Από το μανούρι + μανάρι. Μόνο για νεαρές γυναίκες. Τονίζεται η τρυφερότητα της ηλικίας και το αθώον της ύπαρξης, αλλά σίγουρα δεν μιλάμε για παρθένα. Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για κόμματο.

- Τι μανουρομάναρο ειν' αυτό ρε πούστη μου!! Καλόγερο κολάζει!!
- Για καλό δεν ξέρω, αλλά για γέρο... Μάζεψε τα σάλια σου, παλιοπαιδέρα.

βλ. παρομοίως και μανουλομάνουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Θέαμα του οποίου θεατής έτυχα μικρός. Στήνεται σε μια αλάνα ένα πελώριο ξύλινο βαρέλι στα εσωτερικά τοιχώματα του οποίου εκτελούνται ακροβατικά πάνω σε μοτοσυκλέτες και μικρά αυτοκίνητα (μου 'παν και για γουρούνες, αλλά δεν έτυχα μάρτυς οπότε κι επιφυλάσσομαι κάργα), εκμεταλλευόμενοι τη φυγόκεντρο που εμφανίζεται λόγω ταχύτητας. Προκαλεί ενθουσιασμό μέσα σε εκκωφαντικά ντεσιμπέλ και μπόχα εξάτμισης. (Δεν το θεωρώ slang).

  2. Όρος-φιγούρα του παραπέντε (του σπορ όχι του σήριαλ). Ο παραπεντίστας διαγράφει κύκλους παράλληλους με το έδαφος και πολύ κοντά σ' αυτό (εδώ κι η μαγκιά).

  3. Το 'χω ακούσει να το λένε και φοιτητές του εξωτερικού (καραεπιφύλαξη λόγω αναξιόπιστης πηγής) για Παρασκευάτικα μπεκρουλιάσματα στυλάκι «ποιος θ' αντέξει μέχρι τέλους», οπότε και αναφέρεται (επιπλέον) στην τελευταία γύρα που 'χουν μείνει δύο κι όλοι οι άλλοι ντίρλα γύρω - γύρω ξερνοβολούν τ' άντερά τους περιμένοντας το νικητή.

Το αφιερώνω με σεβασμό, στον Vrastaman που μου έδωσε την ιδέα του ανεβάσματος.

  1. - Μα πώς το 'παθε; - Πήγε να κάνει το γύρο του θανάτου και σαβουρντίστηκε άσχημα ο μαλάκας. Αφού δεν το κατέχεις το σπορ που πας ρε Καραμήτρο;

  2. Δείτε πως το χρησιμοποιεί η Μάρω Βαμβουνάκη δια λαλιάς Φίλιππου Πλιάτσικα:

«Στα ηλεκτρισμένα ξενυχτάδικα οι γυναίκες μισοκρύβονται πίσω απ' τη λήθη
Στα κολασμένα παζάρια της λεωφόρου οι αστυνόμοι
οι πλούσιοι επαρχιώτες μηχανόβιοι
μάσκες ακάλυπτες μικρές στο γύρο του θανάτου
που τρεμοπαίζουν τον άγγελο ή τον δαίμονα
στις άκρες των δακτύλων τους, ξημέρωμα Σαββάτου»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγονται και τα γκαλοψής, γκαλοπτζής, γκαλοπτσού, γκαλοψού και γκαλοπτζού.

Ο/η δημοσκόπος. Έχω ακούσει και το «δημοσκοπεύτρια», αλλά δεν θέλω να το ξανακούσω.

Αυτός που διενεργεί τα διάφορα γκάλοπ. Το μόνο προσόν που φαίνεται να διαθέτει είναι ένα αλάνθαστο ένστικτο να μυρίζεται πότε κοιμάσαι, ντουζιάζεσαι, τρως, γαμάς και τότε να τηλεφωνεί, οπότε και εισπράττει τα ανάλογα γαμοσταυρίδια.

Από μήνυμα σε πόρτα πολυκατοικίας πριν πολλά χρόνια, τότε που φοιτητές έκαναν από πόρτα σε πόρτα την άχαρη δουλειά που έκρυβε και πιπεράτες εκπλήξεις (όχι πάντα ευχάριστες): ΔΕΝ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΑ, ΕΡΑΝΟΥΣ & ΓΚΑΛΟΠΤΣΗΔΕΣ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φουμισμένη πόλη της Μακεδονίας. Απόδειξη η φωτό. Καμία άμεση σχέση με τις εκφράσεις:

  2. Δράμα δε βλέπω.

  3. Πού 'ν' η Δράμα;

  4. Έχασα τη Δράμα.

Όλες είναι λογοπαίγνιο από μεταφορά του αμερικανοεγγλέζικου «where is the drama;»

Αυτό λέγεται για να δείξουμε:

α) πως άρχισαν να μας πρήζονται από τις άσκοπες και χωρίς ενδιαφέρον παρλαπίπες που μας πετούν στη μούρη (δλδ ακόμη μια γείωση).

β) δεν παίρνουμε κάβο πού το πάει ο συνομιλητής - ομιλητής.

Μια ώρα κελαηδάει κι ακόμη Δράμα δε βλέπω.

-.......
-Καλά όλ' αυτά αλλά πού 'ν ' η Δράμα;

Καπναποθήκες στη Δράμα (από sstteffannoss, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τους στόκους, τους στούρνους, τους πανίβλακες, τις ξανθές, τα βούρλα και άλλους βραδύνοες.

Υπονοεί: Τα εύκολα πράγματα τα καταλαβαίνουν με τη δεύτερη φορά που τ' ακούν, τα δύσκολα καθόλου.

- Τι παίζει μ' αυτή τη Μαίρη;
- Τα εύκολα με τη δεύτερη, τα δύσκολα καθόλου.
- Κρίμας το κομμάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί ότι μου άναψαν όλα τα λαμπάκια, δηλαδή εξαγριώθηκα.

- Τι λέει ο Νικολάκης;
- Άι σιχτίρ τον παλιοπούστη, πάλι χριστουγεννιάκο δέντρο μ' έκανε ψες με τις χοντρομαλακίες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση: κοιτώ/βλέπω ντουβάρι: είμαι σε αδιέξοδο, δε βρίσκω λύση.

- Πώω ρε μπλέξιμο!! Και τι θα κάνεις;
- Μακάρι νά 'ξερα. Παντού ντουβάρια βλέπω.

(από sstteffannoss, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ήδη χρησιμοποιείται στο slang.gr με την έννοια του μεγάλος - μέγας.

  2. Ασφαλώς και είναι είδος φυσιγγιοθήκης για περίστροφα μ' αποτέλεσμα οι μη σχετικοί να εννοούμε πλέον το περίστροφο κι όχι την φυσιγγιοθήκη.

  3. Ήταν και πετυχημένη τηλεοπτική σειρά με τον Tom Selleck.

Αλλά χάρη στον Χάρρυ Κλυν απέκτησε και την έννοια:

  1. Ο πούτσος.

Η ατάκα του νονού Χάρρυ Κλυν «Άσ' το μάγκνουμ, βρε παιδάκι μου!!» όσο χαμουρεύονται με τη δικιά του, έχει γράψει ιστορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του όρου «ο καθ' ύλην αρμόδιος».

Το λέμε για κάποιον συνήθως δημόσιο υπάλληλο που μας έκανε να πούμε το δεσπότη Παναγιώτη και μας οδήγησε «πιο πέρα κι απ΄εκεί που συχνάζ' η Φλέσσα», τις περισσότερες φορές επειδή είχε μαύρα μεσάνυχτα επί του θέματος.

Για να τονιστεί το τελευταίο, λέγεται και το ο καθίκης αναρμόδιος σαν υπερθετικός του ο καθ' ύλην αναρμόδιος.

Το ο και γαμώ το καντήλι(ν) του αναρμόδιος το αφήνω στη φαντασία του καθενός σας και σας εύχομαι να μη σας τύχει.

- Ρε μπαγάσα, εσύ που 'σε παθός και μαθιός, τι κάνουμε για μια άδεια για μπουγατσατζίδικο;
- Ά!! Χέσε τον Μαλακόπουλο που 'ναι ο καθίκης αρμόδιος και μίλα με τον Μπάμπη το χοντρό στη γραμματεία να σε ξεστραβώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified