Ο γιαπωνέζος, πιθανότατα για λόγους ηχομημητικούς της γιαπωνέζικης γλώσσας και μόνον. Χτυπάει σχεδόν καθόλου στο νετ, αλλά το θυμάμαι να λέγεται παλιότερα.

Βλ. και τζαπόνια.

Από εδώ, από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι όντως πρόκειται για γιαπωνέζο.

Στο Ring γυρίζει με στοκ λαστιχα σε 7,38, με οδηγό τον νακανάκα, κι όχι τον Ρερλ, που την ξέρει σαν την παλαμη του.
Είναι καλός χρόνος ή όχι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά, το ιντυμήντια.

Επίσης, στο πιο κατ' ευθείαν από τα αγγλικά, το indie rock, ένα είδος ποστ-κάτι, από συγκροτήματα που γενικά δεν υπογράφουν με μεγάλες δισκογραφικές. Βλ. και έχει ασχημindie και εντεχνindie.

  1. - Έχει ανέβει τίποτα στο ίντυ από τη σημερινή πορεία;
    - Κάτι φωτό και κάτι σχολιάκια. Δεν έγιναν μπάχαλα και τα μουμουέ τό 'καναν γαργάρα.

  2. - Θα την χωρίσω τη Φαίδρα ρε φίλε, δεν πάει άλλο με τα ίντυ φλωράδικα που μου βάζει κι ακούω όλη μέρα. Στο τέλος θα τό 'χω γυρίσει και δεν θα τό 'χω καταλάβει.

(από Khan, 19/04/11)Μας τα σκαει ο Σόρος και σας γραφουμε στα αρχίδια μας (από MXΣ, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τραβέλι, το μεταλλαγμένο, ένα βήμα παραπέρα.

Όταν κάποιος έχει κάνει εγχείρηση για λόγους υγείας, η μετοχή χρησιμοποιείται μόνο με αστειατορικές διαθέσεις, ειδ' άλλως προτιμούνται διατυπώσεις τύπου «έκανε / έχει κάνει εγχείρηση».

Η πιούρ σημασία της λέξης εγχειρισμένος, και επειδή συνήθως η αλλαγή είναι από άντρα σε γυναίκα πιο συχνά εγχειρισμένη, χαρακτηρίζει κάποιον που πλέον είναι κάποια, μετά από εγχείριση αλλαγής φύλου.

  1. - Μας την χαλάσανε την πιάτσα οι εγχειρισμένες, χρυσό μου, πλέον μόνο από δαύτες βρίσκεις εδώ.

  2. - Πώ τι μούναρος είναι αυτή με τη φούστα!! (γυρίζει φάτσα) Κοίτα καρύδι η γκόμενα ρε φίλε. (φωναχτά) Μωρή εγχειρισμένη!!!!
    - Σκάσε ρε γελοίε, θυρεοειδή έχει η κοπέλα. Καραγκιόζη.

Arnold Layne (από Vrastaman, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ετυμολογικά δεν συνδέεται με τον Μέλβιν Τσίτουμ, αν και η εμφάνιση του τελευταίου στο ελληνικό μπάσκετ έδωσε σαφή ωθηση στην λέξη.

Στην ορίγκιναλ εκδοχή του, όπως και το τσου ρε, συνοδεύεται από επίθεση προς την περιοχή των γεννητικών οργάνων με μία ιδιαίτερη χειρονομία: δείκτης και αντίχειρας ενωμένοι, τα υπόλοιπα δάχτυλα μαζεμένα, όπως στη χειρονομία για τα γκαφρά, αλλά χωρίς τριβή των δακτύλων.

Πρόκειται για παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο είτε όντως προσπαθείς να βλάψεις την οικογένεια του άλλου, είτε απλά να τον κάνεις να σκιαχτεί (no fear = δε σκιάζομαι είχα δει σε τοίχο) με σαφή την πρόθεσή σου να μην τον χτυπήσεις. Ενίοτε, βέβαια, το παιχνίδι καταλήγει σε γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου.

Όταν δεν συνοδεύεται από την χειρονομία, όπως συμβαίνει μετά το πέρας της λυκειακής περιόδου, αποτελεί έκφραση κατάφωρης ειρωνείας ως αντίδραση στα άρτι ρηθέντα και συνοδεύεται σχεδόν πάντα από το ρε. Εναλλακτικά, σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να κλίνουμε την κεφαλή απειλητικά, προσποιούμενοι κεφαλιά.

Αυτονομημένο είναι ισοδύναμο με το τσου ρε Λάκη, αλλά δεν απευθύνεται σε κανέναν Λάκη, όπως και το ίσα ρε.

Λεγόταν τα ενενήνταζ στη λευκάδα, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα.

Παράρτημα προφοράς κατά τα κλασσικά στο κάνε.

- πάω 'α χωθώ σ' Στέησ'.
- Τσίτου ρε, έ'εις δει τ' κεφάλ' κ'βαλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαρουχώνω τα φρένα, ή, συνεκδοχικά, το τσαρουχώνω (ενν. το αυτοκίνητο) σημαίνει φρενάρω δίχως αύριο, τερματίζω το πεντάλ των φρένων, συνήθως σε φρενάρισμα πανικού προ ιπποποτάμου.

- Τι έμαθα ρε, τροπέτο το σάξο του Μπάμπη;
- Τού 'βγαλε κώλο στη φουρκέτα, και, όπως είναι και άμπαλος, το τσαρουχώνει και αγόρασε οικόπεδο... Αυτός τη γλίτωσε μ' ένα χέρι σπασμένο.
- Η ζώνη σώζει ζωές όταν η μαλακία τις βάζει σε κίνδυνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους φοιτητές χρησιμοποιούμενο, σημαίνει «δίνω μάθημα». Λέγεται χωρίς άρθρο, ενδεχομένως με την πρόθεση σε.

  1. - Πώς πήγε η εξεταστική;
    - Κατέβηκα σε έξι, πέρασα τα πέντε. Σεπτέμβρη μυρίζει πτυχίο.

  2. - Θα κατέβεις αύριο Φυσική;
    - Δεν έχω διαβάσει χριστό. Θ' αράξω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτέρυγα της φυλακής.

Εικάζω ότι είναι αγγλισμός καθιερωμένος «από τα πάνω», καθ' ότι θυμάμαι να λέγεται έτσι σε ταινίες αγγλόφωνες, οπότε πιθανόν να εισήχθηκε από δεσμοφύλακες και άλλους και να την υιοθέτησαν και οι φυλακισμένοι μετά.

από το νετι:
...μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας, όπου όπως θυμάται ο τότε πολιτικός κρατούμενος Τάκης Μπενάς «κρατούνταν στα πειθαρχία όχι γιατί ήταν απομονωμένος σαν θανατοποινίτης, αλλά διότι οι ποινικοί κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν στις ακτίνες τους, απειλώντας μάλιστα να τον σκοτώσουν.

επίσης από το νέτι:
Από σήμερα το πρωί 2 ακτίνες των 40 ατόμων στις φυλακές της Κέρκυρας θα ξεκινήσουν απεργία πείνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδέτερο, πληθυντικός. Το κόστος των εργατικών του μάστορα, κυρίως κατά την επισκευή αυτοκινήτου, αλλά και γενικότερα.

Χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό της πληρωμής του μάστορα από το κόστος των ανταλλακτικών.

Ευχαριστώ τον μπρο μου για το παράδειγμα, απ' τη ζωή κ το φόρουμ των 4Τ βγαλμένο, και υπό BEAMS εκπεφρασμένο.

- Άσε ρε μαλάκα, χτες έκανα ένα κατέβασμα από τετάρτη σε δευτέρα με το aururis και πρέπει να πήρα τις βαλβίδες στο χέρι. Ψήνομαι να του πετάξω μια δίλιτρη Carlos Sainz εντίσιον και τα μυαλά στα μπλέντερ.
- Πώς είσαι τόσο σίγουρος πως έχουν γίνει όλα μέσα κώλος, άρα πας για μηχανή και ψάχνεις από τώρα; Έχεις ιδέα πόσο πάει μια σοβαρή μεταχειρισμένη μηχανή μαζί με τα φτιαχτικά; Το τριχίλιαρο το έχεις χαλαρά. Εκτός αν μιλάμε για καμιά μηχανή μπουρδέλο, με τοποθέτηση ακόμα πιο γεια σου. Εκεί, σου βρίσκω μηχανή και με 100 ευρώ. Βρες και ένα μπρατσαρά να την πετάξει μέσα όπως πετάς τα ζάρια και έφυγες. Είναι λοιπόν κουβέντα αυτή που κάνουμε τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ φαινομενικά είναι επίθετο, πρόκειται για ουσιαστικό που απαντάται στις φράσεις «κάνω (καμιά) ψαχτική» ή «κάνω τις ψαχτικές μου».

Είναι συνώνυμο του τσεκάρω, κάνω αναγνώριση, βλέπω τι παίζει, και στη δεύτερη φράση δηλώνει μια πιο σοβαρή έρευνα, ή τουλάστιχον πιο μεγάλη χρονικά.

Επίσης και η φράση στην προστακτική «κάνε τις ψαχτικές σου», σημαίνουσα «δες τι παίζει και τα λέμε».

Επίσης, συγκεκριμένα έρευνα από μπάτσους, βλέπε πχ εδώ.

  1. - Πάω κατά κει να κάνω καμιά ψαχτική, να δω τι παίζει με μπάτσους και πώς είναι οι δρόμοι γύρω-τριγύρω κι έρχομαι. Περίμενε εδώ.

  2. - Λέω να πάρω κάνα γκατζέτι να ακούω μουσική στο μετρό. Τι να πάρω εσύ που τα ξέρεις αυτά;
    - Εμ-πι-τρία ή κάναν Άη-ποντ;
    - Για μουπουθρή το λέω, κάνα διακοσάρι το πολύ.
    - Καλά, άσε να κάνω τις ψαχτικές μου και θα σου πω.

  3. - Σε ψήνει κάνα σινεμά το βράδυ;
    - Μέσα, κάνε τις ψαχτικές σου και πε μ'.

  4. (από το λινκ του ορισμού, η ορθογραφία απ' το πρωτότυπο)
    Πέσιμο κα ψαχτική στον Κορυδαλλο από τσέους, τους ειχαν σταματίσει εν κίνηση, ψαχνανε αυτοκίνητο και επιβάτες, το νου σας. Γινετε ψιλοχαμος απο μπατσους σε Νικαια Κορυδαλλο.

Α.Μ.Α.Ν. (στην αγγελία απ\' το 1:44 και μετά) (από vikar, 16/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτυπάει απρόσμενα πολύ στο γούγλε, κι εγώ περίμενα ότι θα είναι κάνα λευκαδίτικο.

Δεν έχει καμία σχέση με τις σηκωμάρες, έχει να κάνει με την παντελή απουσία διάθεσης να σηκωθείς από το κρεββάτι το πρωί, από αυτές τις φάσεις που πατάς το σνουζ στο ξυπνητήρι για κάνα δίωρο. Το είδα να αναφέρεται και για γενικότερη βαρεμάρα να ξεσηκωθείς να βγεις απ' το σπίτι να πας να κάνεις κάτι, αλλά νομίζω η κύρια χρήση παραμένει η πρωϊνή.

Εξαιρετικό δείγμα της βαρεμάρας του έλληνα, καθώς παρουσιάζει αυτήν ακριβώς τη βαρεμάρα ως αρρώστια, ως φυσιολογικό-αντικειμενικό αίτιο, και όχι ως επιλογή. Είμαστε αντιβολονταριστές, τι να κάνουμε...

Πάλι τον ασήκωτο είχα σήμερα το πρωΐ ρε πούστη... Κι αυτός ο μαλάκας, τα μαθήματα έντεκα η ώρα τα χαράματα τα βάζει;

Got a better definition? Add it!

Published