Μέρος δεύτερο. Για όποιον δεν έχει δει το Part One, ας ρίξει πρώτα μια ματιά εδώ.

Το πρώτο λήμμα είχε ασχοληθεί με τα κωλοφτιαγμένα τετράτροχα. Εμείς θα επεκταθούμε στο χώρο της μοτοσυκλέτας, των κωλοφτιαγμένων δικύκλων. Παράλληλα, θα προσθέσουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις επί του κωλοφτιάγματος.

Ο όρος αποτελεί τον υπερθετικό βαθμό του απλού «φτιαγμένο». Αφορά τόσο τις μηχανικές βελτιώσεις (επεμβάσεις σε κινητήρα, αναρτήσεις κλπ), όσο και τις καθαρά «εξωτερικές», «εικαστικές» παρεμβάσεις με μόνο σκοπό τη μόστρα και τη φιγούρα (φιμάτο τζάμι, ηχοσύστημα κλπ). Συνήθως οι δύο τύποι μετατροπών συνυπάρχουν.

Το κωλοφτιαγμένο δέον όπως μη ταυτίζεται με το πειραγμένο. Το πείραγμα αναφέρεται αποκλειστικά σε κάποια επέμβαση στα μηχανικά μέρη του οχήματος, με σκοπό να τσουλάει καλύτερα. Πειραγμένο είναι το λοιπόν σαφώς στενότερη έννοια.

Επειδή πλέον το κωλοφτιαγμένο το λέει κι η κουτσή Μαρία, οι κάγκουρες χρησιμοποιούν εναλλακτικά, επί το λακωνικότερον, τον πιο μπρουτάλ όρο κωλόφτιαγμα.

Γνωρίσματα κωλοφτιαγμένων δικύκλων:

α. Πειραγμένο μοτέρ, για αύξηση ιπποδύναμης και ροπής. Στην αγορά κυκλοφορούν ορισμένα κιτάκια (kit), δλδ βελτιωτικά πακετάκια που περιέχουν ανταλλακτικά μεγαλύτερα και γαμιστερότερα από τα μαμίσια: πιστόνι, εκκεντροφόρος, καρμπυρατέρ και άλλα καλούδια.

β. Αλλαγή μπροστινού συστήματος αναρτήσεων. Οι μηχανόβιοι μιλούν για «μπροστινά», «μπουκάλες» ή «πιρούνια». Όσο παχύτερες οι μπουκάλες, τόσο μεγαλύτερη ευστάθεια και ακαμψία εμφανίζει το μηχανάκι σε στροφές και μεγάλες ταχύτητες. Τα συμβατικά πιρούνια αντικαθίστανται από τα εξελιγμένου τύπου upside-down (κορυφαία μάρκα εν προκειμένω η περίφημη Öhlins). Η πισινή ανάρτηση, το λεγόμενο «ψαλίδι», σπανίως αντικαθίσταται, απλά ρυθμίζεται.

γ. Μετατροπή σε Supermotard, συνήθως για ψηλά μηχανάκια τύπου XT.

δ. Άπειρο χρώμιο και νικέλιο στα μεταλλικά μέρη που φαίνονται. Είναι το πασίγνωστο νικέλωμα, από τις μεγαλύτερες καγκουριές όλων των εποχών. Τα μέρη που το υπέστησαν είναι τα νικελωμένα (καπάκια κινητήρα, σκελετός, ζάντες κλπ).

ε. Επεμβάσεις στο σύστημα πέδησης. Σωληνάκια υψηλής (πίεσης), για πιο άμεση απόκριση του φρένου (κάνουν και πιο ωραία στο μάτι). Δαγκάνες Βrembo. Mεγαλύτερης διαμέτρου δισκόφρενα, συχνά σε περίεργα σχήματα (μαργαρίτες).

στ. Υπερμεγέθη φίλτρα αέρος (χοάνες), ειδικά στα παπιά. Προεξέχουν στα δεξιά του μοτέρ και έχουν σχήμα κόλουρης πυραμίδας.

ζ. After market εξατμίσεις. Για τα παπιά κλασικές είναι οι Sebring, σε μεγαλύτερα μοτόρια εκτιμώνται ιδιαίτερα οι Αkrapovic, σλανγκιστί οι ακράπες (ενικός η ακράπο). Διότι επιβάλλεται να κάνουμε θόρυβο.

η. Μεταλλικά αξεσουάρ σε έντονα χρώματα (πράσινο, μοβ, κόκκινο) που αντικαθιστούν τα μαμίσια: τιμονάκι, βίδες, αντίβαρα τιμονιού, ακόμη και ολάκερες ζάντες.

θ. Ειδικά για παπιά, πολύ λεπτά λάστιχα (σχεδόν σα ποδηλάτου), για να τσουλάει καλύτερα το εργαλείο στις κόντρες.

ι. Πινακίδα «τσακισμένη» (για παπιά) ή καρφωμένη κάτω από την ουρά (για μεγαλύτερα μηχανάκια). Για να μη τη βλέπουν οι μπάτσοι. Για τον ίδιο λόγο, τοποθετείται φιμάτο πλαστικό επικάλυμμα.

ια. Αυτοκόλλητα. No Fear, ταραντούλα, σκορπιός, αλιενάκι, φωτιές. Σε αμάξια: 2 Fast 4 U, Stop That Noise!, Somebody Stop That Car! κλπ.

Να πούμε τέλος οτι το φαινόμενο του κωλοφτιαξίματος ολοένα και υποχωρεί στους εκσυγχρονισμένους καιρούς που διανύουμε. Οι εταιρείες πλασάρουν πλέον έτοιμα κωλοφτιαγμένα μηχανάκια στην αγορά, επί των οποίων οιαδήποτε επέμβαση θα αποτελούσε ιεροσυλία. Το φαινόμενο έχει βαθύτερες κοινωνικο-οικονομικο-πολιτισμικές ρίζες αλλά ουδόλως προτίθεμαι να επεκταθώ.

Αν δείτε τροχόμπατσο να έχει σταματήσει αμάξι ή μηχανάκι, μία στις τρεις παίζει αυτό να είναι κωλοφτιαγμένο. Βγάζει μάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

All time classic μαθητική σλανγκ. Το ανεπίσημο καπνιστήριο κάθε σχολείου, όπου οι θεριακλήδες teenagers μπορούσαν να παραδοθούν ανενόχλητοι στο πάθος τους, μακριά απ' τα μάτια των καθηγητών.

Απαραίτητη γλωσσική παρατήρηση: Απαντάται και ως ουδέτερο (ΤΟ τζούρα-κλαμπ) αλλά κυρίως ως θηλυκού γένους (Η τζούρα-κλαμπ), κόντρα σε κάθε γραμματική ορθοδοξία.

Συνήθως τοποθετείται στις τουαλέτες του σχολείου, ή πλησίον αυτών. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να βρίσκεται και σε κάποιο εγκαταλελειμμένο υπόγειο ή σε κάποια απόμερη γωνιά του προαυλίου, ανάλογα πάντα με τη χωροταξία κάθε σχολικού συγκροτήματος. Εννοείται πως η τζούρα-κλαμπ δεν ταυτίζεται με το χώρο που την φιλοξενεί, όντας πάνω απ' όλα η ζωντανή κοινότητα των παιδιών που την συναποτελούν.

Η ύπαρξη της τζούρα-κλαμπ είχε - και έχει - εθιμικό χαρακτήρα για τα περισσότερα Γυμνάσια ή Λύκεια. Και το έθιμο συνιστά πηγή Δικαίου, μας υπενθυμίζει ο Αστικός μας Κώδικας. Η τζούρα-κλαμπ περιλαμβάνεται στα Ιερά και Όσια του μαθητικού βίου, μια κατάκτηση του μαθητικού κινήματος, ένα άγραφο Κείμενο που κανείς δεν τολμά να θίξει. Τώρα τελευταία, το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί και σε ορισμένα Πρωτοβάθμια σχολεία (Δημοτικά), κάτι που στην εποχή του γράφοντος ήταν ακόμη αδιανόητο.

Η τζούρα-κλαμπ επιτελεί λίαν σημαντικές λειτουργίες εντός του δομημένου όλου που αποτελεί το σχολείο, όπως θα μας έλεγε ένας κοινωνικός ανθρωπολόγος. Συμβάλλει καταρχήν στην εκτόνωση εντάσεων και άλλων προστριβών που δημιουργεί ο καταναγκασμός της διδασκαλίας. Μια ελευθεριακή νησίδα, μια όαση σωτήριας παραβατικότητας μέσα σ' ένα αυταρχικό και αρτηριοσκληρωτικό περιβάλλον. Ως χώρος εστίασης ανταγωνιστικός της αίθουσας διδασκαλίας, προσφέρει πολύτιμη βιοτική πείρα, που κανένα βιβλίο δεν είναι σε θέση να μεταδώσει. Προωθεί την κοινωνική συναναστροφή και την κοινωνική μάθηση (Χονδρικά, σύμφωνα με τη θεωρία του συμπεριφοριστή ψυχολόγου Albert Bandura: «κάνε ότι κάνω», δλδ «καπνίζω, κάπνισε κι εσύ, μπορείς!»).

Φαινομενικά, το κλαμπ ανταγωνίζεται το «επίσημο» σχολείο και τις προβλεπόμενες δραστηριότητες που εκείνο οργανώνει (διδασκαλία, εκπαιδευτικές εκδρομές, συμμετοχές σε παρελάσεις και παράτες κλπ). Φαίνεται να υποσκάπτει τα αξιακά θεμέλια στα οποία βασίζεται το ένδοξο ελληνικό σχολειό: στείρα απομνημόνευση διδακτικής ύλης, τυφλή υποταγή σε καθηγητάδες, παντελής έλλειψη πρωτοβουλίας και αυτενέργειας.

Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Η τζούρα-κλαμπ τελεί σε μια συμπληρωματική σχέση συνεχούς αλληλεπίδρασης με το «επίσημο» σχολείο, μια σχέση διαλεκτική. Η «θέση» του σχολείου και η «αντίθεση» που εκπροσωπεί το κλαμπ, απολήγουν σε μια «σύνθεση», μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που συνδυάζει την βιβλιακή γνώση με την κοινωνική μόρφωση. Ή τουλάστιχον έτσι θα έπρεπε να είναι.

Διότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η τζούρα-κλαμπ λειτουργεί εν απομονώσει, περιχαρακωμένος χώρος, ένα περιθώριο που ελάχιστα επικοινωνεί με το «επίσημο» σχολείο. Γίνεται καταφύγιο για τα καλύτερα φιντάνια, τους πλέον αποτυχημένους, τους πλέον κατεστραμμένους «μαθητές», αυτούς που έχουν «μείνει» δεκάδες φορές στην ίδια τάξη και κοντεύουν να πάρουν σύνταξη όντας ακόμα στην Α' Λυκείου. Οι «φυσιολογικοί» μαθητές ψιλοχέζονται να πλησιάσουν, μήπως και εισπράξουν καμιά αδέσποτη φάπα απ' τους μαγκιόρους, ημιβάρβαρους ενοικούντες την τζούρα-κλαμπ.

Την ζοφερή εικόνα συμπληρώνουν οι διαβόητοι «εξωσχολικοί»: Συλλογικοί δαίμονες μιας μικροαστικής κοινωνίας (όπως παλαιότερα οι Εβραίοι, οι λεπροί, οι ομοφυλόφιλοι και άλλοι «παρεκκλίνοντες»), καταγγέλλονται με πάθος από τη θείτσα νοικοκυρά, τον καρμίρη μικροέμπορα, τον συνταξιούχο ψηφοφόρο του ΛΑΟΣ: «αυτοί οι αλήτες σπρώχνουν τα παιδιά μας στα ναρκωτικά», «αυτοί οι ανεπρόκοποι φταίνε για το κατάντημα της πατρίδας» και άλλα όμορφα.

Όπως και κάθε ελευθεριακός, κοινωνικοποιημένος και αυτορρυθμιζόμενος χώρος (βλ. καταλήψεις), η τζούρα-κλαμπ λειτουργεί υπό τη δαμόκλειο σπάθη της έξωθεν επέμβασης και καταστολής. Kατά καιρούς γίνονται κάποια ντου από και καλά αγανακτισμένους καθηγητές, που και καλά έχουν βγει απ' τα ρούχα τους «μ' αυτά που συμβαίνουν εδωπέρα», πάντα έτοιμους να σου ζαλίσουν τον έρωτα με το κλασικό κήρυγμα. Κι όταν λέμε πως μας ζάλιζαν τον έρωτα, το εννοούμε κυριολεχτικά, αφού στη τζούρα-κλαμπ πλέκονται ειδύλλια, πέφτουν τρελά μπαλαμουτιάσματα, χαμουρέματα και γενικώς φασώματα, μέσα σ' ένα κλίμα περιρρέοντος οτινανισμού...

Τέλος, να πούμε πως η έκφραση γνωρίζει νέες πιένες σήμερα, την εποχή της Καπνοαπαγόρευσης, όπου παρατηρείται διεύρυνση του σημασιολογικού της πεδίου: εκτός από το κλασικό σχολικό καπνιστήριο, «τζούρα-κλαμπ» λέμε ειρωνικά, τον ειδικό χώρο για καπνίζοντες που έχει προβλεφθεί σε κάθε εργασιακή μονάδα. Πρόκειται κατά κανόνα για χώρο περιορισμένων διαστάσεων, κανονική τρύπα, ανήλιαγο, καταθλιπτικό, εύγλωττη εξεικόνιση του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης που βιώνουν οι nicotine-freaks.

  1. - Mαλάκα θα μπεις Μαθηματικά την επόμενη ώρα;
    - Όχι ρε φίλε, ψήνεται κατάσταση με τη Λίνα και με περιμένει στη τζούρα-κλαμπ.

  2. - Μας τα 'πρηξε αυτή η μαλάκω η αγγλικού τόση ώρα, πάω τζούρα-κλαμπ να κάνω ένα τσιγάρο να έρθω στα ίσα μου.

  3. - Καλά ρε συ, καπνίζεις μες την τάξη, σε ώρα διαλείμματος; Πώς την έχεις δει, τζούρα-κλαμπ κι έτσι; Τραβήξου στις τουαλέτες αν είναι...
    - Δεν πα να δεις αν έρχομαι, σκατόφλωρε, σπασίκλα;

  4. Η σχετικά ελαστική εφαρμογή των μέτρων της Καπνοαπαγόρευσης, αφήνει το περιθώριο για τη δημιουργία πολλών ανεπίσημων «τζούρα-κλαμπ» στους εργασιακούς χώρους, για τα οποία οι εργοδότες κάνουν τα στραβά μάτια (αν θέλουν ας κάνουν κι αλλιώς).

Δες και τζούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αδύνατος. Αυτός που έχει μείνει πετσί και κόκαλο. Αυτός που η κοιλιά του έχει κολλήσει στην πλάτη του. Ο απ' τα κόκαλα βγαλμένος. Αυτός που του μετράς τα παΐδια ένα-ένα. Αυτός που τον παίρνει ο αέρας. Αυτός που δεν θα χρειαστεί ποτέ του να βγάλει ακτινογραφία (και να φάει και την ακτινοβόλα), διότι είναι ακτινογραφία από μόνος του.

Η έκφραση μπορεί άνετα πλέον να χαρακτηρισθεί κλασική. Χρησιμοποιήθηκε καθ' υπερβολήν, κυρίως στις δεκαετίες '70 και '80, από απελπισμένες μαμάδες που κυνηγούσαν τα παιδάκια τους μ' ένα πιάτο και μ' ένα κουτάλι, προσπαθώντας να τα μπουκώσουν με το στανιό.

- Φάε αγοράκι μου, δε βλέπεις πως έχεις γίνει, μισός έμεινες, σαν τρίο καρό, σαν παιδί της Μπιάφρας, αμάν πια μ' έσκασες την καψερή...

Το φαινόμενο του μπουκώματος των παιδιώνε με το ζόρι, συναντάται βεβαίως σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, στο Ελλάδα πήρε ωστόσο διαστάσεις επιδημίας, δεδομένου και του κατοχικού συνδρόμου που μας δέρνει συλλογικά ως λαό.

Για την εποχή που μιλάμε, ο πανικός των μαμάδων / θειάδων / γιαγιάδων για το αν θα φάει ο κανακάρης τους, είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Αιτία, οι εικόνες φρίκης που μας σέρβιραν απ' τη μακρινή Νιγηρία, όπου στα 1967-1970 μαινόταν ο φοβερός Εμφύλιος. Η επαρχία της Μπιάφρα αποσχίστηκε από τη Νιγηρία κι αμέσως ξέσπασε μια άγρια σύγκρουση, τυπική για τη μεταποικιακή περίοδο της Αφρικής, απότοκο των βαθιών εθνοτικών διαιρέσεων. Αποστεωμένα παιδάκια, σαν σκελετοί, με τις χαρακτηριστικές τουμπανιασμένες κοιλιές λόγω του υποσιτισμού, της έλλειψης πρωτεϊνών και ειδικών ενζύμων. Ανείπωτη φρικαλεότητα, που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη.

Οι φρικαρισμένες μανούλες, προσπαθούσαν να μεταδώσουν τον τρόμο στα βλαστάρια τους, μήπως κι αυτά φιλοτιμηθούν και βάλουν καμιά μπουκιά στο στόμα τους.

Αν και εστίαζε στα ανυπάκουα παιδιά, άλλες χρήσεις της έκφρασης δεν αποκλείονταν.

- Τι του βρήκες κόρη μου αυτουνού του Γιώργου; Μισοριξιά είναι, δεν τον θωρείς, σαν παιδί της Μπιάφρα. Δε φαίνεται να 'χει ψυχή μέσα του...

Την σήμερον, η νέα γενιά αγνοεί σε μεγάλο βαθμό τα περί Μπιάφρας και των παιδιών της. Yπάρχει όμως το πολύ πρόσφατο Νταρφούρ, μια άλλη ανθρωπιστική καταστροφή με παρόμοια αποτελέσματα, το οποίο γνωρίζουν όσοι ανοίγουν που και που καμιά εφημερίδα. Έτσι, η σλανγκιά γίνεται updated: όταν θέλουμε να κράξουμε κάποιον ως πολύ αδύνατο, τον λέμε Νταρφούρ (αν και η έκφραση δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο η πρόγονός της).

  1. - Τι σ' αρέσει βρε μαλάκα απ' αυτήν; Νεκρόφιλος είσαι; Αυτή έχει πεθάνει και δεν το ξέρει... Σκουπόξυλο σε λέω, παιδί της Μπιάφρας, Νταρφούρ και δε συμμαζεύεται..

  2. Νταρφούρ λέμε σκωπτικά και τις μοντέλες που πάσχουν από Νευρική Ανορεξία κι έτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαζί ή κέντημα ή κεντίδι, είναι τα συνεχόμενα στίγματα στο πετσί των πρεζάκηδων από την μακροχρόνια ενδοφλέβια χρήση πρέζας (σουτάρισμα, βάρεμα, τοξοβολία).

Τα σημάδια απ' τα πρώτα τρυπήματα σιγά σιγά φεύγουν, με τη βοήθεια ίσως και κάποιας ειδικής αλοιφής. Αν όμως κολλήσεις με τη ζουζού (μιλάμε για κόλλημα βελόνας, κυριολεκτικά!) οι βλάβες είναι ανεπανόρθωτες και οι φλέβες δεν επανέρχονται στην πρότερή τους κατάσταση, «χάνονται» και δεν ξαναβγαίνουν ποτέ.

Το γαζί κάνει την εμφάνισή του συνήθως σε χέρια ή πόδια, ακριβώς πάνω από τη φλέβα. Όταν αυτές οι φλέβες καούν, επιστρατεύονται άλλες, όπως π.χ. του λαιμού. Όταν πλέον όλες οι υπόλοιπες φλέβες καταστραφούν και εξαφανιστούν, ύστατο σημείο για βαρέματα απομένει η ελιά, ψηλά κι εσωτερικά των μηρών, δίπλα στην οικογένεια. Από εκεί περνά μια μεγάλη και ανθεκτική κεντρική φλέβα. Συνήθως στην ελιά δημιουργείται και φωλιά, σημείο δλδ όπου, μετά από άπειρες ενέσεις, η σύριγγα βρίσκει στόχο σχεδόν μόνη της, χωρίς πολύ ψάξιμο. Σε εντελώς προχώ καταστάσεις, το πλαστικό σέο προσαρμόζεται στη φωλιά χωρίς καν τη μεσολάβηση βελόνας, και το σταφ χύνεται απευθείας μέσα. Το βάρεμα στην ελιά είναι λίαν επικίνδυνο: παίζει να κουτσαθείς ή να παραλύσεις από καμιά θρομβοφλεβίτιδα. Η ένεση ως γνωστόν δεν είναι παίξε-γέλασε, θέλει χέρια, δεν είναι για ατζαμήδες...

Άμεσες αιτίες του κεντήματος:

  • Πολυχρησιμοποιημένες βελόνες, που έχουν στομώσει και φθαρεί.
  • Η απρόσεκτη, σκιτζίδικη χρήση. Γενικά οι ενεσάκηδες δεν είναι αυτό που λέμε άτομα της υπομονής. Πάντα λαίμαργοι και καυλωμένοι, σκέφτονται μόνο πως να ξεχαρμανιάσουν. Η διαδικασία ανεύρεσης φλέβας είναι όμως μια τελετουργία βασανιστική, μανουριάρικη, που μπορεί να κρατήσει και ώρες. Απαιτεί συνεχείς δοκιμές με αναρροφήσεις (τρυπάς λίγο τη φλέβα για να δεις αν θα εισρεύσει αίμα στη σύριγγα, αν ναι τότε είσαι οκ). Πολλοί δεν την παλεύουν, κλατάρουν και βαράνε στο γάμο του Καραγκιόζη...
  • Το ξινό και άλλα φαρμακευτικά οξέα, που χρησιμοποιούνται για τη διάλυση της ακατέργαστης και νοθευμένης πρέζας. Το ξινό γαμάει και τα δόντια.

Η απλή πράξη του τρυπήματος, είναι από μόνη της μια αρρώστια, ανεξαρτήτως του όποιου ψυχοσωματικού εθισμού προκαλεί η ουσία. Οι τοξικομανείς, αλλά και άλλα άτομα που τοποθετούνται - ή θέλουν να αυτοτοποθετούνται - στο λεγόμενο «περιθώριο» (φυλακισμένοι, πανκιά, παλαιότερα κάποιοι ναυτικοί), τη βρίσκουν γενικά με το να ταλαιπωρούν το σώμα τους. Χτυπάνε τατού, κάνουν piercing, μέχρι και χαρακιάζουν το δέρμα τους με ξυραφάκι, χωρίς καμιά «καλλιτεχνική» πρόθεση (οι γνωστοί τσαμπουκάδες). Με τους τρόπους αυτούς, ξεσπούν στο ίδιο τους το σώμα, την οργή και το μίσος που έχουν σωρεύσει εναντίον της κενωνίας...

Για να καλύψουν τα κεντίδια στο δέρμα τους, οι πρεζάκηδες συνήθως χτυπάνε τατουάζ ακριβώς από πάνω. Τα παλιά τατουάζ, τα λεγόμενα «φυλακόβια», γίνονταν με την πρωτόγονη τεχνική των κόκκων πυριτίου: αποτελούσαν κάρφωμα πρώτης τάξεως οτι κάτι δεν πάει καλά με τον φέροντα. Άλλος τρόπος απόκρυψης των στιγμάτων είναι με τα μακριά μανίκια, που ορισμένοι δεν αποχωρίζονται ούτε το ντάλα καλοκαίρι...

- Πω ρε φίλε, για τσέκαρε μία τον πρεζάκια απέναντι! Τι κεντίδια είν' αυτά, τι ράμματα, γαζιά κανονικά κι ετς...
- Ε, ναι, μοδίστρα με τα όλα της ο τύπος μιλάμε...

σουτάρισμα και γαζόκρυψη (από johnblack, 19/07/09)μοδιστρούλα (από johnblack, 19/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρχήν, είναι η αναβολή του μάγκα. Συνήθως πρόκειται για αναβολή στρατεύσεως: λόγω σπουδών, λόγω οικογενειακών προβλημάτων, λόγω αγχωδών εκδηλώσεων, στο τέλος παίρνεις το γιώτα σου το ψεχολογικό και ησυχάζεις μια κι όξω. Δεν θα επεκταθούμε όμως άλλο σχετικά. Εν προκειμένω, άλλη σημασία θα μας απασχολήσει δια μακρών.

Αναβόλα = Ντόπα, Στεροειδή Αναβολικά.

Το παρόν, κατόπιν διαταγής επώνυμης σλανγκίστριας, προτίθεται να λειτουργήσει ως λήμμα-ομπρέλα, κατατοπιστικό εφ' όλης της ύλης άρθρο, που θα εκθέτει συνοπτικώς τα δημοφιλέστερα στεροειδή και τις συνθηματικές / σλανγκικές ονομασίες τους.

Διευκρίνιση: η παρουσίαση, ενδεικτική και ουδόλως εξαντλητική βεβαίως βεβαίως, θα περιοριστεί σ' εκείνες τις παλιές καλές ντόπες που μεγάλωσαν γενιές και γενιές μπιλντεράδων αλλά και άλλων αθλητών, π.χ. του στίβου (στιβικοί / στιβάδες), του μπάσκετ ή της άρσης βαρών. Αυτά ήξεραν, αυτά εμπιστεύονταν. Τα τελευταία χρόνια όμως το πράμα έχει ξεφύγει, σκαρώνονται διαρκώς νέες υπερ-ντόπες που γαμάνε και δέρνουνε, με περίεργα ονόματα-γλωσσοδέτες (π.χ. τετραϋδρογεστρινόνη ή THG, αυτό που λένε ότι πότιζε ο Τζέκος τους Κεντεροθανάσηδες), που δεν ανιχνεύονται απ' τα αντιντόπινγκ τεστ. Γι' αυτά δεν δύναμαι να σας διαφωτίσω, ψάχτε αλλού αν γουστάρετε. Πάμε λοιπόν.

  1. Ντέκα, η (πληθ. οι ντέκες). Διασημότατη και πολυαγαπημένη, θεωρείται την σήμερον ολίγον πασέ. Steroid slang για το φάρμακο «Deca-Durabolin», εμπορική ονομασία για την δεκανοατική νανδρολόνη (nandrolone decanoate). Λαμβάνεται δι' ενέσεως. Η μοριακή δομή της ουσίας ομοιάζει με της τέστο, η ντέκα είναι όμως πολύ πιο ήπια, ενδείκνυται και για αρχάριους αναβολικάκηδες. Σε τουμπανιάζει, όχι όμως μόνο με καθαρό μυικό κρέας: σου βάζει και υγρά. Αν το παραχέσεις στη δόση, παίζει να βρεθείς με βυζάκια. Συνδυάζεται συνήθως με Ντιάνα ή γουινστρολάκι. Πουλιέται και στο Ελλάδα, πλέον με το brand name της Norma. Αν έχεις κονεδάκι με φαρμακοτρίφτη είσαι τζετ, αλλιώς ψάχνεις από ντηλερά της μαύρης.

  2. Γουίν ή γουινάκι ή γουινστρολάκι ή γουίνυ (winny, όχι το αρκουδάκι). Slang για το φάρμακο Winstrol (εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη). Ενέσιμο, για χρόνια το έβγαζε η ισπανική φαρμακευτική Zambon, εξ ου και απαντούσε και ως ζαμπονάκι. Υγρό κάτασπρο σαν γάλα, που τσούζει όταν βαράς ενδομυικά, σε αντίθεση με ντέκα, που είναι ελαιώδες υποκίτρινο διάλυμα κι ούτε που νιώθεις το βάρεμα. Το γουινάκι δεν κάνει παπάδες, χτίζει όμως καθαρούς συμπαγείς μύες, χωρίς νερά και περιττά πρηξίματα, ιδανικό για γράμμωση. Λίγο προσοχή στην τοξικότητα μόνο, μη σου μείνει το συκώτι στο χέρι, κατά τα άλλα είσαι κομπλίτα. Παίζει και σε χαπίδι, με το brand name Στρόμπα (Stromba).

  3. Ντιάνα, το (προφέρεται ντι-άνα). Dianabol, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθανδροστενολόνη (Methandrostenolone). Χάπι. Παράγωγο τεστοστερόνης, εξαιρετικά αναβολικό και ανδρογονικό, με τις γνωστές παρενέργειες: γυναικομαστία, διαταραχές της λίμπιντο, οξυθυμία, εφίδρωση, ακμή, διακοπές στη λειτουργία των όρχεων, τριχοφυΐα στο σώμα + καράφλα στο κεφάλι και άλλα όμορφα. Απλά γαμάει μανούλες, ο Σβαρτς έχει δηλώσει πως μ' αυτό φτιάχτηκε: το έπαιρνε το χειμώνα για όγκο, το καλοκαίρι την έβγαζε με γουινστρόλ. Οι κακές γλώσσες λένε πως και τα ρεκόρια του Πύρρου με ντιανάκι γίνανε.

  4. Μπολντό, το (Boldenone Undecylenate). To all time classic κτηνιατρικό αναβολικό: το δίνουν στα μοσχάρια για να τουμπανιάσουν και να φτάσουν στο πιάτο μας μια ώρα αρχύτερα, το δίνουν στα άλογα κούρσας για καλύτερες επιδόσεις. Από εκεί άλλωστε ξεκίνησε η ντόπα, πρώτα εφαρμόστηκε στα ζώα και μετά πέρασε στους ανθρώπες. Ενέσιμο, ήπιο φαρμακάκι γενικά, θες γενναίες δόσεις για να την την ακούσεις. Τίμιο, δίνει καθαρό κρέας χωρίς πολλές παρενέργειες και ντράβαλα.

  5. Πρίμο, το. Primobolan, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθενολόνη (Methenolone Enanthate). Σε ενέσιμο αλλά και χαπίδι. Όπως υποδηλοί και το brand name, εξαιρετικά ήπιο αναβολικάκι με αμελητέες παρενέργειες. Το προτιμούν οι γυναίκες, οι νέοπες και οι κωλώστρες, που θέλουν να μπουν στην αναβόλα και να γίνουν φέτες αλλά κλάνουν πατατάκια μη πάθει τίποτα η υγειούλα τους. Τσου ρε Λάκηδες μη σας πατήσω!

  6. Εφέδρα, η. Μαγκιόρικα η εφεδρίνη. Δεν ανήκει στα αναβολικά στεροειδή, αλλά σε μια άλλη ομάδα φαρμάκων, γνωστά ως συμπαθητικομιμητικά. Σε βάζει στην τσίτα, ανεβάζοντας παλμούς καρδιάς και θερμοκρασία σώματος, βοηθώντας έτσι στο κάψιμο του λίπους. Νταξ, μπορεί να προκαλέσει κανά ψιλοτρέμουλο, καμιά ταχυκαρδία, εφίδρωση ή ζαλάδα, αλλά γενικά κανείς δεν έπαθε τίποτα με λίγη εφέδρα. Κλασικός συνδυασμός-δυναμίτης για κάψιμο λίπους είναι η τριπλέτα εφεδρίνη-καφεΐνη-ασπιρίνη.

Αυτά και πολλά άλλα.

Μεγάλη αρρώστια φίλε η αναβόλα! Έτσι και μπεις μια φορά, δεν ξεκόβεις εύκολα. Όσο χτισμένος και να γίνεις, όσο και να γραμμώσεις, ποτέ δε θα 'ναι αρκετό, θα θες πάντα κι άλλο, κι άλλο. Πολλά παιδιά έχουνε καταστραφεί απ' το φάρμακο, είναι όμως κι άλλοι που ήξεραν να το κουμαντάρουν και τους βλέπεις σήμερα στα πενήντα τους και στα εξήντα τους μια χαρά τζόβενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατόπιν παροτρύνσεως γνωστής σλανγκίστριας και με την ομόθυμη στήριξη - πιστεύω - του σλανγκεπώνυμου πληρώματος, ο ορισμός του αγαπητού Ναστρεδίν συμπληρούται δια πολυτίμων (;) πληροφοριών κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος, που ενσωματώνουν βιοτική πείρα του γράφοντος.

Γιατί λοιπόν ένα γαμήσι για το οποίο ίδρωσες, παρακάλεσες, σύρθηκες στα γόνατα, κοινώς έγινες τσιμπούκι, βγαίνει συνήθως ξινό;

  1. Τζένεραλλυ σπήκινγκ, υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπηδων που για να φχαριστηθούν κάτι, οτιδήποτις (γυναίκα, φαΐ, ταξίδι κλπ), πρέπει να μην έχουν κοπιάσει γι' αυτό, να μην έχουν προσπαθήσει, καθώς και να μην έχουν αναγκαστεί να βάλουν το χέρι στο παντελόνι. Με μια κουβέντα, τους αρέσει να τα έχουν όλα στο πιάτο και τζάμπα.

Παραδείγματα:

α. Έχεις ξεκωλιαστεί όλη μέρα μες την κουζίνα για να ετοιμάσεις το τέλειο γεύμα: έχεις ανοίξει τσελεμεντέδες, πήρες τηλέφωνα σε ξεχασμένες θείτσες να σου πουν συνταγές, τραβιόσουνα σε ντελικατέσεν να βρεις τα σωστά ευγενικά υλικά, κατόπιν έφαγες στη μάπα όλη την ορθοστασία και την καπνίλα, άσε που κάθε τόσο χτύπαγε το ρημάδι το τηλέφωνο κι έπρεπε ξανά μανά να σκουπίζεις χέρια για να το σηκώσεις. Και την αγωνία για το αν θα πετύχει που την πας; Γι' αυτό λοιπόν, όταν έχουν όλα τελειώσει και έχει φτάσει η ώρα του τραπεζώματος, έχεις σιχαθεί τόσο που δε θες να ξαναδείς φαΐ ούτε σε φωτογραφία για τουλάστιχον 15 μέρες. Το μόνο που θες είναι να πας να ψοφήσεις...

β. Τα λεφτά που ξοδεύονται πιο αέρα πατέρα, που τα καις και τα λιώνεις και τα σκορπάς χωρίς να σε πολυνοιάζει, είναι τα λεφτά για τα οποία δεν σφίχτηκες , αυτά που για να τα βγάλεις δε σου έγινε ο κώλος σαν τασάκι, π.χ. λεφτά απο κληρονομιά, λεφτά από παράνομες δραστηριότητες (easy come easy go). Ον δε κόντραρυ, λεφτά τα οποία έβγαλες με τον ιδρώτα του προσώπατού σου, τα φυλάς σαν τον καρμίρη και τα κάνεις μασουράκια...

Και για να έρθουμε στα του μουνιού τώρα.

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, λογικό και επόμενο είναι να βάνεις με το μυαλό σου τα μύρια όσα για τις κρυφές της χάρητες, επί το λαϊκότερον φαντάζεσαι παπάδες. Οι προσδοκίες σου για το τι θα ακολουθήσει την πολυπόθητη κατάκτησή του, διαρκώς διογκώνονται. Αυτές ο αυξημένος ορίζοντας προσδοκιών ευθύνεται σε ένα βαθμό για την τελική σου απογοήτευση.

Παρεμφερής είναι η περίπτωση του διαρκώς ανικανοποίητου τύπου, ο οποίος κυνηγάει μουνιά μόνο και μόνο για λόγους αυτοεπιβεβαίωσης. Όσο συναντά αντίσταση από το θήραμα, τόσο πιο πολύ πωρώνεται. Αυθυποβάλλεται και πείθει τον εαυτό του πως το μουνί που ψήνει είναι το καλύτερο. Στην ουσία προβάλλει πάνω στη γκόμενα το ναρκισσισμό του, την καψούρα που έχει με τη δική του πάρτη, το πείσμα του, τον εγωισμό του. Νομοτελειακά, αυτού του τύπου όλα τα γαμήσια ξινά του βγαίνουνε. Η περίπτωσή του συνιστά άλλη μια απ' τις αλλοτριώσεις της εποχής μας, όπως θα έλεγε κι ο φιλόσοφας της παρέας μας.

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, ενδέχεται και να σου κάτσει επειδή απλά βαρέθηκε να σε βλέπει να τρέχεις από πίσω της σαν τον ΘουΒου. Ξέρει ότι μόνο αν σου κάτσει και στο καπάκι σε ξενερώσει, υπάρχει περίπτωση μετά να την αφήσεις ήσυχη. Ο καλός ο παίχτης ξέρει και εκμεταλλεύεται τέτοιες φάσεις, πετσώνει και την κάνει αυτός πρώτος.

-Άιντε αγοράκι μου, να με γαμήσεις να δω τι θα καταλάβεις!
(υπαρκτή ατάκα)

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, λογικό κι επόμενο είναι αυτή να κολακευτεί από το ενδιαφέρον, και να σου κάτσει ακριβώς επειδή έθρεψες τόσο τον εγωισμό της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε γουστάρει κιόλας. Σου κάθεται μια δυο φορές, φχαριστιέται που σε βλέπει να αγκομαχάς και να λιώνεις από πάνω της ενώ εκείνη χασμουριέται ψάχνοντας το τηλεκοντρόλ, και μετά σε ξεφορτώνει. Το κάνει συχνά η Σαμάνθα του Σεξ ενντ δε Σίτυ.

  2. Πολλές φορές, ακόμη κι αν σε γουστάρει κάπως μια γκόμενα, το να τρέχεις από πίσω της σα παλαβός, σε ρίχνει στην εκτίμησή της. Διότι σου λέει, αυτός για να κάνει έτσι, πρέπει να έχει να γαμήσει μήνες ή πρέπει να έχει κάποια κουλαμάρα που διώχνει τις γυναίκες.

Είναι γνωστό άλλωστε ότι αυτό που μας προσφέρεται στο πιάτο ουδέποτε εκτιμούμε. Θέλουμε όλοι και όλες, να έχει το σασπένς της η υπόθεση, να μην είναι ο άλλος δεδόμενος. Άπαξ και κάτι θεωρηθεί δεδόμενο, είναι τελειωμένο ζήτημα. [Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε αντίφαση με το παραπάνω κειμενάκι 1, όμως έτσι είναι αυτά, άβυσσος η ψυχή του άθρωπα, τι να κάνουμε τώρα, ρωτήστε και καμιά γιαλόμα κάτι παραπάνω θα ξέρει.

Καμιά φορά όμως, σε πείσμα του γαμημένου του Νόμου του Μέρφυ, η γκόμενα σου κάθεται, έτσι εις ανάμνησιν του αρχικού της ενδιαφέροντος. Η ουσία είναι όμως πως έχει πλέον ξενερώσει, δε σε βλέπει σα γαμιά πλέον που θα τη βάλει κάτω και θα της σκίσει τα πέταλα, αλλά μάλλον σαν ένα παιδάκι που δε θέλουμε να του χαλάσουμε το χατίρι και του μείνει κι απωθημένο. Πρόκειται δλδ για γαμήσι του ελέους, που κάθε άλλο παρά πχιοτικό και βρώμικο μπορεί να είναι...

Πολύ μεγάλη κουβέντα, απ' τη ζωή βγαλμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλόσοφος, νομικός, κοινωνιολόγος, επικοινωνιολόγος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και εσχάτως ποιητής Γιώργος Βέλτσος, αποτελεί ένα απο τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα της ελληνικής δημόσιας σκηνής. Διαθέτει φανατικούς φίλους και εξίσου φανατικούς εχθρούς.

Μαθητής του καμπόσου Jacques Derrida, αποτελεί τον καθ' ημάς Απόστολο της Ποστίλας και της Μεταμοντερνιάς, φιλοσοφικών τάσεων ακμαζουσών εν τη Εσπερία. Απίστευτα εκκεντρικός και ιδιόρρυθμος, μορφή υπερτεράστια, παμμέγιστη, κυριολεκτικά ανύπαρκτη. Όπως άλλωστε κι ο ίδιος λέει: «ο Γιώργος Βέλτσος δεν υπάρχει, υπάρχει μόνον ο αντι-Βέλτσος ή αλλιώς ο μη-Βέλτσος». Κι ό,τι καταλάβατε, καταλάβατε.

Σλανγκικώς, το όνομα του Γιώργου Βέλτσου χρησιμοποιείται με δύο κυρίως τρόπους:

  • Ο φωτεινός παντογνώστης, ο υπερεγκέφαλος, η κινούμενη εγκυκλοπαίδεια, ο ειδικός επί παντός επιστητού, ο άνθρωπος με τις απεριόριστες θεωρητικές ικανότητες, ο άνθρωπος που σίγουρα δε θες να παίξεις τρίβιαλ μαζί του. Χαρακτηρισμός κατά βάση θετικός.

- Πώς σου φανήκαν τα θέματα των εξετάσεων ρε φίλε;
- Νταξ, μια χαρά παλεύονταν. Δε χρειαζόταν να είσαι και Βέλτσος για να γράψεις.

  • Ο αμπελοφιλόσοφος, ο αερολόγος, αυτός που έχει προσβληθεί από οξεία λογοδιάρροια κι όλο μιλάει χωρίς να λέει τίποτα, ο ματαιόδοξος και ψευτοκουλτουριάρης διανοούμενος που πουλάει τρέλα παπαρολογώντας ακατάσχετα και ακαταλαβίστικα, ο πολυπράγμων σε βαθμό μαλακίας. Βεβαίως, το σκώμμα και ο μυκτηρισμός κατά των πάσης φύσεως θεωρητικών και θεωρητικολογούντων, δεν είναι κάτι καινούργιο, ανάγεται τουλάστιχον στην αρχαϊκή εποχή των Ελλήνων (βλ. Θαλής που περπατούσε αφηρημένος και σαβουριάστηκε στο πηγάδι, Νεφέλες του Αριστοφάνη όπου τρώει κράξιμο ο αιθεροβάμων Σωκράτης, Ηράκλειτος που έκραζε την «πολυμαθίην κακοτεχνίην» του Πυθαγόρα κλπ). Χαρακτηρισμός λοιπόν ξεκάθαρα αρνητικός.

«Περισσότερο από φιλοσοφία του υποκειμένου και της συνείδησης, μετά τό στρουκτουραλισμό και μετά τή διαλεκτική – ακόμα και στην αρνητική αντορνική εκδοχή της που απορρίπτει τις «συνθέσεις» των κοινωνικών επιστημών – μετά και από κάθε θεωρία της κοινωνίας που επαγγέλλεται τη χειραφέτηση είτε ως ριζική κριτική της γνώσης, είτε ως κριτική της ιδεολογίας και πάντως ως συνολική κριτική της κοινωνίας εν ονόματι ένός κανονιστικού και ουτοπικού ιδεώδους, κυρίως εναντίον κάθε «συνολιστικής αρχής» πού υποθετικά ενοποιεί ό,τι ουδέποτε πραγματικά θεματοποιείται από τον ακατονόμαστο βιωμένο κόσμο και τέλος με τη βεβαιότητα της εγγενούς αλήθειας του όλου και τη γνώση του αμφιβόλου αποτελέσματος της υπέρβασης, η μη-κοινωνιολογία, χωρίς την προκατάληψη του «αρνητισμού», την αισιοδοξία του «καθολικού προγραμματισμού» ή την υποκρισία του κάθε «ανθρωπολογισμού» αλλά με διάθεση αποκαταστατική της αυτοδιαψευσμένης νεοτερικότητας, ούτε ανακατασκευή του μαρξισμού, ούτε κριτική του κοινωνικού εξορθολογισμού αλλά ούτε και θεωρία της επικοινωνιακής δράσης στο αγγελικό πεδίο ενός δι-υποκειμενικού, κατανοητικού και ηθικού διαλόγου υπέρ του καθολικού consensus, αναδεικνύεται αποσπασματικά εκεί όπου η ενδο-υποκειμενική εννόηση έχει το λόγο ως γραφή σ’ ένα διαρκώς ανολοκλήρωτο έργο: το κείμενο, κατεξοχήν σημείο του καντιανού Υψηλού, δείγμα γραφής της μετα-μοντέρνας εποχής μας και πεδίο αυτού που ήδη υπάρχει μετα-γραφόμενο».

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την εισαγωγή του πονήματος του Γ. Βέλτσου «Η Μη-Κοινωνιολογία». Ίσως μερικοί από μας να βγάζουν κάποια άκρη, όμως τέτοια παρόμοια κείμενα, που φαντάζουν αλαμπουρνέζικα για τους πολλούς, έχουν εδραιώσει την παραπάνω αρνητική εικόνα για τον καθηγητή.

Π.χ. - Ο Θανασάκης από τότε που πέρασε στη σχολή, πολύ έχει κουλτουρέψει ρε αδερφάκι μου. Κοκάλινο γυαλάκι, υφάκι βαθυστόχαστο, ατημέλητο και καλά λουκ, άσε που κυκλοφοράει συνέχεια μ' ένα βιβλίο φιλοσοφίας και το μοστράρει.
- Ναι ο μαλάκας, την έχει δει Βέλτσος κι έτσι. Νομίζει πως μ' αυτές τις δηθενιές θα βγάλει γκόμενα... Ανάθεμά με κι αν καταλαβαίνει κι ο ίδιος αυτές τις παπαριές που λέει.

(Ακολουθούν ορισμένες ανεκδοτολογικού τύπου ιστορίες / αστικοί μύθοι, που κυκλοφορούν για τα πεπραγμένα του Γιώργου Βέλτσου. Όποιος θέλει ας τα διαβάσει, όποιος δεν θέλει μπορεί να τα προσπεράσει. Εννοείται πως ο γράφων δεν λαμβάνει θέση επί της βασιμότητάς τους, απλώς παραθέτει)

  1. Κάποτε είχε πάρει την πάκα με τα γραπτά εξετάσεων που έπρεπε να βαθμολογήσει και είπε πως θα τα πετάξει όλα στον αέρα, και όποια «κάτσουν» με τη «μούρη», δηλ. απο τη μεριά που είναι γραμμένο το όνομα του φοιτητή κλπ, θα περάσουν. Όσα «κάτσουν» με την «όπισθεν», δεν πιάνουν τη βάση.

  2. Άλλο που είχε πει κάποτε: «όποιος πάει και περάσει τη Συγγρού από πάνω, πηδώντας δηλ. το διαχωριστικό, και όχι από την υπόγεια διάβαση, θα του βάλω 10 στις εξετάσεις».

  3. Όταν κάποιος φοιτητής δεν την πάλεψε με τα θέματα των εξετάσεων και του ζωγράφισε στην κόλλα αναφοράς ένα πέος, ο Βέλτσος του έβαλε 10!

  4. Μια φορά μπήκε στο αμφιθέατρο και διέταξε: «σηκωθείτε όλοι όρθιοι, τώρα!». Αφού όλοι υπάκουσαν, τους είπε: «είστε ζώα, είστε άβουλα πρόβατα, γιατί να με ακούσετε και να σηκωθείτε;»

  5. Είχε βάλει θέμα εξετάσεων με μοναδική ερώτηση «γιατί;» και ο μόνος που πέρασε ήταν αυτός που έγραψε «γιατί όχι;»

  6. Ο Γιώργαρος μπήκε μια φορά στο αμφιθέατρο και άρχισε να φωνάζει: «φέρτε μου εδώ ένα τούβλο! Δεν κάνω μάθημα αν δε μου φέρετε αμέσως ένα τούβλο μπροστά μου!».

  7. Λέγεται πως τριγυρνά στη Μύκονο μονίμως μεθυσμένος, αγκαλιά με βελτσοκρουσμένες φοιτήτριές του.

  8. Λέγεται πως ζητάει τον αριθμό εμφανίσιμων φοιτητριών του, τις οποίες κατόπιν παίρνει τηλέφωνο και τους λέει πάνω κάτω: «Γεια σου, είμαι ο Γιώργος ο Βέλτσος. Θες σε μία ώρα να βρεθούμε στο τάδε ξενοδοχείο και να κάνουμε έρωτα;».

  9. Θέμα βελτσικών εξετάσεων: «το αυγό». Μόνο μια λέξη, χωρίς καμιά απολύτως διευκρίνιση κι ότι καταλάβατε, καταλάβατε.

  10. Αντι-θέμα βελτσικών εξετάσεων: «Διατυπώστε μόνοι σας ένα οποιοδήποτε θέμα και απαντήστε το».

  11. Μια φορά χτύπησε το κινητό του Βέλτσου την ώρα που έκανε μάθημα. Όταν άκουσε κάτι που προφ δεν του άρεσε, σηκώθηκε κι έφυγε σιχτιρίζοντας, αφήνοντας τους φοιτητές σύξυλους. Τι είχε συμβεί; Το τηλεφώνημα ήταν από τα ΝΕΑ και του ανακοίνωνε την ακύρωση δημοσίευσης ενός κειμένου του.

  12. Δείπνο με τον τότε πρωθυπουργό Σημίτη σε κυριλάουα ρεστοράν. Σε μια δόση, όλοι βλέπουν έναν Βέλτσο εκτός εαυτού να ωρύεται προς τα γκαρσόνια και τους υπεύθυνους του εστιατορίου: «ΝΤΡΟΠΗ, Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ ΨΗΜΕΝΟΣ»!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την κλασική σημασία, υπάρχει και έτερη δευτερογενής, εκ της κλασικής προερχόμενη.

Ταρίφας είναι ο θύμας εκείνος, τον οποίο όλοι εκμεταλλεύονται για να τους πηγαινοφέρνει με το γιωταχί του. Συνήθως δεν είναι άτομο που χαίρει ιδιαίτερα μεγάλης εκτίμησης, ωστόσο όλοι θέλουν να τα έχουν καλά μαζί του, για ευνόητους λόγους.

Ταρίφας μπορεί να είναι κάποιος που μόλις αγόρασε καινούργιο αμάξι και ψάχνει ευκαιρία για να το μοστράρει και να γράψει χιλιόμετρα, με μια κουβέντα να κάνει απόσβεση τα λεφτουδάκια του. Ταρίφας μπορεί να είναι κάποιος πολύ αφελής και αγαθιάρης τύπος, που την έχει δει Μητέρος Τερέζος κι έτσι. Περιστασιακά, όλοι έχουμε υπάρξει ταρίφες, για διάφορους λόγους, π.χ. επειδή στην συγκεκριμένη φάση ήμασταν καυλωμένοι για αυτοκινητάδα και αδράξαμε την ευκαιρία, ή - συνηθέστερα - όταν είχαμε κάποιου είδους υποχρέωση σε αυτόν που μεταφέραμε.

Ο all time classic ταρίφας είναι βεβαίως ο αγαμίδης / λιγούρης / χασογάμης / λούζερ με τις γυναίκες / ο που δεν το 'χει με τα θηλυκά. Ούτος ο κακοδαίμων προσδοκεί ότι δια της εξυπηρετήσεως (ταριφικής) θα κάνει τη γκόμενα που μεταφέρει να τον συμπαθήσει, να τον δει μ' άλλο μάτι, να νιώθει υποχρεωμένη απέναντί του και εν τέλει να του κάτσει. Στη συντριπτική των περιπτώσεων πλειοψηφία, ο ταρίφας μένει με το πουλί στο χέρι, έχοντας αποσπάσει απ' τη γκόμενα μόνο ένα τυπικό «ευχαριστώ πολύ» ή ένα «να 'σαι καλά, τα λέμε» όταν την αποβίβαζε. Το οποίο όμως ευχαριστώ, κατά κανόνα λέγεται και με μια δόση τσαχπινιάς, ούτως ώστε να εξακολουθήσει να ελπίζει ο μαλάκας ο ταρίφας και να συνεχιστεί κανονικά στο μέλλον η εκμετάλλευση της βενζίνης του. Αυτά είναι με τις καριόλες! Εν προκειμένω, ο ταρίφας ταυτίζεται κατά το μάλλον ή ήττον με τον καληνυχτάκια.

Ενίοτε, ένας ταρίφας δύναται να πάρει προαγωγή και από καληνυχτάκιας να γίνει γκομενοφύλακας, ήτοι ο θλιβερός εκείνος τύπος ο οποίος πηγαινοφέρνει την γκόμενα (ή και ολόκληρη γκομενοπαρέα) σε δουλειές, πανεπιστήμια, βραδινές εξόδους κλπ, εκτελώντας παράλληλα χρέη ψυχοθεραπευτή, σύμβουλου μόδας, υπευθύνου ασφαλείας κλπ. Ο ερίφης λιώνει μέσα του απ' την καψούρα και προσδοκεί ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος, αλλά η γκόμενα τον βλέπει σαν κάτι μόλις παραπάνω από υπηρέτη (ουπς, σαν φίλο ήθελα να πω)!

  1. - Πάμε για κανά καφέ το απόγεμα;
    - Φίλε το κανονίζουμε για άλλη μέρα, έχω να πάω τη Γιάννα στον οδοντίατρο.
    - Ε ας πάρει τον κώλο της να πάει μόνη της! Ταρίφας έχεις γίνει, το 'χεις πάρει πρέφα;

  2. - Άκουσες που ο Ηλίας κι ο Κατσαρίδας βγήκανε με δυο γκόμενες που γνώρισαν απ' το τσατ;
    - Όχι, για λέγε..
    - Τίποτα, τις πήγαν Κολωνάκι και καλά, αλλά πήραν τ' αρχίδια μου ως συνήθως και στο τέλος χρεώθηκαν και την ταριφική μέχρι το Κορωπί στου διαόλου τη μάνα που έμεναν οι γκόμενες.
    - Αυτά είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό πολύ διαδεδομένο στον αθλητικό χώρο και, πιο συγκεκριμένα, στον χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας, εκεί όπου χρόνια τώρα μαίνεται η κόντρα ποδοσφαιρικών και μπασκετικών. Αντικείμενο των διαξιφισμών - τεχνητά συντηρούμενων σε μεγάλο βαθμό - είναι το ποιο από τα δύο αθλήματα είναι το καλυτερότερο, το πιο μαγκιόρικο, το πιο αρχιδάτο, το πιο αντρουά, το πιο δημοφιλές. Το χρησιμοποιεί συστηματικά και το έχει κάνει ευρύτερα γνωστό ο Γιώργος Γεωργίου, ασφαλώς όμως προϋπήρχε.

Το ό,τι παίζεται με τα χέρια είναι μαλακία θα αποτελέσει κάποτες το περήφανο motto στο μπαϊράκι του κράτους των ποδοσφαιράκηδων (όπως το Ordem e Progresso είναι το motto στη σημαία της Βραζιλίας ένα πράμα), όταν αυτό επανιδρυθεί μετά το ξερίζωμα και της τελευταίας μπασκέτας επί ελληνικού εδάφους, σε σχολεία, πλατείες, αθλητικά κέντρα, όπου εν συνεχεία θα στρωθεί αγνό πράσινο χορτάρι.

Διότι η Ελλάς ήτο, είναι και θα παραμείνει εις τον αιώνα τον άπαντα το κράτος της Μπάλας. Και ως γνωστόν Μπάλα είναι μόνο μία, η τιμημένη ασπρόμαυρη, όχι αυτή με τα καυλόσπυρα (δλδ η μπάλα του μπάσκετ, όνομα το οποίο οι ποδοσφαιρικοί αποφεύγουν και να προφέρουν ακόμη, αναφερόμενοι σε αυτό σχεδόν πάντα δια της πλαγίας οδού, όπως όταν λέμε Ακατανόμαστος και εννοούμε Νταλάρας).

Η Μπάλα (χαϊδευτικά μπαλίτσα, βλ. το Αλεφάντειο «μάθε μπαλίτσα αγόρι μου») είναι το μεράκι του φτωχού και βασανισμένου λαού, ενώ το μπάσκετ είναι όσο να το κάνεις πιο κυριλάουα και άρα πιο φλώρικο. Μπαλίτσα μπορούν να παίξουν όλοι: κουτσοί, στραβοκάνηδες, κουλοί (κατεξοχήν!), κοντοί (μέχρι σε φάση κλάνω και σηκώνεται σκόνη), ηλίθιοι. Οι καταβολές της Μπάλας χάνονται στα βάθη των αιώνων, ενώ το μπάσκετ είναι παιδί του σωλήνα, που είδε το φως σ' ένα αμερικάνικο κολέγιο μόλις το 19ο αιώνα. Η Μπάλα είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό παιχνίδι, είναι θεμελιώδες ανθρώπινο Δικαίωμα, που πρέπει να καταγραφεί αυτοτελώς στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών.

Κανονικά, το ρητό στρέφεται και εναντίον παντός άλλου αθλήματος που εμπλέκει τη χρήση χειρών, ήτοι βόλεϊ (πετοσφαίριση), πόλο (υδατοσφαίριση), χάντμπολ (χειροσφαίριση) κ.ο.κ. Αυτά όμως είναι οι φτωχοί συγγενείς των δύο μεγάλων αθλημάτων, κοινώς ποιος τα γαμεί, who gives a fuck anyway; Ποδόσφαιρο όμως και Μπάσκετ είναι πλέον ένα από τα βασικά αντιθετικά ζεύγη με τα οποία προσανατολίζεται η ανθρώπινη σκέψη (και με τα οποία μας εξοικείωσε ο Claude Levi-Strauss): Καλό-Kακό, Σωστό-Λάθος, Φύση-Νόμος, Θεωρία-Πράξη, Αρσενικό-Θηλυκό, Ωμό-Μαγειρεμένο, Ανθρωποφαγία-Χορτοφαγία, Μπαρόκ-Κλασικό, Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός και τόσα άλλα.

Παραλλαγή: «σε άθλημα που παίζεται με τα χέρια, η μαλακία είναι πρόχειρη». Τάδε έφη τιτανοτεράστιος Γιάννης Ιωαννίδης ως προπονητής του Γαύρου, σε χαμένο τελικό με το Βάζελο.

Για μια σχετική συζήτηση, βλέπε και εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τους όρους νταλικέρης, γυναίκα-νταλικέρης, νταλικέρισσα, περιγράφουμε μεταφορικώς άτομα θηλυκού φύλου τα οποία έχουν υιοθετήσει πρότυπα και συμπεριφορές που παραδοσιακά προσιδιάζουν στα αρσενικά. Η πρόσληψη όμως αυτή έχει γίνει με τρόπο επιφανειακό και κραυγαλέο, με σκοπό να πουλήσουν μούρη και να το παίξουν ιστορία. Έχουν δλδ καταπιεί αμάσητα τα ανδρικά χούγια, χωρίς να έχουν αφομοιώσει την βαθύτερη ποιότητα του ανδρικού ήθους. Εξ ου και η γενικά υποτιμητική σημασία των όρων. Αντιθέτως, ο όρος αντράκι (για γυναίκα πάντα) έχει κατά κανόνα θετικό πρόσημο: υπογραμμίζει χαρίσματα όπως επιμονή, αποφασιστικότητα, καρτερία, εντιμότητα κλπ.

Η γυναίκα-νταλικέρης έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με μια καγκουρογκόμενα (εννοούμε όχι την γκόμενα του κάγκουρα, αλλά μια γκόμενα με δική της, αυτόφωτη καγκουροσύνη). Ωστόσο οι δύο όροι δεν ταυτίζονται, με τον δεύτερο να χρήζει αυτοτελούς πραγμάτευσης σε ιδιαίτερο λήμμα. Επίσης, πολλαπλές και άκρως ενδιαφέρουσες είναι οι νοηματικές διασυνδέσεις μεταξύ νταλικέρισσας και bitch (καθαρόαιμο και σκυλί του πολέμου λεγόμενο).

Ο όρος καθόλου μα καθόλου δεν έχει να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση. Μια νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητα ούτε αντικαβλέ ταγάρι, ούτε μπάζο, ούτε καν νταρντάνα. Μπορεί κάλλιστα να είναι μια λίαν ευπαρουσίαστη και καυλωτική Μπάρμπι, όπως μπορεί επίσης να είναι λεπτεπίλεπτη και μικροκαμωμένη, μια γκόμενα-μινιόν, μια γκόμενα-μπρελόκ, μια γκόμενα τσέπης, ένα εύθραυστο μπιμπελό... Τέλος, η νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητο να είναι λεσβία, αν και το αντίστροφο ισχύει στο 99% των περιπτώσεων (δλδ σχεδόν όλες οι λεσβίες νταλικοφέρνουν).

Η γυναίκα-νταλικέρης είναι συνήθως αυτό που λέμε αλητάκι, της πιάτσας. Έχει ψηθεί στους δρόμους, ξέρει από ζωή και από ανθρώπους. Γουστάρει κάργα την ανδρική παρέα, χωρίς απαραίτητα να είναι αγοροκόριτσο. Είναι - ή νομίζει πως είναι - μαγκιόρα / μαγκιόρισσα, με μια μαγκιά όμως μάλλον κακοχωνεμένη και με αρνητικές συνδηλώσεις. Λατρεύει να περιαυτολογεί (σ' αυτό δε διαφέρει από τις άλλες γυναίκες).

Σήμα κατατεθέν της νταλικέρισσας είναι η μπάσα και βραχνή φωνή της. Αποτέλεσμα επιτήδευσης, στο οποίο έχουν ουκ ολίγον συμβάλλει και τα εκατομμύρια τσιγάρα (νόμιμα και μη) που έχει πιεί στη ζωή της. Σε εξτρήμ περιπτώσεις, το βράχνιασμα έχει προκληθεί και από τη χρήση στεροειδών αναβολικών, τα οποία κυριολεκτικά ανδροποιούν τη γυναίκα (σταμάτημα περιόδου, εξαφάνιση στήθους, τριχοφυΐα, υπερβολικές καύλες, νεύρα κλπ).

Ο τρόπος ομιλίας της συμβαδίζει απόλυτα με το περιεχόμενο της ομιλίας αυτής. Η νταλικέρισσα καταναλώνει τεράστιες ποσότητες σλανγκ, μπινελικίων, γαμοσταυριδίων. Συχνά ξεκινάει τις προτάσεις τις με ένα «ρε φίλε» ή «ρε γαμώτη μου». Λέει συχνά στ' αρχίδια μου ή στο μουνί μου. Σε πιο καμένες περιπτώσεις, μπορεί ακόμη και να κλάνει ή να ρεύεται. Με δυο λόγια, ιδανική γυναίκα για το μικρό μας σάιτ (που όμως τελευταία υφίσταται - φευ - τη διαβρωτική δράση όψιμων εκπροσώπων της κοσμοθεωρίας του γουτσισμού...)

Η νταλικέρισσα έχει κατά κανόνα γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα στη ζωή της. Αντιμετωπίζει τους γκόμενους ως μουνιά, μιμούμενη την ανδρική φρασεολογία. Όταν περιγράφει τις συνευρέσεις της, είναι λιγότερο σουρεαλιστική και αρκείται απλά στο να πει πως του έριξε κανά δυο μουνιά. Στις σχέσεις της - αν κατ' εξαίρεση κάνει κάτι τέτοιο - απεχθάνεται την πολλή τρυφερότητα, ενώ στο σεξ έχει απομυθοποιήσει και αποφεύγει τα πολλά προκαταρκτικά (όπως ακριβώς κι οι άντρες). Δεν τρέφει καμιά εκτίμηση για τους μετροσέξουαλ, τους θεωρεί φλωράτσες. Η ίδια ισχυρίζεται πως ψάχνει το απόλυτο αρσενικό, αυτό που θα δαμάσει το θηρίο που κρύβει μέσα της. Για να δει κάποιον πιο σοβαρά, θα πρέπει «να έχει πολύ μεγάλα αρχίδια, γιατί αρχίδια ούτως ή άλλως έχω κι εγώ» (αυθεντική ατάκα). Τα «αρχίδια» αυτά μεταφράζονται σε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, νταηλίκι, βαρβατίλα, προστυχιά, αλητεία, περιπετειώδη διάθεση. Γι' αυτό και προτιμούν επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών, μπράβους, αθλητές, drug-dealers, νταραβεριτζήδες και κουμανταδόρους. Και, ναι, καλά το καταλάβατε, ο κόσμος του πνεύματος και της διανόησης τις αφήνει παντελώς αδιάφορες. Ίσως τρέφουν μια γενική και αόριστη εκτίμηση για τους γραμματιζούμενους, αλλά όχι και να μπλέξουν και μαζί τους, για όνομα...

Μίνι κατάλογος με επώνυμες νταλικέρισσες

(εννοείται ότι δεν ανταποκρίνονται στα πάντα όλα της ανωτέρω περιγραφής, αλλά εντάσσονται εντούτοις στο γενικό νταλίκα-mood).

Bάνα Μπάρμπα

Άννα Βίσση

Άντζελα Δημητρίου

Μαρία Σολωμού

Σάσα Μπάστα

Ντέσσυ Κουβελογιάννη

Βούλα Πατουλίδου

Λιάνα Κανέλλη

Τζόρτζια από τους Μπλε

Amy Winehouse

(o κατάλογος παραμένει ανοιχτός προς συμπλήρωση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified