Πολύ χαρντ κορ υποτιμητικός χαρακτηρισμός για μια παρτόλα ή τρύπα. Η γκόμενα που είναι μόνο για τον πούτσο (με την κυριολεκτική έννοια), ούτε καν πουτάνα δηλαδή.

Από τις λέξεις σπέρμα + κανάτα.

- Τι λέει το γκομενάκι;
- Για σπερματοκανάτα, καλή είναι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το μενού (γαλλ. menu) ως γνωστόν αφορά τον κατάλογο των εδεσμάτων που σερβίρονται σε ένα εστιατόριο.

Σήμερα όμως χρησιμοποιείται για τα περιεχόμενα ενός δωδ, ενός σάη κττ.

Επίσης, στον καθημερινό λόγο το λέμε χαριτολογώντας ή ειρωνικά για οτιδήποτε περιλαμβάνει μια οποιαδήποτε εκδήλωση / κατάσταση.

Βλ. και πούτσα το μενού.

  1. Γειά σας. Θέλω να δημιουργήσω ενα μενού στο site με την εξής μορφή: Ενότητα,Κατηγορία,Υποκατηγορία1,Υποκατηγορία2 κλπ,Αντικείμενα. (π.χ. Φορείς του Τόπου μας,Αθλητικοί Σύλλογοι,Σύλλογος1,Σύλλογος2 ...,Αντικείμενα δραστηριότητας των συλλόγων.... Προσπαθώ να βρώ στην διαχείρηση αλλά δεν βρίσκω τον τρόπο.Αν μπορεί να βοηθήσει κάποιος! Ευχαριστώ.

  2. Θέλω να βάλω στο grub των clients, την επιλογή Netboot πρώτη, αλλά δεν έχω καταλάβει που βρίσκεται το μενού του grub. (από το νέτι αμφότερα)

  3. - Πάμε στο μπαράκι όπου δουλεύει η Στέλλα; έχουν ζωντανή μουσική.
    - Και τι έχει το μενού;
    - Διάφορους πιτσιρικάδες από το schoolwave.

  4. - Άκουσες τις ειδήσεις;
    - Όχι, τι είχε το μενού;
    - Σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς, κανα φόνο, οικονομία κλασικά, αλλά το σπουδαιότερο: τον γάμο της χρονιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ψοφάω (ή «τρελαίνομαι») για κάτι.

  2. Το λέμε για συσκευές με μπαταρίες (ή για τις ίδιες τις μπαταρίες), όταν αυτές τελειώνουν ή αποφορτίζονται. Κι αυτό γιατί συνήθως δεν σταματάνε απότομα, αλλά προειδοποιούν σα να ψυχορραγούν. Ενδιαφέρουσα ταύτιση μξ ανθρώπων και μηχανών.

- Γιατί κάνει έτσι το τηλέφωνο;
- Πεθαίνει.
...
- Τώρα όμως έβγαλε άλλον ήχο!
- Πέθανε, πα να το φορτίσω.

Got a better definition? Add it!

Published

τραβάγια (η): κρητιστί = ο μπελάς.

Βάζω τραβάγια σε κάποιον = του ανοίγω δουλειές, του βάζω μπελάδες, τον βάζω σε περιπέτειες, τον φορτώνω, τον χώνω.

Από το γαλλικό travail.

Δείτε πιο πολλά εδώ.

Ασίστ: nick, βεβαίως βεβαίως.

- Να πα να πεις του Μαθιού ότι εγώ δεν είπα πράμα για τη Βαγγελιά.
- Μη μου βάνεις τραβάγιες. Δεν πάω ποθές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούγεται μόνο κατά το Πάσχα (και τις επόμενες μέρες ίσως), όταν τσουγκρίζουμε τα χρωματιστά αυγά, τα οποία συνήθως έχουν ένα στενό άκρο («μύτη») και ένα πιο φαρδύ («κώλος»). Είθισται να επιλέγουμε το ίδιο με του αντιπάλου μας, για το ξεκίνημα. Τον ρωτάμε τι προτιμάει, μύτη ή κώλο και αναλόγως τσουγκρίζουμε το αυγό. Μετά, χτυπάμε με ό,τι μας έχει απομείνει.

Ορισμένοι λασκολόγοι διατείνονται ότι από κει βγαίνει το κωλόφαρδος.

- Μύτη ή κώλο;
- Μύτη.
ΤΣΑΚ!
- Νίκησα!
- Τι νίκησες, μου το ξεκώλιασες ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (σ)έξαλλη ερωτική ζωή, γεμάτη καταχρήσεις, τρελό σεχ, ντρόγκες κουτουλού. Καταστάσεις που σε σε ξεκωλιάζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Δεν λέγεται στον ενικό παρά μόνο για πλάκα.

Βλ.

Μην την κοιτάς που έγινε θεούσα, είναι επειδή μετάνιωσε για τα ξεκωλαριλίκια που έκανε μια ζωή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεσκίζομαι στο γαμήσι και τα παραφερνάλια του μέχρι να μου φύγει ο πάτος.

Το ενεργητκό ξεκωλιάζω είναι λιγότερο συνηθισμένο. Πρβλ. ξεπατώνω.

Καμιά φορά χρησιμοποιείται και με την έννοια του ξεκωλώνομαι.

  1. Η Σούλα όχι μόνο ξεπαρθενεύτηκε, ξεκωλιάστηκε εκείνη τη μέρα κανονικά, τα έδωσε όλα.

  2. Μαλάκα, μου σκάει παρθένα, λέω πάει την κάτσαμε, αλλά το κορίτσι σούπερ, την ξεκώλιασα και ήθελε κι άλλο.

  3. Είπαμε να πάμε μια βόλτα ποδαράτοι Ξεκωλιάστηκα ρε πστ, περπατάγαμε 4 ώρες [σερί].

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι με πάρα πολλή ένταση, με αποτέλεσμα την εξάντληση. Μου φεύγει ο κώλος, ο τάκος. Σωματικά είναι σα να με ξεσκίσανε -και τα λοιπά φανταστείτε τα.

Επίσης: το παρακάνω, υπερβάλλω.

Είναι συνώνυμο του γαμιέμαι (αρ. 8: γαμιέμαι σε κάτι, έχω γαμηθεί να κάνω κάτι).

  1. Μαλάκα πάψε πια να χλαπακιάζεις, έχεις ξεκωλωθεί να τρως, αηδίασα!

  2. Δεν πήγα πουθενά για διακοπές, έκατσα σπίτι και ξεκωλώθηκα στις δουλειές και τα μερεμέτια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετεξέλιξη του χιπστερά. Για να μην αντιγράφω, παραπέμπω εδώ.

  1. Πάμε να φύγουμε από εδώ έχει γεμίσει ο τόπος φλανέρς.
  2. Ρε συ, κοίτα! Αυτός ο φλανέρ είναι και εδω πέρα!

από το ίδιο άρθρο.

Τα παρισινά passages των αρχών του 20ού αιώνα ήταν μέρος της κουλτούρας του φλανέρ που ανέδειξαν μεταξύ άλλων ο Louis Ferdinand Celine και ο Walter Benjamin. (από Khan, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι χίπστερς ή χιπστεράδες (το δεύτερο ελληνοποιεί μεν τη λέξη αλλά την μαγκιτοποεί κάπως, άρα δεν είναι τόσο αποδοτικό) είναι ένα μπάσταρδο και ό,τι νά 'ναι στυλάκι, πιθανόν και λίγο φασό, λίγο απ' ό... (ανυποψίαστοι και για τα δύο), και καλά ζεμανφού και τρέντικο, που από πίσω κρύβει νεοπλουτισμό, λαϊκοκυρίλακαι φλωριά -και ωσεκτουτού δημιουργεί την αντιπάθεια πολλών και καλούα πιο κωλοπετσωμένων ή πιο ζόρικων, ή τεσπα πιο συνειδητοποιημένων.

Είναι άτομα που μάλλον δεν έχουν κάτι συγκεκριμένο να προτείνουν σαν σύνολο, αυταπατώνται ως προς την αξία τους και γι' αυτό δεν προσπαθούν να εξελιχθούν. Είναι κράμα κεκαλυμμένης κορεκτίλας, λατέρνατιβ, ιντιδενξέρω, φαν του λειψάνου χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση, προτιμούν γενικά πράγματα που ξεφεύγουν από τον μπουχό, όμως, επειδή δεν τα κάνουν από επιλογή αλλά από μόδα -ή δια της εις άτοπον και χωρίς βάθος, είναι ένα απόλυτο τίποτα ημιμάθειας και όπου φυσάει η μόδα, η άποψη, το τάδε περιοδικό κλπ.

Παρόλο που είναι κατά τα φαινόμενα ανώδυνοι (ξέρουμε πώς κάποια στιγμή θα σβήσουν σαν πεφταστέρια και θα μπουν στον κουβά), προσώπικλυ τους θεωρώ όχι απλώς ένα φλου προϊόν πολιτιστικοκοινωνικών ζυμώσεων, αλλά μια μάζα που εύκολα μπορεί, με την δηθενιά της και την μη ταξική της ταυτότητα, να χειροτερέψει τα κοινωνικά προβλήματα του δυτικού κόσμου.

Η ενδυματολογία τους είναι ένα άλλο μπαστάρδεμα, τόσο που αδυνατώ να το περιγράψω.

Βλ. και φλανέρ.

Ήταν η κακία της ημέρας από την Ηρωνίκ.

  1. συγγνωμη η συναυλια που πατησανε το ποδι τους οι χιπστερς ποια είναι;

  2. Το «Bricolage» είναι ενδιαφέρουσα η μείξη εικαστικών, χίπστερς, παιδιών καλών οικογενειών και ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν να πληρώσουν τη συνδρομή αλλά διψούν να μάθουν.

  3. Το καθιερωμένο fashion bazaar της Shop & Trade στην οδό Αγησιλάου 57-59 στον Κεραμεικό ξεκινά αυτό το Σάββατο 13 Νοεμβρίου, με έκπτωση μέχρι 65%. Θα λειτουργεί καθημερινά από τις 10:00 έως τις 20:00, ενώ τα Σάββατα από τις 10:00 μέχρι τις 18:00 και οι χίπστερς της πόλης έχουν χτυπήσει συναγερμό!

  4. νομιζω τελικα οτι εσυ εισαι χιπστερας…απο μουσικη ψηφοφορια εως…μεσα σ ολα. σουπερ μπλογγ. μακαρι να χα χρονο να σε επισκεφτομαι.
    Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αλλά όχι και χιπστερας ρε κύριος! Εδώ βάλαμε στη λίστα μας Teenage Fnclub, με τα τρέχοντα δεδομένα με λες ως και παλιοροκά.

  5. Στο ντένβερ βρίσκεται και ο χιπστεράς πικτσερπλέϊν ο οποίος περηφανεύεται διατυμπανίζοντας ότι είναι ο νονός της drag. Αυτός βάπτισε τους σάλεμ witch house και η ρετσινιά κόλλησε - αν και το μπλογγ προτιμά τον όρο ντραγκ.

  6. Και μεταλλάδες μπορεί να δεις με ψυχεδελική, και τρανσάδες, και χιπστεράδες, και ανένταχτους αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες παροικούντες το Γκάζι και εσχάτως την πλατεία Καρύτση. (από το σάη μας, λήμμα ψυχεδελικές)

  7. Είναι τυχαίο που η πουστεία και οι συναφείς με αυτή συμπεριφορές, π.χ. γιούνισεξ, χιπστερίλα, emo-καταθλίψεις, και ρέστα, ευδοκιμούν κατ' εξοχήν στις δύο μεγάλες ηττημένες του Βου Παγκοσμίου Πολέμου, Γερμανία και Ιαπωνία;
    (από το σάη μας, λήμμα αχαρτογράφητος)

όλα από το δίχτυ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified