Ο κομμουνιστής στα καλιαρντά, ή, όπως εξηγεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο, ο κόκκινος δημοκράτης, εκ του ρόζος = κόκκινος (< ροζί < γαλλικό rouge ή ιταλικό rosa = τριαντάφυλλο) και του ροβεσπάκης < Robespierre.

Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colggate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 08/10/13)(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστειατόρικη εκφορά για τα λαχανάκια Βρυξελλών, τα οποία κατά αντιστροφή λέγονται από πολλούς βρυξελλάκια λαχανών, από το οποίο μας μένει το βρυξελλάκια, μια ονομασία χαριτωμένη, όπως και το ίδιο το λαχανικό. Κατ' επέκταση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σκωπτικό δήθεν χαϊδευτικό προσωνύμιο και για βρυξελλιώτες, πολιτικούς ή άλλα στελέχη.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Τα βρυξελλάκια λαχανών αντιθέτως, είναι δόλωμα του Οξαποδώ δι αδυνάτους και πεπλανημένας συνειδήσεις και να τα αποφεύγητε! (Εδώ).

  2. Σειρά για τα ζυμαρικά μας έχει η λευκή σάλτσα τυριών।
    Συνδιάζεται υπέροχα με τορτελίνι, ραβιόλια, απλά μακαρόνια και φυσικά φιλέτο κοτόπουλο ή μανιτάρια ή ακόμα διάφορα πράσινα λαχανικά που ψήσαμε στον ατμό, όπως το μπρόκκολο, το κουνουπίδι (ξέρω ότι είναι λευκό αλλά ταιριάζει!), σπανάκι, βρυξελλάκια κλπ... (Είναι μιαμ ή μπλιάξ;)

  3. λιγο δυοσμο, φετα λεμονι, λιγο λαδι ολα σε αλουμινοχαρτο και να βρασω και βρυξελλακια και καροτάκι ξεχωριστα (Εδώ).

  4. Οι πολιτικοί και τα πολλά Βρυξελλάκια. Πόσο μας κοστίζουν οι σωτήρες.
    Στα καθημάς οι μισθοί του Προέδρου και του πρωθυπουργού είναι συμβατοί με τις έκτακτες συνθήκες της χώρας – ο Λουκάς Παπαδήμος είχε επίσης εκχωρήσει την πρωθυπουργική αποζημίωση στο κράτος, 85.000 ετησίως λαμβάνει ο Πρόεδρος Κάρολος Παπούλιας, ενώ 110.000 ετησίως λαμβάνει ο πρωθυπουργός Αντ.Σαμαράς. (Εδώ).

Βρυξελλάκια λαχανών (από Khan, 07/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλωμένος, όπως ορίζεται ευφυώς υπό του Jim Blondos, δηλαδή αφενός «ο ευρισκόμενος σε ερωτική διάθεση, με απαραίτητη προϋπόθεση την παρουσία στύσης, δηλαδή, την πλήρωση των σηραγγωδών αρτηριών του πέους του με αίμα» και αφεδύο (και κυρίως) «ο ευρισκόμενος σε κάθε άλλου είδους ενεργητική διάθεση, σε έντονο όμως βαθμό (καυλωμένος για χορό, για τραγούδι, για ποδόσφαιρο, για τσαμπουκά κ.λπ.)».

Ειδικά ο γκαύλακας διαθέτει μια κρητική ουρδεσάνς (πώς λέμε Μανούσακας ένα πράμα;) και μπορεί να δηλώσει μια κατά το μάλλον ή μπήχτον πάγια ιδιότητα του εγκαύλου υποκειμένου, δηλαδή έναν λεβέντη που είναι και καυλάκι, αλλά και συνηθίζει να κάνει του κεφαλιού του (του πάνω ή του κάτω).

  1. kai μετα ακουσ καποιουσ...εγω προσεχω...εγω φοραω ζωνη...εγω τηρω ΟΛΟΚΛΗΡΟ τον Κ.Ο.Κ..... αμα σου πεταχτει ο αλλοσ ΓΚΑΥΛΑΚΑΣ....οτι και να κανεισ ..εισαι καταδικασμενοσ.........
    ευτυχωσ δεν ειχαμε θυματα............. (Πώς θα ένιωθες αν έβλεπες ένα Daewoo Matiz να έρχεται ιπτάμενο κατά πάνω σου;).

  2. «Εγώ όμως που ήμουν δηλωμένη πια, όταν μετά τις πολλές αναβολές αποφάσισα να εκτίσω τη θητεία μου, πήγα χωρίς πολλά πολλά στο στρατό ξηράς. Και βρήκα πολλά κραγμένα γκεόλια εκεί μέσα, που μπροστά τους φαινόμουν καραστρέιτ. Άρα όλα αυτά δεν ήταν παρά μια από τις πιέσεις, μαζί με την αρτηριακή της, που ασκούσε η πεθαμένη για να του τσακίσει τον όποιο τσαμπουκά, όταν στα 18 του -βλέπεις δεν ανήκε ποτέ στη φοιτητιώσα νεολαία, και πώς θα μπορούσε άλλωστε αυτός ο γκαύλακας, ώστε να παίρνει αναβολές- υπηρέτησε στο ναυτικό.» (Niemands Rose, Τα Φώτα στο Βάθος, Αθήνα: εκδ. Απόπειρα 2013, σ. 37).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φλύαρος, αυτός που μιλάει πολύ χωρίς να λέει τίποτα το ουσιαστικό, εκ του μπλαμπλά που αποτελεί ηχομιμητική λέξη, η οποία δηλώνει την συνομιλία. Ενίοτε δηλώνει και τον κομπορρήμονα, τον καυχησιάρη. Επίσης, όσους εξ επαγγέλματος καταφεύγουν σε ατέρμονη αναπαραγωγή ξύλινης γλώσσας, καθώς οι πολιτικοί και οι δημοσιομπλαμπλάδες.

Trivium: Ο μπλαμπλάς ήταν επίσης «παιχνιδάκι που είχε κυκλοφορήσει από την AS γύρω στο 1995. Ήταν μια μικρή συσκευούλα σε μέγεθος παλάμης που ήταν στην ουσία ένα μίνι μαγνητοφωνάκι. Μπορούσε να ηχογραφήσει λίγα δευτερόλεπτα και μετά να τα επαναλαμβάνει. Είχε ένα μεγάλο μεγάφωνο, δύο κουμπιά (ένα για να ξεκινήσει η ηχογράφηση και ένα για να παίξει η ηχογράφηση) και στο πλάι μια ροδέλα ρύθμισης της έντασης του ήχου». (Δες).

  1. Για να δούμε, θα ακούσουμε κάτι συγκεκριμένο ή θα είναι και πάλι μια σούπα από μπόλικους μπλαμπλάδες και ακατανόητα ιδεολογήματα... (Εδώ).

  2. Ο άσχετος δημοκράτης μπλαμπλάς. (Εδώ).

  3. αφιερωμενο σε όλους τους γαμιάδες μπλαμπλάδες (Εδώ).

Και μπλαμπλάκιας. Στο 1.53. Μυδασίστ: Σφυρίζων. (από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δημοσιογράφος ή δημοσιοκάφρος, κυρίως ο τηλεοπτικός τοιούτος, ως αναληταράς αναλισκόμενος σε μπλαμπλά σε τηλεοπτικά παραθύρια. Εν ολίγοις αυτός που μιλάει για πολλά χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό, καταφεύγοντας συχνά σε μηντιακούς τουκανισμούς.

  1. Επίσης, τα Δελτία Ειδήσεων, ΔΕΝ έχουν… ειδήσεις, πια. ΔΕΝ αφορούν γεγονότα, κατά 90%- για να είμαι και λαρτζ. Κύκλοι και περιβάλλοντα, είτε της ελληνικής τρόικα είτε της ξένης, διαρρέουν επιθυμίες και σχέδια σε ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΥΣ και ΑΜΟΡΦΩΤΟΥΣ δημοσιομπλαμπλάδες (αυτοί που θέτουν την ατζέντα κάθε μέρα, ΔΕΝ γράφουν, πουθενά, τίποτα, παρά, μόνο μιλάνε), τα οποία τα αναλύουν για μέεεεερες τα «βαριά χαρτιά» των ΜΜΕ, οι αναλυταράδες αληταράδες (= σφουγγοκωλάριοι ιδιοκτητών, -που είναι σφουγγοκωλάριοι πολιτικών κι οι τελευταίοι γιουσουφάκια τραπεζιτών). Θυμίζω: θα πάρουμε ή δεν θα πάρουμε τη δόση; Από το τέλος των διακοπών, τέλος Αυγούστου, πρώτο θέμα, διαρκώς. Μέχρι το τέλος του χρόνου! Πρόσφατη διαρροή: «κατώτατος μισθός» και «απολύσεις στο δημόσιο».
    Είδηση είναι το γεγονός: ποιος, πού, πότε, γιατί. Είδηση είναι, πχ, ότι: χθες, στην Λάρισα, ΔΥΟ παιδιά, ΕΙΚΟΣΑΡΗΔΕΣ φοιτητές, πέθαναν και άλλα ΤΡΙΑ συνομήλικά τους χαροπαλεύουν, λόγω ΦΤΩΧΕΙΑΣ (= ΔΕΝ είχαν λεφτά για ηλεκτρικό ή πετρέλαιο). (Εδώ).

  2. Όμως, αντι γι' αυτά, το βράδυ θα ακούμε τους δημοσιομπλαμπλάδες να ουρλιάζουν για πράγματα που όχι μόνο το 85% του κόσμου, αλλά ούτε ΚΑΝ οι ίδιοι δεν ξέρουν! Και δώσ' του για PSI, EMFS, default, «κουρέματα», «κλειδώματα», απομειώσεις, επιτόκιο 4,8% ή 8%, βρετανικό δίκαιο, παράγωγα και δομημένα ομόλογα ασφαλιστικών ταμείων... (Εδώ).

  3. Θα πρέπει να σταματήσουν να λέγονται, -αφού δεν είναι-, δημοσιογράφοι, όσοι δουλεύουν στην Τηλεόραση. Τι σχέση έχει ένα “κανάλι” με μια εφημερίδα ή περιοδικό; Οι μεν μιλάνε οι δε ΓΡΑΦΟΥΝ. “Δημοσιομπλαμπλάδες” θα ήταν ένας περιγραφικότατα ταιριαστός όρος. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, γιατί οι πραγματικοί δημοσιογράφοι, αυτοί που ΓΡΑΦΟΥΝ καθημερινά κι εδώ και χρόνια, ΔΕΝ προσβάλλονται- θίγονται μ’ αυτήν την κατάσταση. (Εδώ).

  4. Λεβέντης, όταν πήγε ο πονηρίας βαψομαλιάς και δημοσιομπλαμπλάς, τότε, να του κάνει πλάκα με μια πίτσα. (Εδώ).

(από Khan, 06/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλήτης αναλυταράς, ή αλλιώς ο δημοσιοκάφρος (ή καλεσμένος δημοσιοκάφρου) του οποίου οι analύσεις ευνοούν τις εγχώριες και διεθνείς αλήτ.

Πρόκειται για ένα λολοπαίγνιο που διαδίδεται ραγδαία τον τελευταίο καιρό κυρίως στον γραπτό διαδικτυακό λόγο. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε το μεγεθυντικό αναλυταράς για τους αναλυτές που παρουσιάζουν υπερβολική οίηση και επίφαση επιστημονικότητας, που εντάσσουν το σκεπτικό τους σε μεγαλεπήβολα αφηγήματα, και που προσπαθούν να κάνουν μυστιφικέισιο στον απλό ή και αδαή λαό που τους ακούει. Χαρακτηριστική είναι η χρήση ξύλινης γλώσσας και επιστημονικής τζάργκον μαζί με ένα υφάκι ὡς ἐξουσίαν ἔχοντος. Πλέον βλέπουμε φού και φού και το λολοπαίγνιο (βλ. λ.χ. Οι Αληταράδες κι οι Αναλυταράδες) και την ίδια τη γραφή αναληταράς, για να περιγράψει ένα πολύ γνωστό θέαμα. Τον αναλυτή (συχνά οικονομαλόγο ή φιλόσοφο της ευθύνης) που με ύφος χιλίων καρδιναλίων κουνάει επιτιμητικά το δάκτυλο στην κυρα-περμαθούλα που ζούσε πάνω από τις δυνάμεις της επισημαίνοντας άλλον έναν λόγο γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.

Δεν είναι πάντοτε σαφές αν ο αναληταράς analύει έτσι επειδή είναι μίσθαρνο όργανο της ελίτ της αλήτ, ή απλώς για να ικανοποιήσει τον δικό του ναρκισσισμό (ή και τα δύο). Πάντως αποτελεί το πιο σύγχρονο σκέλος (και ιδεολογικό εποικοδόμημα) από ένα τρίπτυχο νεο-αλητείας που γνωρίζει ριβάιβαλ στις μέρες μας θυμίζοντας εποχές καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού, μαζί με τους ασφαλήτες και τους νεο-ταγματαλήτες.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

  1. Κανένας καρεκλοκένταυρος ανΑΛΗΤΑΡΑΣ δεν μπορεί να καταλάβει πως πρέπει να περιορίσουμε και τις πολεμικές δαπάνες για να σηκώσουμε κεφάλι. (Εδώ).

  2. Ο/Η αναληταρας και ευρωπιαρης έγραψε: (πριν 2 μήνες). η πασοκια σε πληρη ανθιση.. (Εδώ).

  3. ουτε οικονομολογος ειμαι αλλα ουτε και οικονομικος αναληταρας...
    αλλα κατα τη ταπεινη μου αποψη οι διαφορες «κρισεις» ειτε «μινι» ειτε «παγκοσμιες» ...«βουτηρο στο ψωμι» των «αφανων» οικονομικων αρχοντων (των hedge-fonds και μη...) αυτου του πλανητη. (Εδώ).

  4. Επίσης, τα Δελτία Ειδήσεων, ΔΕΝ έχουν… ειδήσεις, πια. ΔΕΝ αφορούν γεγονότα, κατά 90%- για να είμαι και λαρτζ. Κύκλοι και περιβάλλοντα, είτε της ελληνικής τρόικα είτε της ξένης, διαρρέουν επιθυμίες και σχέδια σε ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΥΣ και ΑΜΟΡΦΩΤΟΥΣ δημοσιομπλαμπλάδες (αυτοί που θέτουν την ατζέντα κάθε μέρα, ΔΕΝ γράφουν, πουθενά, τίποτα, παρά, μόνο μιλάνε), τα οποία τα αναλύουν για μέεεεερες τα «βαριά χαρτιά» των ΜΜΕ, οι αναλυταράδες αληταράδες (= σφουγγοκωλάριοι ιδιοκτητών, -που είναι σφουγγοκωλάριοι πολιτικών κι οι τελευταίοι γιουσουφάκια τραπεζιτών). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία στα καλιαρντά, εκ του σεμνή αδερφή.

Πανε να ζησουνε τον έρωτα τους κι η Λιάνα η σεμναδερφή τους χέζει όλους και ψηφίζει επιτέλους στη βουλή για να δουν χαρά κι οι αδερφές. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωπότυπος που σε μία κρίσιμη στιγμή λέει «ναι μεν, αλλά».

Δηλαδή όταν κάτι, είτε καλό είτε κακό, είναι πασιφανές και εξαιρετικά σημαντικό, αυτός δεν το αποδέχεται πλήρως ως όφειλε, αλλά από τη μια συγκατατίθεται στην διαπίστωσή του, ενώ από την άλλη διατηρεί επιφυλάξεις, με τις οποίες συνήθως εμμένει στην προηγούμενη ιδεολογική του θέση, που εντέλει δεν συγκλονίστηκε, όπως θεωρείται ότι έπρεπε, από το συνταρακτικό γεγονός. Ο ναιμεναλλάς είναι συνήθως ένας δυσκίνητος άνθρωπος που δεν έχει την δυνατότητα να αλλάξει όταν συμβαίνουν καινοφανή γεγονότα, που ανατρέπουν τα πιστεύω του. Ο ναιμεναλλάς δεν «χαίρει μετά χαιρόντων», ούτε «κλαίει μετά κλαιόντων». Δηλαδή και όταν συμβαίνει κάτι πάρα πολύ καλό, αρνείται να το χαρεί, για να μη φάει ήττα από τον σταλεγάκια. Και όταν συμβαίνει κάτι το σκανδαλωδώς κακό, βλέπει και τις καλές πτυχές του. Οι ναιμεναλλάδες είναι συχνά νοικοκυραίοι και καναπεδάκηδες, που αρνούνται να χάσουν την υλική και πνευματική βολή τους. Αλλά ενίοτε είναι και σκληρυμένοι ιδεολόγοι, που δεν θέλουν να χάσουν την ασφάλεια της ιδεολογικής τους θωράκισης.

  1. Τώρα μιλάω για το διάσπαρτο και πολυώνυμο πλήθος των Ναιμεναλλάδων.
    «Ναι μεν, αλλά…»
    Πόσες φορές το έχουμε ακούσει αυτό;
    «Ναι μεν μπορεί να είναι φασίστες αλλά εγώ τώρα δεν φοβάμαι να κυκλοφορώ μετά τις οχτώ στη γειτονιά μου».
    «Ναι, είναι οπαδοί του Χίτλερ αλλά τώρα μπορώ να πάω να καθίσω στο παγκάκι της πλατείας».
    «Ναι, είναι άγριοι αλλά μου αδειάσανε το σπίτι από τους νοικάρηδες λαθρομετανάστες που δεν μου πλήρωναν το νοίκι».
    Ναι μεν, αλλά…
    Αυτό είναι που λέει ο συμπαθών ή και ψηφοφόρος του “φιλικού” ― προς αυτόν― τρόμου.
    Είναι όλοι αυτοί που διάλεξαν να συμβιώσουν με τις “φιλικές” οχιές. Με την ελπίδα να “ξεκαθαρίσουν” οι οχιές τον τόπο από κάτι “ενοχλητικούς αρουραίους”.
    Και με την ανόητη ελπίδα ότι οι οχιές αποσύρονται στις σκοτεινές φωλιές τους όταν τελειώνουν τις βρομοδουλειές τους και δεν μας ενοχλούν πλέον. (Εδὠ).

  2. Αυτή τη χώρα οι «ναιμεναλλάδες» την κατέστρεψαν. Είτε ως πολιτικοί, είτε ως ψηφοφόροι. Οι λεγόμενοι μετριοπαθείς, κεντρώοι, νηφάλιοι, ήπιοι τύποι της διπλανής πόρτας.

  3. Αδιόρθωτοι ναιμεναλλάδες. [...] Το Σαββατοκύριακο που πέρασε ήταν μια μεγάλη στιγμή για την Ελληνική Δημοκρατία. Ένα μήνυμα ότι η Δημοκρατία μας, μπορεί να άργησε, μπορεί να έχει κουσούρια, αλλά είναι τελικά πανίσχυρη. Χαρείτε το και αφήστε τα «ναι, μεν, αλλά». (Εδώ).

(από Khan, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τριπάκια (βλ. ορισμούς) στα ποδανά.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Με πακιατρι και με φουσμπά... να υποδεχτουμε ολοι μας τη νεα χρονια (Εδώ).

  2. Χαχαχαχα, αμα το ψήνεις να κάνω και beach πάρτυ με τον μάνι να καούμε στα πακιατρι χαχαχαχα (Εδώ).

  3. χαλαλι του αυτοι εδω ουτε με πακιατρι ρε δεν παιζουνε.. για υπνοστεντονακηδες τους κοβω. (Σχόλιο στην Βουβουζέλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξοσλάνγκ παλαιάς κοπής. Πρόκειται για μεταφορά από το ιδίωμα των κυνηγών και γενικότερα των χρηστών όπλων στη σεξοσλάνγκ, κάτι που είναι εξαιρετικά σύνηθες άλλωστε (βλ. ενδεικτικά όπλο, οπλίζω, πιστόλι, καλό βόλι, αφλοκιστία, εκπυρσοκρότηση κ.ά.).

Στο κυνήγι ο ντουμπλές είναι οι δύο απανωτές βολές, που άμα ξέρεις να χειριστείς καλά το όπλο, αυξάνουν τις πιθανότητες να πετύχεις το θήραμα.

Στη σεξοσλάνγκ παρομοίως πρόκειται για τις δύο αλλεπάλληλες εκσπερματίσεις, αυτό δηλαδή που στην αγγλικάνικη μπουρδελική ονομάζεται extraball. Πρόκειται για μια από τις πλέον αγαπημένες λέξεις του Ανδρέα Εμπειρίκου στο έργο του «Ο Μέγας Ανατολικός», χωρίς ωστόσο να αποτελεί ατομική του σύλληψη. Ο Εμπειρίκος το χρησιμοποιεί και για τους αλλεπάλληλους γυναικείους οργασμούς με έκκριση άφθονου μουνοχύματος. Συνήθως περιγράφει τον μερακλή ή μερακλού που ο οργασμός, ακόμη κι αν δεν είναι πρόωρος, του αφήνει κάτι το ανικανοποίητο σε σχέση με το μέγεθος του καυλοπυρετού του, οπότε ευθύς αμέσως μετά τον οργασμό θηρεύει με την βοήθεια του/της συντρόφου και δεύτερο.

  1. Η «διόρθωση» σ’ έναν ντουμπλέ!
    Εμείς οι θιασώτες του μονόκαννου συχνά λέμε ότι αν δεν ευστοχήσεις με την πρώτη, τότε ξέχασε τη δεύτερη. Η απάντηση είναι ότι «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Ομως υπάρχει μια δόση αλήθειας στη ρήση των μονοκαννάδων... Ωστόσο, ας μην είμαστε «υπερβολικοί». Πολλοί είναι αυτοί που παίρνουν το θήραμα με τη δεύτερη βολή ενός ντουμπλέ, ιδιαίτερα αν ξέρουν να «διορθώσουν» την άστοχη πρώτη...
    Να ξεκαθαρίσουμε ότι με τη λέξη ντουμπλέ εννοούμε τις δύο απανωτές βολές και όχι αναγκαστικά τις δύο βολές σε δύο διαφορετικά θηράματα. Η τεχνική είναι όμοια και στις δύο περιπτώσεις βέβαια... (Εδώ).

  2. «[...] τοσούτωι μᾶλλον ποὺ ὁ λόρδος Κλίφφορντ τὴν έγάμησε δύο φορὰς ἄνευ ἀνάπαυλας, ἐπιμένων νὰ ἐκσπερματίσηι καῖ δευτέραν φορὰν εὶς τὸ ἤδη σπερμοβριθὲς αἰδοῖον της εὶς παραδεισιακόν ντουμπλὲν, εὶς τὸν ὁποῖον ἀνταπεκρίθη ἡ ἰδἰα πλήρως, μὲ τελείως ἀνοικτὸν μουνὶ καὶ τελείως ἀνοικτὴν ψυχὴν, εὶς δύο ἐπαλλήλους καὶ πλουσίους εὶς ἔκθλιψιν μουνοχυμοῦ ὀργασμούς». (Ανδρέας Εμπειρίκος, Μέγας Ανατολικός, Αθήνα: εκδ. Άγρα 2009 (4η εκδ.) Τόμος Δ', σ. 237).

  3. «[...] ἐξαπέλυσε ἐπὶ τῶν κινούντων εἰσέτι τὸ σφῦζον αἰδοῖον της δακτύλων τῆς Μαρίας, νέαν γενναίαν δόσιν θηλυκοῦ σπέρματος, πραγματοποιοῦσα τοιουτοτρόπως ἡδυπαθέσταστον ντουμπλὲν, ἕως που οἱ ὀργασμοὶ καὶ τῶν δύο κορασίων ὡλοκληρώθησαν καὶ αἱ δύο ἐξαδέλφαι ἔμειναν ἀσάλευτοι καῖ πνευστιῶσαι, ἐνῶ ἔξω ἡ καταιγὶς ἐξηκολούθει» (Ο.π., Τόμος Γ΄, σ. 48).

Got a better definition? Add it!

Published