Συνώνυμο του ατόμου με τάση να τρώει ξύλο από τους άλλους αδιαμαρτύρητα, του κακομοίρη καρπαζοεισπράκτορα.

Προκύπτει από τον μικρόσωμο ηλικιωμένο συμπρωταγωνιστή του Benny Hill, (κατά κόσμον Jackie Wright), ο οποίος σε κάθε επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «The Benny Hill Show» έτρωγε μπόλικες γρήγορες ψιλές στο καραφλό του κεφάλι από τον πρώτο και μάλιστα με το φιλμ να παίζει σε πολλές στροφές.

- Το βλέπεις εκείνο κει το ντούκι απέναντι;
- Ναι, τι;
- Στο σχολείο που τον είχαμε ήταν σαν το γεράκο του Μπένυ Χιλλ. Μέχρι που του τη βάρεσε μια μέρα και πλακώθηκε στα κικμπόξ και τις κρεατίνες και στο τέλος μας έδειρε όλους μόνος του...
- Πίκρα...

Ο Jackie Wright (από Jonas, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάποια τοπικά ιδιώματα είναι συνώνυμο του «γεμίζω» και, ολίγον πιο μεταφορικά, του «χορταίνω» (γεμίζω την κοιλιά μου, δηλαδή).

Σλανγκικώς, λέγεται σε περιπτώσεις ρίψης μεταφορικής τάπας σε κάποιον, όταν δηλαδή τα επιχειρήματα της επικρατούσας πλευράς είναι τόσο ατράνταχτα και αποστομωτικά, που η άλλη έχει κατά κάποιον τρόπο κατακλυσθεί (χορτάσει) από αυτά και το μόνο που την παίρνει να κάνει είναι τουμπεκί.

Από το Δ.Π: Mes

- Όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς...
- Kαλά, πιάσε μια Amstel.
- Μη μιλάς λέω... σε ρούπωσα... (να ν' καλά το slang.gr...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός της κατάστασης «Βέγγος», δηλαδή τρέχω απίστευτα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Προκύπτει από τα γνωστά σκετσάκια του αξέχαστου Άγγλου κωμικού (Benny Hill 1924 - 1992), σε πολλά από τα οποία ενώ ο ίδιος έτρεχε, το φιλμ παιζόταν σε μεγαλύτερη ταχύτητα, με το γνωστό μουσικό κομματάκι να τον συνοδεύει (Yakety Sax).

- Τι λέει; Πώς πάνε οι ετοιμασίες για τον γάμο;
- Άσε φίλε, έχω γίνει Μπένυ Χιλλ. Δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω...

(από Jonas, 20/10/10)(από Jonas, 25/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση, από τότε που βγήκαν οι λάσπες. Λέγεται αναφορικά με ένα πράγμα, πρόσωπο ή κατάσταση, των οποίων ο τίτλος ή ο χαρακτηρισμός δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές τους προδιαγραφές ή ιδιότητες, που είναι πολύ κάτω του αναμενόμενου - προσδοκόμενου.

Πρόκειται δηλαδή, για περιπτώσεις χαρακτηρισμού κατ' ευφημισμό -και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που μόνο μια θεϊκή παρέμβαση θα μπορούσε να τον επαναφέρει.

Πριν από περίπου μία ώρα η αστυνομία συνέλαβε τη Στέλλα Μπεζαντάκου να οδηγεί μεθυσμένη....

Η τραγουδίστρια( ο θεός να την κάνει) οδηγούσε στο αντίθετο ρεύμα με την SLK λίγο έξω απο τα δικαστήρια του Ναυπλίου.

Εκτός δηλαδή απο ...... είναι και ανεύθυνη.

Μάλλον η Στέλλα στεναχωρήθηκε που τα Μ.Μ.Ε δεν ασχολούνται πια μαζί της και όλοι έχουν στρέψει την προσοχή τους στην Τζούλια, έτσι αποφάσισε να κάνει μερικά τερτίπια προκειμένου να γίνει πάλι το πρώτο θέμα στις μεσημεριανές εκπομπές....

Απ' ότι φαίνεται θα τα καταφέρει και αύριο όλες οι μεσημεριανές εκπομπές θα τρέξουν για να τις πάρουν μια αποκλειστική συνέντευξη πίσω απο το κελί 33.

Στέλλα, δεν περιμέναμε κάτι καλύτερο απο 'σένα..... Απλά την επόμενη φορά που θα θέλεις να στρέψεις τα φώτα της δημοσιότητας πάνω σου, βγάλε καλύτερα και εσύ ένα ροζ dvd, δεν είναι ανάγκη να βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή των συνανθρώπων σου για λίγα λεπτά δημοσιότητας.!!!

απ' εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία αποτελούμενη από τις λέξεις Χαϊλάντερ και ντίρλα.

Περιγράφει άτομο το οποίο βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση μέθης και που παρ' όλα αυτά συνεχίζει να πίνει χωρίς να χαλιέται ποτέ. Επιπλέον δεν υπάρχουν μαρτυρίες ή ντοκουμέντα ότι έχει γίνει λιώμα στο παρελθόν, σε βαθμό που τίθεται θέμα μυθοποίησής του.

Με άλλα λόγια, είναι ο ντούρασελ κρασοπατέρας, απρόσβλητος από το αλκοόλ (όπως κι ο μυθικός Σκωτσέζος από τα δεινά εν γένει), ο «άνθρωπος σφουγγάρι» που απορροφά τα ποτά χωρίς φόβο και πάθος.

- Πάμε να πιούμε κανα κρασνιάκ;
- Κανα τι;;;
- Κρασνιάκ... κρασί με κονιάκ... δεν έχεις πιει ποτέ;
- Κοίτα... εσύ μπορεί να είσαι ο Χαϊντιρλάντερ ο ίδιος, αλλά εγώ δεν έχω καμία όρεξη να τρέχω για πλύσεις στομάχου μετά...

Heidi - lander (από Vrastaman, 26/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρονικό επίρρημα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως μονολεκτική και αποστομωτική αρνητική απάντηση σε εντολές. Η προέλευσή του εντοπίζεται στον Ελληνικό Στρατό. Μια παραλαγή: «παλιά στο Τέξας».

- Πσστ, έλα 'δω που σε θέλω λίγο...
- Παλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο gay περιωπής, ο οποίος ανέβηκε ιεραρχικά με τον καιρό στις τάξεις τους, διότι:

  1. η σκούφια του κρατάει από καλό τζάκι, από γνωστή οικογένεια κλπ,

  2. εδώ και χρόνια στο κουρμπέτι δούλευε υπερωρίες, με αποτέλεσμα να φτιάξει καλό όνομα,

  3. είναι καραξεφωνημένη, κανείς δε θυμάται πριν πόσα χρόνια ακριβώς βγήκε από την ντουλάπα και σα να μην έφτανε αυτό, έχει «βοηθήσει» κι άλλους να βγουν απ' αυτήν.

Ακολουθεί απολαυστικό μήδι.

- (Μ)πέηζιλ: Γεια σας αγόρια!
- Αγόρια: Ίσα μωρή προϊσταμένη!

(από Jonas, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός μάγκικος χαιρετισμός, ο οποίος αναλύεται ως εξής:

1) Γειαχαραντάν (= γεια + χαρά + νταν): Το πολύ δημοφιλές «γεια χαρά» στην καθομιλουμένη, ευχή για υγεία και χαρά δηλαδή. Το «νταν» κατά 99,9 % αποτελεί μάγκικη προσθήκη άνευ ιδιαίτερης σημασίας, ούτως ώστε να κάνει ρίμα με το ακόλουθο «και τα κουκιά μπαγλάν». Εκτός εάν υπήρξε όντως κάποιος Μέγας Φιλέλλην μαγκίτης ονόματι Dan, στον οποίο απευθύνονται οι χρήστες της φράσης από σεβασμό στο όνομά του.

2) και τα κουκιά μπαγλάν: αναφέρεται στο παίξιμο του κομπολογιού, στη χαρακτηριστική κίνηση δηλαδή, τινάγματος των χαντρών (=κουκιά) προς τα πίσω και τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγεται.

Σημείωση: το (2) (και τα κουκιά μπαγλάν) δύναται να ακολουθεί και άλλη φράση πέρα του «γειαχαραντάν» αρκεί να παράγεται ρίμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, γίνεται κυρίως για πλάκα, φορ τεχ λουλζ, όχι προς χαιρετισμό (βλ. 2η παράγραφο εδώ).

- Γεια σας μάγκες...
- Γειαχαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν...

Χάρρυ Κλύνν, Αλαλούμ (1982) (από vikar, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ευφάνταστη και ολίγον χιουμοριστική απάντηση κόντρα στη γκρίνια και τις διαμαρτυρίες παραξηγιάρηδων που αρπάζονται και θίγονται με το παραμικρό, με στόχο τη συνειδητοποίηση του μεγέθους της υπερβολής που διακατέχει τη συμπεριφορά των τελευταίων από μέρους τους και την αποκατάσταση της ηρεμίας.

- Ρε Χάρε πως βγαίνεις έτσι; Να με σκοτώσεις θες; Ασταδιάλα πρωϊνιάτικα...
- Καλά ντε, δε σε είπαμε και καμπούρη, ωχουού...

(από Khan, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευήθης ερώτηση αστειάτορος, απευθυνόμενη σε κάποιον που μόλις ρεύτηκε, με σκοπό το πείραγμα του τελευταίου - ότι και καλά πάτησε βατραχάκι - και την πρόκληση χαχαλομπούχαλου.

Μοναδικός περιορισμός για τη χρήση του παρόντος, είναι το μικρής έντασης και διάρκειας ρέψιμο, ούτως ώστε ο ήχος που παράχθηκε να μοιάζει όντως με βατραχάκι που πατήθηκε.

Σε πιο δυνατά και μακρόσυτα ρεψίματα κολλάνε περισσότερο οι προσφωνήσεις «μόσχος!» και «βόθρος!» και το «βατραχάκι» καλό είναι να αποφεύγεται.

Συναντάται σε πολλές παραλλάγες όπως: «Ψυχή έχουν και τα βατραχάκια...», «σιγά... το βατραχάκι», «δε λυπάσαι το βατραχάκι;» και δεν συμμαζεύεται...

- Γκράουπ! Σόρυ..
- Μα καλά.. το βατραχάκι δεν το είδες;

τώρα εδώ, τι του λες... (από Jonas, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified