σιχτίρ δηλαδή ...

Got a better definition? Add it!

Published

Τενεκεδένιο δοχείο γύρω στο μισό μέτρο ύψος με μια βρυσούλα πολύ μικρού διαμετρήματος στο κάτω μέρος. Το μουσλούκι κρεμόταν στην κουζίνα ή στην αυλή και κάτω από τη βρυσούλα υπήρχε λεκάνη, μπακιρένια ή και χτιστή.

Τα παλιά τα χρόνια οι γυναίκες έφερναν το νερό από το πηγάδι ή τη βρύση του χωριού σε τενεκέδες συνήθως, γέμιζαν το ένα ή δυο μουσλούκια που διέθετε το σπίτι και είχαν, ας πούμε, τρεχούμενο νερό. Επειδή πίεση δεν υπήρχε και η βρυσούλα ήταν μικρή - για οικονομία - το νερό έτρεχε σταθερά μεν αλλά πολύ λίγο. Εξ ου και ό,τι τρέχει αργά και βασανιστικά - π.χ. το ντουζ άμα δεν έχει πίεση - το παρομοιάζουμε με μουσλούκι. Άμα ξέρουμε τη λέξη.

Μουσλούκι δούλευε σίγουρα μέχρι τη δεκαετία του '70, σε χωριά χωρίς κεντρική υδροδότηση και στις πόλεις σε παράγκες εκτός σχεδίου. Το μουσλούκι είναι, βέβαια, και ο ο πρόδρομος του θερμός από PVC με το βρυσάκι - βασικό είδος για κάμπινγκ χύμα στο κύμα.

Είναι λέξη βορειοελλαδίτικη, κυρίως. Προέρχεται από το τούρκικο musluk που θα πει βρύση, κάνουλα. Η πλάκα είναι ότι στην τούρκικη αργκό musluk θα πει και τσουτσούνι. Λογικό - κάτι μικρό που στάζει ...

  1. «Υπάκουοι οι δυο μικροί τρέχουν στο μαγειριό, στο χώρο όπου ήταν κρεμασμένο το μουσλούκι. Πρώτος αρχίζει να πλένεται ο Λεωνίδας. Χαίρεται το δροσερό νερό και ρίχνει με τις χούφτες του μπόλικο στο πρόσωπο και στον λαιμό του.» (Από το βιβλίο της Σουζάννας Παπαναούμ-Σιάπαντα 'Η γιαγιά μ’η Μαριγώ' για τη ζωή στην παλιά Σιάτιστα.)

  2. - Με τις σαπουνάδες έμεινα, ρε γαμώτο - δε μπόρεσα να ξεπλυθώ. Αυτό δεν είναι ντουζ που έχετε, μουσλούκι είναι. Να βάλετε πιεστικό ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν στο slang.gr κάποια λήμματα (τέσσερα, προς το παρόν) με κοινό τους χαρακτηριστικό ότι περιέχουν τη λέξη μπουγάτσα. Συγκεκριμένα, είναι τα:

Στη Βόρεια Ελλάδα, που ξέρουμε τι είναι μπουγάτσα, εννοείται ότι αυτές τις φράσεις δεν τις λέμε. Τις θεωρούμε παραδείγματα του λεγόμενου Αθηναϊκού χιούμορ που, βασικά, δεν το καταλαβαίνουμε και όταν το καταλαβαίνουμε δεν το βρίσκουμε αστείο αλλά, επειδή είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι (ξέρεις, δεύτερη πόλη σε δυο αυτοκρατορίες, η Μεσευρώπη είναι η ενδοχώρα μας κλπ), χαμογελούμε συγκαταβατικά. Νταξ, και το μπουγάτσα με τουρίστα έχει μια πλάκα, ωσαύτως και το μπουγάτσα με λεφτά που δεν υπάρχει ως λήμμα αλλά να μη σας βάζω ιδέες τώρα.

Τέσπα, εμείς που τρώμε μπουγάτσα - Σαλονικιοί, αλλά και οι Σερραίοι είναι ακόμα πιο δυνατοί και Βερροιώτες, Καβαλιώτες, Δραμινοί επίσης γνωρίζουν - όταν λέμε μπουγάτσα εννοούμε αυτό που τρώμε - με κρέμα, με τυρί, με σπανάκι, με κιμά η και σκέτη.

Εδώ ήρθαμε.

Σκέτη μπουγάτσα είναι η μπουγάτσα χωρίς γέμιση - τίποτα. Στη σοφτκόρ έκδοση βάζεις από πάνω ζάχαρη άχνη και κανέλα. Στο πιο χαρκόρ βάζεις λίγη ζάχαρη χοντρή. Και σε καταστάσεις μόνο μπλακ δε βάζεις τίποτε - τρως το φύλλο κι αν είναι σωστό ως φύλλο κωλολέει.

Σκέτη μπουγάτσα, εξ αυτού, είναι ευρύτερα και ο,τιδήποτε το γουστάρουμε χωρίς ψιμμύθια, φρου φρου αρώματα και φραμπαλάδες - το γνήσιο, το απέριττο, αυτό που η ποιότητα του δεν χρειάζεται support act για να αναδειχθεί. Σκέτη μπουγάτσα, καφές σκέτος, ούζο ανέρωτο - όλα αυτά ζουν στο ίδιο μεταφορικό, μυθολογικό σύμπαν όπου οι άντρες είναι άντρες και οι γυναίκες ξέρουν να τηγανίζουν μελιτζάνες.

Η συγκεκριμένη έκφραση είναι μάλλον και το μόνο παράδειγμα όπου η λέξη μπουγάτσα γνησίως εμπλέκεται σε μεταφορικές περιπέτειες.

ΟΚ, φτάνει. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τη μπουγάτσα να πάει σε αυτό το Σερρέικο σάιτ. Οι άνθρωποι έχουν κάνει παγκόσμιο ρεκόρ στη μπουγάτσα κι εσείς τους λέτε ακανέδες.

- Φίλιππα, στη μπριζόλα σου θέλεις λεμόνι; Βούτυρο; Κάποιο σως;
- Όχι ρε, τίποτα ... σκέτη μπουγάτσα ... αφού με ξέρεις εμένα ...
- Να την ψήσω;

Focaccia σκέτη (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified