Ὁ εὐγενικὸς κίναιδος, ἐκ τοῦ Λόρδου Βύρωνος, διὰ γενικεύσεως. Λέγεται καὶ ἁπλῶς μπάϋρον.

Ὁ ἡρωϊκὸς καὶ ρομαντικὸς λόρδος εἶχε ἐμπνεύσει σφοδροὺς ἑτεροφυλοφιλικοὺς ἔρωτες, μεταξὺ ἄλλων καὶ μὲ Ἑλληνίδες. Παρ' ὅτι θεωρεῖται κίναιδος, κάτι τέτοιο δὲν εἶναι ἀποδεδειγμένο πέραν πάσης ἀμφιβολίας. Γιὰ ὁμοδραστηριότητα του στὸ Μεσολόγγι δὲν γίνεται λόγος, προφανῶς ἀπὸ δικαιολογημένο σεβασμὸ στὴν προσφορά του, στὴν ὑπόθεσι τῆς μαχομένης, ἀναγεννωμένης Ἑλλάδος.

Ἡ ὅλη περίπτωσις εἶναι παρομοία μὲ ἐκείνην τῆς Σαπφοῦς, γιὰ τὴν ὁποίαν ἐπεκράτησε νὰ θεωρῇται λεσβία, ἐνῷ ἀποδεδειγμένως ἦτο τὸ ἀντίθετο.

Asist: Khan (από ΔΠ)

- Κόζα φόρτσα μουσαντοπάρσιμο σοῦ ἄβελε, μωρή, ἡ Ζηνοβία πασάτα τζόρνα;
- Μὲ σίκ, μωρή· πουρκὲ ντὲ σκεντὲ ἄφρισες καὶ βουέλεις μοῦσι; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι φιλέλληνας, ὄχι ντεζολαχτάρας σὰν τὸ σουάντες φινεντζάρη, ποὺ τουζούρ ντοὺπ σαφρὰνς... Σκέτος μπάϋρον εἶναι.

Τουτέστιν:

- Τί δυνατὸ φλὲρτ (πολιορκία) ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανε, μωρή, ἡ Ζηνοβία χθές;
- Σιγά, μωρή· γιατί, ζήλεψες κι ἔχεις νεῦρα; Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι εὐγενικὴ ἀδελφὴ ψυχή, ὄχι βίαιος (σαδιστὴς) σὰν τὸ ἀρραβωνιαστικό σου, ποὺ ὅλο στὶς βρέχει γιὰ λεφτὰ... Σκέτος λόρδος εἶναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Συνώνυμα: Σφαίρα, μπάμια, μπάμια Μπογιατίου (Μπογιάτι=Ἁγ. Στέφανος Ἀττικῆς).

Βλ. ἐπίσης ταυτόσημο λῆμμα τουτού.

- Τσάμπα ὁ μπερχαμὰς γιὰ τὸ τεκνό, μωρὴ Κοῦλα! Φυστίκι ἄβελε στὸ πακέτο!

Τοὐτέστιν:

- Ἄδικα ὁ καυγὰς γιὰ τὸν ἐπιβήτορα, ἀφοῦ τὸ φούσκωμα τοῦ παντελονιοῦ στὴν περιοχὴ τῶν γεννητικῶν ὀργάνων (προφανῶς μὲ βάτες) ἔκρυβε ἕνα μικρὸ καὶ ἀνάξιο λόγου πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ γυναικεῖο στῆθος στὰ καλιαρντά. Σημασία ἔχει ἡ προφορὰ τῆς λέξεως, μὲ δασὺ καὶ σκερτσόζο τch: κατchικανό.

Ἡ ἐτυμολογία σχετίζεται μὲ τὴν κατσίκα, πρὸς τὴν ὁποίαν προσομοιάζεται ὑπὸ τῶν κιναίδων μειωτικῶς ἡ γυναῖκα. Λέγεται μόνο στὸν ἑνικό.

Οἱ κυριότερες ἐναλλακτικὲς λέξεις γιὰ κατchικανὸ εἶναι μουτζαντίβαρο (ἐκ τοῦ μουτζό / μουνί + ἀντίβαρο), καυλοπιπίλω (μή μειωτικὸς ὅρος, ποὺ δηλώνει τοὐλάχιστον ἀποδοχὴ γιὰ τὴ γυναῖκα καὶ κάποιους ποὺ τὴν προτιμοῦν) καὶ βουτρὰ, τὸ ὁποῖο λέγεται εἰδικῶς γιὰ τὸ πλούσιο στῆθος. Κατὰ τὴ γνώμη μου παραπέμπει στὴν ἔννοια τῶν βουτύρων καὶ γαλάτων σὲ ἀφθονία (ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὸν Ἀθανασιάδη-Νόβα...), καὶ ἐξ αὐτοῦ στὸν ὀπτικὸ ἢ / καὶ ἁπτικὸ πλοῦτο, δηλαδὴ σὲ μιὰ πολὺ ἀρχετυπικὴ θηλυκὴ εἰκόνα γονιμότητος.

Βασικὰ παράγωγα τοῦ κατσικανοῦ εἶναι ἡ κατσικανοθήκη καὶ ὁ κατσικανόδεσμος (σουτιέν). Τὸ σουτιὲν μὲ τρῦπες στὶς θηλὲς λέγεται κατσικανόδεσμος (ἢ -θήκη) ντεζιντερέ (μεικτὴ ἐτυμολόγησις ἀπὸ τὸ ντέζι (καύλα) καὶ ντεζιρέ (désirer, ἐπιθυμῶ, ποθῶ). Ἐπίσης εὔχρηστη ἡ κατσικανόραμπα (ντεκολτέ) καὶ ἡ κατσικανόρρογα (θηλή). Γιὰ τὴν θηλαία ἄλω δὲν ὑπάρχει λέξι.

Μερικὲς ἄλλες συναφεῖς λέξεις ποὺ ἀναφέρει ὁ Πετρόπουλος δὲν εἶναι εὔχρηστες στὴν πρᾶξι καὶ θυμίζουν περισσότερο κατασκευάσματα παρὰ γνήσια καλιαρντά.

  1. Ντίκ μωρὴ κατσικανὸ ἡ ἡρακλοντάνα ἡ Γεωργία! Πῶς θὰ ἀβέλουμε μωρὴ σιρκουλέ στὴν ἴδια πιάτσα; Νὰ τζάσουμε λουάχατα!

Τουτέστιν:
Κοίτα μωρὴ βυζὶ ἡ (γυναῖκα) πουτάνα ἡ Γεωργία! Πῶς θὰ κυκλοφορήσουμε μωρὴ στὴν ἴδια πιάτσα; Νὰ φύγουμε πέρα (μακρύτερα)!

  1. Νὰ ντὶκ βουτρὰ ἡ ντάνα, καὶ κατσικανόδεσμο ντεζιντερέ, τρὲ σίκ σοῦ μπενά καὶ λατσοκουλικέ.

Τουτέστιν:
Νὰ δῇς βυζιὰ ἡ πουστροῦ, καὶ στηθόδεσμο μὲ τρῦπες στὶς θηλές, πολὺ κομψὴ σοῦ λέω καὶ ὡραῖα ψιμυθιωμένη (μακιγιαρισμένη).

Κατσίκα; Νό. Μόνο τὸ κεφάλι της (από aias.ath, 05/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὁ ὀκνός, ὀκνηρός, βραδύς, τεμπέλης, στὰ κυπριακά.

Ὀκνός > ὀκουνός > κουνός > κούννος. Ἡ σταδιακὴ μεταλλαγὴ ἀρχίζει μὲ τὴν προσθήκη βραχέος, εὐφωνικοῦ -ου-, γιὰ νὰ χωρισθοῦν τὰ δύο ἄφωνα σύμφωνα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸ παίρνει ὁ διάολος: Ὁ διπλασιασμὸς τοῦ ν γίνεται προκειμένου νὰ διατηρηθῇ ἡ βραχύτης τοῦ -ου-, μετὰ τὸν ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου.

Ἡ ἀρχικὴ ἑλληνικὴ ἑτυμολογία εἶναι ἀπὸ τὸ ὄκνος, ποὺ σημαίνει φόβος δειλία, δισταγμός, ἀπροθυμία, ἐνδοιασμός, καὶ κατ' ἐπέκτασιν βραδύτης ἀπὸ δειλία, ἀναποφασιστικότητα ἢ σωματικὴ κόπωσι. Ἡ περαιτέρω ἐτυμολόγησις εἶναι σκοτεινή.

(Διάλογος)
- Ἔντζε σούζεις chὲ σὺ λῆον τὸν κόλλον σου, ρέ Ἀchιλλέα;
- Ἄφησ' τον, μ' ἐένν τοῦ μιλλεῖς, ἐν κούννος τέλλεια, ρέ κουμπάρε!

Τουτέστιν:
- Δὲν κουνᾶς καὶ σὺ λίγο τὸν κῶλο σου, ρὲ Ἀχιλλέα;
- Ἄστονε, μήν τοῦ μιλᾶς, εἶναι τελείως ὀκνηρός, ρὲ κουμπάρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπελιάζω τόσο, ποὺ περνῶ στὴ διαδικασία τῆς ψυχοσωματικῆς σήψεως, μουχλιάσματος, ἀπὸ ἀκινησία.

Ἡ ἀναλογία τοῦ στασίμου νεροῦ, ποὺ μουχλιάζει, εἶναι προφανής, (πρβλ καὶ τὴν ὑβριστικὴ προσφώνησι μοῦχλα γιὰ τὴν τεμπέλα, ὀκνὴ καὶ ἀνοικοκύρευτη γυναῖκα, καὶ κατ' ἐπέκτασιν γιὰ ἄνδρα).

Τὸ σήπομαι ἔχει κανονικὰ τὶς ἑξῆς σημασίες: ἀποσυντίθεμαι, διαπυήσκομαι, ἀπονεκρώνομαι, παθαίνω γάγγραινα, εὐρωτιῶ (μουχλιάζω).

Τὸ σαπίζω (ἐνεργητικὸ καὶ μέσο ρῆμα) προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀσθενὲς θέμα «σαπ-» τοῦ σήπ-ω / σήπ-ομαι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο σχηματίζεται καὶ τὸ ἀπαρέμφατο σαπ-ῆναι καὶ ὁ δεύτερος ἀόριστο ἐ-σάπ-ην.

Μεγάλο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἀναλογία μὲ ταυτόσημες ἐκφράσεις τῆς γερμανικῆς: faul σημαίνει τεμπέλης καὶ σάπιος/μουχλιασμένος. Faulenzen σημαίνει τεμπελιάζω καὶ σαπίζω/μουχλιάζω. Προφανῶς, στὴ γλῶσσα αὐτή δὲν μπορεῖ νὰ διακριθῇ ἡ μία σημασία ἀπὸ τὴν ἄλλη, συνεπῶς δὲν τίθεται θέμα slang.

- Τί γίνεται ρέ; Τί κάν᾿ς;
- Τίποτα ρέ! Μαλακίες· σαπίζω.

- Πήγαμε διακοπὲς στὴ Σέριφο. Δέ σοῦ λέω τίποτε· σαπίσαμε ἀπ' τὴν ξάπλα, μεγάλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει γαμάω. Ταυτόσημος, μὲ διαφορετικὴ ὅμως διάθεσι, ἡ περίφρασις «ντινέρω πιτχά».

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται.

Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.

Αὐθεντικὴ ἀτάκα· γυρνᾶμε ξημερώματα στὸ σπίτι Γιαννιώτη συμφοιτητοῦ γιὰ ὕπνο. Ἄθελά μας, ξυπνάμε τὸν Μίμη, τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος, μὲ τὸ ἕνα μάτι ἀνοικτὸ καὶ μὲ μισὸ στόμα μᾶς λέει:

- Χαραφλώσαταν ὠρέ, ἢ χαραφλωθήκαταν;

Τουτέστιν:
- Γαμήσατε ρέ, ἢ σᾶς γαμήσανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει «κάλος», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ βλακός, βλαμμένου, κολλημένου, ἰδιορρύθμου κλπ.

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται ἀκόμη.

Συντάσσεται μὲ τὸ ρῆμα ἀβέρω, τὸ ὁποῖον περιέργως, ἐκτὸς τῆς λεκτικῆς ὁμοιότητος, ἔχει ὅλες τὶς χρήσεις τοῦ αβέλω τῆς καλιαρντῆς. Ἐν προκειμένῳ, ἀβέρω ντινοάρι σημαίνει ἔχω «κάλο» στὸν ἐγκέφαλο.

_Νὰ ποῦμε καὶ τῆς Λίτσας ρὲ γιὰ σινεμά;
_Ἄσε ρέ, ἀβέρει ντινοάρι τὸ ἄτομο... Θὰ μᾶς τὰ πρήξῃ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι ἀμβλύνους, βραδύνους, χοντροκέφαλος κλπ, δηλαδὴ γκαγκά.

Τὸ ἔτυμον προέρχεται ἀπὸ τὴν γαλλική, ὅπως ὀρθῶς σημειοῦται στὸ οἰκεῖο λῆμμα, κατὰ τὴν σειρά: gaga > γκαγκά > γκαγκεύω.

γιατρός:
- Πολὺ καλά, κυρία μου, μπορεῖτε τώρα νὰ σταματήσετε τὰ φάρμακα.
- Ἂχ, ὡραῖα γιατρέ μου, διότι εἶχα ἀρχίσει νὰ γκαγκεύω...

κατερινα γκαγκάκη, κριτής x-factor (από johnblack, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἰατρικὴ καὶ δὴ ἀναισθησιολογικὴ σλαγκολέξι, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἀναισθησιολόγος περνάει τὶς διάφορες γραμμὲς στὸν ἀσθενῆ.

Γραμμὲς λέγονται τὰ διάφορα σωληνάκια, μέσω τῶν ὁποίων χορηγοῦνται ὑγρὰ καὶ φάρμακα, μετριέται ἡ κεντρικὴ φλεβικὴ πίεσι, ἡ ἀρτηριακὴ πίεσι κλπ. Πχ φλεβικὴ γραμμή, ἀρτηριακὴ γραμμή, κλπ.

Ἡ προϊσταμένη χειρουργείου:
_Κυρία Μπαρμπούτσογλου, σὲ πόση ὥρα θὰ ἀρχίσῃ ἡ ἐπέμβασι;
_Ἔ, μέχρι νὰ κοιμήσω, νὰ γραμμώσω, βάλε μισὴ ὥρα περίπου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τῦπος σκληροῦ καὶ ἀρενωποῦ κιναίδου.

πουστόμαγκας ἔχει ἀτυχῶς πλέον ἐξαφανισθῇ, διότι δὲν πρόλαβε νὰ ἐνταχθῇ σὲ κάποιο πρόγραμμα τύπου Natura κι ἔτσ᾿. Ἄλλαξαν οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες, τὰ ἤθη κττ, καὶ δὲν παράγεται πιά.

Ἡ ἐτυμολόγησις ἀπὸ τὰ κοινὰ συνθετικὰ εἶναι προφανής.

Ἡ λέξις ἀνήκει εἰς τὴν καθομιλουμένη, στὴν κουτσαβακική, οὔ μιν ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν καλιαρντή. Ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος ἀναφέρει ὀρθῶς ὅτι ἡ λέξις «πούστης» καὶ παράγωγα ἀποφεύγεται συστηματικῶς ἀπὸ τοὺς κιναίδους, μὲ ἐξαίρεσι τὸ προκείμενο λῆμμα. Αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ σήμερα ὄχι πλέον ἀληθές: Στὰ νεώτερα χρόνια, καὶ ἰδίως μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς, κατὰ τὴν γνώμη μου, ἀτυχοῦς λέξεως gay, οἱ κίναιδοι χρησιμοποιοῦν ὑβριστικῶς κατὰ κόρον τὴ λέξι πούστης, πουστιά κλπ, γιὰ νὰ δηλώσουν ὅ,τι καὶ κοινῶς ἐννοοῦμε, πλὴν τῆς κυριολεξίας.

Μερικὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πουστόμαγκα:

Δὲν μπενάβει (ὁμιλεῖ) τὴν καλιαρντή, παρ' ὅτι τὴν τζινάβει (ἀντιλαμβάνεται «ex officio»), διότι προτιμᾷ τὸ ὗφος τῆς κουτσαβακικῆς.

Δὲν ἀκκίζεται οὔτε φαιδρολογεῖ, ὅπως οἱ κοινὲς λοῦγκρες, διότι τὸ θεωρεῖ στοιχεῖο ἀδυναμίας, ὡς προσιδιάζον εἰς τὸ λεγόμενο «ἀσθενὲς φῦλον». Μία τοιούτη συμπεριφορὰ θὰ τοῦ χαλοῦσε τὸ σκηνικό. Στὸ πλαίσιο αὐτό, δὲν χορεύει ποτὲ ρομανὸ-κιλιμπέ (πουστοτσιφτέτελο), ἀλλὰ ζεϊμπέκικο (σὲ διάφορες ἐκδοχές), ἐνίοτε καὶ χασάπικο, ἀλλὰ μόνο μὲ ἄλλους πουστόμαγκες καὶ μάγκες, ἐνῷ οἱ «κόρες» τοῦ βαροῦν παλαμάκια.

Ἀβέλει ὁπωσδήποτε πακέττο, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ κυριότερο μέσον προσκτήσεως κύρους στὸ σινάφι αὐτό. Ὅπως ἄλλωστε προσφυῶς ἔλεγε καὶ ἡ ἀείμνηστος Μαλβίνα: «Μόνο ἡ πούτσα μετράει». (Ἐμεῖς ὅλοι ξέρουμε βέβαια ὅτι μετρᾶνε καὶ τὰ μπελέ, ὅμως ἡ Μαλβίνα ἔτσι ἔλεγε).

Ὅταν δημιουργῇ σταθερὴ σχέσι μὲ ἄλλο, θηλυπρεπῆ κίναιδο, συνήθως τοῦ ἀβέλει ντοὺπ (κοινῶς τοῦ ρίχνει καὶ καμμιὰ ψιλή), ἐνίοτε δὲ τὸν ἐκδίδει καὶ σαφράνς τουζούρ (τοῦ τὰ μασάει σταθερά)· δημιουργεῖ δὲ καὶ σκληρὲς σκηνὲς ζηλοτυπίας, προκειμένου νὰ διευκολύνῃ τὶς πρὸς τὸν ἴδιον χρηματικὲς ροές. Σὲ κάποιες ἄλλες περιπτώσεις, εὑρισκόμενος σὲ ἰδιαίτερες στιγμές μὲ τὸ «ἕτερον ἥμισυ», τὸ σχῆμα «σκληρός-θηλυπρεπὴς» ἀντιστρέφεται· ὁ πουστόμαγκας γίνεται «γατοῦλα» καὶ τὸ ἀνάποδο, προκειμένου νὰ πραγματοποιηθοῦν SM φαντασιώσεις. Ἀλλὰ τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ...

Δὲν ἀρέσκεται σὲ κουσούμια (κουτσομπολιά), οὔτε σὲ μπερχαμάδες (καυγάδες), ὅπως οἱ συνήθεις κίναιδοι, ἐνίοτε ὅμως μπενάβει ἀνθυγιεινὰ (κατηγορεῖ, συκοφαντεῖ). Στὰ ἀλήθεια πλακώνεται μόνο γιὰ σοβαρὴ αἰτία, κυρίως ἂν ἀπειλῆται ἡ νομὴ τῶν θηλυπρεπῶν κορῶν (κιναίδων) ἐπιρροῆς του, ὁπότε μπορεῖ καὶ νὰ φαλτσετιάσῃ καὶ κανένα.

Εἶναι συνήθως περιποιημένος, καλοξυρισμένος καὶ φέρει σταθερῶς μύστακα, συνήθως τσιγγελωτόν (παγκροτσιγγελοχειλάς), τὸν ὁποῖον περιποιεῖται μὲ μουστακοδέτη καὶ μαντέκα. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ρῆσις: «Τὸ μουστάκι εἶναι ὁ φερετζὲς τοῦ πούστη». Μύστακες τύπου «ποντικοουρά» ἢ «σκορπισμένη διαδήλωσι» εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναξιοπρεπεῖς γιὰ τὸν πουστόμαγκα.

Καθ' ὅλα τἆλλα πρόκειται γιὰ κλασσικὴ παληόπουστα, ποὺ μπερδεύεται σὲ διαπροσωπικὰ καὶ σεξουαλικὰ ἐξουσιαστικὰ παίγνια. Ἡ περσόνα πουστόμαγκας ἐξυπηρετεῖ ἄριστα τὴν κατάστασι αὐτή.

Ὁ Βάγγος, ποὺ διαθέτει gaydar, λέει στὸ Μῆτσο:
- Πάρε μά (τι) κάτι λοῦ (γκρες), ρὲ Μητσά (ρα)! Πᾶ νὰ σπά λίγη πλά; Μπορεῖ νὰ κονό καὶ κανὰ ψιλό...
- Ἄσε ρὲ Βά (γγο), εἶναι πουστομά (γκες)· τοὺς δυὸ τοὺς ξέ ἀπ' τὸ μπὰρ τοῦ Τάκη, στὰ Πετραλώ. Δὲ θὰ καθαρί, ἐκτὸς κι ἂν τοὺς τὰ χώ, νὰ «πάρουμε» καμμιὰ δικιά τους κό (ττα).
- Ἄαασχετο: Καὶ τὸ Τάκης ἀπὸ ποῦ βγαί;
- Ἀπὸ τὸ Πουστάκης, ρὲ μαλά!

(από Jim Blondos, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified