Ο πρεζάκιας που, υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, η φωνή του αλλοιώνεται και ακούγεται πιο ... «ζουζουνίστικη». Ίσως και κάποιες από τις κινήσεις του να προκάλεσαν αυτόν τον χαρακτηρισμό.

Θα το ακούσετε και ως ζούζουνας.

Τι πας να κάνεις τέτοια ώρα στην πλατεία ρε; Τώρα μόνο ζούζουνες θα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει μεγάλη περηφάνια και καμάρι. Συνήθως λέγεται ύστερα από κάποιο μεγάλο προσωπικό επίτευγμα.

Μαλάκες μου έκατσε χτες μια μουνάρα... Ένα νέτο... Δεν φαντάζεστε... Αφού μετά γύρισα στο σπίτι, έκατσα μπροστά στον καθρέφτη, κοιτιόμουν και τον έπαιζα.

Θέμης Ανδρεάδης - Είμαι πολύ ωραίος (από allivegp, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρόσθεση σιλικόνης στο γυναικείο στήθος. Από το σιλικονίτσα. Χρησιμοποιείται ως πιο κομψός όρος όταν θέλουμε να ρωτήσουμε με τρόπο αν η συνομιλήτριά μας έχει κάνει προσθετική στήθους.

- Κονίτσα;
- Τι κονίτσα;
- Σιλικονίτσα;
- Όχι παιδί μου! Κληρονομικό χάρισμα. Όλες στην οικογένεια έτσι είμαστε.

δείτε το video που ακολουθεί.

(από john386, 24/05/09)

βλ. και κονάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συντομότερος δρόμος. Συνήθως λέγονται οι δρόμοι που δεν πολυφαίνονται, πιο κακοτράχαλοι, αλλά που καταλήγουν στον προορισμό πιο σύντομα. Μες στην πόλη ίσως το ακούσεις και ως καβατζόστενο, στενό μέσω του οποίου παρακάμπτεται η κυκλοφορία των κύριων οδών.

Προέλευση από Κρήτη.

  1. - Μαλάκα πού να τρέχουμε τώρα μέχρι εκεί; Θα μας πάρει μισή ώρα.
    - Άσε ρε... ξέρω κονταρίδα τρελή σου λέω. Σε 10 λεπτά θα 'μαστε εκεί.

  2. Έχω τερματίσει όλες τις πίστες στο Colin Mcrae. Τις ξέρω όλες απ' έξω ρε... Στροφές, πετάγματα... Κονταρίδες... Όλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε είναι ακριβό. Συναντάται στην Κρήτη.

  1. - Πόσο το πήρες ρε το κινητό;
    - 400 ευρώ.
    - Λάμπα, μαλάκα..
    - Ε ναι, αλλά το είχα ανάγκη...

  2. - ... Και ζητάμε το λογαριασμό και μας καθίζει τη λάμπα...
    - Ε ναι ρε, σ' το 'χα πει, το μαγαζί είναι για να πηγαίνεις μόνο αν είναι να σε κεράσουν.

  3. - Πόσο κάνει αυτό αδερφέ;
    - 12 ευρώ.
    - Πολύ λάμπα αδερφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυρμήγκι. Στην Κρήτη.

- ...ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας τζίτζικας και ένα μελιγκούνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kαθιστώ κάποιον μισερό από το ξύλο. Δέρνω άσχημα. Συνώνυμο του «μισερεύω».

- Ψάχνω το Γιωργάκη, άμα το επετύχω πουθενά θα το μισερώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτυπάω την μπάλα κάτω και αυτή αναπηδάει. Τριπλάρω. Συναντάται κυρίως στην Κρήτη όπου οι μπασκετμπολίστες «μπιστάνε» τη μπάλα. Επίσης πριν από κάθε φιλικό αγώνα ποδοσφαίρου ακούγεται η φράση: «μπιστάει τρεις!», φράση που σημαίνει ότι η μπάλα θα αναπηδήσει 3 φορές χωρίς κανείς να την ακουμπήσει μέχρι την τρίτη αναπήδησή της.

Άλλος ορισμός είναι ότι θα σε πετάξω κάτω. Θα σε δείρω. Συνοδεύεται κυρίως από το πρόθεμα κωλό-, που κάνει την έκφραση ακόμα πιο σκληρή.

  1. - Ρε τον είδες τον ψηλάγκουρα; Πρώτα έκανε βήμα και μετά μπίστηξε τη μπάλα. Βήηηηματα ρεεε!

  2. - Λοιπόν παίδες έτοιμοι; Άντε δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Λοιπόν ξεκινάμε! Μπιστάει τρείς..

  3. - Μαλάκα κάτσε ήρεμα γιατί θα σε μπιστήξω κάτω.
    - Θα μου κλάσεις..
    - Θα σε κωλομπιστήξω λέμε....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μελανιά στα Κρητικά. Από το «μπλάβος, που σημαίνει μελιτζανής, μόβ» (πάσα: vikar).

«Μπλαβινιά» στην Καλαμάτα.

- Χτύπησα χτες το χέρι μου και δες πόσο έχει μπλαβίσει...
- Πώ, ρε μαλάκα. Τρελή μπλαβάδα, φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί μου. Μάλλον κρατάει από Λάρισα μεριά. Λέγεται είτε χαριτολογώντας σαν αντικατάσταση της προσφώνησης «πουλί μου» ή «πουλάκι μου», είτε πιο χυδαία σαν αντικατάστατο του γενετήσιου μορίου.

Το λένε πιο συχνά οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, οι κοπέλες σε φίλους / φίλες, αλλά και οι σταρχιδιστές για όλους.

  1. - Έλα πλιμ να φας το αχλαδάκι που σου καθάρισα. - Άσε με ρε γιαγιά, έχω ήδη φάει 2 κοτόπουλα, μισή κατσαρόλα πατάτες, 3 χωριάτικες, 1 τζατζίκι, 4 τυριά, μισό καρπούζι, 2μισυ πεπόνια, μία γαβάθα μανταρίνια και 9 κάστανα.
    - Στην ανάπτυξη είσαι πλιμ. Πώς θα μεγαλώσεις αν δεν τρως;
    - 23 χρονών είμαι ρε γιαγιά.

  2. (σχόλιο κάτω από φωτογραφία στο facebook μίας κολλητής στην άλλη):
    - Α ώστε έτσι πλιμ! Εσύ έκανες τα μπανάκια σου ωραία και καλά, κι εγώ δούλευα στο γραφείο... Σε μισωωωώ!

  3. (σχόλιο από blog)
    - Ρε δεν γαμιέστε όλοι; Ένα έχω να πω εγώ... ΤΟ ΠΛΙΜ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified