Αρχικά, χαρακτηρισμός ανθρώπου εξακριβωμένα φαύλου και διαβόητου για την ανηθικότητα του.

Στην πράξη, χρησιμοποιείται με μεγάλη δόση υπερβολής και με διάθεση πειραχτική για κάποιον που υπέπεσε σ' ένα αμελητέο παράπτωμα και είτε έχει ψαρώσει είτε έχει κορδωθεί από καμάρι.

Συναντάται συνηθέστατα στη φράση «καλό κουμάσι είναι και του λόγου του».

Η ετυμολογία της λέξης είναι προβληματική. Και ο Μπαμπινιώτης και το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη αλλά και ο φίλος krepsinis λένε ότι προέρχεται από την τούρκικη λέξη kumaş που σημαίνει κομμάτι υφάσματος, ρετάλι. Το ρετάλι, και το παρτάλι, χρησιμοποιούνται έτσι κι αλλιώς στα Ελληνικά για να δηλώσουν άτομο χαμηλής υποστάθμης.

Μια θεωρία λέει ότι η σύνδεση ανάμεσα στη λέξη kumaş με τον απατεώνα προέκυψε όταν δυο καζικτσήδες έμποροι από την Πόλη έκαναν εισαγωγή ρετάλια τελευταίας διαλογής από την Αγγλία και τα φούσκωσαν πανάκριβα για μέγκλα πράμα. 'Οταν η απάτη αποκαλύφθηκε αυτοί την είχαν κάνει αλλά τους έμεινε ο χαρακτηρισμός «καλά κουμάσια».

Ίσως, όμως, η εκδοχή αυτή να είναι τραβηγμένη. Κουμάσι είναι βέβαια, όπως έχει σημειώσει και ο panos2, και το κοτέτσι, ο ορνιθώνας —από το τούρκικο kümes που σημαίνει το ίδιο— και, όπως και το κοτέτσι, έτσι και τον διεφθαρμένο άνθρωπο τον χαρακτηρίζει η βρώμα και η δυσωδία. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το κουμάσι από το kümes είναι αντιδανεισμός διότι οι Τούρκοι πήραν αυτή τη λέξη από το βυζαντινό κουμάσιον που ήδη απαντάται στον 5ο μ.Χ αιώνα —δες σχετικά και εδώ.

  1. Η διαφθορά δεν είναι η μοναδική κατηγορία που προσάπτεται στον πρώην πρωθυπουργό. Η κυβέρνησή του (2001-2006) κατηγορήθηκε συχνά πυκνά και για εθνική προδοσία, δημαγωγία, διαπλοκή, παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυταρχισμό, καταστρατήγηση των θεσμών και της ελευθεροτυπίας, ξεπούλημα περιουσίας της χώρας στους ξένους. Καλό κουμάσι του λόγου του... (άρθρο για τον πρώην πρωθυπουργό της Ταϊλάνδης Τακσίν Σιναβάτρα, Ελευθεροτυπία, 23/06/07)

  2. – Κατά τη γνώμη μου, ο Περικλής κακώς κάνει και ασχολείται με αυτή τη Λίλιαν... Παντρεμένος άνθρωπος τώρα, δεν επιτρέπεται...
    Άσε, ρε Βασιλάκη... Όταν εσύ έτρεχες με τη γλώσσα έξω πίσω από κείνο το παστάκι τη Λάουρα, καλά ήτανε... Καλό κουμάσι είσαι και του λόγου σου κι έρχεσαι τώρα να κάνεις και κήρυγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Δυτικό Ημισφαίριο, ένα άθλημα (τέλος πάντων) όπου ο καμπόης καβαλάει ένα αδάμαστο άλογο ή έναν άγριο ταύρο και προσπαθεί να κρατηθεί επάνω του όσο πιο πολύ μπορεί πριν από την αναπόφευκτη σαβούρδα. Επίσημο σπορ του Τέξας και του Γουαϊόμινγκ.

Εν Ελλάδι, μια σεξουαλική στάση και μια σεξουαλική φάση.

Στη γλώσσα των μπουρδελιάρηδων, ροντέο λέγεται η στάση στην οποίαν ο άντρας είναι ξαπλωμένος ανάσκελα και η γυναίκα κάθεται επάνω του. (παρ.1)

Σύμφωνα με κλασικό ανέκδοτο (παρ.2), ροντέο είναι και η φάση που προκύπτει αν την ώρα που πηδάς την γκόμενα/γυναίκα σου πεις κάτι για κάποια άλλη, ειδικά αν την ξέρει.

  1. Κατόπιν αμφότερου ερεθισμού αρχίζει την καβάλα (που είναι και η αγαπημένη της στάση) είτε με με εμπρόσθια ή με οπίσθια όψη όπου μπορείτε άφοβα να χαιδέψετε τα μικρά βυζιά της ή το απαλότατο (για την ηλικία της) δέρμα. Μετά από μερικούς γύρους ροντέο η κατάθεση είναι εξασφαλισμένη και αποδίδει με τόκο. (Από το bourdela.tv)

  2. Το ανέκδοτο

Κάποιοι Καουμπόηδες είναι στο μπαρ και συζητάνε για γυναίκες, σεξ και αγαπημένες στάσεις...

Ο πρώτος λέει:

- Εμένα η αγαπημένη μου στάση είναι το Ροντέο, έτσι είναι που τη βρίσκω πραγματικά Όλοι οι άλλοι τον ρωτάνε γεμάτοι περιέργεια:

- Για πες μας, για πες μας!

- Λοιπόν να σας εξηγήσω τους λέει αυτός, είναι απλό. Καβαλάς την γυναίκα σου κανονικά. Αρχίζεις τα διάφορα όπως συνήθως. Δεν βιάζεσαι, της κάνεις ότι της αρέσει. Όταν δεις ότι έχει ανάψει και την έχει βρει, κρατιέσαι γερά. Σκύβεις και τις ψιθυρίζεις στο αυτί:

- Και η αδερφή σου λατρεύει αυτήν την στάση!

Μετά προσπαθείς να κρατηθείς πάνω της για οχτώ δευτερόλεπτα! (Από το funny.gr)

Ροντέο (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Από το τούρκικο edepziz —σημαίνει ανάγωγος, άνθρωπος χωρίς τρόπους, αυθάδης και βωμολόχος.

Έχω την εντύπωση ότι η λέξη, στην τρέχουσα, έχει εξαφανισθεί. Μπορεί να την ακούσετε από άνθρωπο μικρασιατικής καταγωγής μιας κάποιας ηλικίας που θυμήθηκε τις ρίζες του την ώρα που του ήρθε να ρίξει μπινελίκια. (παρ. 1)

Πάντως, η λέξη απαντάται σε λογοτεχνικά κείμενα (παρ. 2) και τη χρησιμοποιεί πού και πού και ο Δημήτρης Ψαθάς.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο Γ. Σεφέρης έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων με τον γενικό τίτλο «Τα Εντεψίζικα». Εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του και ο ποιητής εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης. Είναι από αθυρόστομα έως πορνογραφικά (παρ. 3 και παρ. 4).

Αν κάποιος θέλει να διαβάσει όλα τα «Εντεψίζικα», μπορεί να τα βρει εδώ.

  1. Ε, κακόχρονο νά 'χεις... πεζεβέγκη... ζεβζέκη... εντεψίζη...

  2. Όλα ξεχαστήκανε την άλλη μέρα. Ρωμιοί και Οβραίοι φιλιωμένοι όπως και πρωτύτερα. Οι Οβραίοι παίρνουνε παιδιά; Ποιος εντεψίζης λέει τέτοιες κουταμάρες; (από το διήγημα του Κοσμά Πολίτη «Με διαμαντένιο χτένι ηχτενιζούτανε», αποδελτιωμένο στο www.sarantakos.com)

  3. Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
    κ' ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
    σαν εφίλευε κανεί
    έλεγε: «Είναι τάχα κει;
    έχει φύγει; - Δέν τους παίρνω πια χαμπάρι.»

  4. Στο φως του λύχνου σ' έγδυσα, στο χάραμα είχες χύσει
    και στο καταμεσήμερο κέρατα μού 'χες στήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μάλλον μικρό πετρόψαρο που έχει τη φήμη ότι είναι πολύ κουτό.

Μεταφορικά, ο βλάκας. Ειδικότερα, ο βλάκας που κοιτάει με το βλέμμα απλανές και - οπωσδήποτε αυτό - το στόμα ανοιχτό. Κατ' επέκταση, και το κορόιδο, το εξαιρετικά εύπιστο άτομο.

Χρησιμοποιείται κυρίως στη φράση «Τι κοιτάς σαν χάνος, ρε;» - ή, εναλλακτικά, «τι χάσκεις σαν χάνος;». Είναι ερωτήσεις που κλασικά απευθύνουμε σε τύπο που έχει καρφωθεί είτε διότι έχει μείνει μαλάκας λόγω έκπληξης είτε διότι έχει αφαιρεθεί τελείως είτε διότι υπάρχει μια προσωρινή διακοπή στη δορυφορική επικοινωνία με τον πλανήτη του. Χαρακτηρίζοντας τον χάνο, υπονοούμε ότι αυτή η έκφραση του προσώπου είναι και ασφαλής ένδειξη χαμηλού άι-κιου. Πιο συγκεκριμένα, υπονοείται ότι και άτομο με τέτοια φάτσα όποια παπάρα και να του πουν θα την πιστέψει - από δω και η φράση «το έχαψε σα χάνος».

Όλα αυτά διότι ο χάνος θεωρείται το κατ' εξοχήν χαζό ψάρι.

  • ορμάει αμέσως στο δόλωμα, το καταπίνει με τη μία και πιάνεται εύκολα στο αγκίστρι
  • αφου πιαστεί, δεν κάνει τίποτε - κάθεται και περιμένει να τον ανεβάσεις
  • όταν ανεβεί στη βάρκα έχει το μάτι γουρλωμένο και το στόμα ορθάνοιχτο

    Βεβαίως, οι χαζοί χάνοι ευδοκιμούν και οι τσιπούρες που περνιούνται για ξύπνιες, μαγκιόρες κι αλανιάρες κοντεύουν να εξαφανιστούν.

  1. Τι έχεις πάθει ρε παιδί μου και με κοιτάς σα χάνος; Σκουρδουμπλούκου; Έλα, ξεκόλλα.
    - Μα... (αντιγραφή από το παράδειγμα στο λήμμα σκουρδουμπλούκου)

  2. - Τι χάσκεις σα χάνος, ρε; Πρώτη φορά βλέπεις τραβέλι με τρία αρχίδια να πιπώνεται μόνο του; Καουμπόικα στο χωριό σου δεν είχατε;

  3. Κοντεύει να μην μείνει ούτε μια πράσινη σπιθαμή δάσους και σεις παίζετε παιχνιδάκια,για να χρυσώσετε το χάπι στον Έλληνα! Δεν φταίτε κύριε υπουργέ, ούτε σεις ούτε η κυβέρνησή σας, όντως! Φταίει ο Έλληνας που πίστεψε ότι είσασταν οι σωτήρες του! Φταίει ο Έλληνας που έχαψε τα ψέμματα σαν τον χάνο! (από εδώ))

Χάνος - το ψάρι (από poniroskylo, 13/01/09)(από perkins, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο με το σαλαμάκι - το *σκονάκι *είναι η Σαλονικιά βερσιόν.

Κάποια εποχή, προσφιλής ενασχόληση της μαθητιώσας νεολαίας της προεφηβικής ηλικίας - βασικά, των αγοριών - στα διαλείμματα, μετά το σχόλασμα κλπ. Όπως ακριβώς λέει ο Vrastaman πρόκειται για ξώφαλτση σφαλιάρα στον κώλο ανυποψίαστου συμμαθητού με την ανάστροφη του χεριού και με φορά από πάνω προς τα κάτω, είτε κατακόρυφα είτε λίγο λοξά. Για να πετύχει το σκονάκι - δηλαδή, να τσούξει - είχε καίρια σημασία το χέρι να τιναχτεί και ίσα ισα νάρθει σε επαφή με τον στόχο, είτε με τα νύχια είτε ελάχιστα με τις αρθρώσεις των δαχτύλων. Βοηθούσε και αν το παντελόνι του θύματος ήταν από ύφασμα λεπτό.

Η προέλευση του όρου είναι ασαφής αλλά ίσως να παραπέμπει στην κίνηση με την οποίαν τινάζουμε λίγη σκόνη που έχει κάτσει επάνω μας.

Τα σκονάκια, τεκμηριωμένα, έπαιρναν κι έδιναν στα σχολεία της Θεσσαλονίκης από τις αρχές της δεκαετίας του '60 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 - ίσως το εύρος της περιόδου να είναι λίγο μεγαλύτερο, αν κάποιος ξέρει κάτι ας το καταθέσει. Η συγκεκριμένη πλακίτσα ατόνησε βαθμιαία για έναν λόγο πολύ πεζό και προφανή: την διάδοση του τζην παντελονιού. Ειδικά σε κάτι καραβόπανα τυπου Lee και Wrangler το σκονάκι δεν έπιανε με τίποτε κι αντί να τσούξει το κωλαράκι πονούσε το χεράκι.

- Όχι, ρε μαλάκα ... τι κωλαράκι έχει ο Άγης, ρε παιδάκι μου ... τουρλωτό. τροφαντό ... δεν αντέχω, πάω να του ρίξω σκονάκι ...
- Ανδρέα, είσαι σαράντα χρονών με διδακτορικό και δυο παιδιά ... το δεύτερο από τα οποία σε ένα λεπτό ο Άγης θα βάλει στην κολυμπήθρα ... σκονάκι στην εκκλησία, σε ώρα βάφτισης. δεν παίζει ... σύνελθε, Αντρέα ... Αντρέα, είπα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί Τουρκοκρατίας, μέλος επίλεκτου σώματος της Οθωμανικής χωροφυλακής, ίσως και σωματοφύλακας του τοπικού άρχοντα. Είχαν φήμη ότι ήταν βάναυσοι και αδίστακτοι. Συνειρμικά, η λέξη παραπέμπει στον Αλή Πασά και η φράση «Τουρκαλβανοί τζοχανταραίοι» ήταν στάνταρ κλισέ στα ολίγον πατριδολάγνα, ολίγον τρομολάγνα, ολίγον μελό αναγνώσματα του μεσοπολέμου τύπου «Καπετάν Βρυκόλακας».

Στην τρέχουσα, η λέξη είναι σπάνια και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον μπασκίνα τραμπούκο και γενικότερα τον εγκάθετο, αυτόν που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία. Με την έννοια αυτή, θα έλεγαν ορισμένοι, η σημασία του λήμματος τσοχανταραίοι που εισάγει ο Deliolanis έχει τη λογική της.

Απαντάται και ως τσοχανταραίος, τζοχαντάρης και τσοχαντάρης.

Η προέλευση της λέξης πρέπει να ανάγεται στο τούρκικο jandarma και το συνώνυμο αλβανικό xhandar = χωροφύλακας.

Δες και το λήμμα κάνω ζάφτι.

  1. (Από το δημώδες σουξεδάκι Της Λένως του Μπότσαρη)

Κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μον πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
Έχει και ’ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
-Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια ’ς την ποδιά και βόλια ’ς τοις μπαλάσκαις.
-Κόρη για ρίξε τα άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ μαι η Λένω Μπότζαρη, η αδελφή του Γιάννη,
Και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των τουρκών τα χέρια.

  1. Τώρα για να σοβαρευτούμε και να μιλήσουμε πέραν των πεπραγμένων των εγχωρίων συμμοριών που δηλώνουν νεοφιλέλεύθεροι, σοσιλαδημοκράτες, σοσιαλιστές, κομμουνιστές ενώ στην πραγματικότητα είναι τσοχανταραίοι και κρατιστές πιο πολύ και από τον Στάλιν και τον Μάο στα ντουζένια τους (Από phorum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς λεφτά. Χωρίς μία. Πανί με πανί.

Όρος της πόκας. Στην πόκα μένεις ταπί όταν ποντάρεις τα ρέστα σου. Έχεις, ας πούμε, 1,000 γιούρια μπροστά σου και θέλεις, για κάποιο λόγο, να τα σπρώξεις όλα - λες, λοιπόν, ή «τα ρέστα μου» ή «χίλια και ταπί». Αν χάσεις το κόλπο, θα πρέπει να φύγεις από το τραπέζι ή να βγάλεις κι άλλα λεφτά από την τσέπη. Στη δεύτερη περίπτωση λέμε ότι πας στο γκιζντάνι.

Ευρέως λέγεται και η έκφραση «ταπί και ψύχραιμος». Κυριολεκτικά, σημαίνει ότι τα ρισκάρω όλα αλλά δεν πανικοβάλλομαι. Στην πράξη, χρησιμοποιείται κυρίως σκωπτικά για κάποιον ο οποίος είναι μονίμως απένταρος, το 'χει συνηθίσει και δεν ιδρώνει πλέον το αυτί του.

Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό tapis = χαλί, ίδια ρίζα με τον τάπητα. Στα χαρτιά, τάπητας εννοείται η πράσινη τσόχα και είσαι ταπί όταν ακριβώς το μόνο που έχεις έχεις μπροστά σου είναι μια μεγάλη, πράσινη έκταση χωρίς ίχνος από μάρκες και άλλα τέτοια περιττά αντικείμενα που διασπούν την ενότητα του τοπίου.

- Χίλια και ταπί ...
- Και ψύχραιμος, έτσι Γιωργάκη; ... σε πιστεύω, ρε πστ ... πάσο ...
- Το πάσο απόθανε ... εγώ τα βλέπω ... τι έχεις, ρε καραγκιόζη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ρέστα είναι το υπόλοιπο. Αυτό που μένει. Ό,τι έχει μείνει και δεν μείνει. Ό,τι έχω και δεν έχω. Από το ιταλικό resto αλλά η λατινογενής ρίζα της λέξης υπάρχει σε πολλές Ευρωπαϊκές γλώσσες.

Η έκφραση δίνω ρέστα είναι άκρως πολυσήμαντη.

  1. Στην μη σλανγκ εκδοχή της, σημαίνει απλά επιστρέφω στον πελάτη τη διαφορά ανάμεσα στα χρήματα που μούδωσε και την αξία αυτού που αγόρασε. (παρ. 1)

  2. Στην γλώσσα της πόκας, δίνω ρέστα σημαίνει ποντάρω τα πάντα, ως και την τελευταία μάρκα. Επίσης λέγεται και λέω τα ρέστα μου, πάω τα ρέστα μου, βάζω τα ρέστα μου, παίζω τα ρέστα μου ή - για όσους έμαθαν πόκα απ'το ίντερνετ - all in. (παρ. 2) Φυσικά, όταν πάω τα ρέστα μου, είμαι, ή θέλω να δείξω ότι είμαι, απόλυτα βέβαιος για το φύλλο μου. Έτσι, από την πόκα η έκφραση έχει περάσει και αλλού για να δείξει την τέλεια σιγουριά. (παρ. 3)

Όταν λέω ρέστα μένω, εννοείται, ταπί - ή, και ταπίν.

  1. Δίνω ρέστα στην τρέχουσα αργκό σημαίνει ενθουσιάζομαι, τρελλαίνομαι με κάτι, κόβω τις φλέβες μου, μ' αρέσει κάτι όσο δεν πάει. (παρ. 4 & 5)

  2. Επίσης στην τρέχουσα αργκό, δίνω ρέστα σημαίνει και κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, υπερβάλλω τον εαυτό μου, κάνω καταπληκτική εμφάνιση. (παρ. 6 & 7)

  3. Σπανιότερα, δίνω ρέστα μπορεί να σημαίνει το ίδιο από την αρνητική του πλευρά - δηλαδή, κάνω υπερπροσπάθεια, το παρακάνω και, κατά συνέπεια, εξαντλούμαι. Η φράση εδώ χρησιμοποιείται περίπου ως συνώνυμο του τα φτύνω ή τα παίζω. (παρ. 8 & 9)

Πολύ διαφορετική είναι η έκφραση ζητάω (τα) ρέστα - ενώ φταίω για κάτι, προσπαθώ να μεταθέσω την ευθύνη και να βγω κι από πάνω.

  1. Ένας ταξιτζής στην Ελλάδα δεν θα καταφέρει ποτέ να σου χαλάσει το χαρτονόμισμα που του δίνεις. Κι ας είναι υποχρεωμένος από το νόμο να μπορεί να σου χαλάσει ακόμα και 100 ευρώ, σαν κατάστημα ... Θα απαιτήσει να στρογγυλοποιηθεί η τιμή του ταξιμέτρου, και δεν θα σου δώσει ποτέ τα ρέστα σου ακριβώς - μα ποτέ! - κάτι σαν με-το-έτσι-θέλω μπουρμπουάρ! (Από το fug.gr)

  2. Λέω ντούκου και πίνω μια γουλιά καφέ, εκείνος με περιμένει να αφήσω την κούπα κάτω και ανοίγει με 1000. Χτυπάει με φοβερή συνέπεια από την αρχή, δεν μπορεί να κάνει πίσω τώρα (σκέφτομαι). Αν θέλει να με βγάλει θα έβαζε ρέστα, άρα τι θέλει να μου πεί; Έχω μπερδευτεί. Πιθανότατα έχει φουλ, ξέρει ότι είναι δυνατός, αλλά δεν υπολογίζει ότι εγώ είμαι ακόμη πιο δυνατός!! (Από το http://valtanapane.wordpress.com/)

  3. - Εμένα δεν μου το βγάζεις απ' το μυαλό ... πάω ρέστα ότι γαμιέται αβέρτα κουβέρτα κι ας το παίζει παρθενοπιπίτσα ...

  4. Λάτρεψα πολλές ταινίες, αυτή που με σημάδεψε όμως είναι το «Άνθρωπος στο φεγγάρι'' (Μan on the moon) με τον Τζιμ Κάρευ. Δίνω τα ρέστα μου γι' αυτόν τον ηθοποιό ... (Από το www.giapraki.com)

  5. Από τα άλλα μου αρέσει πάρα πολύ η κοτόσουπα, η φασολάδα και οι φακές αλλά δίνω ρέστα για πίτες όλων των ειδών (ποντιακές και βλάχικες) πλην της γαλατόπιτας, αυτή δεν μπορώ να την φάω με τίποτε. (Από το www.neos-forum.com)

  6. Θεϊκό!!!! Έδωσες ρέστα!!! (Σχόλιο σε φόρουμ από το www.lifo.gr)

  7. Κι επειδή την Μαριάντα Πιερίδη δεν αρκεί μόνο να την ακούμε αλλά επιβάλλεται και να την βλέπουμε, το παρόν single περιλαμβάνει και το video clip του τραγουδιού «Θα δώσω ρέστα» που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Γκάβαλος! Η νέα Μαριάντα Πιερίδη κυριολεκτικά δίνει ρέστα! Δεν έχετε παρά να το διαπιστώσετε! (Από το air.greekradio.de)

  8. Είμαι ψώνιο γενικά, το παραδέχομαι, εκεί όμως που δίνω τα ρέστα μου είναι στην επιλογή των αεροπορικών εταιριών... εκεί φτάνω στον κολοφώνα του ψώνιου μου... Δόγμα μου είναι «όσο πιο περίεργα, πιο μπερδεμένα, πιο μυστήρια, πιο στραβά τόσο πιο καλά...» (Από το www.travelstories.gr)

  9. Έδωσα ρέστα σήμερα και η μέρα δεν έχει πάει ακόμη για ύπνο. Που σημαίνει ότι μπορεί να το παρακάνω… κι άλλο! (Από το www.blogosfaira.com)

Βάζει τα ρέστα του. Συγκεκριμένα, τα σπρώχνει. (από poniroskylo, 21/12/08)Η Μαριάντα δίνει ρέστα (από poniroskylo, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρθαν οι Ρώσοι. Είμαι αδιάθετη. Έχω περίοδο, τέλος πάντων, και δεν θα κάνω μπάνιο κι ας είναι μούρλια η θάλασσα.

Παλιομοδίτικη έκφραση. Αρχικά, ουδέτερος ευφημισμός τον οποίον χρησιμοποιούσαν κυρίως γυναίκες. Βαθμιαία, ωστόσο, τη φράση ιδιοποιήθηκαν οι άνδρες και την μεταχειρίζονται για να τονίσουν ότι, όπως το βλέπουν εκείνοι, κατά την εμμηνόρροια συμβαίνουν τα εξής δύο πολύ ενοχλητικά πράγματα:

α. δεν έχει κοκό, και
βου. οι γυναίκες είναι κακοδιάθετες και σπάνε αρχίδια - περισσότερο απ' ότι συνήθως.

Στην τρέχουσα, η έκφραση περιγράφει κάποιον που είναι δύσθυμος και ευερέθιστος χωρίς προφανή λόγο. Στην ουσία, η άμεση σύνδεση με την περίοδο έχει εξασθενήσει και μπορούμε να πούμε έχει τα ρούχα του και για έναν άνδρα - σ' ένα απαξιωτικό και άσε καλύτερα, μην ασχολείσαι.

  1. Εμένα το «έχω τα ρούχα μου» δεν μου ακούγεται καθόλου προσβλητικό, πιθανότατα επειδή το χρησιμοποιούσαν όλες οι γυναίκες της οικογένειάς μου σε πρώτο ενικό ... (δηλαδή για να μην λένε «έχω περιόδο»). Κατά τα αλλά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι τη φράση ξεστομίζει αρσενικό. Και δεν ξέρω πολλά αρσενικά που να ξέρουν τόσο προχωρημένο jargon όπως είναι το «έχω τα ρούχα μου». Ίσως θα πρέπει να μάθουμε τι λένε οι άντρες για την περίοδο. (Από το translatum.gr, σχόλιο του χρήστη Σουρπουίτσα)

  2. Πριν μια εβδομάδα, ένα από αυτά τα άρθρα με αναστάτωσε. Ανέφερε ότι η πιο επικίνδυνη περίοδος για μια γυναίκα να την απατήσει ο άντρας της είναι οι μέρες που έχει τα ρούχα της. Όταν μια γυναίκα, έγραφε το άρθρο, είναι αδιάθετη συμπεριφέρεται αντιερωτικά γιατί πιστεύει ότι το κορμί της είναι βρόμικο και δεν έχει καμία διάθεση για ερωτικά παιχνίδια. (Από xstream.gr)

  3. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να κάνει κάποιος πρωκτικό σεξ. Κάποιοι το χρησιμοποιούν ως μέθοδο αντισύλληψης. Άλλοι γαμάνε από κώλο, όταν η γκόμενά τους έχει τα ρούχα της. Κάποιες τον δίνουν, γιατί ναι μεν θέλουν να γαμηθούν, όμως για τον χι ψι λόγο θέλουν/πρέπει να μείνουν παρθένες (ως τον γάμο;) (Από yupi.gr)

  4. - Καλά, ο Τζο πού είναι; Δεν είπε ότι θαρχόντανε μαζί σας;
    - Άστονε μωρέ τώρα, δεν τον ξέρεις το μαλάκα ... μια ζωή στήνει ... - Κατάλαβα, πάλι τα ρούχα του θάχει, ο μαμούχαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified