Στα καλιαρντά σημαίνει μιλάω ξένη γλώσσα ή τζινάβω μυημένη διάλεκτο σε τζιναβωτούς. Προφάνουσλυ από τη βιβλική ιστορία με τον πύργο Βαβέλ που αρχίσανε για πρώτη φορά οι άνθρωποι να μιλάνε ξένες γλώσσες σύμφωνα με τη Βίβλο κι έγινε μια κατάσταση Βαβέλ.

Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Απ' το Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ένα διπλόμουτζο που το κάνουν οι πατούσες σου στο ταβάνι βασικά σε μία περίσταση: Όταν κάνεις ιεραποστολικό σεξ ως ερωμένη/ος κι έχεις ανοίξει τα πόδια σου τόσο ώστε οι πατούσες σου να είναι φάτσα κάρτα με την οροφή. Αν έχεις τσιτωθεί πολύ απ' το σεχ φανταζόμαστε κιόλας τα δάχτυλα να ανοίγουν σαν επιδεικτική διπλόμουτζα ταρίφα ένα πράμα.

Ωσεκτουτού η έκφραση λέγεται για να περιγράψει με ποιητικό ευφάνταστο τρόπο ότι κάποιος κάνει σεξ ως ερωμένη/ος. Περαιτέρω δηλώνει μια πλήρη αυτοπαράδοση κι αυταπάρνηση τ. "με τα πόδια ανοιχτά, όλα τα περιφρονώ" ή ενίοτε και μια ορισμένου είδους μοιρολατρία. Η έκφραση βεβαίως έχει ενδιαφέρον όταν τη λέει γυναίκα ή γκέι πανηγυρίζοντας την εν λόγω κατά-σταση ή νοσταλγώντας/ επιθυμώντας την σε στυλ λουγκρητίας του Αρκά κ.τ.ό.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τη μόνη εγγυημένη μέθοδο ταβανοθεραπείας.

  1. Διαολεμένα κλισέ... Είναι μερικές φράσεις που δεν αντέχω να τις ακούω. Ανεβάζω νευροπίεση, τεταρταίο πυρετό, τρελαίνομαι, βγάζω φλύκταινες, παθαίνω αμόκ, χολέρα κι έμπολα μαζί! Παράδειγμα: Πες μου τι σου κάνω. Ειλικρινά, μόνη μου είμαι σ' αυτή την κατάσταση και μουτζώνω με τις πατούσες το ταβάνι; Σα να λέμε, από τσαντίλα για τον ιστό αράχνης που ανακάλυψα στη γωνία στο γύψινο λίγο πριν με πάρει ο ύπνος; Εσύ δεν ξέρεις τι μου κάνεις; Ρωτάς από έλλειψη αντίληψης, πλούσιου λεξιλογίου, από εγκεφαλική βλάβη που σου άφησε για κουσούρι μια μνήμη χρυσόψαρου ή λόγω πάθησης στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου που σε καθιστά ανίκανο να κάνεις αντιστοιχία λέξη με κατάσταση; Ξέρω, ξέρω βρε, για καμιά ξενέρωτη με περάσατε; Το ρωτάει γιατί του αρέσει να το ακούει... αλλά παρόλα αυτά, παραδεχτείτε το... Ακόμα κι έτσι όμως το ίδιο γελοίο ακούγεται, και ο πειρασμός να απαντήσεις "ειλικρινά κι εγώ την ίδια απορία έχω τόση ώρα" είναι μεγάλος! (Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιγραφούσα γυνή).
  2. Όποιος θέλει να δει τη Τζούλια να μουτζώνει με τις πατούσες το ταβάνι (προς το παρόν) πρέπει να πληρώσει είτε 15 ευρώ στα περίπτερα είτε 12 στο site του Σειρηνάκη. (Εδώ).
  3. Του Κοέλιου τα εννιάμερα! (σ.ς.: ανάλυση μισητών ατακών του Πάουλο Κοέλιο). -"Λοιπόν σε αγαπώ γιατί όλο το σύμπαν συνωμότησε να με βοηθήσει να σε βρω" -Έχω βλενόρροια Παυλάκη, πες του σύμπαντος να συνωμοτήσει να μου δώσεις καμιά πενικιλίνη γιατί άμα με πηδήξεις θα σου ξεκολλήσει και θα σου πέσει στο πάτωμα. Αυτό με το σύμπαν είναι τόσο απύθμενη μοιρολατρική παπάτζα που απορώ πως υπάρχει κόσμος που εν έτει 2013 το θεωρεί μεγάλη φιλοσοφία. Αλλά βέβαια, δε μπορούμε να καταφέρουμε τίποτα μόνοι μας. Δε μπορούμε να αντισταθούμε σε καμιά δυσκολία μόνοι μας. Ψάχνουμε πάντα να βρούμε μια φούστα να κρυφτούμε από κάτω, κάτι να μην έχουμε ευθύνη για τίποτα. Ε τώρα βρήκαμε το σύμπαν. (Που μεταξύ μας, μη σοκαριστείτε όμως, δε δίνει δεκάρα για σένα, αλλά φυσικά υπερφίαλο πλάσμα θεωρείς ότι είσαι τόσο σημαντικό που θα ασχολείται ολόκληρη συμπαντάρα με το πως θα μουτζώνεις το ταβάνι με τα πόδια το σαββατοκύριακο). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλοκαίρι με την ευρεία έννοια της καλοκαιρίας που μπαίνει μέσα στο φθινόπωρο διαψεύδοντας (δεν τον χάλασε) τη φούρια κάθε καλοχειμωνάκια να το κηρύξει νεκρό. Με τη στενή έννοια, γαϊδουροκαλόκαιρο είναι καλές μέρες μέσα στον Οκτώβριο γύρω από την εορτή του αγίου Δημητρίου, ή ακόμη και μέσα στον Νοέμβριο. Σαν να λέμε μια υποτιθέμενη σειρά ημερών που κάνει παραδόξως λατσοτέμπα στην καρδιά του φθινοπώρου, αντίστοιχα με τις Αλκυονίδες μέρες τον Ιανουάριο. Με την ευρεία σήμερα, γαϊδουροκαλόκαιρο είναι κάθε εντυπωσιακή καλοκαιρία, και με καύσωνες ακόμη, μέσα στο φθινόπωρο, όπως τώρα καλή ώρα.

Ως προς την προέλευση, πιθανόν είναι αυτό που φαίνεται. Φανταζόμαστε το καλοκαίρι σαν ένα πεισματικό γάιδαρο ή μουλάρι να τα έχει στυλώσει και να μη φεύγει, προς μεγάλη απογοήτευση των καλοχειμωνάκηδων. Εκτός αν παπαρετυμολογώ και υπάρχει κάποια πιο προσγειωμένη, λ.χ. λαογραφική εξήγηση της ονομασίας, την οποία αγνοώ.

Στα αγγλικά λέγεται Indian summer ή été indien που λέει κι ο Joe Dassin (γαλλικά).

Στα ελληνικά, το βρίσκω στην Αριάγνη του Στρατή Τσίρκα, σε ένα συγκινητικό απόσπασμα, που περιγράφει το πώς αυτοί που θα φύγουν από ένα μέρος (όπως λ.χ. οι Αιγυπτιώτες Έλληνες) μπορούν να μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους, αλλά δεν μπορούν να πάρουν μαζί τους την αγάπη τους για τον τόπο, και για ένα ζενεσεκουά που περιλαμβάνει μυρωδιές, το γαϊδουροκαλόκαιρο, εμπειρίες, αναμνήσεις...

Τη λεκάνη και τα εικονίσματα μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα τη νύχτα μέσα στο γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζύ σας; Τίποτα!

Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 115

Άλλα παραδείγματα:

  1. Τα ημερομήνια έδειξαν «γαϊδουροκαλόκαιρο», το φεγγάρι είναι όρθιο, όπως και το ηθικό σου και τα αστέρια διάκεινται ευνοϊκά απέναντί σου. (Εδώ).
  2. Βέβαια θα έρθει το γαιδουροκαλόκαιρο του αϊ-Δημήτρη, δεν ανησυχώ, θα γιορτάσουμε κι εμείς μετά βαϊων, κλάδων, τυμπάνων, οργάνων και μαγεροκοπημάτων. Θα σας καλέσω, εντάξει. (Εδώ).

Και λίγο ξενόγλωσση μουσική:

Doors L'été indien

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι τα καλιαρντά (ινσέψιο), έτσι δηλαδή λένε οι τζινάβοντες αυτή τη διάλεκτο των ομοφυλοφίλων την ίδια την διάλεκτο. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το εξηγεί με την έννοια ότι τα καλιαρντά είναι ένα δύσκολο αργκοτικό ιδίωμα που μπορεί να ακούγεται εξίσου ακαταλαβίστικο στον αδαή όσο και τα λατινικά, σε φάση it's all Greek to me, που λένε οι Άγγλοι. Μπορεί να υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Βαθιά λατινικά είναι τα πιο δύσκολα καλιαρντά.

Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Από το μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο Χάρος, ο θάνατος.

Εικάζω ότι φανταζόμαστε τον Χάροντα ως έναν άσπλαχνο, βίαιο νταβά- νταβατζή που παίρνει τη ζωή μαζί με όλες τις χαρές και τις λύπες της, τα όνειρα και τις διαψεύσεις, τις ηδονές και τις οδύνες, τις αγάπες και τα μίση ως ένα νταβατζιλίκι, αποδεικνύοντας ότι καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της ζωής ήμασταν τα πουτανάκια του.

Πολύ γλυκομίλητος ο Αρίστος, γλυκόπιοτος. Έβαζα το χέρι μου μέσα στο χέρι του, ζεσταινόταν η ψυχή μου και έχυνα. Έχυνα, ξερόχυνα, ρε παιδί μου. Φχαριστιόταν η ψυχή μου. Αυτά τα μάτια του, τα μάτια του! Αθώο πλάσμα. Πολλές κουτουράντζες και τζασλοσύνες έκανε, όπως κάνουν όλα τα ζωηρά όμως αθώα παιδιά. Γρήγορα ξεκόλλησε. Γιατί; Γιατί ήταν ασταθής. Επί ξύλου κρεμάμενος. Όλα τα επαγγέλματα άλλαξε, γκαρσόνι, μάγειρας, χτίστης, μπογιατζής, τσαγκάρης, παντοφλάς, ηλεκτρολόγος, οικοδόμος, αχθοφόρος, χρυσοχόος, βοηθός στο γύρο του θανάτου. Δεν έμενε πολύ σε κανένα. Όσο γρήγορα καψουρευόταν, τόσο γρήγορα του περνούσε. Τον κυνηγούσαν, από παντού τον κυνηγούσαν. Ακόμη και τα φαντάσματα. Αχ, αυτή η καλιαρντοσύνη της εποχής! Το φονικό του πατέρα του τον βασάνιζε, η φτώχεια τον κατέτρεχε, η ορφάνια τον τυραννούσε. Η γειτονιά του τον απόπαιρνε. Οι φίλοι του τον έριχναν. Ο κόσμος τον κουσέλευε. Οι χασικλήδες τον χρησιμοποιούσαν. Οι μπάτσοι τον παρακολουθούσαν. Η ψυχή του τον έτρωγε. Τον είχε στο μάτι ο άχαλος ο Μαυρονταβάς. Στο γύρο του θανάτου δε δούλευε; Ε, αυτό ήταν η ζωή του. Ο γύρος του θανάτου ήτανε. Μια Τσικνοπέμπτη, παραλίγο να χάσω τη ζωή μου. (Η συνέχεια του καλιαρντογραφήματος του Θωμά Κοροβίνη Η Λολό στην πιάτσα από το μυθιστόρημα Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010 στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο κακούργος, προφ από τον λήσταρχο Χρήστο Νάτσιο- Νταβέλη (1832-1856) με τη μυθιστορηματική ζωή που ενέπνευσε τη λαϊκή μούσα, γενόμενος ήρωας του Θεάτρου Σκιών, αλλά και πολλών θρύλων.

Ο λήσταρχος Χρήστος Νάτσιος- Νταβέλης, έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου

Η μπατσαρία, άμα έβγαινε για παγανιά, έπρεπε ζορ ζορνά να τσακώσει κανένα κακομοίρη ή να ντουπάρει για να γουστάρει. Μπιζ και τζαζ. Μια δόση κάνουν οι ρούνες ένα ντου, τσακώνουνε δυο από μας, μας χώνουνε στο ρουνικό και μας πάνε στο Ηθών για ανάκριση. ΚουλάΚουλά. –Πιάσανε μαζί μου και την άχαλη, τη φίλη μου την Πόντια, τη μυταρού. Σούμη, το χαϊδευτικό της απ’ το Σουμέλα. Μας πήγαιναν συνοδεία κι αυτή έκανε την πλάκα της, η άτιμη. «Μάνα μου, θα γαμούνε μας και ντο πολλοί πα είναι», πέταξε την παροιμία της. Δεν είχα ξαναμπεί σε πούλμαν, έχω και κλειστοφοβία. Νόμιζα πως θα τεζάρω. Ταραγμάν-ταραχάν. Δε ρίξανε καθόλου ντουπ, πέσαμε σε καλά παιδιά, με τρόπους. Τελειώσανε τα τυπικά, κάνω να φύγω, «ελεύθερος, αγορίνα» μου λέει ο φρουρός και «πέρνα να μας βλέπεις και μας». Τον δικέλω, κούκλος, θεόλατσος. Τα φτιάχνω μ’ αυτόν, πολύ τον γουστάριζα, κόβω και λίγο απ’ την πιάτσα, με τάιζε. Όσο αρρενωπός ήτανε ο μπάτσος μου, άλλο τόσο παθιασμένος ήταν με την πάρτη μου. Δε λατσευότανε το κουραβάλιασμα. Βέρος τζιναβωτός ήτανε, μ’ είχε τρελάνει στα τσιμπούκια, αυτός σε μένα, όχι εγώ σ’ αυτόν. Φιλιά στο στόμα, άγριο κοντροσόλ με τη γλώσσα σα τριμπουσόν κι από κει τσιμπούκια συνέχεια, σε σημείο να μπουχτίζεις. Δε γουστάριζε κουραβέλτα. Μέσα στο περιπολικό τα κάναμε τα αίσχη μας, μας κοίταζε κι ένα μωρό από μια μικρή φωτογραφία δίπλα στο τιμόνι. Τελείωνε την πίπα ο καλός μου και άβελε κοντροσόλ από πάνω και στο παιδάκι του. Πατέρας, μικροπαντρεμένος ήτανε. Ποιος ξέρει τι μουσαντά θα μπέναβε στη γυναίκα του. Ε, δεν κρατάνε πολύ αυτά. Δεν είμαι δα και των δεσμών. Ούτε και της προστασίας, γιατί δε φοβάμαι. Είμαι πολύ δυνατή. Μας ζυγώνανε μερικοί και μας κάνανε τον κατελάνο. Ή τον νταβελάκη. Ε, δε σήκωνα τέτοια. Μια φορά έδειρα κάποιον νταγλαρά στο Βαρδάρι, ένα κωλόπαιδο, που μ’ έψαχνε με την πρόθεση να με χτυπήσει ο κατέ. Αδερφή είναι, σου λέει, μαθημένη να τις τρώει. Τώρα θα δεις ποια ειν’ η αδερφή και ποιος ειν’ ο μάγκας. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010, δες εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντάνα είναι η πουτάνα στα καλιαρντά, βασικά είναι ας πούμε κομμέ με ηχηροποίηση ένα πράμα (ή που είμαι επιστήμονας ή που είμαι παπαρολόγος). Ντανιά είναι η πουτανιά με την καλή έννοια, δηλαδή το νάζι και το σκέρτσο. Όπως ίσως έχετε ήδη καταλάβει, ντανιάρης είναι ο πουτανιάρης. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το έχει στα Καλιαρντά (Αθήνα, 1971) με τη σημασία ναζιάρης εκ του ντανιά. Πιθανόν, όμως, να διατηρεί και τη σημασία του πουτανιάρη ως κομμέ και να είναι ευρύτερο από τα καλιαρντά. Τέσπα, ας πούμε ότι είναι ο ναζιάρης πουτανιάρης να τελειώνει η ιστορία.

Να μην τα πολυλέω βλέπω μπροστά μου ένα παιδί 1,80 μελαχροινό με γκρίζα σχιστά μεγάλα μάτια και κορμί φίδι να μου ζητάει να αναλάβει το σπίτι (καθαριότητα, πλύσιμο ρούχων, σίδερο κλπ) Στο 3-4 ρανεβού μας (ερχόταν 1 φορά την εβδομάδα) και ενώ της έχω δώσει κλειδιά γιατί έμενα μόνος και επέστρεφα σπίτι μεά τις 8 κάθε βράδυ την πετυχαίνω σπίτι να είναι στην κουζίνα και να με περιμένει. - Ενοιωθα μοναξιά μου λέει και ήθελα κάποιον να μιλήσω
- Ενα λεπτό λέω να κάνω ένα ντους και εντω μεταξυ δεν βάζεις και δύο ποτάκια να τα πούμε πιο χαλαρά. - Με το που βγαίνω μου κάνει πρόταση να μου κάνει μασάζ για να χαλαρώσω και έτσι πέφτουμε στο κρεβάτι. Λίγο το ποτό λίγο η μουσική ,λίγο το μασάζ ,ε δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος (καθότι και εργένης τότε και μέγας ντανιάρης). Μου κάνει ρε παιδιά ένα κρεβάτι θεϊκό ενώ τα είχα δει όλα και με το σώμα και με το πρόσωπο της. Μετά από ένα μήνα και αφού είδε και απόειδε με εμένα που μόνο κρεβάτι της έκανα, ενώ εκείνη ήθελε και βόλτες και σχέση και δέσμευση και εξασφάλιση τελικά (είχε μυριστεί χρήμα φαίνεται) μου λέει παραιτούμαι γιατί βρήκα άλλη δουλειά. (Ιστοριούλα από το Μπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι το ντιμπέιτ, υφιστάμενο μια αντιμεταχώρηση (το λένε και είναι απλό!) κατά τα φαλάκρα- καράφλα, χούφτα- φούχτα κ.ο.κ. Η λολοπαιγνιώδης αυτή αντιμεταχώρηση υπονοεί ότι το ντιμπέιτ (μεταξύ πολιτικών αρχηγών συνήθως, αλλά και γενικότερα), ή δίβατον πορτοκαλιστί ή ντημπέη αλεφαντιστί, αναδίδει μια αποφορά σκατίλας όπως ένας μπιντές, ή έχει ένα επίπεδο μπιντέ ή μπιντέ, κι αυτοί που το ακούνε καταλαβαίνουν ότι πρέπει να κάνουνε καλού κακού κανά μπιντέ για αυτά που θα ακολουθήσουν.

Σλανγκασίστ: Στο ΔγιαλοΧτήνος.

  1. Ένα καημό τον έχω, να σας πω ψέματα δεν μπορώ! Τι θα γίνει με αυτό το μπιντέιτ. Με αυτή την αγωνία κοιμάμαι, με αυτή ξυπνώ. Θα είναι όρθια τα παλικάρια ή ξαπλωτά; Αν είναι όρθια χάνει ο Κωστάκης, γιατί το παράκανε με τα σουβλάκια, και φούσκωσε λίγο, χώρια που μπορεί να εκσφενδονιστεί κανένα κουμπί από το παντελόνι και να βρει στον μάτι τη Τρέμη, κρίμα θα είναι, τόσα λεφτά έδωσε η γυναίκα για καινούργια φάτσα. Αν πάλι είναι ξαπλωτά, χάνει ο Γιωργάκης, τόσο ποδήλατο έριξε το παιδί 5 χρόνια τώρα χαμένο να πάει; Χώρια που μιας και δεν κουνάει τα χέρια τόσο πολύ όσο ο άλλος, ξαπλωτός θα μοιάζει με πεθαμένο, θα πιστέψει η γιαγιά στο χωρίο ότι πέθανε, δεν θα τον ψηφίσει. (Μπιντέιτ, Φοίβος και άλλα).
  2. Μπιντέιτ. Το debate παντού απόψε. Aκόμη δεν κατάλαβα τι δουλειά είχε ο Παπαθεμελής μαζί με τους υπόλοιπους αρχηγούς κομμάτων. Απορώ γιατί να μην είναι καλεσμένος και ο αρχηγός κάποιων οικολόγων τάδε, των κυνηγών, της φιλελεύθερης συμμαχίας ή οιουδήποτε κόμματος δεν έχει μπει στη βουλή? (Εδώ).
  3. Βλέπω οτι το αιώνιο μπιντέιτ Βούλγαρου και Μπλογκ συνεχίζεται. Παιδιά μη μαλώνετε. (Στου κυρ-Σαράντ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που συνηθίζει τις μπουρδελότσαρκες σε οίκους ανοχής και του έχει γίνει πάθος και έξη.

Αν το λάβουμε με τη στενή σημασία ότι ο μπουρδελάκιας πηγαίνει μόνο σε μπουρδέλα, τότε μιλάμε για έναν άντρα περισσότερο λαϊκής καταγωγής και χαμηλής οικονομικής υποστάθμης που θα δώσει ένα μικροποσό (ξερωγώ καμιά εικοσαριά Ευρώ με κάποια πάνω-κάτω απόκλιση) για να επισκεφθεί παρακμιακό κωλοχανείο, σε αντίθεση με τον στουντιάκια που θα αναζητήσει μία στοιχειωδώς κυριλέ φάση σε στούντιο. Όμως άντρας που δεν έφαγε στη μάπα τον σοβά της οροφής μπουρδέλου υπό κατάρρευση, δεν είναι άντρας. Ως άλλος Μάρκο Πόλο, ο μπουρδελάκιας εξερευνεί τους δρόμους του Μεταξιού για να ικανοποιήσει το πάθος του, ενώ επιδεικνύει άφταστο ηρωισμό κατά τη γάμευση άθλιων μπαζόλων εκδιδομένων έναντι όχι ακριβού αντιτίμου. Για τον ηρωισμό αυτό συχνά ανταμείβεται και με παράσημα ανερχόμενος τη στρατιωτική ιεραρχία. Στην καφροσέξουαλ Ελλαδούλα μας, όμως, δυστυχώς οι ερωμένες του μπουρδελάκια είναι συχνά θύματα trafficking.

  1. Ειμαι μπουρδελακιας φιλε μου, αλλα και με τις γκομενιτσες μου..... εχω κανει πολλες "φιλιες" με δεκαδες κοπελιτσες τα 7 χρονια (σαιζον) που δουλευα Μυκονο. (Από το καθ' ύλην αρμόδιο Μπου).
  2. τύπε ανέκαθεν ήμουν μπουρδελακιας και μαλιστα σκληροπυρηνικός του μεταξουργείου ;D... Στουντιακιας ήμουν παλιά... και μασαζοπληκτος...οταν υπαρχει κάτι καλό δοκιμάζω.. αλλιώς πάω στα σίγουρα. (Από έτερο μπουρδελοσάη).
  3. Μπουρδελακιας και χρυσαυγιτης ιδια κατηγορια. Οι ελληνιδες που πιασανε μετρανε κι αυτες ως θυματα trafficking. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστρέφομαι κάτι πάρα πολύ, με αηδιάζει, το απεχθάνομαι, ώστε μεταφορικώς όταν έρχομαι σε επαφή μαζί του βγάζω φλύκταινες, δηλαδή φουσκάλες, φυσαλίδες στο δέρμα από την αντίδραση. Συνώνυμο: βγάζω σπιθουράκια.

  1. Επί έξι μήνες, σχεδόν κάθε βράδυ, άκουγα επί ώρες την ίδια κασέτα με τραγούδια του Παύλου Σιδηρόπουλου. Κι ενώ ξέρω ότι πολλοί τον λατρεύουν τον συχωρεμένο, εμένα η φωνή και τα τραγούδια του μ’ έκαναν ανέκαθεν να βγάζω φλύκταινες, καντήλες και λέπια. Έκτοτε, όποτε ακούω το γλυκερό ‘Να μ' αγαπάς’, και το στίχο ‘βρωμάει η ανάσα απ’ τα τσιγάρα’, η πρώτη μου αντίδραση είναι να ουρλιάξω: «Ε πλύνε επιτέλους τα δόντια σου και σκάσε!» Τη μαρτυρική ακρόαση συνόδευαν γύρω στις πενήντα παρτίδες τάβλι. Κι ενώ, σύμφωνοι, ως Σαλονικιός, το πρώτο πράγμα που έμαθα μετά την προπαίδεια και την παρασκευή φραπέ ήταν πώς να παίζω τάβλι, κι ενίοτε μου αρέσει κιόλας, το να ξεροσταλιάζεις με τις ώρες παίζοντας πλακωτό ενώ ο νους σου είναι στο πισωκολλητό είναι βασανιστήριο εφάμιλλο αυτών του Γκουαντάναμο. Τέλος, σαν να μην έφτανε η ψυχική οδύνη, κάθε μα κάθε βράδυ τρώγαμε την ίδια πίτσα γνωστής αλυσίδας, της οποίας η κρεατόμαζα έχει την ίδια σχέση με κρέας όπως Ρωσίδα βίζιτα απ’ το Πουτσοσκαμπίλσκ με τους Ρομανώφ. (Ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ εκθέτει την έκθεσή του σε ναμαγαπάδικα ως μία από τις θυσίες στον βωμό του έρωτα).
  2. Εσείς που βγάζετε φλύκταινες όταν ακούτε "δημόσια τηλεόραση" μαζευτείτε για έναν έρανο ρε παιδιά... (Εδώ).
  3. Απλώς πίστευα στις ιδέες του, αλλά έκανα λάθος, τώρα δε θέλω ούτε να ακούω το όνομα ΠΑΣΟΚ γιατί στο άκουσμά του βγάζω φλύκταινες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified