Οι αίθουσες τσαγιού (εκ του Αγγλικού tea room) που ανοίγαν με επιτυχία πολλοί Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία στις αρχές του 20ου αιώνα.

Εμένα ο παππούς μου ήταν πολύ προδομένος. Χωρίς ένα βρακί ήρθε στην Αυστραλία και έφτιαξε μόνος του ολόκληρο τιρουμτζάδικο στην Καμπέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.

Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).

- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλίθιος, ανόητος στη ντοπιολαλιά της περιοχής των Ιωαννίνων. Προέρχεται από τη λέξη ταγάρι, αλλά άγνωστο παραμένει το γιατί αυτό σηματοδοτεί τον ανόητο.

- Να, βλέπεις, δεν παίρνει μπρος το καβουρδιστήρι!
- Αφού ρε ταγάρα έχεις κλειστό το διακόπτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.

Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί στα Γιαννιώτικα. Απαντάται συνήθως ως σ'μαδ'. Χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά.

- Εγώ θα πάρω μηχανάκι!
- Άντε απο'δω ρε σ'μαδ' που θες και μηχανάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άθλιος, ο απαίσιος, ο μισητός, γενικά το άτομο στο οποίο αξίζει η έκφραση «γαμώ το κέρατό σου».

Θα έρθω στο μαγαζί σου, γαμοκέρατε, και θα στο κάνω καλοκαιρινό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραβώ το πουκάμισο ή το T-shirt που φοριέται μέσα στο παντελόνι ώστε να κρεμάσει λιγάκι και να μοιάζει με μπουφάν παλαιάς κοπής (βλ. εϊτίλα).

Κοινή έκφραση σε παλαιότερες εποχές που τα εν λόγω ρούχα φοριόταν μέσα στο τζιν (ει δυνατόν σωλήνας) ή στο υφασμάτινο παντελόνι με τις πιέτες.

- Πώς σου φαίνομαι; Σένιος, ε;
- Βρε, μπουφάνιασε το πουκάμισο! Σου κάνει μια κοιλιά να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός της Ηπείρου που περιγράφει τύπο φτυαριού στενότερου και παράλληλου ως προς τη λαβή, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στενών τρυπών και αυλακιών. Συχνότερα απαντάται ως μπελ'.

- Τάσου, θα μου δώκεις του φτυάρ' ν' ανοίξου κανένα χαντάκ';
- Άμα θες χαντάκ' να σ' δώκω καλύτερα του μπελ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος, ο φαταούλας στην αργκό των Ιωαννίνων. Απαντάται συνήθως ως π'στόβλιακο.

- Πού είναι ρε η μπατσαριά;
- Την έφαγα.
- Ρε πουστόβλιακο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδια τετράστιχα, παρόμοια με μαντινάδες, που τραγουδιούνται σε γάμους και βαφτίσεις στη Νάξο, το περιεχόμενο των οποίων έχει να κάνει με την περίσταση.

- Μα τί έπαθε ο Βαζαίος τελικά;
- Να, εκεί που τραγουδούσε τα κοτσάκια σε ένα γάμο, λιποθύμησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified