Περπατώ καμαρωτός και κορδωτός, όλο περηφάνια και αυταρέσκεια. Στις παλαιότερες εποχές, πριν την έλευση των μεταναστών, οι τσιγγάνοι ήταν αυτοί που πολύ συχνά δούλευαν στα χωράφια. Η εικόνα των εργατών που περπατούσαν με το σκεπάρνι στον ώμο πηγαίνοντας στη δουλειά είναι η ρίζα της έκφρασης, αφού το σκεπάρνι ήταν υπερυψωμένο και ξεχώριζε από μακριά.

Για δες παιδί... Από τότε που κέρδισε στο Κίνο περπατάει στο δρόμο καμαρώνοντας σα γύφτικο σκεπάρνι.

Για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι Γύφτοι (από MXΣ, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που πέρασε στα ελληνικά από τα αραβικά, μέσω τουρκικών [τουρ. tekke, το μουσουλμανικό μοναστήρι].

Στα νέα ελληνικά βέβαια, ο όρος δε χρησιμοποιείται με τη θρησκευτική του διάσταση, αλλά αναφέρεται στο καταγώγιο που συχνάζουν οι χασισοπότες και είναι γεμάτο καπνό από τους ναργιλέδες που «εργάζονται» αδιάκοπα.

Με άλλα λόγια, ο χώρος των «Μοιραίων» του Κ. Βάρναλη.

  1. Άσμα Τζίμη Πανούση, από το δίσκο Μουσικές Ταξιαρχίες:

Ο τεκές

Μόλις μπουκάρω στον τεκέ
τον αργιλέ τσακώνω
και μες στα φυλλοκάρδια μου
τραβώ τον ξελιγώνω.

Του τεκετζή ξηγήθηκα
να τον ξαναγεμίσει,
μα για κακή μου σύμπτωση
σώθηκε το χασίσι.

Και ξεμπουκάρω απ' τον τεκέ
μες την ταβέρνα πάω,
δυο ποτηράκια εφετινό
κάθομαι κοπανάω.

Ζούλα τρελός στη σούρα μου
βγαίνω απ' την ταβέρνα,
για το τσαρδί μου πάγαινα
είχα γενεί στην πένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιάνθρωπος, ο αχρείος, ο τιποτένιος. Προέλευση από τα βενετσιάνικα canagia.

- Αλήτη, κανάγια, δεν θα σε αφήσω να μου κλείσεις το σπίτι και να αμαυρώσεις την τιμή της κόρης μου!

(από jimakos, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ανωμαλιάρης αποτελεί ευθεία μετάφραση του αγγλικού όρου kinky.

Παράγεται από τη λέξη ανώμαλος [στερητικό «α» και το επίθετο ομαλός] και περιγράφει το άτομο που αρέσκεται να εφαρμόζει ή να παρακολουθεί ερωτικές σκηνές, οι οποίες παρεκκλίνουν του κανονικού - φυσιολογικού.

  1. Διάλογος ανωμαλιάρηδων:

- Ξέρει κανείς που θα βρω την σκηνή από την ταινία «Μη αναστρέψιμος» που την βιάζουν;
- Το ψάχνω αλλά δεν το βρίσκω γαμώτο. Και είναι γαμάτη σκηνή, ειδικά αν είσαι ανωμαλιάρης όπως εγώ.

  1. Διαδικτυακό σχόλιο:

Ήταν όμως η πρώτη φορά που μου άρεσε κάτι που έγραψα σ' αυτό το μπλογκ (στο παλιό μπλογκ μου άρεσα πάρα πολύ και επειδή δεν άντεχα άλλη αυταρέσκεια το κατέβασα να μην το βλέπω). Αλλά θα μου πεις κ εσύ τη βρίσκεις με ακούσματα lo fi...καλός ανωμαλιάρης και του λόγου σου.

(από Khan, 28/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσανάκι, λέξη προελεύσεως τουρκικής [τουρκ. çanak -ι], είναι το πιάτο. Η έκφραση σημαίνει, ότι παύω να συνεργάζομαι, κόβω γέφυρες επικοινωνίας με κάποιον, ήτοι δεν τρώμε πια από το ίδιο πιάτο.

Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται και αυτούσια, ως ουσιαστικό, με σημασία παρόμοια με αυτή της λέξης «κουμάσι», περιγράφοντας άτομο κακής φήμης - λ.χ. είναι ένα τσανάκι αυτός...

  1. Σχόλιο από το διαδίκτυο:

Δεχόμενος δριμύτατες παρατηρήσεις ,από κάποιον που δεν μπορεί να ασχοληθεί σοβαρά, (διαθέσει τον απαιτούμενο χρόνο) για την ψυχαγωγία της ψυχής του, μουσική και την τροφή του πνεύματος, διάβασμα. Οπως επίσης και από τους ψευτοεπαναστάτες, απλούς υπονομευτές, βεζύρηδες που θέλουν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη.Αποφάσισα να χωρίσω τα τσανάκια μου και να δημιουργήσω ένα τόπικ με αφιερώματα στη μουσική και όχι μόνο.

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

Νομοτελειακά χωρίζω τα τσανάκια μου από τα τσανάκια «τους» λόγω χωρισμού των προγραμμάτων σε πολλά παράλληλα processes (κάνει καλό και στους πολυπύρηνους επεξεργαστές, όπως και στα clusters!) που ξεκινάνε από πολλά αυτόνομα προγράμματα τα οποία τα «μαζεύει» ένα master πρόγραμμα. Αυτή η λύση είναι και τεχνικά ανώτερη, και επιτρέπει code reuse και δε μπερδεύει την αδειοδότηση και δε πέφτεις σε ύφαλο καμιάς «νάρκης» για πατέντες που σου σκίζει όλα το πρόγραμμα, αφού έχεις χωρίσει τη λειτουργεία του σε πολλά μικρά στοιχειώδη αυτόνομα προγράμματα που κανένα του δεν είναι πατενταρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματική σημασία της λέξεως είναι η παρδαλή κατσίκα ή προβατίνα, άνω των 6 ετών, που δεν γεννάει πια. Υβριστικά χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός άσχημη γυναίκας προχωρημένης ηλικίας. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα αλβανικά [αλβ. gjosa, γίδα].

  1. Ο Εθνικός Σταρ είμαι εγώ και όχι η γριά γκιόσα! (δήλωση Εθνικού Σταρ Ανδρέα Ευαγγελόπουλου).

  2. (καταχώρηση από το Agrotravel.gr)
    «Επισκεφθείτε τα «γκιοσάδικα» στο Δήμο Μiδέας της Αργολίδας. Κάθε χρόνο, από τον Απρίλιο , την Κυριακή του Θωμά, έως τις 14 Σεπτεμβρίου (συνήθως), είναι η καλύτερη εποχή για τα παραδοσιακά εστιατόρια της περιοχής να ετοιμάσουν , με τον μοναδικό τους τρόπο, την γκιόσα , ψημένη σε πετρόχτιστο φούρνο. Πλησιάζοντας, η μυρωδιά προμηνύει τι «μέλλει γενέσθαι» και αποχωρώντας …δεν είστε σε θέση να σκέφτεστε καθώς η γαστριμαργική σας εμπειρία και το ντόπιο κρασί δεν σας το επιτρέπουν».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O νωθρός και βαρύθυμος μετά από πολλές ώρες ύπνου, ο διακατεχόμενος από σπαρίλα. Αραβική λέξη που στη συνέχεια πέρασε στην τουρκική γλώσσα (mahmur = νυσταγμένος).

- Πρέπει να είναι μεγάλη περίπτωση ο γιος του διαχειριστή.
- Πως κι έτσι;
- Πήγα σήμερα κατά τις 18.00 και μου άνοιξε την πόρτα. Ξαφνικά βλέπω έναν έναν μαχμουρλή που χασμουριόταν και φορούσε μόνο το βρακί του. Στη κυριολεξία κοιμόταν όρθιος.

(από krepsinis, 24/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψεύτικη και προσποιητή φιλία. Ο λύκος, όπως όλοι γνωρίζουν, είναι ένα άγριο ζώο που δεν μπορεί να εξημερωθεί, όσο και αν προσπαθήσουμε. Μεταφορικά, κάτι αντίστοιχο γίνεται και με τη φιλία: όσο κι αν προσπαθήσουμε να γίνουμε φίλοι με κάποιον που φύσει είναι σαν λύκος [μοναχικός και επιθετικός], το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Απόσπασμα από άρθρο του Ριζοσπάστη:

«Στη συνέχεια τόνισε: «Ας δούμε λίγο αυτήν την αμαρτία, το ΝΑΤΟ. Θέλουμε δε θέλουμε είμαστε μέσα σ' αυτόν τον οργανισμό. Που δεν είναι αμυντικός, αλλά επιθετικός. Που δεν είναι συμμαχία, αλλά λυκοφιλία. Που δεν καλύπτει τα συμφέροντα όλων των μελών του και κύρια κανενός από τους λαούς του».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μακριά και αδύνατα πόδια, κυρίως γυναικών και καλαθοσφαιριστών.

Προέρχεται από το βυζαντινό «καννίον» [κανί στα νεοελληνικά], εκκλησιαστικό σκεύος που προσομοιάζει στο καλάμι.

Συγγενής λέξη είναι η γνωστή κάννη των όπλων.

Καλά μας δουλεύεις; Έσκασες μύτη με τη γκόμενα που είχε τα κανιά στο ίσωμα, για να τή γνωρίσεις στη μάνα σου; Εσύ δεν παίζεσαι φιλαράκο... Η γυναίκα θα έχει σχηματίσει την καλύτερη άποψη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified