Το μαύρο που καπνίζεται με μια πατέντα που μετατρέπει σε ναργιλέ ένα ποτήρι γεμάτο νερό.

Αντί νορμάλ τζιβάνας βάζουμε μια πολύ μακριά, σχεδόν σε μέγεθος καλαμακιού, την τυλίγουμε με σελοτέι ώστε να αδιαβροχοποιηθεί (το απλό καλαμάκι δεν μας κάνει, έχει πολύ μεγάλη και ελεύθερη διάμετρο σε σχέση με τη τζιβάνα), ανάβουμε το γάρο, βυθίζουμε το ιδιότυπο αυτό τσιγαριλίκι (όχι από τη μεριά της κάφτρας) μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, καπακώνουμε το ποτήρι με την παλάμη μας, ο μπάφος είναι ανάμεσα σε 2 δάχτυλα και όλο το άλλο στεγανό, και από το κενό του αντίχειρα με τον δείκτη, το οποίο εφάπτεται του χείλους του ποτηριού, ρουφάμε τον καπνό θαρραλέα.

Πατέντα περασμένων ένδοξων δεκαετιών, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα, τώρα που τεσπα η αγορά βρίθει μικροναργιλεδακίων.

Θυμάσαι ρε μαλάκα τότε που κάναμε διάφορα κόλπα για να γίνουμε; Τι γεμιστάκια, τι με το σπιρτόκουτο, τι ποτηράτα...

Δεν βρήκα ποτηράτο, βρήκα όμως κοκακολάτο. (από Vrastaman, 19/06/11)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος αναψυκτικού (δεν είναι μάρκα, γι' αυτό και το καταχωρίζω). Υπήρξε, ας πούμε, η ελληνική κοακόλα πριν έρθει η αυθεντική. Χρονολογείται από το 1928, αλλά υπάρχει ακόμα, σε διάφορες μάρκες: «Γεράνι», «Τεμένια», πιθανόν κι άλλες.

Βλ. εδώτο βιογραφικό και τα συστατικά της.

Θερινό σινεμά δεκαετίας 60-70, στο διάλειμμα, ο πωλητής με τον δίσκο:
- Μπυράλ, κωκ, πασατέμποοοο!

(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)(από Vrastaman, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχω απόλυτη αίσθηση της απόστασης (πχ στο πεζοδρόμιο, σε σκαλοπάτι), εξαιτίας της επίδρασης ξιδιών ή ναρκωτικών.

Χάνω δηλαδή το επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε να πατήσω ώστε να μην πέσω.

- Βγες ρε μαλάκα από το αυτοκίνητο! - Δεν μπορώ, έχασα τα επίπεδα...

(από ironick, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για την καλής πχιόττας και φρέσκια ζουζού, η οποία, στο κουτάλι όπου την καις, σπαρταράει και καλούα σαν το ετοιμοθάνατο αλλά ακόμα ζωντανό έρμο ψάρι στο καφάσι του ψαρά. Με αυτήν δεν έχει ντέρτι, λέμε τώρα.

Έλα από το σπίτι απόψε να γίνουμε, έχω καλό σταφ. Σπαρταράει στο κουτάλι μιλάμε!

(από joe909, 30/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμώφωτο, το (ουδ.)

Ο «ρομαντικός» φωτισμός, ο χαμηλός, αυτός που προετοιμάζει το έδαφος για γαμησάκι... Συγγενής λέξη με τη γαμωτζάζ. Λέγεται και γαμησόφωτο.

Σχετικά με το θέμα της ορθογραφίας όπου ξενίζει το γαμω-, βλ. το σχόλιο που βάζω επί τη ευκαιρία στο λήμμα γαμο-.

- Λες να έχω πρεσβυωπία; Προσπαθώ να διαβάσω και δεν βλέπω την τύφλα μου...
- Ε άναψε κανα φως που προσπαθείς να διαβάσεις με το γαμώφωτο ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική ονομασία την οποία είχαν δώσει το 1944 οι κομμουνιστές στο κέντρο της Αθήνας (Ομόνοια - Σύνταγμα - Κολωνάκι) το οποίο κρατούσαν οι Άγγλοι υπό τον στρατηγό Σκόμπυ.

  1. Σε δύο φάσεις μπορούν να χωριστούν τα γεγονότα του Δεκέμβρη. Η πρώτη κρατά μέχρι τις 18 του Δεκέμβρη. Στη διάρκειά της, ο ΕΛΑΣ και ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά, αφού θάβει τους δεκάδες νεκρούς του των πρώτων ημερών και αποκρούει την επίθεση, που εξαπολύσανε οι Εγγλέζοι στις 6 του Δεκέμβρη, περνά σε αντεπίθεση και περιορίζει τις αγγλικές δυνάμεις στο κέντρο ουσιαστικά της Αθήνας, στο κράτος της «Σκομπίας», όπως έλεγαν τότε χαρακτηριστικά. Η δεύτερη αρχίζει στις 18 Δεκέμβρη και κρατά μέχρι το ξημέρωμα της 5ης του Γενάρη, όταν με διαταγή του Α' ΣΣ ο ΕΛΑΣ αποσύρεται από την πρωτεύουσα.

  2. Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως – είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος – καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία – έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ.

  3. Άγγλοι στρατιώτες (με εφ’ όπλου λόγχη) δεν συνελάμβαναν αθηναίους πολίτες στη «Σκομπία» και αεροπλάνα της RAF δεν πετούσαν στον αττικό ουρανό;
    ΚΙ ύστερα έσκασε ο Εμφύλιός μας, κατόπιν… ενεργειών τους.

Από το δίχτυ όλα.

Εγκλήματα. Αναφορά στο τραγούδι "Το βρακί του Σκόμπι". (από patsis, 10/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που κάνει τα παιδιά να γελάνε πολύ (γενικά τα παιδιά γελάνε πολύ με ό,τι έχει να κάνει με τα σκατά).

Πολτοποιημένα σκατά, για όποιον λόγο (χρόνος, βιολογικός καθαρισμός, λίπασμα, ό,τι). Που θυμίζουν σούπα, πχ φασολάδα.

Ενδέχεται όμως και να μην κυριολεκτεί η έκφραση, αλλά να περιγράφει κάτι αρκούντως σιχαμερό που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τα παραπάνω.

Πάσα: 'Ολιβ, η οποία ανάθεμα κι αν θα γράψει ποτέ κάτι...

- Καθαρά τα νερά στην παραλία;
- Μπα, σκατουλάδα...

(σημ: εδώ δεν ξέρουμε και ούτε θέμε να μάθουμε αν ο ομιλητής αναφέρεται σε κυριολεκτική ή μεταφορική σκατουλάδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει κάποιον που συνηθίζει να κάνει κάτι συγκεκριμένο τις Παρασκευές (πχ. παρ. 1).

Ειδικότερα όμως στην Αίγινα, σημαίνει τον παραθεριστή του Παρασκευοσαββατοκύριακου, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι (παρ. 2.α. και 2.β.).

Παραθέτω την ερμηνεία του όρου όπως την βρήκα εδώ:

«Εκπληκτική λέξη – μα την αλήθεια. Λέξη ιδιαίτερη που ορίζει μια ομάδα ανθρώπων. Λέξη-ευφυολόγημα της Αιγινήτικης κουλτούρας που ενσωματώθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια στο Αιγινήτικο λεξιλόγιο και δηλώνει ανθρώπους μη γηγενείς που ήρθαν στην Αίγινα, τους άρεσε το νησί και είτε αγόρασαν κάποιο σπίτι είτε νοίκιασαν και το επισκέπτονται συχνότατα. Όνειρο τους, η ολική μετοίκηση στο νησί».

  1. Oι… «Παρασκευάδες» της Κοζάνης και το τραπέζι στον μητροπολίτη Παύλο
    Θα τους συναντήσετε τα βράδια της Παρασκευής, πιθανότατα στον «Ζήνων», στις παρυφές της Κοζάνης. Είναι οι γνωστοί… «Παρασκευάδες», λόγω της ημέρας που έχουν επιλέξει να βγαίνουν για φαγητό, οι οποίοι εδώ και χρόνια…αυξάνονται και πληθύνονται!
    Πάντα με γνώμονα την καλή παρέα, το…καλό φαγητό και τα ακόμη καλύτερα αστεία και σχόλια, οι «Παρασκευάδες» έχουν και…επίτιμα μέλη, αλλά και προσκεκλημένους!
    από εδώ

2.α. Μία και μόνη διαφορά έχουμε με τους Παρασκευάδες. Σε ένα πράγμα, μόνο είναι άτυχοι. Την Κυριακή το βράδυ πρέπει να επιστρέψουν στο λεκανοπέδιο.

2.β. αν δεν είμαστε εμείς οι νεόφερτοι να αγοράσουμε κανα σπίτι, να ρίξουμε τα λεφτουδάκια μας στις ταβέρνες και στα μαγαζιά, να ζήσετε κι εσείς μια καλύτερη ζωή, θα είσαστε ακόμη κανάτια. Καημένοι γίνατε άνθρωποι από τις δικές μας ενέσεις και ότι καλό έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια Παρασκευάδες το έκαναν, βλαχομουτρα. Δεύτερο πανετλόνι δεν είχατε και κάνατε περιουσίες από τους Παρασκευάδες. Αλλά τέτοιοι είσαστε που μέχρι και ο πολυούχος Άγιος σας σας καταράστηκε. από εδώ.

(σ.ς.: όπως φαίνεται τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά στην Αίγινα)

(από Vrastaman, 25/08/11)Ανιτεύουμε once again  (από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παύω να τρώω μόνο ψωμί, βρίσκω και κάτι καλύτερο, ανεβαίνει η πχιόττα ζωής μου, κλπ.

...αύριο που θα έρθω στα μαγαζιά σας θα μου ξανακάνετε πίπες μπας και ξεψωμιάσετε. Αλλά έχι ο καιρός κολοτούμπες και θα δείτε τι απίδια θα πιάσετε όταν θα κλείνετε τα μαγαζιά σας σαν γρίππη το ένα μετά το άλλο.

από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published

Το φρούτο το οποίο έχει υπερωριμάσει, αλλά δεν έχει σαπίσει και ακόμα τρώγεται -είναι στο όριο βέβαια. Λόγω του ότι έχει αρχίσει να υφίσταται ζύμωση, έχει πολύ έντονη γεύση και άρωμα, που φέρνουν λίγο σε αυτά του (φτηνού) κρασιού ή ακόμα και του ξιδιού. Τα μεθυσμένα φρούτα είναι κατάλληλα μόνο για ορισμένα ιδιότυπα γλυκά, όπως ένα αχλαδόψωμο (Birnenbrot) που κάνουν οι ελβετογερμανοαυστριακοί (βλ. μήδι) ή κάποια γλυκίσματα με σύκο, ή λικέρ, κλπ, βλ. εδώ.

Η λέξη χρησιμοποιείται όμως και για κανονικά ώριμα φρούτα ή και για εδέσματα άλλου τύπου (ψωμιά, κρέατα, τυριά, κλπ) που έχουν υποστεί επεξεργασία (μαρινάρισμα) με αλκοόλ, βλ. παράδειγμα 3.

  1. - ΠΦΦΦΧΦΤΟΥ!!!!!!!!! Μπλιαχ!!! Πέτα τα ρε μαλάκα, σαπίσανε, μου τα δίνεις και να φάω κιόλας!
    - Πώς κάνεις έτσι καλέ, είναι μεθυσμένο, δεν χάλασε, δώς μου το να τα κάνω μαρμελάδα μαζί με τα άλλα.

  2. Στη μαρμελάδα βάζω και μερικά μεθυσμένα φρούτα, της δίνουν πιο έντονη γεύση.

  3. Βανίλιες μεθυσμένες
    Υπέροχο, ελαφρύ γλυκό που το σερβίρουμε σε ψηλά ποτήρια με λίγη χτυπημένη κρέμα και πασπαλίζουμε με καρύδια.

στο Appenzell κάνουν τα καλύτερα, μην το χάσετε. Κι άμα είστε κτήνη ή έχει -15, μπορείτε να το φάτε και αλειμμένο με βούτυρο και ζάχαρη... (από ironick, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified