Ειρωνική Σκαρίμπεια έκφραση (κλασσική πλέον), που αναφέρεται στους κουραδόμαγκες και στους βλάχους, που μόλις πιούνε κανα ποτήρι παραπάνω, σερνικώνουνε ευθύς και απαιτούν να χορέψουν ζεϊμπέκικο (δικής τους χορευτικής εμπνεύσεως), χαζοπηδώντας σα να πατάνε σταφύλια, παρά τα θυμηδή χαμόγελα των μουσικών.

Είπαμε. Η κοινωνική αναμόχλευση στην Ελλάδα (ιδίως μετά τη Χούντα), απέβη μοιραία για την ορατότητα των κοινωνικών τάξεων. Αυτά τα «εργάτες-αγρότες-φοιτητές», μας αποτέλειωσαν. Ο Κοεμτζής μπορεί να καθάρισε καμπόσους για μια παραγγελιά (λέει), αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Η αρετή μπορεί να είναι διδακτή, μπορεί και όχι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον χορό.

Οι περισσότεροι σημερινοί άνδρες θεωρούν καθήκον των να παραλληλισθούν προς τους ασίκηδες ανατολίταις (κι ας φοράνε εβροπαηκό κουστούμι κι ας πιθηκίζουνε τα θέσφατα του Ζαμπούνη), όμοια όπως οι περισσότερες γυναίκες παρασταίνουν το εντεψίζικο νταρντανοθήλυκο της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς, λικνιζόμενες σε μελάτα νησιωτο-τσιφτετέλια, χωρίς να τα γνωρίζουν -ενώ πληρώνουν αδρά για μαθήματα ταγκό (sic)- (κι ας φοράνε Ντιορ κι ας έχουν διδακτορικό φιλοσοφίας).

Για την ιστορία, τα κατά τόπους ζεϊμπέκικα, ούτε αποκλειστικά κατά μόνας χορεύονται (βλ. το χορικό στον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου), ούτε ανδρικό προνόμιο είναι (π.χ. Στο τούρκικο ζεϊμπέκικο χορεύει κι η γυναίκα, που όμως κάνει διαφορετικές κινήσεις π.χ. σαν να φέρνει νερό με τη στάμνα κλπ).

Δυστυχώς, ο παραδοσιακός χορός κι η μουσική στην (όποια) Ελλάδα, έχουν κακοποιηθεί βάναυσα και οποιαδήποτε ρετροβασία (κατά το κτηνοβασία) αποβαίνει άκαρπη.

Υφίσταται μια μυθολογία (και παπαρα-φιλολογία) γύρω απ’ το τρίπτυχο ρεμπέτικο-μαγκιά-ζεϊμπέκικο, αλλά δεν προτίθεμαι να ρίξω το άπλυτο φως, γιατί θα σεντονιάσει ο ορισμός.

Άλλωστε, περί τα «βαριά πεπόνια» και τα σεντόνια, υπάρχει και το σκωπτικόν:
«Αντώνη-Αντώνη-μην τρώς πολύ πεπόνι-ο κώλος σου τεντώνει-θα χέσεις το σεντόνι».

- Πώ ρε σύ, κοίτα τί φιγούρες κάνει ο τύπος!
- Χαρά στον κύριο με μί κεφαλαίο! Σα να πατάει σταφύλια κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικη αργκό, για τον ειδικευμένο (;) δικηγόρο στο δίκαιο της ευθύνης από αυτοκινητιστικά ατυχήματα.

Οι δικηγόροι που ασχολούνται με τα τουτού, έχουν στην Αθήνα ολόκληρο κτήριο δικό τους (Νο 3 Ευελπίδων), διαθέτουν ομοιόμορφα απαθή αλλά πονηρά μούτρα και γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, αφού αποτελούν ιδιαίτερο σινάφι.
Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν «σκοτώνονται» μεταξύ τους επ’ ακροατηρίω (χάριν του πελάτη) κι ότι δεν παίζουν δικονομικές πουστιές ο ένας στον άλλο (π.χ. καθησυχάζει τον συνάδελφο ότι ματαιώθηκε η δίκη λόγω απεργίας γραμματέων, ενώ η συγκεκριμένη γραμματέας-κομματόσκυλο δεν απήργησε και τον ερημοδικάζει).

Έξω απ’ το κτήριο, η εικόνα θυμίζει την κολυμβήθρα του Σιλωάμ από τους μπανταρισμένους, τους πατεριτσοφόρους, τους χωλούς, τις κλαίουσες χήρες και τα ορφανά κλπ ενάγοντες, που περιμένουν υπομονετικά την σειρά τους να δικαιωθούν!
Ιδιαίτερη προσοχή οφείλουν να έχουν οι δικηγόροι των εναγομένων (συνήθως ασφαλιστικών εταιριών), που καλούνται να παίξουν το ρόλο του «κακού», υποβάλλοντας προσβλητικές ερωτήσεις και αμφισβητώντας πρόσωπα και πράγματα σε έντονο και καχύποπτο ύφος, προκειμένου να μειώσουν τα (φουσκωμένα) αιτούμενα κονδύλια αποζημιώσεως του ενάγοντος θύματος.

Άλλωστε, δεν είναι σπάνιο, κάποια χήρα ή κάνας ψωμωμένος συγγενής θύματος, να τους καταχερίσει, όταν βγουν από την αίθουσα. Αντίθετα, οι δικηγόροι των εναγόντων (του θύματος ή των επιζώντων συγγενών αυτού), είναι μειλίχιοι σαν κωλομπαράδες του Κατηχητικού και παρασταίνουν τους τεθλιμμένους, ιδίως τα κοράκια, που αναλαμβάνουν μόνο θανάτους εργολαβικά (γενναίο ποσοστό επί της επιδικασθησομένης αποζημιώσεως).

Αλλά το αν και το ποιος θα πάρει τί, είναι ζήτημα του εκάστοτε προέδρου, αφού τα περισσότερα φράγκα που έγκεινται στην ηθική βλάβη (τραυματισμός) ή την ψυχική οδύνη (θάνατος), υπόκεινται στην ανέλεγκτη κρίση του κι έτσι:

[i]Η λαμαρίνα - η λαμαρίνα, όλα τα σβήνει
Mας έσφιξε η Ευελπίδων σαν μια ζώνη
Kι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι
Πώς παίζει ο πρόεδρος κονδύλι με κονδύλι...[/i]

- Τί δουλειά κάνεις;
- Δικηγόρος!
- Και με τί ασχολείσαι; Ποινικολόγος;
- Μπάαα! Λαμαρινάς! Έχω τον «Φοίνικα»...

Κι ο Michael Clayton ήταν λαμαρινάς! (από Khan, 22/09/09)Στο 4:02 και 6:06 η άποψη του προέδρου για τις σωφερίνες! (από HODJAS, 03/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παζάρι στο οποίο βρίσκει κανείς τα πάντα όλα, (δηλαδή υπ’ αυτή την έννοια κάτι σαν τα Χάρροντς της Ανατολής), με την διαφορά ότι είναι αρκούντως λαϊκότερο, συνήθως αναφέρεται σε παλιά-μεταχειρισμένα αντικείμενα και ο κάθε πωλητής στεγάζεται (αν στεγάζεται) αυτοτελώς (περί της διαφοράς αγορά-παζάρι-μάρκετ βλ. παρακάτω).

Λέγεται ότι προέρχεται από τον Εβραίο έμπορο Ελία Γιουσουρούμ, που ήρθε τον 19ο αιώνα από τη Σμύρνη στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην πλατεία Αβησσυνίας, ιδρύοντας το πρώτο παλαιοπωλείο, αν και η τούρκικη λέξη sürüm σημαίνει πώληση-απόληψη.

Σχετικά: Γιουσουρουμτζήδικος, -η, -ο, γιουσουρουμτζής, «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή» (Σ. Διονυσίου), «Γιουσουρούμ» (Ν. Άσιμος), στίχος «...πούλησα στο γιουσουρούμι χόμι-μπόι πανταλόνι και αγόρασα για σένα αδαμάντινο βελόνι...» (Ημίζ), «Αγοράζω παλιά» (Ολύμπιανς) κλπ.

Συγγενεύει εννοιολογικά με το οθωμανικό μπιτ-μπαζάρ και το (παραδόξως) ταυτόσημο εγγλέζικο flea market, υπό την ειδική σημασία της πώλησης και ανταλλαγής φτηνών ή μεταχειρισμένων-κλεμμένων μικροπραγμάτων αλλά και αντικών.

Στην Αμερική (garage sale) και στην Βρετανία (boot sale), υφίστανται ιδιωτικά γιουσουρούμια, στον κήπο οποιουδήποτε θέλει να μετακομίσει ή να ξαλαφρώσει από την παλιατσαρία. Στην Ελλάδα δυστυχώς, δεν υπάρχει αντίστοιχος θεσμός, οπότε οι νεοέλληνες πετάνε κυριολεκτικά στον δρόμο τα παλιά τους πράγματα, τα οποία μαζεύουν εξαθλιωμένοι άνθρωποι (ρακοσυλλέκτες, αλλοδαποί, άστεγοι, πρεζάκηδες κλπ) και ιδίως πονηροί παλιατζήδες –νυν αντικέρ- (αν είναι -όχι σπάνια- τίποτα έπιπλα αξίας), που τα μεταπωλούν στα μεγάλα γιουσουρούμια, ώστε να φρεσκαριστούν και να τα πάρουν τίποτα συλλέκτες που φυσάνε το παραδάκι. Παλιότερα όμως, τη συλλογή των παλιών-αχρήστων επ’ ανταλλάγματι έκανε ο πλανόδιος παλιατζής, με την στεντόρεια τραγουδιστή φωνή του «Οοοο παλια-τζής! Ρούχα-παλιά-αγοράζω»! (βλ. και Νίκο Φέρμα στο «Ένας ήρως με παντούφλες»).

Το παρδαλό γιουσουρούμ διαφέρει από την λαϊκή αγορά, διότι στην τελευταία κατ’ εξοχήν διατίθενται προϊόντα προς άμεση ανάλωση και λειτουργεί κάθε μια άπαξ εβδομαδιαίως, αν και το πειραιώτικο αυθεντικό γιουσουρούμ στην πλατεία Ιπποδαμείας -οδό Αλιπέδου δίπλα στα παλαιοπωλεία, που αντικατέστησε την άτυπη αγορά του Καραϊσκάκη (κάηκε το 1937) δίπλα στα Λεμονάδικα της Ακτής Τζελέπη, λειτουργεί κάθε Κυριακή και αντίστροφα, όλο και περισσότερες λαϊκές γιουσουρουμοφέρνουν, δεδομένου ότι πλέον διατίθενται και παλιά είδη.

Εξ άλλου, η κατοχή αδείας πωλήσεως αγαθών (όπως και η έκδοση αυτής), των γιουσουρουμτζήδων είναι μια ομιχλώδης υπόθεση, ενώ στις λαϊκές, είναι υποχρεωμένος ο πωλητής να αναρτά την άδειά του και να στήσει το τσαντήρι του σε προκαθορισμένη θέση, αλλιώς οι άλλοι πωλητές του αναποδογυρίζουνε τον πάγκο.

Από την «αμερικάνικη αγορά», που αγόραζε μια φορά ο κοσμάκης «second hand» τα κοντοβράκια των ευεργετών μας (ξανάρθε στο προσκήνιο το 80-90 λόγω μόδας), διαφέρει στο ότι δεν αφορά μόνον είδη ένδυσης.

Κλασσικό γιουσουρούμ εν Ελλάδι ήταν το πολύβουο Μοναστηράκι (κυρίως η Κυριακάτικη ουρά του), που έφτανε μέχρι το Γκάζι και στη συνέχεια το κουτσουρέψανε Δημοτική παραγγελία, κατόπιν αιματηρής αντιδικίας τσιγγάνων (λέει). Τα δε μικρομάγαζα της περιοχής, κατήντησαν προοδευτικά μουράτες φίρμες ή «αντικερίες», που ούτε φτηνά είναι, αλλ’ ούτε και ποιοτικά. Αντίστοιχα, μετετράπησαν σε καταστήματα τα οθωμανικά (εβραιοκρατούμενα) παζάρια της Σαλονίκης (Καπάνι, Βαρδάρι, Λαδάδικα, Μοδιάνο, Καραβάν-σαράι κλπ, η δε διαβαλκανική εμπορο-ζωοπανήγυρη στη Χ.Α.Ν.Θ. μετονομάσθηκε σε «Διεθνής Έκθεση» όπου κάθε κλάπας βγάζει κι ένα λόγο παραμυθίας κάθε Σεπτέμβρη προς Θεσσαλονικείς αλλά εις επήκοον όλων), η οδός Αθηνάς και τα Χαυτεία στην Αθήνα, το ιταλικό «μαρκάτο» της Πάτρας, η αγορά των Χανίων, Ηρακλείου, Βόλου, Λαυρίου, το εβραιοπάζαρο των Ιωαννίνων κλπ. Η Πλάκα δεν έχει πλέον παζάρι, αφού την κατήντησαν υπνούπολη πολυτελείας ντόπιοι αετονύχηδες και ξένοι ταλαριούχοι, αγοράζοντας μπαμπέσικα (μέσω κάποιας τέως υπουργού) τα νεοκλασικά (φρούρια τώρα) ώστε να βροντολογάνε τις πορδές τους ανενόχλητοι απ’ τη βουή της ζώσας συνοικίας που ήταν κάποτε. Τα ίδια έγιναν και στην Τουρκία, με τη μετατροπή των παζαριών σε τσαρσιά (αγορές) ανοικτές ή κλειστές (καπαλί-τσαρσί), παραγκωνίζοντας τα γιουσουρούμια.

Στο γιουσουρούμ όμως, κυκλοφορεί ακόμα κάθε καρυδιάς καρύδι, αφού τα είδη της πραμάτειας είναι ευθέως ανάλογα με τις ιδιοσυγκρασίες των παρευρισκομένων: λατερνατζήδες, αριστεροκράτες, πρεζάκια, ζήτουλες, αδερφές, παπατζήδες, μοσκομούνες, λαχανάδες, μανιαούρια, τεκνατζούδες, φοιτητές, αλλοδαποί, φτωχολογιά, τουρίστες κλπ. Σε κάποια γωνία του Μοναστηράκι, υπάρχουν ακόμα ακουμπιτζήδες (=ενεχυροδανειστές), σαράφηδες, τοκογλύφοι και μεταφραστές (=κλεπταποδόχοι), που ξεπλένουν τα κλεψιμέικα και τα επαναφέρουν στην έντιμη αγορά! Ούτω πως, όταν κάποιος βλάκας δήμαρχος (νομίζοντας πως ξέρει την Αθήνα) προσπάθησε πριν χρόνια να λαϊκίσει βολτάροντας δήθεν ανέμελα με την κλάκα του στο Μοναστηράκι, τα σαΐνια του φάγανε το πράσο πριν να πει «κύμινο»...

Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας διαβάζεται ανάγλυφα στην καθημερινή της συναλλαγή, αφού αναγκαστικώς περνάει μέσα από την αρχαία αγορά και στη συνέχεια στο ρωμαϊκό φόρουμ, από κει στην καθαρά εμπορική βυζαντινή αγορά (αφού ο Κύριος έδιωξε τους εμπόρους απ’ τους ναούς, σηματοδοτώντας την απαρχή των ιερατείων και τον χωρισμό εμπορικής συναλλαγής-πολιτικής συζήτησης), κατόπιν στο οθωμανικό παζάρι (και τα κατά τόπους βενετσιάνικα μερκάτα και πιάτσες), στα καταστήματα που έγιναν μαγαζιά (<γαλλικό magasins), που με τη σειρά τους γίναν άξαφνα shops / stores, ύστερα super market και εν τέλει στα ενοποιημένα κι απρόσωπα Malls.

Parole αυτά, η εμπορική συναλλαγή εν Ελλάδι ποτέ δεν πρόκειται να υιοθετήσει απόλυτα το customers’ service (βλ. «πώς μπορώ να εξυπηρετήσω» και άλλες αδόκιμες μαλακίες), διότι υφίσταται μια ψυχική-ανθρώπινη προσέγγιση, μεταξύ πωλητή-αγοραστή (βλ. σχόλια στο λήμμα ό,τι βλέπετε). Για τον λόγο αυτό, είναι αδιανόητο να αγοράσεις κάτι χωρίς να κάνεις παζάρι, αφού το τίμημα είναι πάντοτε ενδεικτικό (βλ. παζάρι στην Ιερουσαλήμ Monty Python’s «The Life of Brian»).

Ο νεοέλληνας καλώς ή κακώς, πάντα κάπου θα βασιστεί (π.χ. κοινή καταγωγή, αμοιβαίο γνωστό που τον στέλνει «συστημένο», ποδοσφαιρική ομάδα, στρατός κλπ), ώστε να ανακαλύψει οποιουδήποτε βαθμού και είδους εγγύτητα με τον συνομιλητή του (βλ. «Η Πιάτσα» Ε. Παπαζαχαρίου), γι’ αυτό ρωτάει πάντα «τίνος είσαι συ;» Αν υπάρχει σημείο επαφής, πάμε καλά. Αν όχι, σε στέλνει στο διάολο (υπάρχουν πολλοί τρόποι).

Άρα στην ουσία, δεν πρόκειται για την ξερή αμφοτεροβαρή δικαιοπραξία της πώλησης, αλλά για «ανταλλαγή» (εξελικτικά εκ του «δούναι και λαβείν», νταραβέρι <λατιν. dare-avere, αλισβερίσι< τουρκ. alışveriş=δοσοληψία), αφού το χρήμα υγιέστατα εν Ανατολή έχει καθαρά ανταλλακτική αξία και δεν αποτελεί αξία το ίδιο.

Οι νεοέλληνες (να τα λέμε κι αυτά), υπήρξαν μέχρι πολύ πρόσφατα φορείς ενός πολυσχιδούς-πολυσυλλεκτικού και λεπτεπίλεπτου πολιτισμού, που βασίζονταν στην κοινωνική ανεκτικότητα. Το Καρναβάλι της Πάτρας παλιά γινόταν στους δρόμους, όπου χιλιάδες πιωμένοι χόρευαν και δεν άνοιγε μύτη. Τούτο ήταν αδιανόητο π.χ. στην Αγγλία ή στο Βέλγιο καθώς και σε οποιαδήποτε «προηγμένη» ευρωπαϊκή χώρα).

Με τον αυθορμητισμό όμως, δεν κονομάνε τα μαγαζιά, άσε που οι νεοέλληνες μέσα σε είκοσι χρόνια κατήντησαν βίαιοι κι επικίνδυνοι, αφού πίνουν άγνωστα ποτά χωρίς να τρώνε, υπό τους ήχους (ξένης σ’ αυτούς) εκκωφαντικής υπόκρουσης.

Αποτέλεσμα: τέρμα ο δρόμος και οι γλεντοκόποι σαλαγιούνται στα ομοιόμορφα σκατόμπαρα να ρουφήξουν μπόμπες, για να βγουν μετά έξω και να βιαιοπραγήσουν (Ευρώπη γίναμε γιά).

Στην Ισπανία, το ευρέως διαδεδομένο «botellon» (=βάζω ένα ποτό ή κοκτέηλ σε μια μποτίλια απ’ το σπίτι μου και διασκεδάζω στον δρόμο, χορεύοντας και γνωρίζοντας κόσμο), απαγορεύτηκε δια Νόμου, δήθεν λόγω εγκληματικότητας και ρύπανσης των δρόμων.

Η καικαλάδικη ελληνική κόπια του, στην πλατεία Μαβίλη, δεν φτούρησε, αφού τα μαλακιστήρια ουδεμία διάθεση έχουν για κοινωνικότητα, παραμένοντας περιχαρακωμένα στις παρέες τους, ο δε λόφος της Πνύκας, που ανέβαιναν τα μανιαουράκια που περνούσαν το καλοκαίρι τους στην Αθήνα και δεν είχαν (ή δεν ήθελαν) για να στριμωχτούν σε μαγαζιά, αστυνομοκρατείται.

Το ελεύθερο κάμπινγκ απαγορεύεται στην Ελλάδα, διότι δήθεν οι (κατ’ εξοχήν φυσιολάτρες) ελευθερο-καμπινίστες δεν προσέχουν, ρυπαίνουν το περιβάλλον και καίνε τα δάση... Ολοένα και περιφράσσονται οι δημόσιες παραλίες, μεταφράζοντας το μπανάκι σε ευρωρραγία. Κάγκελα παντού!

Ομοίως, το νεοελληνικό Κράτος, συνεχίζοντας μακρά παράδοση χειραγώγησης του συνέρχεσθαι, έδωσε δεινές μάχες για να καταφέρει να μαντρώσει την εμπορική (και όχι μόνο) συναλλαγή, όπως έδωσε ο Ιουστινιανός για να ελέγξει τον λαϊκό Ιππόδρομο, όπως έδωσε η Οθωμανική αυτοκρατορία κατά των καφε-χανέδων, που μαζεύονταν οι υπήκοοι και τα λέγανε, όπως έδωσαν και οι Δυτικοί, μικραίνοντας πλατείες (πιάτσες), για να χωρούν λιγότερο κόσμο και να μην ξεκινούν στάσεις ή τουλάχιστον να καταστέλλονται ευκολότερα.

Η μάχη συνεχίζεται, αφού οι ρωμηοί αρνούνται να τυποποιήσουν τη ρακή (και το λάδι) παραγωγής τους, κλάνοντας επιδεικτικά τις σχετικές υποδείξεις της Ε.Ε. και του Υπουργείου (μωρ’ τί μας λες;), τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους, μαζεύονται και στήνουν σα Γαλάτες τρανά γλέντια, όταν ανοίγουν τα καζάνια!

-Ρε γαμώτο, κάποιο κωλόπαιδο, μου’ φαγε τον επενδύτη μου!
-Μη σκας! Κατέβα Κυριακή στο γιουσουρούμ, να τον ξαναβρείς μπιρ-παρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστο και κοινότατο επίθετο εις βάρος μη μεμυημένου ανθρώπου (άραγε πανηγυρικά αναγκαστικής λείας), είτε στην καθημερινή αστική συναλλαγή (δηλ. αγαθιάρης / άπειρος / αγνός που οφείλεται στην ηλικία / μόρφωση / αντίληψη / συναισθηματισμό / κοινωνική καταγωγή κλπ), είτε στα ενδότερα μιας συγκεκριμένης συντεχνίας (καταχρηστικά, αφού κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τα -εξ άλλου επτασφράγιστα- μυστικά κάθε σιναφιού, της νυν και αεί προ-βιομηχανικής Ελλάδας κι ας κοκορεύονται οι μεμυημένοι παίζοντας μπάλα στην έδρα τους, βλ. σχόλια λήμματος σχολιό).

Ενώ λέγεται και στην καθομιλουμένη, στην παλιότερη αργκό είχε την ιδιαζόντως υποτιμητική σημασία του θύματος και σήμερα παρατηρείται η αναβίωση της λέξης σε αργκοτική χρήση (όπως και της λέξης «θύμα») με την αυτή σημασία.

Χρησιμοποιείται με το μεταβατικό ενεργητικής διάθεσης ρήμα «πιάνω / -ομαι».

Ως ιδιωματικώς αμετάβατο σε μέση πλάγια (ή περιποιητική ή ωφελείας!) διάθεση, μπορεί μόνο να απαντηθεί στην σπανιοτάτη όσο και ακραία περίπτωση, κατά την οποίαν ο αετονύχης ειδοποιεί το θύμα περί το κοροϊδιλίκι του, ακριβώς κατά την στιγμή που το εξαπατά: «Πιάνομαι (=κονομάω) κορόιδο!»

Αντίστοιχα ισχύουν και με το μεταβατικό ρήμα α' συζυγίας «σπάζω» (ενεργητικής + παθητικής διάθεσης), που απέκτησε νεωστί παθητική φωνή, ως αμετάβατος ιδιωματισμός «σπάζομαι/σπάστηκα», ενώ αντίστροφα το αμετάβατο παθητικής διάθεσης ρήμα «χαλάω», έγινε μεταβατικό μέσο αυτοπαθές (ή ευθύ) «χαλιέμαι».

Εννοιολογικά, το ρήμα πιάνω /-ομαι + κορόιδο, έχει την σημασία της κατάληψης εξ απίνης και της συνεπαγόμενης αιχμαλωσίας του θύματος από τον θύτη.

Ετυμολογικά, προέρχεται απο την κουρά (<κείρομαι) των εριφίων (κατά τον γλωσσολόγο-αν/χη Κατσάμπελα), ως κουρό-γιδο.

Σε πολλούς λαούς εκτός από τον ελληνικό, η κώμη και η γενειάδα αποτελεί ισχυρό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, της ευρωστίας και της ομορφιάς. Το κούρεμα και δη το φορσέ, θεωρείται αναντάμ- μπαμπαντάμ δεινό για την αξιοπρέπεια του ατόμου. Εξ ου το ρήμα «κουράζομαι» = άχθομαι, στεναχωριέμαι, βαρυγκομώ.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, διατηρούσαν πλούσια μαλλιά, τα οποία έκοβαν σε περίοδο πένθους.

Οι βυζαντινοί κούρευαν άτσαλα όσους διαπόμπευαν ή λύντσαραν.

Οι δυτικοί κούρευαν ή αφαιρούσαν την διακοσμητική περούκα, σε όσους επρόκειτο να εκτελεσθούν (βλ. την Εσμεράλδα στην «Παναγία των Παρισίων», Ιωάννα της Λωραίνης, Μαίρη Στιούαρτ κλπ).

Τα παληκάρια του ’21 κούρευαν και ξούριζαν με το μαχαίρι τους κιοτήδες και τους μπαμπέσηδες (βλ. «Σουλιώτικο ξύρισμα»).

Ο Μπαϊρακτάρης, ξεφτίλιζε τα κουτσαβάκια, κόβοντάς τους το τσουλούφι και το μουστάκι.

Οι καταδικασθέντες με το Νόμο 4.000/1958, κουρεύονταν με την ψιλή και διαπομπεύονταν δημοσία.

Ορισμένοι ΕΛΑΣίτες (όπως και οι Γάλλοι ΜΑΚΙ) κούρευαν τα κορίτσια ελευθερίων ηθών, επειδής (λέει) πήγαιναν με Γερμανούς ή Εγγλεζάκια.

Ο Λαδάς επί Χούντας, ξαπόστελνε τα καρακόλια στους δρόμους, να κόψουνε τα μαλλιά των «χίππηδων».

Στον στρατό (και μέχρι πρότινος στο σχολείο και στη φυλακή), το υποχρεωτικό κούρεμα ισοδυναμεί με εξάλειψη της ατομικότητας. Οι επικλήσεις-αντιπαραβολές της μακράς κώμης του Καραϊσκάκη προς αυτήν ενός προσαχθέντος διαμαρτυρομένου μανιάουρα, ελάχιστα πείθουν τους μπάτσους κατά τις «εξακριβώσεις».

Άλλωστε, μέχρι πρότινος (καμιά 20 χρόνια), όταν κάποιο παιδάκι ερχόταν στο σχολείο φρεσκοκουρεμένο, είτε λόγω σχολικής πειθαρχίας (παλιότερα οι άρρενες μαθητές ήταν άπαντες «εν χρώ κεκαρμένοι» και βάζανε πηλίκια με την κουκουβάγια να καλύψουνε την κουρούπα) ή ένεκα πρακτικών λόγων (δηλ. για να μην πιάνουν ψείρες, ενώ επιπροσθέτως τα έλουζαν και με ξίδι), είτε λόγω αμφισβητούμενης αισθητικής ή οικονομίας (για να μην πληρώνουνε μπαρμπέρη κάθε τρεις και λίγο) των γονιών, τα άλλα μαθητούδια του φώναζαν «κουρεμένο γίδι!» μέχρι να γίνει καυγάς ή να βαρεθούνε και να σκάσουνε.

Υφίσταται και ως γνωστό και αμφίβολης προαίρεσης παιδικό παιχνίδι «το κορόιδο», όπου καλείται ένα παιδί να μπει στη μέση ενός κύκλου παιδιών και κυνηγά τη μπάλα που πασάρουν γρήγορα οι άλλοι μεταξύ τους κι όταν την πιάσει, μπαίνει στον κύκλο αυτός που την έχασε κ.ο.κ.

Αντίστοιχα, η παιγνιώδης έκφραση λέγεται και στο ποδόσφαιρο, όταν μια ομάδα ψευτοπασάρει την μπάλα μεταξύ των παικτών της, αποφεύγοντας να παίξει (συνήθως αφού κερδίζει για να «ροκανίσει το χρόνο» μέχρι τη λήξη του μάτς), ενώ οι αντίπαλοι κάθιδροι τρέχουν να την προλάβουν μπας και ισοφαρίσουν.

Περί του ποιος θεωρείται κορόιδο στην Ελλάδα, ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει το λήμμα ξύπνιος, δηλαδή τον αντίποδά του δίκην αρνητικού ορισμού, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων.

Πάντως, το κορόιδο είναι ο αποδιοπομπαίος και διαπομπευόμενος τράγος της κοινωνίας, που δεν αναγνωρίζει ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ θύματος-θύτη, όπως τα ζώα. Ο αγαθός γίγαντας Γκρισίνο, δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι γενναιόδωρα παραχωρούν στον άλλο την θέση του κορόιδου, αφού το δικαστήριο της ανθρώπινης ψυχής δέχεται άνευ ετέρου τινός την ομολογία του άλλου σε ενοχή, ενώ για την επίκληση αθωότητας διατάσσει αποδείξεις.

Παράγωγα: Κοροϊδεύω=σκώπτω / ειρωνεύομαι / εξαπατώ / κάνω πλάκα κλπ, κορόιδο γίνεσαι; (=ασφαλώς συμφωνώ/βέβαια, κατά τα «πλάκα με κάνεις;» / «χαζός είσαι;» κλπ), μη γίνεσαι κορόιδο, κοροϊδάρα, κοροϊδίστικος, κοροϊδάκι, κάνε το κορόιδο (προσποιήσου ότι δεν καταλαβαίνεις, κατά το «κάνω το Γερμανό / Αμερικάνο / Κινέζο» / «κάνω την κυρία» κλπ, την κορόιδα μου κάνεις; (τον ψόφιο κοριό), το κοροϊδιλίκι σου δεν έχει φράχτη/σπάει τζάμι κλπ.

Παρόμοια: Πιάνομαι Κώτσος (μετωνυμικώς εκ του αφελούς επαρχιώτη με το τυχαίο όνομα «Κώστας»), θύμα, αναμπαίζω (βλ. Φιδέμπορας), μπαίγνιο, ξεφτίλα, ρόμπα, ρεντίκολο, άθυρμα, Αμερικανάκι;, Τζώνης (εγγλεζάκι-αμερικανάκι), ζυμάρι, ψημάρ(ν)ι, γελάνε κι οι σαύρες με το χάλι σου, σε κλαίνε και τα ρεγγοκέφαλα, σε πήρανε χαμπάρι κλπ.

Σχετικά: «Αλίμονο στους νέους» (που έχει εφαρμογή και στον στρατό ως ιαχή παλιών), όπου ο σωφέρ Ντούζος κλέβει το «κορόιδο» τον αφεντικό του, «Κορόιδο γαμπρέ» με τον Αυλωνίτη, «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδας» με τον Ηλιόπουλο, «Κορόιδο άδικα περνάς» (παλιό ρεμπέτικο), «Καθάρισε τη θέση σου» Β. Τσιτσάνης (αποκαλεί κορόιδο τον αντίζηλό του), «Ο Γρηγόρης» (σκυλοτράγουδο του ’60, λέει «βρέ Γρηγόρη πώς τα έχεις κάνει ρόιδο-σύ το ζόρικο αγόρι- πώς επιάστηκες κορόιδο»), «Τα κορόιδα οι αρχαίοι» (βιβλίο Γ. Μαρμαρίδης) κλπ.

Σημειωτέον ότι οι εκφράσεις «κάνω τον Γερμανό» ή το μεταγενέστερο «κάνω τον Αμερικάνο» (=κάνω ότι δεν καταλαβαίνω / την κορόιδα), επινοήθηκαν κατά σειρά εμφανίσεως ξένων στρατών κατοχής (!) στην Ελλάδα, ενώ ο δόλιος ο Κινέζος (εκτός της εν Ελλάδι παρουσίας Απωασιατών κατά τον 1ο Παγκόσμιο στη Σαλονίκη ως αποικιακές εφεδρείες που τραβολογούσανε μαζί τους οι «σύμμαχοι»), ήρθε με κάθε άλλο παρά κατακτητικές διαθέσεις. Και η αναφορά σ’ αυτόν, γίνεται μόνο και μόνο λόγω ασυνεννοησίας.
Κανείς ποτέ όμως δεν είπε «κάνω τον Ιταλό», μ’ αυτή την έννοια...

Οι Γερμανοί κι οι Αγγλο-αμερικάνοι «Τζώνηδες» φαντάροι, είτε οι πρώτοι ως βεριτάμπλ κατακτητές είτε οι λοιποί ως «σύμμαχοι», γαμούσανε και δέρνανε στην Ελλάδα (όπως συνεχίζεται σήμερα στη Σούδα), αλλά δεν καταλαβαίνανε (ούτε και θέλανε να καταλάβουνε) τη γλώσσα και τα έθιμα του τόπου και γι’ αυτό τα μαγκάκια, κοιτάγανε να τους φάνε κάνα φράγκο (π.χ. στον παπά / μπαρμπούτι ή στα λειψά τσιγάρα στις κούτες ή τσούρνεμα πράσου απο την πουτάνα στο μπουρδέλο) ή να κάνουνε μικρο-εμπόριο με στρατιωτικό υλικό (π.χ. μεταπουλούσαν καναν αμερικάνικο ναυτικό επενδύτη, βλ. και τα λεγόμενα «κασμήρια θαλάσσης» = γιουσουρουμτζήδικα υφάσματα δήθεν εισαγωγής με τράμπα απο ναυτικούς) ή εν ανάγκη και να το βουτάρανε (π.χ. σαλταδόροι που κλέβανε γερμανικό ψωμί, όπλα, ρεζέρβες αυτοκινήτων γερμανικών και κατόπιν εγγλέζικων οχημάτων κλπ), για να το πουλήσουνε στη μαύρη αγορά, εκ πείνης (βλ. καλώς ήρθε το δολλάριο!).

Οι Γερμαναράδες και τα Αγγλο-αμερικανάκια κάνανε χαμογελώντας «Γιά» και «σούαρ» και τέτοια, αφού δεν πολυκαταλάβαιναν τι διαμείβεται, αλλά δεν παρέλειπαν να ρίχνουν στο ψαχνό, όταν παίρνανε πρέφα το μπαλαμούτι.

Τα παλληκαράκια που πέσανε στη μάχη της μπομπότας, ήταν και τα μόνα που δεν φύγανε κοροϊδίστικα...

- Ρε γαμώτο, πάλι χώθηκα να πάω στη δουλειά το Σάββατο. Μόνο σ’ εμένα λέει το αφεντικό, αφού όταν πλακώσει δουλειά, οι υπόλοιποι κάνουν τον ψόφιο κοριό. Μαύρο Παρασκευόβραδο θα κάνω... - Άντε μωρή κοροϊδάρα! Αφού σ’ έχουνε πάρει χαμπάρι όλοι! Γράψ’ τους όλους στ’ αρχίδια σου και πάμε για μπανάκι το Σάββατο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεφαλαιώδης νεοελληνική έκφραση που δηλώνει τον έξυπνο, τον άνθρωπο τον μπασμένο μέσα στα κόλπα / πράγματα, της πιάτσας, τον έμπειρο, τον μεμυημένο, τον καπάτσο, τον μάγκα, τον καραμπουζουκλή, τον ανοιχτομάτη που' χει μάτια και στον κώλο, τον αητό κ.α.

Εκ του έξυπνος (ιδιωμ. «ξυπνητός» / «ξυπνός», βλ. και «Κολλίγα γιός» Λ. Κηλαηδόνη «Μικροαστικά»).

Σε πιο αργκοτική έκφανση ταυτίζεται με το «πονηρός» (βλ. ειρωνικά-επιθετικά: «Δεν την είδες την ουρά στο ταμείο και την πηδάς; Τί είσαι εσύ; Είσαι πονηρός εσύ;» κλπ).

Αντίθετα: Κοιμισμένος (βλ. και αγγλ. εξ αμάξης «you dozy bollocks»!), κορόιδο (<κουρό-γιδο), βόδι, μοσχάρι, βουβάλι της Καρχηδόνας, χαζοπούλι, κουτομόγιας, κουτορνίθι, μουλάρι του πυροβολικού και εν γένει χαϊβάνι = ζώον, μαλάκας, αγαθοκλής, χαζοβιόλης κ.α.

Άλλωστε, σε πολλούς ευρωπαϊκούς (τουλάχιστον) πολιτισμούς, απαντάται η περιπαιχτική έκφραση «Ξύπνα!» π.χ. γερμαν. Wach auf! / Schlaf gut! = καλόν ύπνο, ιταλ. Sveglio = ξύπνιος κλπ.

Από τη σκοπιά των ιεχωβάδων φυσικά, ξύπνιος είναι αυτός που πιστεύει στις δικές τους μαλακίες (και όχι στις άλλες)...

Η έκφραση «μη μας κάνεις τον ξύπνιο» ενός ατόμου προς άλλο, όπου το «μας» σηματοδοτεί τον άκοπο ομφάλιο λώρο με την κοινότητα εις βάρος (;) της (δυτικού τύπου) ατομικότητας (βλ. σχόλια Στράβωνος, Χάν, Τζονμπλάκ κ.λπ. στο λήμμα άλλος), θέτει στην ουσία σε δοκιμασία την καπατσοσύνη του αντισυμβαλλομένου, την οποία ο τελευταίος καλείται να αποδείξει, ώστε να μην κατέλθει κλοτσηδόν την κοινωνική κλίμακα.

Εδώ, στη νεοελληνική κοινωνία και γλώσσα, υφίστανται κάποιες εννοιολογικές συγχύσεις: ποιος είναι ο ξύπνιος, ποιος είναι το κορόιδο, ποιος ο πονηρός, ποιος κουτοπόνηρος και εν τέλει σε τί συνίσταται η ευφυΐα.

Π.χ.

  • Ο νέοπας φαντάρος είναι κορόιδο όταν εκτελεί ευσυνείδητα κι αγόγγυστα την υπηρεσία του (καίτοι εν γνώσει του, έχει φορτωθεί τη δουλειά πολλών);
  • Είναι ξύπνιος ο φοροφυγάς; (βλ. αταβιστική δυσπιστία προς το ληστρικό ελληνικό Κράτος και επικρότηση πρακτικής Νταβέλ των Δασών-δημοκρατικό έλλειμμα κοινωνίας των πολιτών/«civil society» κλπ)
  • Ο βλάχος είναι πάντοτε κουτοπόνηρος, μόνον εκ της ιδιότητάς του;
  • Είναι καπάτσοι οι Κρήτες, που κουσουμάρουν ακόμα κουμπούρια κατά βούληση, όταν οι λοιποί νεοέλληνες έχουν αφοπλισθεί από αιώνος;
  • Ο πονηρός είναι πανούργος; Πότε είναι ταυτόχρονα και έξυπνος και πότε κουτός;
  • Ο Οδυσσέας έπαιξε πουστιά στο Διομήδη και στους Τρώες;
  • Ο διπλωματικός χειρισμός είναι πονηρία ψυχής; (βυζαντινισμός)
  • Είναι κακό να κάνεις τον ψόφιο κοριό για να μη σε φάει η αρκούδα, που δεν γουστάρει πτώματα και θέλει να σκοτώνει ζωντανό το θήραμά της;
  • Η χρησιμοποίηση βύσματος είναι εξυπνάδα, σε περίπτωση που κάποιος ιδανικός κι ανάξιος μνηστήρ (διαθέτει-δεν διαθέτει τυπικά και ουσιαστικά προσόντα) πολιορκεί μια πολύφερνη και λογοδοσμένη θέση;
  • Γουστάρουμε σα χάχες «αλάνια» πολιτικούς στην Ελλάδα, ή το χάος ωφελεί μόνον αυτόν που το δημιουργεί;

Δεν διαθέτω απάντηση.

Αν ξεκινήσουμε αντιστρέφοντας τη ρήση του Φόρεστ Γκαμπ, θέτοντας την ταυτολογική πρόταση «ξύπνιος είναι αυτός που πράττει έξυπνα», δεν διαπράττουμε το λογικό σφάλμα λήψεως του ζητουμένου, αφού έχουμε γνώμονα την λέξη «πράξη», δηλ. κριτήριο αποτελεσματικότητας αντικειμένου δεκτικού στις αισθήσεις. Ο Ντενίρο λέει κάπου ότι «η εξυπνάδα έγκειται στις επιλογές». Βέβαια, αυτό είναι συνήθως απότοκο διδακτής παιδείας, αφού η ιεράρχηση στόχων-επιλογών και η πειθαρχία σ’ αυτά, που αποδίδεται με τον μονολεκτικό εγγλέζικο όρο «deferment» (απέχω ψύχραιμα από το άμεσο, επιδιώκοντας μακροπρόθεσμο όφελος), είναι ίδιον των ανθρώπων εξουσίας.

Οι μάγκες λέγανε τηλεγραφικώς «κατάλαβα τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι». Η μάγκικη έκφραση «σπάμε ή τσουλάμε για έξυπνα» ή «πάμε για τ’ άσπρα βότσαλα», παραπέμπει υπεραναπληρωματικά στον αλήτη βίο ως «εξυπνάδα» (αμερικ. street smart) σε αντίθεση με τα «κοροϊδίστικα», αφού δεν είχαν κι άλλη διέξοδο...

Ο κατ’ επάγγελμα αυνανιζόμενος ηδονιστής είναι το ύστατο δοχείο απανταχού κοινωνικής απαξίας (βλ. μαλάκας, ιταλ. stronzo / testa di minchia / cinque contra uno = πέντε εναντίον ενός, ισπαν. pajero / cascapollas / jilipollas / todos al calvo = επίθεση στον καραφλό κλπ, βρεταν. wanker / tosser κλπ, γερμαν. Wichser, γαλ. con / conne-con(n)ard κλπ, τουρκ. salak / otuzbirci, αραβ. manuk, ρωσ. dalbayob κλπ.

Ο μονίμως ημικαθεύδων οπιομανής Θεριακλής του Θεάτρου Σκιών ήταν μια καταγέλαστη φιγούρα, καίτοι οι Οθωμανοί την πίνανε (βλ. Η. Πετρόπουλου «Υπόκοσμος και Καραγκιόζης»).

Η παρατεταμένη έκσταση, εκθάμβωση (stupid < stupor = νάρκη / βυθιότητα – stupefactive αγγλ. και stupefacenti ιταλ. = ναρκωτικά), θεωρείται από μακρού αποβλάκωση (εν πολλοίς), μόλις διαβεί ο παραξενεμένος κοινωνός, το κατώφλι του ρεμβασμού και περάσει στα ενδότερα.

Παρ’ όλα αυτά, οι ρομαντικοί δεν δύνανται να θέσουν όρια στους ορίζοντές τους και υποκύπτουν (εν αγνοία τους;) στα προκαθορισμένα τέτοια των ουσιών, νομίζοντας ότι τους διευρύνουν (λογικό σφάλμα, αφού δεν μπορεί να «διευρυνθεί» το μήπω ορισμένο). [σ.σ.ο. μήπω (=όχι ακόμα)]

Σε κάθε περίπτωση, υφίσταται λαϊκός, πρακτικότατος και περιεκτικότατος μπούσουλας επιλογής έξεων: οι «καλές» έξεις (που αναπτύσσουν την προσωπικότητα) δύσκολα κατακτώνται με προσπάθεια και εύκολα αποβάλλονται (ας δοκιμάσει κάποιος π.χ. να παίξει πιάνο μετά από 10 χρόνια διακοπής), ενώ οι «κακές» έξεις (που σε καθιστούν στάσιμο) εύκολα προσλαμβάνονται από τον καθένα χωρίς κόπο και δύσκολα ξεπερνιούνται.

Ο ευφυής εξαρτημένος από επικίνδυνη έξη όμως, αδυνατεί να καταλάβει τη στασιμότητά του, αφού βολεύεται με την σπειροειδή ομφαλοσκόπηση διαφορετικών φασμάτων της ίδιας του της ευφυίας (αντλεί απ’ τα άντερά του που λέμε), νομίζοντας ότι κάθε φορά βλέπει κάτι καινούριο, δικαιώνοντας την παροιμία «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται».

Προκρίνεται λοιπόν αναγκαστικά και ιν-ντετερμινιστικά, ως ιδανική κοινωνική συμπεριφορά η πνευματική εγρήγορση, εκ του αποτελέσματος κρινόμενη. Ποια εγρήγορση όμως; Η ανακλαστική – ενστικτωδώς αυτοσυντηρητική ή η διανοητική γονιμότητα; Ο συνδυασμός των δυο προδίδει ιδιοφυΐα. Η πρώτη προκύπτει από ατόφια ανάγκη, η δεύτερη είναι η πορδή της ανάγκης (πολυτέλεια).

Κακά τα ψέματα, θνητοί είμαστε και το επείγον δεν αφήνει συνήθως πολλά-πολλά περιθώρια στο σημαντικό. Έξυπνος θεωρείται αυτός που δρα «με το μέσα μυαλό», κάνοντας ορθές κι υπολογισμένες επιλογές σε βάθος χρόνου, λαμβάνοντας αποφάσεις έγκαιρα κι έγκυρα. Εξ άλλου, η ευφυΐα είναι υπερεκτιμημένο προσόν και δεν πρέπει να ταυτίζεται με την εξυπνάδα / «εξυπνοσύνη», διότι αφ’ ενός δεν σημαίνει τίποτε από μόνη της (π.χ. ένας ευφυής άνθρωπος μπορεί να είναι ταυτόχρονα και τεμπέλης, συναισθηματικά εύθραυστος, άπειρος, κομπλεξικός, μοχθηρός, δειλός κλπ, ενώ ένας μετρίου διανοητικού βεληνεκούς, μπορεί να πετύχει θαύματα με σκληρή δουλειά, πειθαρχία, αφοσίωση κ.λπ.), αφ’ ετέρου είναι ένα θείο δώρο, για το οποίο ο κατέχων πρέπει να καταβάλει έξτρα προσπάθεια ώστε να το καλλιεργήσει, για να μην γυρίσει μπούμερανγκ καταπάνω του (π.χ. είναι εξαιρετικά δύσκολο να πεισθεί ένας ευφυής άνθρωπος ότι σφάλλει, κι έτσι μένει αβοήθητος).
Το παραμυθάκι με τον λαγό και τη χελώνα είναι διδακτικότατο.

Η εξυπνάδα, θέλει τριβή με την πραγματικότητα. Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη. Ένας ευφυέστατος (πλην κόπρος) φοιτητής δεν μπορεί (με εμπορικούς όρους) να ξεκολλήσει ούτε ένα ευρώ από την έσχατη θείτσα.

Κι όμως, οι ψημένοι άνθρωποι της πιάτσας, φάγανε το πικραμύγδαλο του Χρηματιστηρίου σαν κοινότατα κορόιδα...

(Ειρωνικά)
- Ρε συ, παντρεύεσαι μια αλλοδαπή που θα σου πω, να κονομήσεις κι εσύ τρία χιλιάρικα και να πάρει κι αυτή άδεια παραμονής;
- Ξύπνιος είσαι! Να τραβιέμαι εγώ μετά με διαζύγια και δικηγόρους και να δίνω τα διπλά, χώρια που δε θα μπορώ να παντρευτώ για κανα-δυο χρόνια! Αμ’ δε σφάξανε!

(Κυριολεκτικά)
Ο κυρ-Μήτσος ήτανε ξύπνιος άνθρωπος. Μια ζωή στη φτώχεια, κέρδισε το λαχείο κι επένδυσε τα χρήματα στο εμπόριο, αντί να τα φάει. Αγόρασε γωνιακό κεντρικό μαγαζί στα Χαυτεία, τότε που τα δίνανε κοψοχρονιά, δούλεψε σα σκύλος και τώρα έχει κάνει περιουσία. Ούτε ξέρει τί έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παρομοίωση φαφλατά-ασυναρτησιολόγου, που ενδημεί σε κάθε καφενείο της ημεδαπής, με τον ομώνυμο μέγα διδάσκαλο της αριθμοσοφίας, που δίδαξε κατά τις μεταμεσονύκτιες μικρές ώρες της δεκαετίας του ’90, στο πάνελ των «Παιδιών της Νύχτας».

Ο τύπος λοιπόν αυτός, αναφέρεται σε ανύπαρκτα αρχαία ελληνικά (τί άλλο;) ρητά, κάνει μνεία στην υποτιθέμενη αντιστοιχία μουσικών κλειδιών και αριθμών με την ελληνική γλώσσα, παραφράζοντας ο,τι έχει τσιμπήσει δώθε-κείθε για τους Πυθαγόρειους και ΣΙΑ, διαθέτει χάρτες για το κατά που πέφτει η Ατλαντίδα, γνωρίζει ανθρώπους-κλειδιά στο Πεντάγωνο κι έχει τις πληροφορίες του για τις επόμενες κινήσεις των Τούρκων σε βάθος εικοσαετίας, εξαίρει (χωρίς να ξέρει) το ανυπέρβλητο αρχαιοελληνικό πνεύμα (επειδή έτσι μας έχουν πει οι Εβροπέοι), αναλώνεται σε επεξηγήσεις πολύπλοκων λεπτομερειών παραδόξων φαινομένων (που έστω και μια δόση αλήθειας να περιέχουν, είναι άχρηστες και ασήμαντες), συνωμοσιολογεί (βλ. οι Οβραίοι, τα ούφο κλπ), παρετυμολογεί κάθε λέξη-έκφραση ελληνική ή ξένη, προκρίνοντας αρχαιοελληνική καταγωγή (π.χ. μουσαφίρης < τα μισά φθείρεις, ασιχτίρ < σε οικτίρω κλπ) και πραγματοποιεί αδόκιμες και επιστημονικά αυθαίρετες χρονικές και τοπικές συγκρίσεις-υποθέσεις, γενικολογώντας καφενοβίως, αλλά με προσποιητή ακριβολογία και οξυδέρκεια. Με ντοκουμέντα πάντα...(!) Δηλαδή, μπερδεύει την πούτσα με την βούρτσα και το τρόλεϊ με το βόλεϊ…

Παραδείγματα Λάσκειου λόγου:

  • Τί θα γινόταν στις ανατολικομεσημβρινές κινεζικές επαρχίες το 1375 π.Χ. αν δεν είχε στεφθεί αυτοκράτωρ ο Κλαύδιος το 41 μ.Χ.,
  • Αν ο Χιροχίτο είχε ρίξει πρώτος τη βόμβα τώρα θα μιλούσαμε όλοι γιαπωνέζικα,
  • Οι αρχαίοι είχαν ανακαλύψει πετρέλαιο στις Κουκουβάουνες, αλλά είχαν προβλέψει την αναλογία 7/10 και προτίμησαν να σιωπήσουν,
  • Το σουτζούκ-λουκούμ κι ο σαπούν-χαλβάς είναι βυζαντινά = αρχαιοελληνικά (sic) εδέσματα,
  • Αν προσθέσεις την τετραγωνική ρίζα του αθροίσματος των αντιστοιχούντων σε αριθμούς, γραμμάτων της πελασγικής αλφαβήτου, ενός συγκεκριμένου χαϊδευτικού γυναικείου ονόματος, στο γινόμενο του διαιρέτη του ποσού που προκύπτει από την εκάστοτε μέτρηση κιλοβατώρων της Δ.Ε.Η. σπίτι σου, προς την επιθυμητή ημεροχρονολογία απολύσεώς σου από το στρατό, επί της διαμέτρου της πούτσας του Τζων Χόλμες (παγκόσμιος σταθερά κατά το σύστημα CGS), θα προκύψει με ακρίβεια Ångström, η αμοιβή που θα σκάσεις στον ψυχίατρο,
  • Οι Αλβανοί είναι πιο ντόμπροι απ’ τους Ρουμάνους,
  • Το ευρώ φτιάχτηκε για να καταστρέψει τον ελληνισμό και δεν προέρχεται ετυμολογικά από την Ευρώπη, αλλά απ’ τους Εβραίους,
  • Τον καιρό του μακαρίτη του Παπαδόπουλου, πίνανε νερό στ’ όνομά του στα χωριά, αφού έφτιαχνε αδιάκοπα όλο βρύσες (και δρόμους),
  • Το εβραϊκό λόμπι της Αμερικής κινεί τα νήματα, μόνο και μόνο για να τη σπάσει στους Έλληνες,
  • Ο Λιακόπουλος έχει πέντε διδακτορικά από αναγνωρισμένα (και παραγνωρισμένα), πανεπιστήμια του εξωτερικού, απλώς δεν έχει ασχοληθεί να δώσει ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α.,
  • Ο Άδωνις ξέρει τί λέει...

Και άλλα πολλά.

Να μην συγχέεται με τον τύπο Φον Νταίνικεν ή τον Λιακό, διότι αυτός ο δύστυχος μάλλον πιστεύει αυτά που λέει και καλεί τη γυναίκα του να σηκωθεί από καρέκλα-κρεβάτι-ντιβάνι-καναπέ ωρυόμενος «πώς βρέθηκαν οι μελιτζάνες στο ψυγείο;» σε ύφος «πώς βρέθηκαν οι πυραμίδες στις Μυκήνες;», ενώ ο μέγας Λάσκος ήτο μεγάλη μαλαγάνα!

Μια εγκλέζικη παροιμία λέει, ότι ο νευρωσικός χτίζει σπίτι στα σύννεφα, ο ψυχωσικός ζει μέσα σ’ αυτό κι ο ψυχίατρος χρεώνει το νοίκι. Ο συνονόματος του Λάσκου, συνήθως χαίρει άκρας ψυχικής υγείας, γι’ αυτό λέξη δεν πιστεύει απ’ όσα λέει, παρά μόνο παραμυθιάζει τους άλλους, για να περνά η ώρα...

- Πώς σε λένε εσένα παιδί μου;
- Λουκία!
- Φωτεινούλα δηλαδή! Το ξέρεις ότι το ονοματάκι σου είναι ελληνικότατο και σημαίνει λύξ=φώς < λυκαυγές/λυκαβηττός κλπ + Γιώργος (που λένε εμένα), δηλαδή Γοργίας < Γοργώ=η Μέδουσα με τα μάτια που σε μαγνητίζουν, δηλαδή είσαι το φως των ματιών μου!
Γοργίας: Γάμμα (3ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου) + όμικρον (=μηδέν) + ρό (17ο) + γάμμα (3ο) + γιώτα (9ο) + άλφα (1ο) + σίγμα (18ο) – 2 (όσκαρ που κέρδισε ο Γούντι Άλεν το 1977) = 49. Τετραγωνική ρίζα του 49 είναι το 7, ο μαγικός αριθμός των προσολωμοντείων = οι μέρες της εβδομάδας που πρέπει να είμαστε μαζί!
- Δε μας απαρατάς λέω γω βρε Λάσκο, που πα’ να ρίξεις και γκόμενα με τέτοια σάπια;

Δες και μπουρδολόγος, παπαρολόγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Προορισμός νυχτερινής εξόδου. Συναντάται κυρίως ως ερώτηση «για πού την έχεις;»

Πέραν την αποκοπής της τελευταίας συλλαβής και κυρίως ο τονισμός της εναπομείνασας προ/παροξύτονης, που ακούγεται σαν γαλλικά (π.χ. η κληρού στο ναυτικό, καλημέ στα τσακώνικα, βλ. και εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά κλπ, ενώ μετάφρα / η απόφα στα κουτσαβάκικα κλπ), το οποίον υφίσταται και στην ισπανοϊταλική (π.χ. profe στα ιταλικά αντί professore, porfa στα ισπανικά αντί porfavor, όπως και por αντί porque) ή των πρώτων συλλαβών (αναΐς < Παναής, λέας < εισαγγελέας κλπ), πλείστες εκφράσεις της ελληνικής αναφέρονται σε κάποιο θηλυκού γένους αντικείμενο-κατηγορούμενο, το οποίον συνήθως ελλείπει ή τρέπουν σε θηλυκό ένα αρσενικό ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. η προεδράρα / την κορόιδα μου κάνεις; / Πρωτάρα είσαι; κλπ). Π.χ.

  • Την έχω γαμήσει / βάψει
  • την έχω κάτσει (εδώ εννοείται μάλλον η βάρκα)
  • την έχω δει, την είδα
  • την άκουσα
  • την κάνω
  • είμαι στην ψαχτική (ψάχνομαι)
  • τηλεφωνική (χρησιμοποιείται με τα ρήματα ξηγιέμαι / σκάω / πέφτει κλπ), κ.ο.κ.

    Συνήθως αυτές οι εκφράσεις συμπληρώνονται νοηματικά κάπως αόριστα με τις λέξεις φάση / κατάσταση / ιστορία κλπ, όπως και οι λίγες ελλειπτικές σε ουδέτερο (βλ. το’ χεις ξεφτιλίσει, το γαμήσαμε και ψόφησε, το συζητάμε, να το τραγουδήσουμε, ζωγράφισέ το κλπ) με τις λέξεις θέμα / παραμύθι / κέρατο / πράγμα κλπ.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το ίδιο γίνεται και στις ελλειπτικές εκφράσεις της ιταλικής και ισπανικής, π.χ.

  • La has cagao (ισπανικά = τη γάμησες)
  • Te la comes (ισπανικά = τον ήπιες -εδώ εννοείται ο πούτσος σε θηλυκό δηλ. την έφαγες την ψωλιά).
  • Me la facio (ιταλικά = την κάνω), κλπ.

    Τώρα, περί ποίας γυναικός ο λόγος, απορία μουεζίνου βήξ...

Τέλος, χρησιμοποιούνται ειδικά στην ιδιαίτερα ειρωνική κι επιθετική πατρινιά αργκό (π.χ. η έκφραση «τί έχουμε;» με ταυτόχρονη ημιπεριστροφή του καρπού με προτεταμένο αντίχειρα και δείκτη, ακολουθούμενη σχεδόν πάντα από κλωτσομπουνίδι), εκτός από την εκτεταμένη χρήση του θηλυκού αντικειμένου-κατηγορουμένου ή ουσιαστικοποιημένου επιθέτου και οι μεμονωμένες λέξεις-προσφύματα «για» / «σε» / «ότι», σε ελλειπτικές αργκοτικές προτάσεις. Π.χ.

  • Σοβαρή; / σε σοβαρή; (Αντί «σοβαρά;»)
  • Σε δεκάλεπτη (αντί «σε περιμένω σε ένα δεκάλεπτο»)
  • Σε πολλά γέλια
  • Σε σχέδια (=κάνω παιχνίδι)
  • Ότι μάγκας κι έτσι (ειρωνικά)
  • Ότι τί; (επιθετικά)
  • Ότι; (τί μου λες τώρα;)
  • Ότι ας πούμε; Ότι τέλος πάντων; Ότι ξέρω ‘γω; (ειρωνικά για τον και καλά)
  • Για κλωτσές (λέγεται και αλλού)
  • Για κατακέφαλα (όπως λένε), κλπ.

    Υπάρχει και ρεμπέτικο τραγούδι, που περιλαμβάνει την ελλειπτικότατη πρόταση «...για να μαύρο...», παραλείποντας αυτήν τη φορά το ίδιο το ρήμα (=για να πιώ), που δημιουργεί ευτράπελους συνειρμούς κλίσης του ρήματος (εγώ μαύρω, εσύ μαύρεις κλπ), όπως Κολοκοτρώνω, Κολοκοτρώνεις, Κολοκοτρώνει κλπ (βλ. «Πολίτικη κουζίνα»)!

Όλα τούτα βέβαια, είναι ένα γλωσσικό παιχνίδι λιτότητας-ελλειπτικού λόγου, όπου τα ευκόλως εννοούμενα (για τους μεμυημένους) παραλείπονται. Δεν είναι πάντα έτσι όμως. Ο αμερικάνος στο Μιλγουώκι, είχε φάει τέτοιο σκάλωμα με μια Wendy, που χτύπησε ταττού τ’ όνομά της στον πούτσο του. Όταν σε κάποιο δημόσιο ουρητήριο όμως, πήρε το μάτι του την ψωλή ενός νέγρου, που κατουρούσε παραδίπλα κι είχε ένα W στην αρχή κι ένα Y στο τέλος, θόλωσε απ’ τη ζήλια του, αφού νόμισε πως η γκόμενά του τον απατούσε (πόσες Γουέντες έχει στο Μιλγουώκι;) και ζήτησε απ’ τον τύπο να καθαρίσει τη θέση του. Ο μαύρος τότε αμίλητος, τσίτωσε την ζαρωμένη επιδερμίδα της τσαπούς του, που έγραφε «Welcome to the Bahamas-have a nice holidaY»!

- Άλα της! Τί παλτουδιά μου’ σαξες αγορίνα μου; Για πού την έχεις;
- Είμαι για πάρτυ στης Βέας, έρχεσαι; Είναι ανοιχτό!
- Σε παρτάκι; Μέσα!

Το συγκρότημα Yo la tengo (=την έχω. Λέγεται ότι προέκειψε από σχετική αναφώνηση παίχτη baseball που πήγαινε να πιάσει μπαλιά) (από Jonas, 19/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά ιαχή της μαρίδας κατά αγριοπουστάρας στην παλιά Αθήνα.

Βέβαια, η Φτερού κι η Πάολα, που σύχναζαν στο «Καφέ Σπορ» κοντά στην Ομόνοια (όπως κι ο «Σωτηράκης» Μπέλλου), έβαζαν στη θέση τους τυχόν κουραδόμαγκες και τους βλάχους που τις έκραζαν.

Κάποιος θηλυπρεπής ντιστεγκές, καλούμενος από τον Φωτόπουλο να πάρει παραγγελία, αφού τον πέρασε για γκαρσόνι (φορούσε άσπρο κοστούμι με μαύρο παντελόνι), απήντησε με χάρη: Δεν θα μπορέσωωω!

Οι νεοέλληνες (όπως κι οι νεότουρκοι) αυτο-θεωρούνται πολύ άντρηδοι και σκώπτουν ανηλεώς τις αδερφές, αλλά τα φαινόμενα απατούν.

Αποκαλούν με θυμηδία «πούστηδες» τους Εγγλέζους, επειδή οι αδερφές στην Αλβιόνα κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά όλο σ’ αυτούς τρέχουνε για να σπουδάσουνε. Κατά την ίδια λογική, οι Εγγλέζοι θα πρέπει να είναι και ανάπηροι, αφού τα καροτσάκια μηδαμώς εμποδίζονται να κυκλοφορούν ισότιμα.

Καλύτερα να μην κατεβάσουμε κανα σεντόνι, με παράξενες ιστορίες για κωλοχανεία (τουρκ. κιουλ-χανέδες), τα κιοστέκια, τα ιτς ογλάνια, τα τσιμπούκ τσογλάνια των καπετανέων του βουνού (από Αντρούτσο μέχρι Βελουχιώτη), την μύηση στα επαγγελματικά ινσάφια (σινάφια) της καθ’ ημάς Ανατολής, ούτε και στα καφέ-πουστ της Ευρώπης, όπου μόνιμοι θαμώνες ήταν (και είναι) Ρωμηοί, Άραβες και Τούρκοι...

Εξ άλλου, οι εν Ελλάδι τραβεστί ιερόδουλες πολλαπλασιάζονται σήμερα σαν τα μανιτάρια, ενώ ο Άνταμ Σμίθ διετύπωσε την θεωρία προσφοράς – ζήτησης εδώ και τρεις αιώνες...

- Μαλάκες! Πουστράκι!
- Όοοοοοοοοοοααααααααααα! Πνίχτε τον με λουκουμόσκονη!

Ν. Ασιμος - Όλοι Δηλώνετε Ιδιότητα (από johnblack, 11/09/09)ο Ανδρέας, "η Φτερού" (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)ALOMA (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)...έγραφε η "Αυριανή" για τον Μάνο Χατζιδάκι (από σφυρίζων, 04/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραφθορά του γνωστού κρασοπατέρα, με την διαφορά ότι εν προκειμένω, ο εκ Κλαζομενών ορμώμενος μερακλής, επιδίδεται μάλλον στην κλασοκατάνυξη, παρά στην οινοποσία.

Παρεμπιπτόντως, το ρήμα κλάνω μάλλον προέρχεται εκ του κλάω (=αρχ. σπάζω) βλ. κλαγγή, αρτοκλασία κλπ. Άλλωστε το κλανίδι στα εγγλέζικα λέγεται και break wind (ή pass gass, fart, let one off κλπ), ιταλιστί: scoreggiare, ισπανιστί: tirar pe(d)o, γερμανιστί: fürzen, γαλλιστί: pet κλπ.

Κεφάτος, αγαπητή (κατά τα λοιπά) φιγούρα στην παρέα, ο πορδο-γαλαντόμος κερνά με απλοχεριά τις κλανιές του δώθε-κείθε, όσους το έχουν ανάγκη, δίχως να συλλογίζεται τις συνέπειες. Γι’ αυτόν τον λόγο, το μόνο που δεν μπορεί ποτέ κανείς να του προσάψει, είναι η ετικέτα του εαυτούλη, αφού προτιμά να τις μοιράζεται με τους κοντινούς του ανθρώπους, δίχως να τις κρατήσει για τον εαυτό του σε μια δύσκολη στιγμή...

Συνήθως επιδαψιλεύει το νούμερό του με κάποια θεατρινίστικη πόζα, π.χ. σου ζητά να τραβήξεις το δάχτυλό του εν είδει περόνης χειροβομβίδας, κρατά ένα υποτιθέμενο όπλο, του οποίου τη σκανδάλη καλείσαι να τραβήξεις, άλλοτε πάλι προσποιείται ότι πανηγυρίζει γκολ με το στυλ του αξέχαστου Ροζέ Μιλά, το οποίο βέβαια καταλήγει σε πορδή, στριφογυρίζει στη χορευτική φιγούρα του Τζον Τραβόλτα και στο αποκορύφωμα πέρδεται, καμώνεται πως «κάθεται κάτω απ’ τη μπάρα» σαν τον Πύρρο Δήμα και σφίγγεται με το αναμενόμενο επακόλουθο κλπ-κλπ.

Κατά την παρακολούθηση κινηματογραφικής ταινίας σε φιλικό σπίτι, δεν παραλείπει να λανσάρει τη φονική κλανιά-μανιτάρι, η οποία εκπέμπει πηχτή θερμότητα και αγκαλιάζει την παρέα βαθμηδόν.

Σε αυτοκίνητο, μολλάρει τορπίλλα σχεδόν νεφελώδη, που την κόβεις με το μαχαίρι.

Σε σοβαρή συζήτηση, δεν λαμβάνει ποτέ μέρος στα διαμειβόμενα επιχειρήματα, αλλά καιροφυλακτεί ήσυχος στη γωνίτσα του, έως ότου τραβήξει μια στεντόρεια πορδή, που πείθει τους άλλους να σωπάσουν.

Οι παριστάμενοι τον βρίζουν (χαζο)γελώντας. Αυτός ευφραίνεται και θεωρεί τον εαυτόν του μάλλον απελευθερωμένο ευεργέτη τους. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι δηλαδή...

Οι Εγγλέζοι είναι συνεπέστατοι κλανιάρηδες, ενώ το ρέψιμο θεωρείται προσβολή. Στην Ελλάδα, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, δεν επιτρέπεται ούτε το ένα ούτε το άλλο. Παρ’ όλα αυτά, το ρέψιμο και η χλέπα κάποτε ήταν δείγματα ευμάρειας, οι δε φιλόξενοι αμφιτρύωνες παρότρυναν το μουσαφίρη να ρευτεί (όπως τα μωρά), προκειμένου να διαπιστώσουν ότι καλόφαγε = δείγμα ότι τον περιποιήθηκαν δεόντως!

Οι μεγαλοαστοί (sic) μέχρι πολύ πρόσφατα, έφτυναν στα γεμάτα κάτι μεστωμένα τάληρα, καταμεσής του δρόμου (βλ. και «Αμέρικα-Αμέρικα» Ε. Καζάν). Το κλανίδι εν Ελλάδι όμως, ήταν πάντοτε προσβλητικό, άλλωστε αποδεικνύεται και από τη διαμάχη εικονοκλαστών-εικονολατρών μεταξύ των βυζαντινών ημών προγόνων.

Οι εικονοκλάστες, έχασαν...

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική γλωσσική παράδοση, διαθέτει πλουσιότατες εκφράσεις, σχετικές με το πεθάνιον. Όλως ενδεικτικώς:

Εν τέλει, ο προσφιλής αυτός τύπος προσφέρει μάλλον καλόν εις την ανθρωπότητα, αφού σαν τον μυταρά γελωτοποιό σκορπά το γέλιο, ζωή και χαρά = υγεία τριγύρω του (βλ. »μια πορδή τη μέρα το γιατρό τον κάνει πέρα«), αλλά και τροφή (!) αφού το μεθάνιον (CH4) είναι άκυκλος κορεσμένος υδρογονάνθραξ (σαν τις πατάτες -εξ ου και η αρχαιοπρεπής έκφραση «πέρδομαι γεώμηλα»), όπως αποκαλύπτει και η εγγλέζικη παιδική «Πορδή εις την ελευθερίαν»:

Beans-beans, good for your heart
The more you eat, the more you fart,
The more you fart, the better you feel,
So eat your beans with every meal!

- Πήρα δυο ντι-βι-ντι να δούμε! Θα’ ρθει κι ο Γιώργος με τον Αντρέα.
- Με ποιον Αντρέα; Αυτόν τον κλασοπατέρα; Ωωωωχ! Θα στενάξουμε απόψε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified