Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, η Πολίτισσα, όταν έκανα σκανδαλιές στην παλιά ΣαΛονίκη, με φώναζε εκτός από μουσίτσα, σαψάλη, τεβεκέλη (any αηδία;), πεζεβένγκη (να το πάλι το νγκ...) αλλά και μισκίνη.

Έπιασα που λέτε τον εαυτό μου προχθές να επαναλαμβάνω τις ίδιες λέξεις στο παιδί μου!

Για να μαθαίνουν οι νέοι λοιπόν αλλά και να ενθυμούνται οι παλιοί, το μισκίνης προέρχεται από το Τούρκικο miskin που σημαίνει λεπρός αλλά και γενικά βρωμιάρης και ακατάστατος (αλλά και λέπρα και λεπροκομείο).

Αχ, τι ωραίες εποχές που ακόμα και το μπινελίκι ήταν αθώο, μάθαινες ξένες γλώσσες και αποκτούσες και ιατρικές (αλλά όχι ανατομικές) γνώσεις!

  1. Γιαγιά: Δεν θα σε πιάσω στα χεριά μου βρε μισκίνη, θα σου κόψω τα πόδια!

  2. Εγώ: Δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου βρε μισκίνη, δεν θα σου αγοράσω τίποτα από το Jumbo το Σάββατο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέλεις κάτι τόσο πολύ, τόσο ώστε να παραβλέπεις τις πιθανές επιπτώσεις ή ρίσκα και να εκτίθεσαι σε κινδύνους.

  1. Εμ, τα θέλει και σένα ο κώλος σου μαναμ'! Φραπέ με το Λίλιαν δεν ήθελες; Μην παραπονιέσαι που έχεις μύκητες στο παπάρι σου τώρα! Με τόσους που έχει φραπεδιάσει αυτή και λίγα παράσημα πήρες!

  2. Ρε, τον μαλάκα ρε! Πήγε και καρφώθηκε στην κολόνα! Τα ήθελε όμως ο κώλος του, αφού κάθε φορά που οδηγάει τον χάρο γαμιέται στα μπαντιλίκια.

no comment! (από BuBis, 11/05/09)(από panos1962, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μπορείτε να φανταστείτε από την ετυμολογία, ο έχων τρία πόδια.

Η διαφορά με άλλες λέξεις που έχουν παρόμοια ετυμολογία (π.χ. δί-ποδο, τρί-ποδας) έγκειται στο ότι ο αριθμητικός προσδιορισμός δεν αναφέρεται σε ομοειδή πράγματα.

Δηλαδή, ο έχων τρία πόδια έχει φυσικά μόνο δυο πόδια, αλλά κι έναν μπαργαλάτσο να, με το συμπάθιο, που από μακριά ομοιάζει με τρίτο πόδι. Η παρούσα κατάσταση συναντάται συνήθως σε άτομα αφρικανικής καταγωγής γνωστούς και ως interarapican.

Disclaimer: Προσοχή! Αυτή είναι μια σλανγκική χρήση της λέξεως. Να με συγχωρήσουνε τυχόν άτομα, που για λόγους γενετικών ανωμαλιών, έχουν όντως τρία πόδια…

(σε παραλία γυμνιστών) - Πω τον φούστη, τον τρίποδο... τι τσαπού είναι αυτή! Ντρέπομαι σου λέω! Το δικό μου είναι σαν γαριδάκι μπροστά του! Σίγουρα θα φοράει παντελόνι με τρία μπατζάκια! Πάμε να φύγουμε ρε συ, αν σκοντάψει με τα φλιπ φλοπ πάνω μας, τη γαμήσαμε!

τριποδας (από BuBis, 09/05/09)τριποδος (από BuBis, 09/05/09)να πουμε και μια μαλακια! (από BuBis, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγραφικός όρος για περιστασιακούς λημματοδότες που καταθέτουν την σλανγκιά τους (πετυχημένη ή μαλακία δεν έχει σημασία) once ή για ένα φεγγάρι και εξαφανίζονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα ή και για πάντα, στην ανωνυμία του ανώνυμου πλήθους.

Θεωρείται ότι αυτοί οι one night slang δεν είναι δυνατόν να εθιστούν ούτε στην ηρωίνη! Όχι σαν κάτι άλλους, ονόματα μην λέμε!

- Ρε bubis που χάθηκες με τα ωραία σου ; (λέμε τώρα… παράδειγμα είναι!)

- Άσε ρε Panos_ 2 ! Έκανα ένα one night slang μόνο! Ξέρεις έχω δουλειά, παιδιά, ζωή και χιούμορ… δεν έχω χρόνο σου λέω! Και συ, χάθηκες ; Πώς και δεν γραφείς πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σακάκι το οποίο φοριέται σε κηδείες, γάμους, βαφτίσια, λοιπές εκδηλώσεις, αλλά και σε συνεντεύξεις για δουλειά και άλλες επίσημες εμφανίσεις, από άτομο το οποίο συνήθως δεν φοράει τέτοιου είδους ρούχα (γεροντοφρικιό, λέτσος, μπίχλας, άνετος, μοντέρνος κλπ, κλπ, το πιάσατε το νόημα ελπίζω) ή τα φοράει σε συνδυασμό με τελείως φευγάτα ρούχα, χρώματα, αξεσουάρ, κλπ.

Ονομάζεται έτσι, γιατί είναι σαν να το έχει υφαρπάξει ο φορών από το φέρετρο του παππού του λίγο πριν τον παραχώσουν. Όπερ, στραβοχυμένο, τριμμένο, παλιάς μόδας, ψιλο-λερωμένο και χοντρο-τσαλακωμένο, και κάνα δυο νούμερα μικρότερο ή μεγαλύτερο από το δικό του.

- Και εκεί που περίμενα στην σειρά μου για συνέντευξη, σκάει μύτη ρε ένας παίχτης με εμφάνιση γάμησέ τα, λέχρα, αλλά με σακάκι του παππού! Ξεκαρδίστηκα στο γέλιο…
- Και τι έγινε την πήρες την δουλειά;
- Τα αρχίδια μου πήρα… ο τύπος ήταν ο υπεύθυνος Ανθρωπίνου Δυναμικού… Τώρα θα συνδυάσω το δικό μου Armani με γραβάτα του κρεμασμένου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνιστί: «ότι πεις εσύ αφεντικό», αλλά προτιμάται τελευταίως εις την αγγλική.

Φράση η οποία μπορεί και να έχει τις ρίζες της στην εποχή των ιπποτών ή των σαμουράι ή και των σαολίν, κουνκ φου, ζίου ζίτσου και παρομοίων κινέζικων λέξεων και πολεμικών τεχνών.

Η φράση μπορεί να λεχθεί με ειρωνική, περιπαικτική, αλλά και σκωπτική διάθεση.

Λέγεται με παιδική φωνούλα ή με κινεζική προφορά και ελαφρά κλίση της κεφαλής (περαιτέρω κλίσεις καταντούν αηδία ή το υποκείμενο έχει ήδη λουμπάγκο). Ενίοτε συνοδεύεται από ένα «μαλάκα» χαμηλοφώνως.

Σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε, είτε την ανωτερότητα του αντικειμένου της ζήλειας και του φθόνου μας (όταν όντως είναι ανώτερο μας ή απλά το αφεντικό μας), είτε τον δουλεύουμε άγρια και θέλουμε να το κάνουμε προφανές.

Χρησιμοποιείται ιδίως από την ευγενή τάξη των υπαλλήλων γραφείου, κάποιας ηλικίας, προς τους ΙΤ και κομπιουτεράδες της εταιρίας, όταν έρχονται και μας πουλάνε μούρη για κάθε μαλακία που κάνουμε με τους Η/Υ.

- Ρε Βαγγέλα, δεν σου είπα να αρχειοθετήσεις ξεχωριστά τα εξερχόμενα από τα εισερχόμενα ; Πάλι μνι τα έκανες, gtp είσαι…
- Yes, master - Τι είπες ρε;
- Τίποτε αφεντικό, θα το κάνω αμέσως, - μαλάκα…

- …(μετά από μια ώρα διάλεξης…) μετά θα συνδέσεις το firewire, θα πατήσεις download, στο port21 πάντα, θα βάλεις κωδικό, και μετά όλα εντάξει. Όπως σου είπα και χθες… και τα έκανες πουτάνα. Κατάλαβες;
- Yes master…

- Ρε Λιλιαν, ωραίες πίπες κάνεις! Πάτα μου ακόμα μια.
- Yes master! (και μετά ξύπνησα)

yes, master (από BuBis, 18/02/09)Igor (από Pirate Jenny, 18/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευτομάγκικη κατάληξη λέξεων που χρησιμοποιείτο κατά κόρον εις το παρελθόν αλλά παραμένει αδόκιμη μέχρι σήμερα. Δεν είναι γνωστή η πιθανή ετυμολογία της. Οι σανσκριτικές και πρωτοελληνικές ρίζες αποκλείονται όπως και οι διάλεκτοι των Παπούα (από όπου προέρχεται πιθανώς μόνο το αούα).

Συναντάται στις ακόλουθες λέξεις: καλάουα, γαμάουα, σπεκάουα, τζαμάουα, τιγκανάουα, κλπ... αλλά έχει ακουστεί και σαν φραπάουα, καφάουα, τυροπιτάουα, γιωτάουα, κορδελάουα κλπ.

Εγεννήθη πιθανώς εντός των τοιχών στρατοπέδων από παλιοσείρια.

Ξαδέρφη του -λελέ (δες και απολελέ, τρελελέ, απολελέ και τρελελέ, γκατζολελέ, κοκ).

- Που σε ρε μαγκάουα; Πάμε να κτυπήσουμε καμία φραπεδάουα με τυροπιτάουα;
- Τελέρε, τρελελέ μέσα!

- Kαλάουα ή τρελελέ ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουφό, χαζομάρα, κάτι το οποίο περιμένεις να πει μια ξανθιά.

Εάν δε το άτομο που εκφέρει αυτού του είδους τα μαργαριτάρια, το κάνει συνεχώς μπορούμε να πούμε ότι μιλάει «ξανθά»

Άρα μετά το ποδανά, τα καλιαρντά, τα γαλλικά, τα θεσσαλονικιώτικα, τα σλανγκ, τις ντοπιολαλιές, τα σιχτίρια, τον γουτσισμό, την σεφερλίτιδα, την τρεντογλωσσούζ, μια νέα λεκτική περιπέτεια αλλά και πηγή έμπνευσης ήρθε να προστεθεί στην Ελληνική γλώσσα και στο slang.gr!

Τα ξανθά, πετάγονται σε καθημερινές συζητήσεις αλλά και στα πρωινάδικα από ξανθές, ξανθούς αλλά δυστυχώς και προς κατάρρευση του μύθου της χαζής ξανθιάς, από πολλούς άλλους ανεξαρτήτου φύλου και χρώματος μαλλιών.

Σε αντίθεση με πολλούς άλλους ελληνικούς γλωσσικούς λαβύρινθους, τα ξανθά χαρακτηρίζονται από μια αφέλεια, ένα νάζι και μια βαθιά αθωότητα που προσφέρουν σε όλους τον γέλωτα και την χαρά.

Βαριές μορφές των «ξανθών» είναι ο αντζελισμός αλλά και ο τιραμισουρεαλισμός.

Σε συνδυασμό με Ανορθογραφική Παράτονη Ακρόαση, τα ξανθά γίνονται ακατάληπτα από όλους…

  1. - Γιατί γελάτε έτσι ρε μαλάκες, μήπως πέταξα κανά ξανθό;

  2. - Καλά, χθες, βγήκαμε με δύο γκόμενες, μας τρέλαναν! Μιλούσαν ξανθά όλοι την νύχτα! Δεν μας άφησαν άντερο! Σκέτο ανέκδοτο! Η μια μάλιστα γυρνάει και μου λεει: «Ioρδάνη σε λένε ; έχεις καμιά σχέση με τον ποταμό ;» Αχαχαχαχαχ!
    - Γαμήσατε, γαμήσατε;
    - Ωραία μέρα σήμερα, ε; Πάμε παραλία;

  3. - Πάλι δεν κλείσαμε μπούτι χθες βράδυ… Πρώτα για φραπέ, ήρθε και ένας τρίποδος και πήραμε CD από την μαύρη αγορά, μετά επήγαμε να φάμε είδη υγιεινής, μετά σε ένα μπαράκι, αλλά τι να πω, αυτοί οι δύο δεν ήταν του δικού μας βεγγαλικούς… Ιδίως αυτός ο Ιορδάνης, ο μάνατζμεντ, όλο μου μιλούσε για μειονότητες αλλά όπως ξέρεις εγώ μόνο πλεονεκτήματα έχω, χελλόου… Τελικά τους παρατήσαμε ξυλιασμένους και εκεί που περπατούσαμε για σπίτι βλέπω μια μπανανόφλουδα... Ακόμα πονάει ο κώλος μου από την τούμπα…
    - Μπράβο Μαιράκι, βλέπω μιλάς πολύ καλά τα ξανθά!
    - Mα βρε Ντόλυ μου, μελαχρινή είμαι…

Eγώ επίσης τραγουδώ και ξανθά! (από MXΣ, 05/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόλο που θα ήτανε το προφανές, το λήμμα αυτό δεν έχει άμεση σχέση ούτε με το κοινό ραδίκι (ή ραδίκη του βουνού ή αγριοράδικο ή Taraxacum officinale), ούτε με ασθενείς από φυματίωση (turbeculosis).

Τα άτομα αυτά δεν πάσχουν ντε και καλά από χτυκιό, ούτε και είναι έτοιμα να δουν τα ραδίκια ανάποδα (αν και κατά έναν μυστήριο τρόπο τα δύο συνδέονται! Tuber στα ξένα σημαίνει βολβός, δηλαδή υπόγειος καρπός!)

Αναφέρεται σε άτομα αρρωστιάρικα, χλωμά και χλεμπονιάρικα, αλλά και μικροκαμωμένα. Συνήθως ο όρος έχει μια ειρωνική διάθεση, όταν αυτού του είδους άτομα κάνουν κάτι που μας εκπλήσσει.

- Βρε την μισοριξιά, το φυματικό ραδίκι! Όχι μόνο το έριξε το γκομενάκι, αλλά έμαθα ότι και το Λίλιαν τον γουστάρει! Μετά από αυτό, είμαστε να μας κλαίν κ’ οι ρέγγες!
- Σιγά ρε Beau Brummel, θα σκίσεις κανά καλτσόν! Εντάξει, είναι λίγο μπασμένο το άτομο, αλλά έχει λεφτά αισθήματα!

(από BuBis, 27/05/09)(από BuBis, 27/05/09)(από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή, χορδάς. Στην γλώσσα των μεταλλάδων, κατσαρολάδων και τηγανάδων (και όχι των μπρίκια κολλώ, μπρίκια κολλώ) αλλά και άλλων επεξεργαστών μετάλλου, ιδίως σε φύλλα ατσαλιού, είναι ο χώρος (ένας λάκκος, συνήθως) όπου πετάγονται τα γρέζια και ό,τι μέταλλο περισσεύει από την πρέσα για να μεταπωληθουν ή να ανακυκλωθουν στο χυτήριο.

Κατ’ επέκταση, ό,τι είναι για τον χορδά, είναι παλιατζούρα, για πέταμα, για τα μπάζα, για ανακύκλωση, gtp, κλπ.

Προέρχεται από την τουρκική λέξη hurda που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Στη slang δε στα τούρκικα, σημαίνει και χασίσι!

  1. - Ρε συ, αυτός ο καινούργιος είναι για τον χουρδά, ρε πστ! Πάλι στραβά κόλλησε τους πάτους στα μπρίκια, τζάμπα τόσο αλουμίνιο γαμώτη!

  2. - Kαλά, έιμαστε όλοι για τον χορδά, ένα χιλιόμετρο περπατήσαμε και μας έφυγε ο πάτος. Αχ, ναμουνι ‘κοσι χρονώ ξανά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified