Υβριδική λέξη που παραπέμπει στη συνάθροιση, κατόπιν αντκατάστασης του προθέματος συν με ουσιαστικό. Η μάζωξη πολλών γυναικών σε ένα μέρος.

Χθες βγήκαμε με το Γιώργο και πήγαμε Ψυρρή. Γινότανε πανικός, πραγματική μουνάθροιση, γκομενάκια παντού και μάλιστα ωραία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρόσωπο στα ποντιακά.

Κοίτα ένα άτομο, α ρε να τσιλέβω τα κατσία σ'....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυναικεία στήθη στα ποντιακά.

Να λελέβω τα τσιτσία σ' γαβρί μου!

Got a better definition? Add it!

Published

Ό,τι και το ερίφιο, δηλ. το μικρό κατσίκι.

Μην τρέχεις πίσω από τη μάνα σου σα βετούλι καημένε, έχω βρεθεί πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απάτη, ο δόλος. Προέρχεται από την ιταλική λέξη mazzaranga, mazzeranga, που σημαίνει κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών. Χρησιμοποιείται συχνά σε ρεμπέτικα τραγούδια με την έννοια της παγίδας, όταν την στήνουν σε κάποιον.

Μου είπες πως σου έστησαν απόψε ματσαράγκα στου Αλευρά τη μάντρα (Βασίλης Τσιτσάνης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κρατάει το λόγο του, που πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη. Λέξη αλβανικής προελεύσεως (besa) που υιοθετήθηκε αυτούσια στα ελληνικά.

Μην τον φοβάσαι τον Γιώργο, είναι μεν ιδιόρρυθμος, αλλά και μπεσαλής, δεν υπάρχει περίπτωση να σου την κάνει.

(από Khan, 20/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, τα βρέφη σε παλαιότερες εποχές συνήθιζαν να φασκιώνονται, δηλ. να τυλίγονται με μία πλατιά λωρίδα υφάσματος (φασκιά), προκειμένου να ισιώνουν τα πόδια τους. Από εκεί προκύπτει και η έκφραση «από τα γεννοφάσκια μου».

Πού είσαι χαμένος, γαμώ τ΄φασκιά σ γαμώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του βατέματος, δηλ. του ζευγαρώματος, μεταξύ αρσενικού και θηλυκού κατσικιού ή προβάτου. Από το ρήμα μαρκαλίζω ή μαρκαλάω, γνωστό και ως οχεύω. Κατά πάσα πιθανότητα αλβανικής προελεύσεως, από τις λέξεις merr («βατεύομαι») + kal(ë) («άλογο»).

- Μέτρησες τα πρόβατα;
- Όλα εντάξει, τα κριάρια είναι πίσω από τον λόφο και έχουν πλακώσει κάτι προβατίνες στο μάρκαλο.

(από krepsinis, 06/09/08)(από krepsinis, 06/09/08)

Βλ. και μαρκαλεύω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό προϊόν, εν είδει υπερβολής και χλευασμού.

- Ο Κώστας μου είπε ότι είστε επιχειρηματίας. Τι ακριβώς εμπορεύεστε;
- Χαλβαδόπουτσες, είμαι αποκλειστικός εισαγωγέας.

Βοήθειά σας! (από Vrastaman, 29/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόπος που ανάγεται στα επίπεδα του φανταστικού, του εξωπραγματικού. Η ωοτοκία αυγών αηδονιού από κούκο είναι κάτι αδύνατο και παράλογο, το ένα πουλί τραγουδάει όμορφα ενώ το άλλο είναι άσχημο. Η αναφορά στη συνουσία τονίζει τη σχέση δύναμης και επιθετικότητας που ενέχει η έκφραση. Το άκουσα ως φαντάρος στον Έβρο, όταν κάποιος ρώτησε υποτιμητικά στρατιώτη από τον Πύργο (ενώ ήδη γνώριζε ότι είναι από εκεί) από πού είναι.

- Ποιος είσαι εσύ ρε, από πού είσαι;
- Από εκεί που γαμεί κούκος και βγαίνει αηδόνι. Έχεις πάει ποτέ εκεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified