Μια χαρακτηριστική -ίλα, πρόκειται για τη μυρωδιά των σκουπιδιών, μια συνισταμένη πολλών άσχημων μυρωδιών από σάπια και μουχλιασμένα άχρηστα πράγματα. Είναι πολύ γνώριμη στους κατοίκους των τσιμεντουπόλεων, ιδίως στις εφιαλτικές περιπτώσεις απεργιών των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την αποκομιδή τους. Πάντα όμως θα υπάρχει ένας τρασοκαβλιάρης να φτιάχνεται και ενίοτε να μεταφέρει την οσφραντική εμπειρία στο χαρτί.

  1. H Πλατεία Εξαρχείων και οι γύρω κάθετοι, συνήθως σε ακτίνα 20-30 μέτρων από την πλατεία έχουν για πολλούς τη γοητεία τους. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι στις πολύ πρωινές μου βόλτες, κερδίζουν κατά κράτος την Ομόνοια σε έντονες μυρωδιές. Σκουπιδίλα, κάτουρα, κόπρανα, εμετός και μπυρίλα κυριαρχούν στην πρωινή ατμόσφαιρα, άνθρωποι που χαρούμενοι σπάζουν γυάλινα μπουκάλια πετώντας τα σε δύσμοιρα, αδέσποτα σκυλιά για να τα πιάσουν, κατσαρίδες που κόβουν βόλτες σε κοπάδια, λίγο πριν, κατά τις τρεις-τέσσερις το πρωί νεαρά παιδιά γύρω στα 14 επιτίθενται σε περαστικούς, μπεκρήδες ή μη, και αξιοθαύμαστοί άστεγοι που καταφέρνουν να κοιμούνται σε αυτή την ατμόσφαιρα. Οι κάτοικοι περήφανοι για την ανεξαρτησία (?) της γειτονιάς τους έχουν λαϊκές συνελεύσεις, οι καθαριστές του Δήμου - σύγχρονοι Σίσυφοι - ξυπνούν από τις τέσσερις για να καθαρίσουν τα μικρά τετράγωνα και την πλατεία, πριν γίνει το ίδιο χάλια την επόμενη μέρα, ο Γιώργος Καμίνης ευαγγελίζεται το έργο του στον τομέα της καθαριότητας (ενώ λίγο πιο πάνω το Κολωνάκι ή η Πλάκα τα έχει λαμπίκο). Τα πρωινά Εξάρχεια κοντά στην πλατεία τους είναι η εικόνα της Αθήνας. Μύγες πάνω από τους κάδους, όπου και στην ανακύκλωση ακόμα, οι περήφανοι δημότες και οι χιλιάδες περαστικοί πετούν σκουπίδια. Ζήτω η Αναρχία. (Από το Φέισμπουκ).
  2. Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει... σκουπιδίλα θα μυρίσει. (Εδώ).
  3. Μεχρι τωρα ο Ασπρόπυργος βρωμαγε σκουπιδίλα και είχε επιδρομές αρουραίων στο μέγεθος κουνελιών. (Εδώ).
  4. Στις απέναντι πολυκατοικίες τα περισσότερα φώτα ήταν αναμμένα και μαύρες φιγούρες διακρίνονταν ακίνητες στα μπαλκόνια. Τα κλιματιστικά δούλευαν υπερωρίες. Μια διαπεραστική σκουπιδίλα, που αν ήθελες να την προσδιορίσεις σου θύμιζε σάπιο πορτοκάλι ανακατεμένο με μούχλα έφτανε στα ρουθούνια τους, και γάτες γύριζαν απογοητευμένες από κάδο σε κάδο ενώ κάποια στιγμή απ' το παράθυρο κάποιας γειτόνισσας ακούστηκε το Total Eclipse of the Heart. (Βάσια Τζανακάρη, Τζόνι και Λούλου, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, 2011).

Μερικά ακόμη παραδείγματα από τη λογοτεχνία.

  1. Είχε συννεφόκαμα και ο αδύναμος πουνέντες έφερνε κάθε τόσο στη μύτη μας σκουπιδίλα ανάμικτη με μυρωδιές από λιβάνια κι αρώματα λουλουδιών που σάπιζαν. Από πάνω πετούσαν και έκρωζαν τετράπαχοι γλάροι, που σιτίζονταν με ό,τι άφηναν πίσω τους οι συγγενείς των νεκρών. Δεξιά και αριστερά μας, μαυροντυμένες γυναίκες μουρμούριζαν προσευχές, άναβαν καντήλια, καθάριζαν και στόλιζαν τάφους. (Ιερώνυμος Λύκαρης, Η ζήλια είναι μαχαιριά, Αθήνα: εκδ. Καστανιώτη, 2014).
  2. Ο Μάνο ρουφάει την τελευταία γουλιά από το ποτό του. Όλη η φυλακισμένη σκουπιδίλα του αλκόολ τον χτυπάει με δύναμη στη βάση της μύτης. Ουίσκι από τις χωματερές από τα συμπυκνωμένα απόβλητα των Σαπ και των Ταλ, σαν το απόσταγμα των άχρηστων, περιττών ζωών τους. (Νίκος Μάντης, Άγρια Ακρόπολη, Αθήνα: εκδ. Καστανιώτης, 2013).
  3. - Κοίτα, τουλάχιστον, να πάρεις τίποτα καθαρά ρούχα. Βρωμάς σκουπιδίλα, ιδρώτα και αίμα. - Οι Μογγόλοι συνήθιζαν να τρίβονται με ζωικά περιττώματα πριν από κάθε μεγάλη μάχη, είπε ο Χάρι κουμπώνοντας το πουκάμισό του. (Τζο Νέσμπο, Ο Φαντομάς, μετάφραση Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, 2013).

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για μια τρασιά ή τρασίλα στο γενικότερο αισθητικό επίπεδο ή για κάποιον ή κάτι που θεωρούμε ως σκουπίδι σε πχοιότητα από οποιαδήποτε άποψη, αλλά οι μεταφορικές αυτές χρήσεις στον γούγλη είναι πολύ σπάνιες.

Ο μοναδικός λόγος για να μην παραιτηθούν τώρα όλοι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι για να μην έρθει ξανά στα πράγματα η σκουπιδίλα που μετέτρεψε τη χώρα σε χωματερή. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το δάκρυ εκ του ιταλικού lacrima εκ των λατινικών. Πρόκειται για έναν από τους χαρακτηριστικούς ιταλισμούς/ λατινισμούς των καλιαρντών, ένεκα των οποίων ίσως λέγονται και λατινικά ή βαθιά λατινικά.

Πώς χάθηκε; Πώς να ζήσω πια χωρίς τα φλογισμένα μάτια του; Ο χωρισμός, καλέ, είναι μισός θάνατος. Δεν είμαι της κλαψομουνιάσεως αλλά βαλάντωσα στο λάκριμο, η καψερή. Πού χάθηκε; Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού; Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. Τον αγαπούσα, τον αγαπούσα βαθιά. Τι καλά να ξανασμίγαμε! Να τον αποφυλάκιζαν και να τα βρίσκαμε πάλι. Τι λατσά που θα περνούσαμε! Μα ήταν πια πολύ αργά. Και για μένα και γι’ αυτόν. Και προπαντός γι’ αυτόν, που η μοίρα του τον έστειλε ίσια στην κόλαση. Ένα πρωί ξύπνησα απότομα. Χρόνια μετά τον θάνατό του. Τον είδα στο ύπνο μου. Έπαθα ζαλούζα. Ήταν, λέει, καθισμένος στο κελί του την τελευταία νύχτα πριν τον εκτελέσουν και συλλογιόταν. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου εδώ).

Γκέι ακτιβιστής παλεύει με λακριμογόνα στην Κωνσταντινούπολη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ποιητική ονομασία για τη βροχή στα καλιαρντά. Βγαίνει από το λάκριμο εκ του ιταλικού/ λατινικού lacrima. Σαν να δακρύζει ο ουρανός, δηλαδή. Αβέλει λακρίμω σημαίνει βρέχει.

Θα αβέλει λακρίμω αύριο είπαν στην κρυσταλλοσινού.

Αβέλει λακρίμω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για πολιτικό (ή και γενικότερα για ασχολούμενο με πολιτική ή/και οικονομία) ο οποίος γουσταίρνει τα Μνημόνια και τις μνημονιακές υποχρεώσεις.

Θα μπορούσαμε, ίσως, με βάση τη συνέπειά τους, να διακρίνουμε δύο μεγάλες κατηγορίες μνημονιάκηδων.

Η πολιτική σλανγκιά είναι ήδη καταγεγραμμένη στη Βικούλα. Και δεν είναι η πρώτη φορά που η Βικούλα μας παίρνει την πρωτιά. (Αιδώς Σλανγκείοι!).

  1. Άδωνις για απολύσεις: Δεν θέλω να μου παίρνει τη δόξα ο Τόμσεν. Σχόλιο: Και μνημονιάκιας και ψεύτης ο Άδωνις!
  2. Οταν έβριζε το Σαμαρά,εκείνος το έπαιζε αντιμνημόνιο. Μετά άλλαξε. Ο Αδωνις όμως ήταν από την αρχή μνημονιάκιας, δεν άλλαξε τα πιστεύω του. (Εδώ).
  3. Τα άκουσε άσχημα ο Καμμένος… «Είσαι και ο πρώτος μνημονιάκιας» του είπε ο αρχηγός της ΝΔ. «Από εδώ και πέρα δεν μπορείς να μας λες Γερμανοτσολιάδες…» (Εδώ).
  4. Παίρνει τον πούλο o μνημονιάκιας Τσίπρας; Μακάρι. (Εδώ).

Στο 5.30 το χρησιμοποιεί ο Γιώργος Τράγκας εναντίον του Αντώνη Σαμαρά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις εις -ιαση σλανγκικές παθήσεις. Συμβαίνει όταν η κλάψα και η κλαψομουνιά λάβουν διαστάσεις χρονίας ασθένειας ή και επιδημίας, αν μεταδοθεί η αρρώστια.

Από κλαψομουνίαση πάσχει αυτός που δεν αναλαμβάνει ηρωικά τις συνέπειες μιας κατάστασης, αλλά συνεχώς κλαίγεται ότι θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι άλλο, ότι αυτό που του συνέβη δεν του άξιζε. Συχνά ως καζαντζίδης έχει υπερβολικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και για αυτό θεωρεί ότι ματαιώθηκε και αδικήθηκε.

Δίνω τον λόγο σε ένα γλαφυρό παράδειγμα που περιγράφει την κλαψομουνίαση, παραπέμποντας και στον σύνδεσμο για τη συνέχεια.

Η κλαψομουνίαση είναι ασθένεια. Την περναμε ολοι, πολλες φορες στη ζωή μας, σχετικά ανωδυνα, ας πουμε σαν κρυολόγημα. Αψου και γκουχ γκουχ και κεινο το κακομοιρο υφος σα να σε βρηκανε ολα τα κακα του κοσμου μαζι, σε συσκευασια δωρου με 30% περισσοτερο προιον. Μετα περναει, κι ειμαστε μια χαρα μεχρι να ξανακολλησουμε. Σε μερικους ομως μενει χρόνια. Καμμια φορά νομίζεις οτι το έχουνε εκ γενετης, γιατι βλεπεις παιδάκια με συμπτωματα μονιμης κλαψομουνίασης, και λες, α το καημένο απο γεννησιμιού του θα τοχει, και το λυπασαι. Ερευνες απεδειξαν οτι ολα τα παιδακια γεννιουνται μια χαρα, αλλα επειδη η κλαψουμουνίαση μεταδιδεται πιο ευκολα κι απο τη γουρουνογριπη (της οποιας η μεταδοση διεκόπη, τεχνικα προβλήματα, μας συγχωρειτε), την εχουν κολλησει απο το περιβάλλον τους απο τη βρεφικη τους ηλικία. Εκδηλωνεται με τυπικα συμπτωματα, σχεδον παντα τα ιδια. Ρωτας τον αλλο τι κανει, και σου απανταει "καλα", με τετοιο τροπο που αναρρωτιεσαι αν ειναι καλυτερα να του αγοράσεις στεφάνι στην κηδεία ή να κανεις δωρεα σε καποιο ιδρυμα εις μνημην του. Αν κανεις το λαθος να ανοιξεις και κουβεντα, θα δεχτεις ενα καταιγισμο κλαψουρισματος, με διαφορα θεματα. Απο τα ποδια, χερια, σκατα που τον πονανε, απο τον αδερφό του κουνιαδου της τριτης του ξαδερφης που αρρωστησε και πολυ ταλαιπωρειται, απο τα λεφτα που δε φτανουν, μεχρι την γενικότερη οικονομική κατασταση, και το οτι παμε για πτωχευση και τι θα κανουμε, και μεις δυο μισθους κουτσους εχουμε και πως θα τα βγάλουμε περα, που ετσι που γιουβετσι, και δεν εχει κοκορετσι γιατι εκει που πηγε η τιμή του ουτε να το λεμε δεν ειναι πια.... Διοτι ο κλαψομουνης παντα για τον εαυτο του κλαιγεται. Κανενας κλαψομουνης ποτε, δεν νοιαστηκε για το συνολο. Μονάχα για την παρτη του. Παρουσιαζει μονιμη κοπωση, μονιμο πονοκέφαλο, και εκφραση "λυπηθειτε με". Συνηθως ο κλαψομουνης καταφερνει να μην κανει και τιποτα, διοτι ολοι τον λυπουνται τον καημενο, και κανουνε αυτοι τις δουλειες για παρτη του. (Η συνέχεια εδώ).

Στον γούγλη βρίσκω παραδείγματα για το έντεχνο τραγούδι, που θεωρείται πολύ κλαψομούνικο.

  1. Και φυσικά το έντεχνο είναι κλαψομουνίαση και αμορφωσιά (στο πιο έντεχνο :lol:). (Πχόρουμ).
  2. Οι σκύλοι, αν μη τι άλλο, είναι ορίτζιναλ και δεν κουβαλάνε την κλαψομουνίαση των έντεχνων. (Εδώ).

Η μπαλάντα του κλαψομούνη Και ο Πάριος κλαψομούνης

Επίσης, από κλαψομουνίαση ενέχονται ότι πάσχουν πολλοί αριστεροί οι οποίοι θεωρούν ότι ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός και τον αξίζουμε, οπότε όταν δεν τον έχουμε, δικαιούμαστε να κλαψομουνιάζουμε. Φαίνεται ότι το αριστεροκλαψομούνιασμα είναι η άλλη όψη της αριστεροχαράς στο σύνδρομο αριστερής μανιοκατάθλιψης. Ωστόσο βρίσκω στον γούγλη και δεξιούς να ενέχονται για κλαψομουνίαση, ενώ από τα χρυσαύγουλα κλασική έχει μείνει η περίπτωση του Στάθη Μπούκουρα.

  1. Να τελειώνει η «αριστερή» κλάψα! Η συνεχιζόμενη κλαψομουνίαση των Συριζαίων (αυτών που έμειναν, όχι των αποστατών) καταντάει εντελώς ανυπόφορη – και πολιτικά επιζήμια για τη χώρα αλλά και για την κυβέρνηση. Να το πούμε απλά: κανένας δεν ψήφισε τον σύριζα στις 25 Ιανουαρίου για «να σκίσει τα μνημόνια». Ούτε για να κρεμάσει κουδούνια στη γάτα, ούτε για να διακορεύσει αλύπητα τα νεοφιλελεύθερα λιοντάρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. [...] Επίλογος: όποιος ζαλίζεται ή φοβάται, πάει και κοιμάται. Θα ήταν κιόλας ευχής έργον να αδειάσουν το πολιτικό χώρο που (παραδόξως και προσωρινά) κατέχουν όσοι επιμένουν στην «αριστερή» κλαψομουνίαση. (Εδώ).
  2. Από εκεί και πέρα, επειδή έχω ψάξει δεκάδες δυνατές διατυπώσεις για να εκφράσω τη σκέψη μου ως προς το γιατί παριστάνω τον υποψήφιο (αν θέλω ή δεν θέλω να ψηφιστώ, αν θα μου ταίριαζε ή όχι να παραστήσω και κάτι περαιτέρω κλπ κλπ) κι όλες καταλήγουν στον ακκισμό, την κλαψαιδοίαση ή τον αγνό, ατόφιο μοντιπαϊθονισμό, το κόβω κάπου εδώ. Σχόλιο: ο Old boy θα έλεγε κλαψομουνίαση. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ προσπαθεί ακριβώς να αποφύγει την αριστερή κλαψομουνίαση).
  3. Ο Στάθης Μπούκουρας το έριξε στην κλαψομουνίαση μέσα στη Βουλή. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκίζουσα ένταξη στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του αγγλικού hooligan, που σημαίνει κάποιον που έχει μια σειρά από παράνομες συμπεριφορές βίας, όπως βανδαλισμό (κυρίως), bullying και μπαχαλακισμό (βλ. στον σύνδεσμο για πιθανές ετυμολογίες). Ο χουλιγκανισμός, όμως, συνδέεται συνήθως με θερμόαιμους οπαδούς αθλητικών ομάδων οι οποίοι είναι συχνά σε ομάδες και ενίοτε οργανωμένοι. Μεταφέρεται και απλώς ως χούλιγκαν ή ως χουλιγκάνος που κττμγ είναι ένα κλικ λιγότερο σλανγκ απ' το χουλιγκάνι.

Έχω την εντύπωση, κι ελπίζω να συζητηθεί, ότι ένας τρόπος εκσλανγκισμού λέξεων είναι η μετατροπή τους σε ουδέτερα με κατάληξη σε γιώτα και τονισμό στην παραλήγουσα. Εκτός από το χουλιγκάνι, έχω υπ' όψη μου τα: μουσλίμι (<μουσουλμάνος), μαχίμι (<μάχιμος), καταδρόμι (<καταδρομέας), αλλά νομίζω ότι υπάρχουν και άλλα.

  1. Ψηλέ χουλιγκάνι είσαι μάναρος! (Κέντρο). (Από φεϊσμπουκικό "σε είδα").
  2. Το παιδί σου, και μακάρι να βγώ ψεύτης, έτσι όπως το μεγαλώνεις ή σκοπεύεις να το μεγαλώσεις, θα βγει εάν όχι ψυχανώμαλο, σίγουρα πρεζάκιας, και χουλιγκάνι. (Πχόρουμ).
  3. Μου μίλαγες για αντάρτικο, έψαχνες και γκάνι. Μα τώρα με το ΣΥΡΙΖΑ με είπες χουλιγκάνι! (Στιχώνει εδώ).
  4. Το ότι είναι ανεγκέφαλοι δεν αναιρεί ότι είναι χουλιγκάνια. Μάλλον πακέτο πάνε αυτά. (Η μπλογοτέχνης Niemands Rose εδώ).

Εϊτίλα με Σταμάτη Γαρδέλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τουτανχαμός. Υπερθετικός του χαμός, του χαμός στο ίσωμα ή και στο πίσωμα. Πρόκειται για ένα λολοπαίγνιο με τον φαραώ της Αιγύπτου Τουταγχαμών, που είναι τόσο σαχλό, ώστε εντέλει πετυχαίνει τον σκοπό του να εκφράσει το κλίμα ενός χαμού που διαλύει κάθε σοβαρότητα και κάθε σύμβαση. Κυρίως, πάντως, λέγεται για να σατιρίσει ανθρώπους πολύ προχωρημένης ηλικίας που θεωρούμε ότι ίσως και να έχουν προλάβει τον φαραώ Τουταγχαμών εν ζωή, ή οι οποίοι χρησιμοποιούν μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που διαλύουν την εκφραστική του προσώπου τους και τους κάνουν να μοιάζουν με μούμιες, σαν αυτή του ομωνύμου φαραώ. Η έκφραση τουταγχαμός σε αυτήν την περίπτωση εκφράζει τον χαμό που προκαλείται όταν μία ή περισσότερες μούμιες βρεθούν σε έναν χώρο.

  1. Μαλωσε η Δανδουλακη με τη Βαρδινογιαννη εγινε τουταγχαμος. (Τουίτερ).
  2. Την Κυριακή θα πάμε με Παπούλια και Ζωζώ για μπάνιο. Θα γίνει τουτανχαμός. (Τουίτερ)
  3. Τουταγχαμός έγινε στο ντημπέη. (Σχόλιο για φωτό Ζαχαρέα και Τρέμη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το κλύσμα πιθανόν και με τις μεταφορικές σημασίες που βλέπουμε εδώ, εδώ και εδώ. Προέρχεται από τη λέξη πούλη= κώλος, πιθανόν εκ της λέξης bul της ρομανί, και της λέξης μουσαφίρης= φιλοξενούμενος εκ του τουρκικού misafir < αραβικό مسافر (mosâfer =ταξιδιώτης). Πρόκειται, επομένως, για έναν φιλοξενούμενο στον πρωκτό.

Τζους μωρή ψαμοσκελού... άντε να βρεις καμιά γκαζοζού να σου αβέλει κανά πουλομουσάφιρο.. (Από το Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.

  1. Θα ψήφιζα τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη για Πρόεδρο. Γιατί; Δεν κάνει η μούμια για Πρόεδρος; Εδώ έχουμε τον Παπούλια! (Μακελειό).
  2. Σε λίγο καιρό, η Μέγκαν Φοξ θα μπορεί να παίξει μόνο στην Μούμια.

Τουταγχαμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψέμα, το ψεύτικο στα καλιαρντά, εκ του μουσαντό.

Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού; Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified