Πρόκειται για προσωνύμιο της πόλης των Χανίων (Κρήτη), εμπνευσμένο από το νησί Manhattan της Νέας Υόρκης, που στόχο έχει να καταδείξει την ομοιότητα των δυο περιοχών, μιας που τα δυο αυτά μέρη είναι ισάξια ως προς τον μεγάλο πληθυσμό, την πολιτιστική ζωή και την έντονη καθημερινότητα, ιδίως κατά τη χειμερινή σαιζόν.

- Από πού κατάγεσαι;
- Απ' τα Μανχάνιαν.

(από Vrastaman, 22/08/11)Ο Πυρανχάνιαν από τα Μανχάνιαν (από GATZMAN, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαδικασία pot-σης κατά την οποία δύο ή περισσότεροι pot-ες είναι συνδεδεμένοι με κάμερα μέσω διαδικτύου και πίνουν χόρτο. Η φράση αυτή έχει ως γλωσσική βάση της τον όρο cyber sex.

Cyber pot βέβαια, να πίνουν μόνοι τους, οπότε μπαίνουν on-line και πίνουν με φίλους τους από άλλες πόλεις ή χώρες. Το σωστό cyber pot προϋποθέτει όσοι είναι on camera να πίνουν. Ε, τι; μισές δουλειές θα κάνουμε;

- Ήμουν χθες Skype και μιλούσα με την Inga, τη φίλη μου από τη Σουηδία. Δυο ώρες κάναμε cyber pot, λιώσαμε!
- Α, δηλαδή πάθατε υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμένο από τελειωμένη διαφήμιση φέτας - του γαλακτοκομικού προϊόντος - τους τελευταίους μήνες έχει γίνει πια και συνώνυμο του «άραξε την πέτσα σου» .

Προφέρεται με τραβηγμένο το «ε», δηλαδή: «Φέέέτα!».

- Μαλάκα, κόψε ταχύτητα θα τη δώσουμε σε κάνα στύλο!
- Φέέέέέτα...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική λέξη, προερχόμενη -προφ- από το χαλικούτης, χαλικουτίζω, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που είναι τρομερά ακατάστατο ή/ και βρώμικο, και συνήθως κατοικείται από πολλούς. Προφέρεται με υποτιμητική διάθεση.

-Θα 'ρθείς στου Σήφη το βράδυ;
-Είντα λες μπρε, κουζουλός 'σαι; Εκειά μέσα είν' χαλικουταριό! Ούτε να μπεις δε χωρείς!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χαλικουταριού (από mafie, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλός τοίχος, στην ουσία τσιμεντένιος και συνεχής φράχτης.

Εξαιρετικά χρήσιμος για τα πιτσιρίκια να κάθονται να τρώνε παγωτό και για τους εφήβους να κάθονται αντιμέτωπα και να χαμουρεύονται.

Η μαμά στον πιτσιρικά της:
- Βρασίίίδααααα! Κατέβα από το μπεντένι πουλάκι μου, γιατί άμα πέσεις και χτυπήσεις και ανοίξει το κεφάλι σου, θα σε σκοτώσω!

(από mafie, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεφ ή εστιατόριο που έχει βραβευτεί με αστέρι Μισελέν. Η λέξη καθιερώθηκε με το πρώτο ελληνικό Μάστερ Σεφ (με τον Πετρετζίκη), όμως έγινε μέρος καθημερινότερων συζητήσεων με τα επόμενα, στο Σταρ.

Παράδειγμα:

  1. Μισελενατο εστιατόριο ακριβώς δίπλα από την κεντρική πλατεία της Λιλ. Τα πάντα άψογα από το σέρβις μέχρι το φαγητό. https://www.tripadvisor.com.gr/Restaurant_Review-g187178-d2294762-Reviews-Monsieur_Jean-Lille_Nord_Hauts_de_France.html

  2. (Απόσπασμα απο συνέντευξη Πετρετζίκη σε Ε. Μελέτη).

Μ: Στο δοκιμαστικό, τι σε έβαλαν να κάνεις βασικά; [...] Εσύ ήξερες τι μενού παρουσιάζει το εστιατόριο; Π: Ήτανε Μισελενάτο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το χαλάζι, στην κρητική. Το ανεβάζω, γιατί τη βρίσκω τρομερά χαριτωμένη λέξη. Πρέπει δε να σημειωθεί πως είναι τόσο ισχυρή η χρήση της λέξης αυτής έναντι της «χαλάζι», που έπρεπε να φτάσω 18 και να φύγω από την Κρήτη για να ανακαλύψω πως τελικά είχα δει «χαλάζι» κι απλώς μου το είχαν συστήσει ως «κουκοσάλι».

Θεσσαλονικιός: Α, κοίτα χαλάζι!
Κρητικός: Τι χαλάζι ρε; Αυτό είναι κουκοσάλι!
Θεσσαλονικιός: Χαχαχαχαχα «κουκοσάλι»; Τι λες ρε χωριάταρε;! Από τα Ούα κατέβηκες; Χαχαχαχαχαχα!
Κρητικός (έτοιμος να κλάψει): Μα αλήθεια, κουκοσάλι...

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «τίποτα», κατ' εξοχήν απάντηση στις κάτωθι ερωτήσεις:

  • Τι κάνεις;
  • Τι λέει;
  • Πώς πάει;
  • Τι νέα;
  • Έκανες τίποτα για το τάδε ζήτημα;

Απαντάται μόνο στα Χανιά και έχει αντικαταστήσει πλήρως κάθε άλλη ενδεχόμενη απάντηση στα ανωτέρω. Προφέρεται αδιάφορα και με διάθεση αφόρητης βαρεμάρας.

- Τι κάνεις;
- Πράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επονομαζόμενο και «μικρός» ή «ωτίτης» μικρό μας δαχτυλάκι.

Η αναφορά σε αυτό, χαρακτηρίζεται από ρυθμική κίνηση υπό τον ήχο του Άη οφ δε Τάηγκερ, κατά την οποία η παλάμη μας βρίσκεται σε όρθια θέση, ο αντίχειρας, τοποθετημένος κάθετα, «αγκαλιάζει» τους δείκτη, μέσο και παράμεσο, ενώ ελεύθερος μένει μόνο ο μικρός / ωτίτης, δηλαδή το μωράκι, ο οποίος σηκώνεται και κατεβαίνει ξανά και ξανά ως το τέλος του άσματος.

Η ονομασία αυτή δόθηκε χάριν της χαριτωμενιάς που το εν λόγω δάχτυλο διαθέτει και επειδή το «ωτίτης» φέρνει πραγματικά βδελυρούς συνειρμούς.

- Μωράκι, μωράκι!
(στο άκουσμα του Άη οφ δε Τάηγκερ)

(από mafie, 21/08/11)(από mafie, 21/08/11)Τάκης Μωράκης... και πολύ μωράκι βρε παιδί μου (από GATZMAN, 22/08/11)

Αγγλιστί: Pinky.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified