Μαμαδίστικη γείωση.

Ακολουθεί σε χρόνο dt το αυθάδες μάλιστα που σηματοδοτεί τακτική υποχώρηση μάλλον παρά συμφωνία.

Στερείται, φυσικά, νοήματος - η παραπομπή στο πλέξιμο είναι παραπλανητική. Η παρήχηση αρκεί.

Δεν έχει καμία σχέση ούτε με μαλλιοκούβαρα ούτε με παλικάρια.

Αντιθέτως, συγγενεύει με άλλα ευφυή του τύπου οχιά διμούτσουνη.

- Γιώτααα ... το πήρες το κουστούμι του μπαμπά από το καθαριστήριο που σε είπα;
- Εεεεε, οοόχι...
- ΟΟΟΧΙ;;; Οχιά διμούτσουνη... το χρειάζεται για το ταξίδι αύριο, πόσες φορές πρέπει να στο πω;;; Τσακίσου τώρα να πας να το φέρεις...
- Ναι, μαμά... τώρα... - Όχι τώρα, ΤΩΡΑ, είπα... Φύγε...
- Μάααλιστα, μητέρα...
- Μαλλιά και κουβάρια... Θα μου πεις εμένα μάλιστα... κακομαθημένο πλάσμα... ξέρεις τι αίμα φτύνει ο πατέρας σου για να μη σας λείψει τίποτε;;;
- Ξέρω, ξέρω...
- Ξεράδια ξέρεις... ακόμα εδώ είσαι;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του τουρκικού kartal = αετός. Στα Ελληνικά σημαίνει επίσης αετός αλλά σε ορισμένες περιοχές, κυρίως στη Θράκη, είναι και ένα είδος γύπα, όρνιου.

Άνθρωπος πανέξυπνος αλλά και άρπαγας και μάλιστα αδίστακτος.

Εξαπανέκαθεν, ο αετός είχε θετικές συνδηλώσεις καθ' ημάς - έμβλημα του Διός, του Πατριαρχείου και του ΠΑΟΚ, αετίσιο βλέμμα, αϊτός είσαι, σαν τον αϊτό φτερούγαγε στη στράτα κλπ. Αντιθέτως, ο γύπας δεν πρόσεξε αρκετά το πι-αρ του και κατέληξε να σημαίνει τον στυγνό οπορτουνιστή - ψοφίμια, ετοιμοθάνατοι κοκ.

Η λέξη καρτάλι κρατάει κάποια από τα θετικά του αετού - ιδίως την οξυδέρκεια. Τα παντρεύει, όμως, με ορισμένες από τις ιδιότητες που αποδίδονται στον γύπα - κυρίως την απονιά. Μας θυμίζει δε η λέξη και ότι, στην τελική, και ο αετός και ο γύπας είναι αρπακτικά, ΤΑ αρπακτικά, με κάτι νυχάρες να.

Και έτσι το καρτάλι περιγράφει εύγλωττα τον τύπο που καραδοκεί, δεν του ξεφεύγει τίποτε και μόλις δει την ευκαιρία χυμάει και καταξεσκίζει το θύμα του. Συγγενή έννοια περικλείει και η λέξη αετονύχης, αλλά εκεί η έμφαση είναι στην πονηριά και την επιτηδειότητα ενώ το καρτάλι τονίζει την αναλγησία και την αρπακτικότητα - το κοινό χαρακτηριστικό που έχουν ο αετονύχης και το καρτάλι είναι, βέβαια, η εκμετάλλευση της ευκαιρίας. Ενδιαφέρον έχει, νομίζω, και η παραβολή με τις λέξεις σαΐνι και κοράκι.

Εξ όσων ξέρω, η λέξη χρησιμοποιείται μόνο στη Βόρεια Ελλάδα και μάλλον σπάνια πια.

  1. ... Και δεύτερον πολλές φόρες μας έκλεψε παίχτες ή προσπάθησε να μας τους αρπάξει. περιμένει σαν καρτάλι και με την πρώτη ευκαιρία έρχεται να κλέψει. θες τον παίχτη ρε μπαστ..δε Ντέμη κάνε πρόταση και αν τη δεχτώ πλήρωσε και πάρε ότι θες. (από forum στο paokmania.gr, παοξής εξηγεί γιατί μισεί την ΑΕΚ)

  2. Για ποιόν πολιτισμό μιλάτε στο Ελλαδιστάν ;;;
    Για ποιό κράτος ;;; Το παραδικαστικό ;;; Ή του Σανιδά με τα παράνομα σπίτια του ;;; Για ποιά πρόνοια ;;; Των ράντζων και των προμηθειών ;;;
    Για την πολεοδομία που το κάθε βλαχαδερό σαν καρτάλι περιμένει την μίζα του για να πάρεις πρωτόκολλο ;;; (από forum στο michanikos.gr)

  3. - Φοβέρά τα ντολμαδάκια ... Δοκίμασες;
    - Εμ, πρόλαβα; Δεν πρόλαβα... Πέσανε τα καρτάλια, ο αδερφός σου και η νυφούλα σου, φύλλο δεν αφήσανε εν ριπή οφθαλμού...

Επιβίβαση σε Kartali (απο την ιστιοσελίδα της Τουρκικής Αεροπορικής Βιομηχανίας) (από Vrastaman, 12/11/09)Ταινια το πιο λαμπρό μπουζούκι. Εδω ο Βουτσας έπαιζε και ως Μπρόκολας, αλλά και ως Καρτάλης (διάσημος ηθοποίος) (από GATZMAN, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανέφεραν en passant ο hodjas εδώ και η ironick εδώ.

Σφυρίζω αδιάφορα, κάνω το κορόιδο, κάνω το μαλάκα. Κάνω, δηλαδή, ότι δεν καταλαβαίνω, προσποιούμαι τον ανίδεο για να αποφύγω τις ευθύνες μου, να γλυτώσω από μια υποχρέωση, να μην μπω στα ζόρια. Συχνά, κάνω τον γερμανό ενώ ετοιμάζομαι να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.

Ο hodjas λέει ότι η έκφραση έκανε την εμφάνιση της στην Κατοχή, και μπορεί νάχει δίκιο. Εγώ πάλι έχω ακούσει ότι το 'λεγαν οι γκασταρμπάιτερ όταν ένας δικός μας έκανε ότι δεν καταλαβαίνει τι του έλεγαν στη γλώσσα του Ομήρου οι άλλοι Ρωμιοί στη φάμπρικα, προφανώς για να λουφάρει. Και η έκφραση καθιερώθηκε όταν, λόγω ηυξημένου τουριστικού ρεύματος, ο Ελλαδικός πληθυσμός γνώρισε τους Γερμανούς από κοντά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε γενικές γραμμές, δεν έπαιρναν τσάι.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πλέον ευρέως και στις εφημερίδες, αν και συνήθως την βάζουν σε εισαγωγικά. Σημειωτέον ότι δεν απαντάται σε θηλυκή έκδοση, δηλαδή και μια γυναίκα κάνει τον Γερμανό, δεν κάνει την Γερμανίδα.

Στην καταχώρηση, γράφω επιτουτού τον γερμανό με πεζό το πρώτο γράμμα και όχι με κεφαλαίο και αυτό γιατί νομίζω ότι η λέξη, σε αυτό το περιβάλλον, έχει αυτονομηθεί πλήρως σχεδόν από τα όποια εθνικά χαρακτηριστικά των Γερμανών. Άλλωστε, μιλάμε για στερεότυπα και μου φαίνεται ότι ο Έλληνας μάλλον δεν θεωρεί τον Γερμανό παρτάκια, βολεψάκια και μάνα καημένη στη λούφα, συνδηλώσεις που σαφώς περιέχει η έκφραση κάνω τον γερμανό. Αντιθέτως, η καρικατούρα είναι ότι ο Γερμανός μπορεί να είναι άνιωθος μεν, είναι, όμως, εργατικός, πειθαρχικός και, βέβαια, και σκληρός, Ναζί κατά βάθος κλπ κλπ.

Το οποίο μου θυμίζει ένα παιδί κουφέτο που είχα γνωρίσει στο Άαχεν το τότε, Καστοριανός ήτανε νομίζω αλλά δεν έχει να κάνει, μιλάμε ΤΟ ρεμάλι - νταβατζιλίκι, κουμάρι σκληρό και χρέη απίστευτα, ο οποίος, εντούτοις, πάρα πολύ εκτιμούσε και θαύμαζε τις κλασικές Γερμανικές αρετές - σκληρή δουλειά, μεθοδικότητα, πνεύμα αποταμίευσης και τέτοια. Κατά συνέπεια, κάθε παρέμβαση του στην κουβέντα - είχε κι ένα αξάν το παλουκάρι - ξεκινούσε «Ο Γερμανόsh, που λεsh, φίλε μου...» και κατέληγε «... άλλο πράμα ο Γερμανόsh, όχι shαν κι εμάsh». Αααυτά. Άλλα χρόνια.

  1. «Κάνει τον... Γερμανό ο κύριος Μίζενς. Ένταλμα σύλληψης για Χριστοφοράκο» (Τίτλος από ΤΑ ΝΕΑ, 21/05/09)

  2. Όταν η δυσκολία παράγεται απο κάποιο άλλο φορέα του δημοσίου, όπως η περιφέρεια, ο δήμαρχος δεν καταπιάνεται να δώσει λύση. Οχυρώνεται πίσω απο την αναρμοδιότητά του και κάνει το Γερμανό. Από εδώ

  3. - Καλά, ρε Ρούλη... αδερφός μου είσαι και σ' αγαπάω... αλλά σου εχω πει ότι η μαμά έχει ανάγκη από κάποια λεφτά κάθε μήνα για τη γυναίκα και μια ζωή κάνεις τον Γερμανό και δεν τσοντάρεις μία... και τώρα πας και παίρνεις στη γυναίκα σου Λουί Βουιτόν τσάντα εξακόσια ευρώ... νισάφι, ρε παιδάκι μου...

Oλλανδική χέστρα με "plateau" για να παρατηρείς τα σκατά σου! (από BuBis, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου το θύμισε ο betatzis μ' ένα σχόλιό του εδώ.

Κραυγή της ποδοσφαιρικής κερκίδας (και της αλάνας) με ρίζες στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

Λέγεται κυρίως ως προτροπή προς παίκτη της δικιάς μας ομάδας να διώξει τη μπάλα όσο πιο μακριά μπορεί - εκτός αγωνιστικού χώρου ή και εκτός γηπέδου, αν είναι δυνατόν - με σκοπό είτε να αποσοβηθεί ο άμεσος κίνδυνος να φάμε γκολ είτε, συνηθέστερα, να κερδηθεί χρόνος και να κρατήσουμε το προβάδισμα στο σκορ ή να διαφυλάξουμε το βαθμό της ισοπαλίας.

Λέγεται, σπανιότερα, και ως σχόλιο όταν ένα άτεχνο σουτ στέλνει τη μπάλα απελπιστικά άουτ.

Εκτός ποδοσφαίρου, η φράση χρησιμοποιείται περιορισμένα, νομίζω, κυρίως ως παρότρυνση για κωλυσιεργία.

Σε ό,τι αφορά την προέλευση της φράσης, την βρίσκουμε σε μια ενδιαφέρουσα τομή της ποδοσφαιρικής και της εθνοτικής γεωγραφίας της Θεσσαλονίκης.

Μέχρι τα τέλη του '50, τα γήπεδα του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή γειτόνευαν. Το γήπεδο του ΠΑΟΚ, από το 1930 μέχρι το 1959 που εγκαινιάσθηκε η Τούμπα, βρισκόταν στο λεγόμενο Συντριβάνι, πλάι στην έκθεση και εκεί που σήμερα είναι η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ. Το γήπεδο του Ηρακλή ήταν 500 μέτρα πιο πάνω, εκεί που σήμερα είναι η πλατεία του Χημείου. Τώρα, ανάμεσα στα δυο γήπεδα ήταν το νεκροταφείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας, γνωστό στους Θεσσαλονικείς ως τα «Εβραίικα Μνήματα», ΒΔ από το γήπεδο του ΠΑΟΚ και ΝΑ από το γήπεδο του Ηρακλή. Ε, και όταν ένας παίκτης έστελνε τη μπάλα έξω από το γήπεδο, είτε το ένα είτε το άλλο γήπεδο, λέγανε οι φίλαθλοι - κατ' απόλυτη κυριολεξία - ότι έστειλε τη μπάλα στα μνήματα. Ο παππούς μου, ο οποίος ήταν Παοξής, ορκιζόταν, βέβαια, ότι η πατρότητα της φράσης ανήκε στους Ηρακλειδείς φιλάθλους. Κατά τον παππού μου, οι παίκτες του Ηρακλή τις εποχές εκείνες ήταν τέτοιοι ξυλοκόποι που το βασικό τους gameplan ήταν να στέλνουν τη μπάλα στα μνήματα.

Σχετικές, αν και όχι συνώνυμες, εκφράσεις είναι το πετάω την μπάλα στην εξέδρα και το πολύ περιγραφικό κεραμιδώνω
...........................................................

Τα Εβραίικα μνήματα της Θεσσαλονίκης καταστράφηκαν στη διάρκεια της Κατοχής και τα ταφικά μνημεία λεηλατήθηκαν. Αργότερα το Πανεπιστήμιο έχτισε από πάνω. Περισσότερα υπάρχουν εδώ και εδώ. Εδώ υπάρχει ένα σύντομο σχετικό κείμενο του συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου.

Για τα παλιά γήπεδα της Θεσσαλονίκης μπορείτε να διαβάσετε εδώ

  1. Δες το κριάρι, ρε... - Άσε τα τσαλίμια, ρε, τη μπάλα στα μνήματα... ένα λεπτό θέλει για να το σφυρίξει, γαμώ τον αντίθεό μου...

  2. Καλά ρε, τι παλτό ειν' αυτός; Τετ-α-τετ τρεις φορές και τρεις φορές τη μπάλα στα μνήματα;

  3. Λοιπόν, μάγκες... αυτοί θα μας πιέζουνε να υπογράψουμε αλλά εμείς τρία πουλάκια κάθονται, τη μπάλα στα μνήματα και σφυρίζουμε αδιάφορα... να κερδίσουμε λίγο χρόνο μπας και έρθει και καμιά σοβαρή προσφορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε υπερμεγέθες και ειδικότερα, στην αργκό της ερασιτεχνικής αλιείας, το μεγάλο ψάρι.

ΟΚ, το πολύ μεγάλο ψάρι. Το ψάρι για φωτογραφία. Το ψάρι που πήρε το Νόμπελ το '54 μαζί με τον Γέρο και τη Θάλασσα. Τηρουμένων των αναλογιών για τα Ελληνικά νερά.

Περιέχει, εξ ορισμού, την υπερβολή. Τέρας είναι το Κράκεν και ο Λεβιαθάν, άντε και το γατόψαρο των 293 κιλών που έπιασαν (και έφαγαν) στην Ταϊλάνδη. Μια συναγρίδα, έστω οχτάκιλη, τέρας δεν είναι. Είναι ένα καθώς πρέπει γεύμα.

Απαντάται και ως τέρατο.

- Καλά δε σου λέω Σαμοθράκη περάσαμε φανταστικά φανταστική παραλία μπητς μπαρ φανταστικό και καλά με φαντάζεσαι εμένα σκηνή κι έτσι και όλο ψάρια έτρωγα απίστευτο; και ο Νότης φοβερός ψαροντούφεκο κι έτσι και χτύπησε ΤΑ φοβερά ψάρια και έναν ροφό τέρας πόσα κιλά ήταν τέρας τέρας...
- Ναι, ε... ψάρια κι έτσι... μπράβο, μπράβο... Φένια, νααα σου πω και κάτι... πάμε λίγο από το σπίτι να σου δείξω τη συλλογή με τ'αγκιστράκια μου και να σε γνωρίσω και σ' ένα τέρας που έχω κι εγώ; - Α, να χαθείς, βλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

Αργκό της ψαραγοράς.

Κατά πρώτο λόγο αναφέρεται σε μεγάλο κεφαλόπουλo ή σκουμπρί. Μπορεί να το πουν και για λαυράκια και γοφάρια. Είναι όλα στενόμακρα ψάρια κι αν είναι ψωμωμένα και φρέσκα - άρα σφιχτά - μοιάζουν με στειλιάρια. Με λίγη φαντασία. Όπως και άλλα πράγματα.

Περιέχει μια υγιή δόση υπερβολής.

- Έλα, το σκουμπρί ... στειλιάρι είναι σήμερα, στειλιάρι λέω ... έλα, εφτά ευρώ το έβαλα ...
- Ελληνικά μιλάει;

Ο κέφαλος (από poniroskylo, 07/11/09)Οι σκόμβροι (από poniroskylo, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της ψαροταβέρνας.

Ψάρι πλατύ σεβαστού μεγέθους. Παντόφλες χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα οι γλώσσες, ενίοτε και οι τσιπούρες. Σε μπόι παντόφλας, πανάκριβα είδη πλέον.

Παραπέμπει στην κλασική σπιτική παντόφλα, ξώφτερνη αλλά κλειστή μπροστά, χωρίς τακούνι.

- Πήγαμε με τον Αρίστο στον Καζικτσίογλου προχτές... φάγαμε κάτι παντόφλες, δε σου λέω τίποτα, κατσεκαλάν...
- Μπράβο, ρε... Και τι πλήρώσατε;
- Α, δεν πληρώσαμε ...
- Ορίστε;;;
- Ναι, ναι, δεν πληρώσαμε... αφήσαμε την μεγάλη την κόρη του Αρίστου... ε, τρεις μήνες μεροκάματα να κάνει, ξοφλήσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω τον απόλυτο έλεγχο του τηλεκοντρόλ και επιλέγω κανάλια κατά το δοκούν.

- Άστο κάτω το κουμπιούτερ... Απόψε τηλεόραση παίζω εγώ ... Α, να κι η Έλενα ...

(από Vrastaman, 07/11/09)(από Vrastaman, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπου κλάνα, η κωλότρυπα. Και όπου μπουρί, αυστηρά το κλασικό μπουρί σόμπας πετρελαίου - όχι αυτά τα φλώρικα σωληνάκια των εξατμίσεων.

Ήγουν, θα σου κάνω την κλάνα μπουρί μεθερμηνεύεται ως θα σε γαμήσω τόσο άσχημα που η κωλότρυπα σου θ' ανοίξει και σε διάμετρο θα γίνει σα μπουρί - 6 ίντσες μίνιμουμ.

Εννοείται ότι θα το κάνω α) διότι είσαι τόσο παλιόπουστας που το αξίζεις και β) διότι μπορώ. Το subtext είναι ότι για να σου κάνω την κλάνα μπουρί έχω πούτσα που είναι μπουρί - και να πάτε οπωσδήποτε στο λήμμα να δείτε το βιντεάκι.

Απειλή που υπό κάπα σίγμα δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί - τουλάχιστον όχι χωρίς προσφυγή σε μηχανικά μέσα. Απειλή, όμως, που δεν πρέπει να την παίρνει κανείς αψήφιστα καθώς καθιστά πασίδηλη την οργή αυτού που την εκστομίζει, οργή που ψάχνει να εκτονωθεί, αν όχι σε γαμήσι τότε σε ξύλο (στον πουσταρά το θρύλο - άσχετο). Ίσως με κουτσαβάκικες καταβολές.

Πού εντάσσεται το θα σου κάνω την κλάνα μπουρί στην ευρύτερη γκάμα των απειλών που έχει ο ελληνόφωνος στη διάθεσή του σήμερα; Θα έλεγα ότι είναι:

Υπάρχει και μια βαριάντα σε παθητική διάθεση: μου έγινε η κλάνα μπουρί. Δεν κυριολεκτεί. Έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις που κάποιος (παλιόπουστας) μας ταλαιπώρησε υπέρ το δέον, μας τρέλανε στο καψώνι, μας ξεπάτωσε.

  1. - Α, ρε παλιόπουστα ... άμα έρθω κει, θα σε πιάσω και θα σου κάνω την κλάνα μπουρί ...
    - Καλά, καλά ... μόνο υποσχέσεις είσαι ...

  2. - Δεν την παλεύω άλλο ... μου 'χει γίνει η κλάνα μπουρί ... θα χτυπήσω αναβολή ...

Μπουριά (από poniroskylo, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη γνωστή κυρίως από ρεμπέτικα τραγούδια - αναφέρεται και σε άνδρες και γυναίκες και, όπως λέει κι ο hodjas, σημαίνει αγαπητικός, αγαπητικιά. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι ο επίσημος γκόμενος, ή η επίσημη αγαπημένη, κατα πως τραγουδούσε κι ο μακαρίτης ο Μπιθικώτσης.

Είναι, βέβαια, τούρκικη λέξη, yavuklu και στα τούρκικα έχει ακόμα πιο συγκεκριμένη σημασία - είναι ο αρραβωνιαστικός, η αρραβωνιαστικιά, ο μνηστήρ και η μνηστή. Yavuklanmak είναι το ρήμα - αρραβωνιάζομαι.

Είναι ίσως η μόνη (;) λέξη που έχει περάσει στα Ελληνικά ως γένους αρσενικού αλλά με την κατάληξη -ου. Στο γνωστό φόρουμ rembetiko.gr είχε ανοίξει ένα φεγγάρι μια κουβέντα αν η λέξη είναι γένους αρσενικού η θηλυκού ή και τα δύο - τελικά, είναι και τα δύο όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από το κάτωθι παραδοσιακό Χιώτικο ανέκδοτο - για την καταγραφή, δες εδώ:

«Μια γιαβουκλού (αρραβωνιασμένη) ήγραψεν του γιαβουκλού της, που ήλειπε στη ξενιτειά: «Εις υγείες και χαιρετίσματα εις ελόγου σου, Κωνσταντάρα μου. Και μάθε πως εψόφησεν η αγελάα μας τσ’ ο γάραός μας. Μα εμ πειράντζει Κωνσταντάρα μου, εσύ να ‘σαι καλά. Εσύ ‘σαι η’ η αγελάα μας τα’ ο γάραός μας».

Υπάρχει, τέλος, και το ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου με τον τίτλο «Γιαβουκλού» - δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Λέξη» το 1981.

Δες και σχετική αναφορά και το σχόλιο στο λήμμα ντερβίσης.

(Παλαμήδι, του Ρούκουνα)
Όποιον κι' αν έχεις γιαβουκλού αμάν αμάν
μωρή σουρτούκα κουρελού
θα πάθετε δουλειές κακές, αμάν αμάν,
κι' ας έμπω στις αγροτικές.

(Στου Συγγρού, του Τούντα)
Ααααχ, μ’ αυτά τα κάλλη όμορφη τσαχπίνα μου
δεν τα 'χει άλλη στο ντουνιά, καλέ μπομπίνα μου,
γι’ αυτό κι εγώ εσένα θέλω να 'χω γιαβουκλού,
να μας ζηλεύουν όλοι μέσα στου Συγγρού.

(Σμυρνιά καμωματού, του Σκαρβέλη)
Μη θαρρείς πως θα σ' αφήσω, να 'χεις άλλον γιαβουκλού
και τον κόσμο θα χαλάσω, ρε Σμυρνιά καμωματού,
ξεύρε, το 'χω αποφασίσει, όταν δω να του μιλείς,
αυτό θα 'ναι η αιτία, ρε Σμυρνιά μου, να χαθείς,
ρε Σμυρνιά μου, να χαθείς.

Γιαβουκλού, του Εγγονόπουλου (από poniroskylo, 23/07/09)«Βρε Μαρίτσα μερακλού, κάνε μένα γιαβουκλού», Μαρίτσα η Σμυρνιά, Σέμσης (1931) (από vikar, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published