Τζι έιτς είναι η Αυξητική Ορμόνη (Growth Hormone) στη συνθηματική γλώσσα των μπίλντερς, αλλά και των άλλων αθλητών, των λεγόμενων «ευγενών» αθλημάτων.

Η τζι έιτς δεν συγκαταλέγεται στα steroids, είναι μια κατηγορία μόνη της. Αυξάνει όχι μόνο τη μυική μάζα αλλά και τα οστά, ενώ μετριέται σε μονάδες. Ιδιαίτερα αγαπητή στους κολυμβητές, καθώς μεγαλώνει τα άκρα (μεγαλακρία) και τα κάνει σαν βατραχοπέδιλα, μονίμως ενσωματωμένα. Λέγεται π.χ. ότι αυτός που πήρε σβάρνα τα παγκόσμια ρεκόρ κολύμβησης στην τελευταία ολυμπιάδα (δε θυμάμαι τώρα πως τον λένε) πρέπει να χτυπάει ίσαμε 12 μονάδες αυξητική ημερησίως.

G.H. is magic. Ογκώνει, γραμμώνει, ξανανιώνει, 3 σε 1 κι όλα αυτά συγχρόνως, χωρίς να χρειάζεται να μπεις στη διαδικασία «παίρνω όγκο σαβουριάζοντας και μετά κάνω γράμμωση αυξάνοντας τις πρωτεΐνες και κόβοντας τα υπόλοιπα». Δεν έχει παρενέργειες όπως τα steroids (που αν δεν ξέρεις να τα κουμαντάρεις, παίζει να σου πέσει και το πουλί και να χρειάζεσαι γερανό για να το σηκώσεις).

Η τζι έιτς είναι φρούτο της δεκαετίας του ’80. Σήμερα παρασκευάζεται χημικά, στην αρχή όμως την έπαιρναν από νεκρά έμβρυα (πιο δραστική αλλά και πιο επικίνδυνη λέγεται). Τέτοια έπαιρνε κι ο Αντρέας ο Παπαντρέας κάποτες και γαμούσε κι έδερνε. Ήδη στο Αμέρικα είναι κοινή πρακτική για όσα γερόντια επιθυμούν να παραμείνουν κοτσονάτα.

Γενικά παίδες έχετε υπόψη πως ο άνθρωπος όπως τον ξέραμε αλλάζει. Τα όρια ανάμεσα στο «φυσικό» και το «τεχνητό» γίνονται όλο και πιο ρευστά (τα γράφω αυτά και σαν ένα είδος hommage στον γίγαντα Jean Baudrillard).

- Φίλε παίζει να έχω κάνει και 40 κύκλους φαρμάκι συνολικά, τζι έιτς όμως δεν έχω βάλει. Παίζει κι ένα ιστορικό ζάχαρου στην οικογένεια και το ψιλοφοβάμαι.
- Στ’αρχίδια σου, έτσι κι αλλιώς γράμματα είσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποντιμπιλντεράδικες φλέβες. Δέον όπως προφέρονται «φλεβίδγια» (όπως αρχίδια).

Τα φλεβίδια ουδεμία σχέση έχουν με τις φλατ και φλώρικεςφλέβες των κοινών θνητών (ξέρετε, αυτές που χρειάζεται να σφίγγει κανά μισάωρο η νοσοκόμα μ’ εκείνη τη μαλακία για να μπορέσει τις πετάξει λίγο έξω και να σου πάρει αίμα). Μη σας ξεγελά η κατάληξη –ίδια (που παραπέμπει σε υποκοριστικό). Quite the opposite. Τα φλεβίδια είναι διογκωμένα ορμητικά ποτάμια, που διασχίζουν τα μπράτσα (και όχι μόνο) του φετιασμένουαθλητή, σχηματίζοντας περίπλοκα γραμμικά και πλαστικά μπαρόκ μοτίβα, ανακαλώντας δαιδαλώδεις διακλαδώσεις υπεραιωνόβιου δένδρου (ζωγραφίζω ο πούστης). Εξυπακούεται πως φλεβίδια και γράμμωση πάνε πακέτο. Δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο.

Τα φλεβίδια αναδεικνύονται και πετιούνται (σαν τη Ρωμιοσύνη στα Λιανοτράγουδα του Ρίτσου ένα πράμα) όταν μειωθεί δραματικά το λίπος, πιο συγκεκριμένα αν αρχίσει και πέφτει σε μονοψήφια νούμερα το ποσοστό του επί της όλης σωματικής μάζας. Tip: το σωματικό λίπος δεν είναι μόνο υποδόριο (που περιβάλλει τους μύες) αλλά εισχωρεί ύπουλα και εντός αυτών!

Τα φλεβίδια είναι παράσημα. Διαχωρίζουν τα πρόβατα από τα ερίφια (δηλαδή τους άγριους από τους μπουχέσες) στην άτυπη (κι αλίμονο τόσο αληθινή) ιεραρχία στο χώρο του γυμναστηρίου. Όποιος τα έχει μπόλικα απολαμβάνει το ρησπέκ και το θαυμασμό των συναθλητών του.

All time classic φλεβίδια είναι οι δύο βασιλικές φλέβες, χοντρές σα μακαρόνια σπαγέτο μικρό νούμερο, που διασχίζουν τους δικέφαλους βραχιόνιους μύες (τα ποντίκια εν στενή εννοία). Αν τραβιέσαι με γυμναστικούλα κάποιο καιρό και δεν έχεις πετάξει ούτε αυτά, τότε χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι. Καλύτερα πάψε να το παίζεις βαριτζής και γύρνα το στο πλέξιμο. Παράδεισος του φλεβιδίου είναι επίσης οι μύες του πήχεος, δηλαδή η κερκίδα και η ωλένη (πςς…).

Για πιο εξτρίμ φλεβοκαταστάσεις, το φαρμακάκι επιβάλλεται. Τότε βλέπεις ξάφνου να ξεπετιούνται φλεβίδια στα πόδια (βλέπε Κεντέρης), στους ώμους, το στήθος, την πλάτη. Γενικά χρειάζεται μια προσοχή και μια ρέγουλα, κι αν το παραχέσει κανείς παίζει να φαίνεται λιγουλάκι αντιαισθητικός. Διότι μας έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια κάτι κομπλεξικές γκόμενες που και καλά δε γουστάρουν τους πολύ γυμνασμένους και θέλουν ο άντρας να έχει το μπυροκοιλάκι του. Ου να μου χαθείτε κάργιες!

Ρε φίλε, τελευταία ο Μήτσος έχει φλεβιάσει άσχημα, το ‘χεις προσέξει;
Παίζει να κάνει διατροφή κι έτσι το παλικαράκι..
Καλά τραγούδα. Τέτοια φλεβίδια αγορίνα μου χωρίς να πέσει στο γυαλί φαρμάκι δεν παίζει ούτε με σφαίρες.

O μπαμπας του Dirty (από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή που εκφέρεται απαραιτήτως σε εντόνως ειρωνικούς τόνους στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

  1. Όταν κάποιος χρονοτριβεί να αποφανθεί επί τινός ζητήματος και κωλυσιεργεί, κοινώς μας έχει γκαστρώσει. Επί παραδείγματι, είμεθα σε καφετέρια, η σερβιτόρα έχει ρωτήσει τι θα πάρουμε και περιμένει απάντηση, ενώ ο δικός μας περί άλλα τυρβάζει, κοινώς το χαβά του. Η σερβιτόρα, που εξακολουθεί να στέκεται από πάνω μας σα χριστουγεννιάτικο δέντρο χωρίς τις μπάλες (ή και με μπάλες, ο νοών νοείτω, χε χε) αρχίζει να τα παίρνει. Τότε ακριβώς σκάει η ατάκα: πες τα ρε νταλάρα! Σε πιο λάιτ εκδοχή παίζει και το «πέστα χρυσόστομε». Στόχος να εξέλθει ο αποδέκτης της εν λόγω ατάκας εκ της νιρβάνας του και να τσουλήσει το θέμα.

  2. Μετά απο μεγαλοπρεπές ρέψιμο (μπερπ) το «πες τα ρε νταλάρα!» έρχεται εν είδει επιβράβευσης από την παρέα στο περήφανο μοσχαράκι, που καμαρώνει για την παλιμπαιδιστική συμπεριφορά του. Σε πιο εξτρίμ καταστάσεις, ενδεχομένως να παίζει και μετά από ηχηρό κλανίδι (δε μου έχει τύχει).

Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, κοινό υπόβαθρο και προϋπόθεση για την ατάκα είναι η παγκοίνως εμπεδωμένη στη συνείδηση του λαού μας ότι ο νταλάρας πάντα «βγαίνει και τα λέει». Δε θα επεκταθώ σχετικά, και σας παραπέμπω στα επίλοιπα νταλαροειδή λήμματα.

Κι άλλο;

Ο διευθύνων το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομικής (IIF) Charles Dallara. (από Khan, 25/07/11)(από earendil_ath, 12/08/12)

Δες λοιπόν και νταλάρας, δε(ν) μας χέζεις ρε Νταλάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να κι άλλο κλάσικ που μας ξέφυγε!

Αυτός που όταν γαμάει χύνει μέσα στο πρώτο δίλεπτο, δηλαδή υποφέρει από πρόβλημα πρόωρης εκσπερμάτωσης. Πρόβλημα που ταλανίζει μέγα μέρος του ανδρικού πληθυσμού εν Ελλάδι. Κανάς Ασκητής και κανάς Βαΐτσης Αποστολάτος θα μας έλεγαν πως οφείλεται στην ανυπαρξία σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία και την κοινωνία με τους γρήγορους εξοντωτικούς και ανταγωνιστικούς ρυθμούς που υποσκάπτουν τις ανθρώπινες σχέσεις, μπλα μπλα μπλα... πάω για τούφες...

Μια ολόκληρη βιομηχανία έχει στηθεί για την αντιμετώπιση και καλά του εν λόγω προβλήματος, με μαντζούνια, αλοιφές, επιβραδυντές, ειδικές καπότες και δε συμμαζεύεται.

Πρώτο θέμα στις συζητήσεις που κάνουν οι γκόμενες μεταξύ τους (μετά το μέγεθος βεβαίως βεβαίως). Και ξέρετε πως κυκλοφορούν αυτά από στόμα σε στόμα, κι άμα σου βγει το όνομα την πούτσισες, θα σε βλέπουν τα θηλυκά και θ' αλλάζουν πεζοδρόμιο.

Κλασική συμβουλή που παίζει σε αντροπαρέες είναι το προληπτικό τράβηγμα μιας ξερής πριν πας να γαμήσεις, ώστε να είσαι - και καλά - χορτάτος και να κρατήσεις περισσότερο. Ουδέν βλακωδέστερον. Άμα είσαι κοκορίκος, και τη δέκατη φορά πάλι στο δίλεπτο θα πιτσιλίσεις.

- Ρε συ φιλενάδα, είμαι σε μεγάλο δίλημμα τώρα τελευταία...
- Για πε, για πε...
- Να ρε συ, παίζω με δύο γκομενάκια και δυσκολεύομαι να διαλέξω...
- Αυτό είναι μωρή; Κράτα και τα δύο.
- Λέω να σοβαρευτώ σιγά σιγά, δεν είμαστε 20 πλέον...
- So;
- Λοιπόν άκου. Ο ένας είναι δεκαεφτάποντος αλλά κοκόρι, ο άλλος δεκαπεντάποντος αλλά ντούρασελ. Τον βάζεις μπρος και δε σταματά...
- Τι να σου πω φιλενάδα, αυτά είναι σοβαρά θέματα. Να συγκαλέσουμε συμβούλιο και με τις άλλες να μας πουν κι αυτές τη γνώμη τους.

Κοκόρι: ένα κάρο φασαρία και αποτέλεσμα μηδέν. Στην πυρά. Κοκορομακαρονάδα. (από Galadriel, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους φίλους, ο Σωκράτης Κόκκαλης. Όταν στο πετάξει κάποιος, είναι συνήθως γιατί θέλει να δειχτεί ότι και καλά είναι χωμένος στα σχετικά θέματα. Παίζει στα πλαίσια του προσφιλούς εδώ στο ελλαδιστάν, ευγενούς αθλήματος του name dropping (να αραδιάζεις ονόματα διάσημων δεξά κι αριστερά, προς ψάρωμα των αδαών συνομιλητών σου, που θ' αποθαυμάσουν την οικειότητα σου με τα εν λόγω σελέμπριτι. Το name dropping είναι ειδικότης του πιαριτζή, είδος που συγγενεύει στενά με τον αεριτζή. Ανοίγουμε όμως τεράστιο θέμα, οπόταν το λήγω εδώθε.

Ενδιαφέρουσα πάντως η λατινογενής κατάληξη (Crocus). Τι να ήθελε να πει ο ποιητής;

- Για θυμήσου ρε μαλάκα, πόσους προπονητές έχει αλλάξει τα τελευταία πέντε χρόνια ο γαύρος;
- Φίλε μου βάζεις δύσκολα κι είναι περασμένη ώρα... Αφού έτσι είναι, ο Κρόκους γουστάρει να τρώει προπονητές για το πρωινό του.

(από johnblack, 21/05/09)(από ironick, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικά μεγάλη πούτσα, παλαμάρι, μαδέρι, φίδι, καραγουδούμπα (το τελευταίο καλιαρντιστί).

Και θα μου πει κανείς: τι χρειαζόταν άλλη μια λέξη για το εν λόγω θεματάκι, τη στιγμή που διατίθενται προς χρήση καμιά δεκαπενταριά συνώνυμα τουλάστιχον; Και απαντώ.

Ο κίονας κάνει, βρε αδερφάκι μου, κάτι σε πιο κυριλάουα, άλλωστε προέρχεται ως όρος από το λεξιλόγιο της επιστήμης της Αρχαιολογίας. Ενώ τα άλλα έχουν όσο να το κάνεις πιο ταπεινή προέλευση: από τον κόσμο της θάλασσας και του λιμανιού (παλαμάρι), το ζωικό βασίλειο (φίδι), την κουζίνα (γούδα) και πάει λέγοντας. Το λοιπόν, από αυτήν ακριβώς την ασυμμετρία ανάμεσα στο κυριλέ σημαίνον (κίονας) και το μη κυριλέ σημαινόμενο (πούτσα) προκύπτει και το ενδιαφέρον του πράγματος.

Εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες οτι ο κίονας -σε αντίθεση με μαδέρια, παλούκια, δοκάρια, φίδια, κουλουπού- είναι εφεύρεση θηλυκού μυαλού σε στιγμή σπάνιας αναλαμπής... Τω όντι, είναι κομμάτι δύσκολο να το ακούσεις σε μπακουροπαρέα («μαλάκα, έλα να δεις έναν κίονα που έχω», δεν κολλάει με τπτ). Είναι όμως απολαυστικό να το ακούς από λαϊκάντζες/δευτεράντζες γκόμενες, οι οποίες δε θέλουν και να το παραχέσουν με τις χοντράδες και να καταταγούν στις νταλικέρισσες, απ' την άλλη όμως γουστάρουν να πετάξουν και τη σλανγκιά τους, έτσι, για να μας δείξουν ότι έχουν αρχίδια (μικρά μεν, αλλά έχουν). Αυτά.

- Μας έχεις ζαλίσει, ρε Γιώτα, με το πουλί του άντρα σου, ασχολήσου και με τίποτα άλλο..
- Αγάπη μου, αν χαιρόσουν κι εσύ τέτοιο κίονα, δε θα το 'βγαζες απ' το στόμα σου δευτερόλεπτο.

(από johnblack, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «οδηγώ» για τους κάγκουρες. Ατενσιόν όμως! Δεν αναφερόμεθα μόνον εις τους μηχανόβιους (που ούτως ή αλλέως καβαλάν το άλογό τους και τιγκανά), αλλά ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ στους αυτοκινητάκηδες κάγκουρες, που έχουν ξεσηκώσει μηχανόβια ορολογία τώρα τελευταία. Οι αυτοκινητοκάγκουρες (αρχετυπική άλλωστε κατηγορία καγκουροειδών) δεν έχουν οι περισσότεροι τα νεφρά για να καβαλήσουν δίτροχο (οι πιο ξήγες το παραδέχονται) κι έτσι περιορίζονται στο να «καβαλάνε» τα καρναβάλια με τα μπουριά της σόμπας και τους τόνους επιπρόσθετης πλαστικούρας. Αν τώρα θέλουμε να βουτήξουμε ακόμη πιο βαθιά στην άβυσσο της ψυχολογίας του αυτοκινητοκάγκουρα, θα ανακαλύψουμε πως χρησιμοποιούν το «καβαλάω», ως ρήμα με κατεξοχήν ενεργητική/επιβητορική σημασία, για να διαδηλώσουν τις άγριες διαθέσεις τους να πιουν το αίμα απ’ το μοτέρ, να ξηλώσουν την άσφαλτο και να στείλουν για τσάι του βουνού όποιον τους λοξοκοιτάξει στο φανάρι. Διότι όπως όλοι γνωρίζουμε «τη μηχανή την πας εσύ, το αμάξι σε πάει αυτό». Η χρήση λοιπόν του «καβαλάω» εντάσσεται στην προσπάθεια αναίρεσης της ως άνω κοινά αποδεκτής πρότασης, την αποτίναξη του στίγματος του «αυτοκινητάκια» (που συνειρμικά παραπέμπει εν μέρει σε παππουδίστικες και καρεκλάδικες καταστάσεις) και την εξομοίωση με τους κατεξοχήν ινδιάνους, τους ένδοξους δικυκλιστές.

- Ο Θανασάκης φίλε χτύπησε το μαζντάκι το RX 8! Μεταχείρα βέβαια, αλλά το αμαξάκι γαμεί...
- Το ξέρω, το ‘χω καβαλήσει από έναν ξάδερφο. Καυλόγκαζο, αλλά εγώ φίλε όρεξη να αλλάζω μοτέρ κάθε 1000 χιλιόμετρα δεν έχω...
- Καλά ρε έμπειρε, χαλάρωσε λίγο... Πες καλύτερα ότι σ' έφαγε η ζήλια να 'σαι μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αγαπημένη σλανγκιά της λεβέντικης αθλητικής δημοσιογραφίας, κυρίως στα σίξτις και τα σέβεντις. Σήμερα έχει μάλλον περιπέσει σε ψιλοαχρησία, λίαν αδίκως κατά τη γνώμη μου, δεδομένης της εξαίρετης παραστατικότητας και των μακάβριων/δρακουλιάρικων συνδηλώσεών της. Πιο συγκεκριμένα, αφορά – τι άλλο – το χώρο της Μπάλας (μία είναι η μπάλα και σίγουρα όχι αυτή με τα καυλόσπυρα).

Ο ποδοσφαιριστής που τρώει παιδιά είναι ο παιχταράς, η παιχτούρα, ο μάγος της μπάλας, ο φοβεγός και τρομεγός, ο μέγας μπαλαδόρος, ο οδοστρωτήρας, ο γαμάουερ, αυτός που κάνει παπάδες, που ζωγραφίζει στο τερέν, που ρίχνει ξύλο μεταφορικά και κυριολεκτικά (άσχετο, τι θυμήθηκα τώρα, εκείνο το ξεγυρισμένο μπουκέτο του Κολλιτσιδάκη σε ματς Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού πριν καμιά δεκαριά χρόνια – απευθείας κόκκινη και τον πούλο).
Από καιρού εις καιρόν η έκφραση ξεθαβόταν από το χρονοντούλαπο της (ποδοσφαιρικής ιστορίας) και σε μεταγενέστερα χρόνια, π.χ. ένας κανίβαλος που τελικά αποδείχτηκε γιαλαντζί ήταν ο Ρασίντι Γεκινί, ο νιγηριανός που μας τον φόρεσε στο μουντιάλ του 1994 και μετά τον τσίμπησε ο γαύρος. Ο εν λόγω αραπάκος αποτελεί τυπική περίπτωση μεταγραφικής φούσκας που στην πορεία ξεφούσκωσε, εν μέρει εξαιτίας των υπερβολικών προσδοκιών με τις οποίες είχε επενδυθεί η περίπτωσή του. Και ιδού το συμπέρασμα δια της επαγωγικής μεθόδου: όταν σκάσει κάποιος φορτωμένος με τη φήμη κανίβαλου, οι αυθέντικ κανίβαλοι της εξέδρας είναι σε επιφυλακή για να τον κατασπαράξουν σε ενδεχόμενη διάψευση φημών-αρκούδων που εκτρέφονται εντέχνως από τα λαμόγια τους παράγοντες, που συντηρούν τη μαστούρα / καψούρα / αρρώστια των φανατικών.

- Πώς με κόβεις φέτος, πάω για πρωτάθλημα ντουγρού, έτσι;
- Τι να σου πω, από χαφ είσαι κομπλίτα, στην άμυνα την παλεύεις, θες όμως ένα φορ που να τρώει παιδιά...

Fransisco Goya: Ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του. (από Hank, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σλανγκ τοξικομανών.

Η Μεγάλη Έλλειψη.

Όταν η ντρόγκα εξαφανίζεται απ' την αγορά. Τότε ακριβώς λέμε πως έπεσε σταλία.

Η σταλία μπορεί να οφείλεται σε μια πλειάδα διαφορετικών λόγων.

Παίζει να δέσανε πολλούς μαζεμένους (μπαράζ συλλήψεων, δλδ) κι όσοι τη σκαπουλάρανε να χώθηκαν στην τρύπα τους περιμένοντας να κοπάσει η μπόρα.

Παίζει κανά βαπόρι απ' την Περσία να πιάστηκε στην Κορινθία.

Παίζει το όλο σκηνικό να είναι στημένο, η έλλειψη να είναι δλδ τεχνητή, για να σπρώξουν τα μεγάλα κεφάλια το πράμα που γουστάρουν.

Και πέρα απ' αυτό.

Το άνοιγμα και το κλείσιμο της κάνουλας αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μια διαλεκτική αμείλικτη. Τα ντραγκς έχουν τους δικούς τους κανόνες, υπακούν όμως πάντα στους θεμελιώδεις νόμους της αγοράς.

Όταν κάτι προσφέρεται σε πρώτη ζήτηση, δε το εκτιμάς ιδιαίτερα. Πρέπει να σε χτυπήσει της σταλίας ο νόμος για να νιώσεις την καψούρα. Μόνο η Καψούρα οδηγεί στη Μαστούρα. Οι συνειδητοποιημένοι χρήστες τα ξέρουν αυτά, και δεν τρελλαίνονται όταν πέφτει σταλία. Δεν ψαρώνουν επίσης με την πιο λάιτ εκδοχή της σταλίας, το περίφημο Στήσιμο, την Αναμονή, το Περίμενε. Νταραβέρι χωρίς στήσιμο απλά δεν υπάρχει. Είναι το πρώτο πράγμα που μαθαίνει κανείς όταν μπλέξει τα μπούτια του με τα ντραγκς. Πασίγνωστο το I'm waiting for the man. Η αναμονή μπορεί να κρατήσει και για πάντα. Μπορεί επίσης η άκρη σου να σκάσει μόνο για να σου πει πως παίζει μόνο πράμα β' διαλογής και καλά θα κάνεις να περιμένεις λίγο καιρό να σκάσει η καλή παρτίδα.

Τα αρρωστάκια όμως (που κάποτε έλεγαν «φιλαράκι, έχεις ένα κατοστάρικο;» και μετά το γύρισαν σε «φιλαράκι, έχεις ένα ευρώ;» - γαμημένο ευρώ τι μας κάνεις) έχουν εγκαταλείψει τέτοιες πολυτέλειες. Αυτοί θα αγοράσουν ότι υπάρχει, ότι τους δώσουν ... Αλλιώς θα την πληρώσει κανένα φαρμακείο: τρελαμένοι πρεζάκηδες μεταμορφώνονται σε drugstore cowboys. Τι άλλο να κάνουν;

Βιβλιογραφία: Λεωνίδας Χρηστάκης - Μάρκος Επάρατος, Το Λεξικό της Ντάγκλας, εκδ. Opera, Αθήνα 1995

«Η γλώσσα των τοξικομανών είναι μια μορφή της λαϊκής μας γλώσσας, όπου οι αξίες, τα αισθήματα, η αλληλεγγύη, η συνενοχή, η κοινωνική κριτική, η αμφισβήτηση, συγκροτούν τη δική τους αντίσταση, όπου η σημειολογία της γλωσσικής αμφισβήτησης οδηγεί τον αναγνώστη στον εντοπισμό μιας άλλης στάσης μπροστά στα κοινωνικά, ηθικά και πολιτικοϊδεολογικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου»

Γιάννης Πανούσης, καθηγητής Εγκληματολογίας πανεπ. Θράκης.

.............

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντοπιολαλιά του θεσσαλικού κάμπου (Τρίκαλα, Καρδίτσα κλπ). Βλάκας, βλακέντιος, ζουλάπι, βλακόμετρο, πυροβολημένος. Οι τρικαλινοί κράζουν ως γκαφάλια τους καρδιτσ(ι)ώτες και τανάπαλιν. Συνηθισμένες αβρότητες μεταξύ κοντοχωριανών.

- Μιλήσατε με το Γιωργάκη;
- Τι να σε πω ρε φιλλλαράκι, ο τύπος είναι ντιπ καταντίπ γκαφάλ(ι) μλάμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified