Όχημα που μεταφέρει πόρνες. Στην Τσεχία (αλλά και σε άλλες χώρες που πουλάνε μουνί) τα εν λόγω οχήματα είναι ειδικά διαμορφωμένα, με μεταξόνιο τουλάχιστον τριών μέτρων (άρα τρεις με τέσσερις πόρτες σε κάθε πλευρά), φέρει δε διακριτικά λογότυπα και χρώματα του εκάστοτε στριπτιτζάδικου στο οποίο εργάζονται οι επιβαίνουσες.

Κοίτα, ρε παπάρα! Περνάει μια πουτανοφόρα φουλ στο μουνί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.

Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.

- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρέχει όπου τον καλούν, αρκεί να έχει μάσα και να είναι τζάμπα. Ο όρος χρησιμοποιείται ως αρχαιοπρεπής slang μεταξύ αποφοίτων της θεωρητικής κατεύθυνσης.

— Γιώργο, με κάλεσε ο Λάμπρος για παϊδάκια το βράδι, σπίτι του. Άμα θες έλα.
— Τι λες ρε που θα 'ρθω απρόσκλητος; Τρεχέδειπνος σαν εσένα είμαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρογγυλοκάθομαι, δε λέω να φύγω και τους γράφω όλους στ' αρχίδια μου.

Μου κατσικώθηκε, που λες, η καριόλα και δεν ξεκόλλαγε για ένα μήνα. Τελικά την κυνήγησα άγρια.

Άμα και κατσικώθηκε στην καρέκλα, άντε να τον κουνήσεις. (από joe909, 03/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανήξερος, ο «Γερμανός», ο «Κινέζος».

Παλιομοδίτικη μάγκικη και εν γένει μικρασιάτικη λέξη, από το τουρκικό bilmem (= δεν ξέρω).

Τι μου παριστάνεις τώρα, ρε Σπύρο; Τον μπιλμέμ μου παριστάνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που ό,τι σχετίζεται μ' αυτό είναι υπερβολικά κιτς.

Παράγωγα: καρακιτσάτος/-η/-ο, καρακιτσαριό

— Φιλαράκι, αγόρασα ένα πουκαμισάκι πολύ άψογο, σου λέω. Το ένα μανίκι λαχούρι, το άλλο εφημερίδα, και τα κουμπιά προσομοίωση μπάλας ποδοσφαίρου. Γαμάτο σου λέω!
Πού πας ρε καρακίτσο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιοκομματικός και φανατικός οπαδός του παλαιού ΠΑΣΟΚ.

Γουστάρει Αντρέα Παπανδρέου, Βασούλα, Τσοχατζόπουλοκ' έτσ'. Φοράει και πράσινη γραβάτα άμα λάχει (να 'ουμ').

Ο Δημήτρης είναι πασοκόσαυρος ολκής. Μην τολμήσεις και του θίξεις το μακαρίτη τον Πρόεδρο, σ' έφαγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στη φράση «θα σου αλλάξω τον Ανανία» ή «μου άλλαξε τον Ανανία», με την έννοια «θα σου αλλάξω τα φώτα / τα πετρέλαια κ.λπ.» (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Ήρτε κειος ο Σπυράγγελος και ζήταε δανεικά.
- Τώδωκες;
- Ωρέ του άλλαξα τον Ανανία, που θα τώδινα κι από πάνω...

(από Khan, 05/10/11)(από GATZMAN, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλ. μπυροκοιλιακοί.

- Εμ βέβαια. Κάθε βράδυ λιάρδα, νά 'τοι οι μπυριακοί που ξεπρόβαλαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified