Σαν έκφραση χρησιμοποιείται προτρεπτικά κυρίως από γυναίκες διαόλου κάλτσα που πιάνουν πουλιά στον αέρα, διαβάζουν βουλωμένο γράμμα με μηδέν λουξ και διαθέτουν προσόντα διπλωμάτη ολκής, προς αρχιδάτους με πιο ουγκ ταπεραμέντο, προκειμένου να λυθούν ηλίθιες παρεξηγήσεις και να επουλωθεί αθέλητο ή ανόητο πάτημα κάλων.

Σημαίνει το καλόπιασμα του άλλου, την ανόρθωση του πεσμένου του ηθικού ή την εξάλειψη της δυσαρέσκειάς του, μετά από άτοπο ή άγαρμπο θίξιμο, ή ακόμη και προσβόλα, που του έγινε (όχι απαραίτητα από εμάς), είτε πάνω στη στραβή, είτε με αφορμή κάποιο φάουλ του. Όχι όμως με γλείψιμο, αλλά με την αναγνώριση της αξίας και του τι καλό καγαθό έκανε στο παρελθόν. Επίσης, την ενθάρρυνσή του πάνω στην προσπάθειά του για έναν κοινό στόχο στον οποίο δικαιολογημένα δεν πολυσυνεισφέρουμε εμείς.

Μανιπουλάρισμα ή πουσάρισμα δηλαδή, χωρίς όμως τις υστερόβουλες δημοσιοσχεσίτικες γαλιφιές.

Με σκαμπρόζικη χρήση του «πούπουλου» η έκφραση παίρνει πεοανυψωτική διάσταση με ανάλογα αποτελέσματα σε οποιοδήποτε ανδρικό ηθικό.


Το ανεβάζω για να διασωθεί και μόνο.

Το χρησιμοποιούν αναντάμ – παπαντάμ, σπανίως, οι παλιές (άνω των 60) ενός απ’ τα σόγια μου. Αν κι αντιλαμβάνονται την πικάντικη δυναμική της έκφρασης, δεν την έχω ακούσει ποτέ καθαρά μ’ αυτήν την απόχρωση –πώς θα μπορούσα άλλωστε- εξού κι η έλλειψη αντίστοιχου π.χ. που θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση εκφρασοπλασίας. Εννοείται, πως δεν αποκλείω μια τέτοια χρήση.

Ως προς την ετυμολογία, το πιο κοντινό που μπόρεσα να ανιχνεύσω είναι το αγγλικό «feather in one's cap» που σημαίνει πως κάποιος κατάφερε κάτι που όλοι γνωρίζουν και θεωρούν σημαντικό κι αξιόλογο, πράγμα που τον κάνει αν όχι φανερά περήφανο, τουλάχιστον να έχει ηθικό ακμαιότατον και να είναι κάργα από αυτοπεποίθηση. Θυμίζοντάς του το, όταν καμιά κωλοκατάσταση τον έχει πάρει από κάτω, τον βοηθάς, ενίοτε, να την ξεπεράσει -λέω 'γω (εννοείται, με κάθε επιφύλαξη).

- Καλά – καλά, θα σε στολίσω αργότερα.
- Τι πάλι;
- Ε το μαλάκα! Ξανά τα ίδια! Άλλαξε τις ημερομηνίες!
- Από μακριά όλα είναι εύκολα.
- Σιγά! Που μου το παίζει και βαρύ πεπόνι!
- Σήκωσέ του κι εσύ λίγο το πούπουλο! Τόσο τρέξιμο έχει κάνει!
- ………
- Έχουμε κι εκείνα τα τρικαλινά λουκάνικα, μου πιάνουν χώρο.
- Αν φτάνει το τσίπουρο, παρ’ εσύ τηλέφωνο για αύριο.
(sic)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας προέκυψε από τη διεθνώς γνωστή αμερικανική τηλεοπτική σειρά «The Twilight Zone», με πιασάρικη μουσική υπόκρουση που έχει γράψει μια κάποια ιστορία.

Εκεί, λοιπόν, ο εκάστοτε γκαντέμης πρωταγωνιστής παθαίνει ταράκουλο και κλάνει μέντες απ’ τα πολλά αλλόκοτα, παράλογα, τρομακτικά ακόμη και φρικιαστικά διάφορα που του συμβαίνουν, όταν μπαίνει, άθελά του, στον εν λόγω μετα- / παρα- / υπερ-φυσικό χώρο που συνήθως στέκει εκτός χρόνου μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας – παράνοιας. Συνήθως, φυσικά, προσπαθεί να την κάνει όσο το δυνατό πιο γρήγορα, φευ, με αμφίβολα αποτελέσματα στην τελική.

(Κάθε πιθανός συνειρμός με θητεία ή αξιομνημόνευτη επίσκεψη σε δημόσια υπηρεσία μάλλον δεν είναι συμπτωματικός).

Σε μια κοινωνία όπου παίζουν χαλαρά φράσεις όπως π.χ.: «νομιμοποίηση αυθαιρέτων» ή με φόντο μπαρουτοκαπνισμένες Σχολές το διαχρονικό: «για να διαφυλαχτεί το πανεπιστημιακό άσυλο πρέπει να…» και πλήθος άλλα οργουελικά, την έκφραση συνηθέστερα χρησιμοποιούν: -σε ψιθυριστούς μονολόγους (κι όχι μόνο) ταλαίπωροι Μήτσοι με τα νεύρα τσατάλια και φάτσα σάικο που θα ‘χαν πολλά να μοιραστούν με τον Γιόζεφ Κ.,
-όσοι αρνούνται να τη δουν σοφά πιθήκια για να περιγράψουν όσα επιμένουν να βλέπουν και να ακούν, και
--- τηλεορασόπληκτοι θολοϋποκουλτουριάρηδες.

Κάποιοι εξ όλων αυτών, προσφάτως, για να γλιτώσουν από μια ζώνη του λυκόφωτος όπου κάτι βαρύγδουπα συνοψίζονται στο άνοστο σουρεάλ « για να τη σώσουμε πρέπει να την πουλήσουμε μπιτ-παρά, να βγείτε οι μισοί στην ανεργία, να…», αντί να πάρουν των ομματιών τους ή τα καμένα βουνά, πήραν τις πλατείες αφήνοντας κάποιους απ’ τους λοιπούς να συνεχίζουν ν’ αγοράζουν και να πουλούν τρελίτσα.

1.
…στο «μεταναστευτικό» ο μετανάστης είναι η μία όψη του προβλήματος. Η άλλη όψη είναι η κοινωνία που τον υποδέχεται, οι πόλεις που δεν είναι πόλεις, οι τοξικομανείς που σέρνονται στη Στουρνάρη μερικά μέτρα πιο κάτω από το Μέγαρο Υπατία, ο αχρείος που τρέχει με το μηχανάκι του στο πεζοδρόμιο, ο ένστολος που γυρνάει από την άλλη για να μην μπλέξει. Γιατί αυτά βρήκαν οι μετανάστες όταν μπήκαν στη ζώνη του λυκόφωτος, έναν γιγάντιο ορνιθώνα όπου ο καθένας εκβιάζει την ύπαρξή του βιάζοντας τον δημόσιο χώρο κι όλοι μαζί τρέχουν για να διορθώσουν το μόνο πρόβλημα που αναγνωρίζει αυτή η χώρα: το ύψος των επιτοκίων δανεισμού. Και εννοείται, προσαρμόστηκαν.

2.
Και επίσημα πια υπό κατοχή η χώρα!!! Όχι δεν είναι η ζώνη του λυκόφωτος. Είναι η Ελλάς του 2011…
(Σχολιάζει άρθρο των Financial Times κατά το οποίο: «Οι ευρωπαίοι ηγέτες διαπραγματεύονται συμφωνία, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία πρωτοφανή εξωτερική παρέμβαση στην ελληνική οικονομία..»)

3.
Προφανώς η μανία των συναισθημάτων σου είναι εξίσου έντονη όταν βιώνεις την απόρριψη. Τότε ξεσπά ο κυκεώνας της τυφλής ζήλιας, της εμμονής, της εκδικητικότητας. Η απόρριψη είναι το μονοπάτι για τη σκοτεινή πλευρά σου. Και είναι τρομακτικά εκεί στη ζώνη του λυκόφωτος...

(όλα απ’ το δίχτυ)

Βρώμικος Νότος – Στην Καρδιά και στο Μυαλό: Στη Ζώνη του Λυκόφωτος (από sstteffannoss, 06/06/11)Το 1ο intro της σειράς «The Twilight Zone» (από sstteffannoss, 06/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ συχνότερα στο γ’ πρόσωπο του αορίστου: «την έκανε κατσίκα».

Αποδίδεται σε όσους έχοντας λερωμένη τη φωλιά τους, ψυλλιάστηκαν πως οσονούπω θα τους έπαιρναν πρέφα και εγκαίρως την έκαναν μ’ ελαφρά πηδηματάκια αφήνοντας χαλαρά σε άλλους να πληρώσουν τα γαμησιάτικα.

Γνωστότατη φράση (βλ. και σχόλιο του vanias εδώ) σε πληθυσμούς που τμήμα τους σταδιακά κατέστησαν ευθυνόφοβο με άποψη, κυνικά διεφθαρμένες, διαπλεκόμενες και μη ελεγχόμενες ιεραρχίες που τακίμιασαν με τυφλούς και θεόκουφους κατήδες και στηρίχτηκαν απ’ την πέμπτη φάλαγγα συνδικαλιστών και δολίων ΜΜΕ, ντεμέκ διανοούμενους, φάσκοντες κι αντιφάσκοντες θολοκουλτουριάρηδες και λοιπές νενεκικές δυνάμεις που τα πιάνανε με το κουλό.

Σύγχρονες μέθοδοι για να γίνεις φιδίσιος αποτελούν, σύμφωνα με φήμες, τα μπατσόπτερα, μια και τα υποβρύχια για τέτοιους σκοπούς γέρνουν.

Προέρχεται απ’ το τούρκικο kaçak που σημαίνει: «δραπέτης», «φυγόδικος», «λιποτάκτης», «αποστάτης», «λαθρέμπορος», «σκαστός», «διαφεύγων» και «ζούλα» που, παρεμπιπτόντως, μας έχει δώσει και τα:
-κατσακτσής: λαθρέμπορος,
-κατσάκικο, κατσιμαρτζήδικο: λαθραίος, παράνομος (όπως αναφέρει ο HODJAS σε σχόλιό του στο αγροτικό του perkins, μετά από δημιουργικά σχόλια των Γιώργος Ζάκκης και poniroskylo), καθώς και την έκφραση:
---«(την) κάνω κατσάκι»: κάνω κοπάνα / σκασιαρχείο / σκάμπα / σμπόμπα όπως αναφέρουν οι jaiel και kounilaki και ετυμολογεί ο Αλβανός.

Λοιπόν ο GAP είναι ξοφλημένος. ... Αφού ήθελε τόσο πολύ να γίνει πρωθυπουργός, τον έριξαν στο λάκκο με τα θηρία να τον αποτελειώσουν. Καλά τόσο χαϊβάνι δεν το περίμενα να είναι! Ενώ ο άλλος την έκανε κατσίκα στο παραπέντε! Ας τον βλέπετε χοντρούλη. Είδατε πώς την έκανε και πώς την έχωσε στον βλάκα το Γιωργάκη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας προέκυψε από το παλιό γαλλικό serpentin, αυτό από το λατινικό serpentinus (ερπετόμορφος, οφιοειδής), που προήρθε απ’ το επίσης λατινικό serpens (ερπετό, φίδι) κι αυτό απ’ το επίσης λατινικό serpere (έρπω).
Αφού υποστεί προληπτική αφομοίωση, κυκλοφορεί και με τη μορφή «σαρπαντίνα»

Πρόκειται βέβαια για την έγχρωμη, λεπτή, χάρτινη κορδέλα με το πολύ μεγάλο σχετικά με τον όγκο της μήκος, που τυλιγμένη σχηματίζει κοντό κύλινδρο. Σε αποκριάτικες, συνήθως, εκδηλώσεις (και) με ένα χαρακτηριστικότατο φύσημα στο κέντρο αυτού του κυλίνδρου, ξετυλίγεται παίρνοντας το πασίγνωστο ελικοειδές σχήμα.

Λόγω λοιπόν των ιδιοτήτων του σχήματός της, έχει δώσει το όνομά της σε διάφορα εξαρτήματα και μηχανισμούς όπως:

---τον ελικοειδή συνήθως μεταλλικό σωλήνα σε πολλές συσκευές τύπου μπόιλερ, που βρίσκεται μέσα στο χώρο όπου υπάρχει το ήδη ζεσταμένο απ’ τον λέβητα ή τον ηλιακό συλλέκτη υγρό (ή και αέριο). Το κρύο νερό (ή όποιο άλλο ρευστό) μπαίνει από τη μια μεριά του σωλήνα και βγαίνει, ζεστό πλέον, από την άλλη μεριά, έτοιμο για διάφορες χρήσεις.

Ή κι αντίστροφα: Στο σωλήνα κυκλοφορεί το ρευστό που έχει ήδη ζεσταθεί, προκειμένου να ζεστάνει το αποθηκευμένο –κρύο σε πρώτη φάση- ρευστό που θα χρησιμοποιήσουμε (βλ, 2ο μήδι),

---τον σωλήνα σε συσκευές όπως κλιματιστικά και αποστακτήρες, που βοηθά στην ψύξη του αέρα και την υγροποίηση ουσιών που βρίσκονται σε κατάσταση ατμού και

---τον μηχανισμό πίσω απ’ το τιμόνι των οχημάτων (κι όχι μόνο) που επιτρέπει να μη χάνεται η ηλεκτρική επαφή του τιμονιού καθώς αυτό στρίβει, με την κόρνα, τον αερόσακο κι όσους άλλους μηχανισμούς ενεργοποιούνται από κουμπιά πάνω στο τιμόνι (βλ 3ο και 4ο μήδι).

Συμμετέχει στις περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλείς εκφράσεις:
---«Κάνω κάτι σερπαντίνα», που σημαίνει «το ’χω παρακάνει», «το ‘χω παραχέσει», «το ‘χω τραβήξει απ’ τα μαλλιά» και χρησιμοποιείται κυρίως όταν μακρηγορούμε.

---«Μου ‘κανε τα νεύρα σερπαντίνα», που όπως και τα σαφώς συχνότερα «Μου ‘κανε τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια» σημαίνει πως: «ίσα κι είμαι στο παρατσάκ να με πιάσουν τα διαόλια μου, οπότε μη πολλά – πολλά, μη γίνει εδώ το Κούγκι. Ά», στο πιο ευγενικό.

---«Με πάει σερπαντίνα», που σχετίζεται με δυσάρεστα επιτακτικές κωλοεκδηλώσεις διάρροιας, που σ’ αφήνουν νταντέλα, όπως εξόχως γλαφυρά ήδη περιέγραψε ο HODJAS σχεδόν δυο χρόνια πριν.

---«Τη φυσάει τη σερπαντίνα» -σαφώς συχνότερα στο γ’ πρόσωπο- που περιγράφει, σαν ένα ακόμη μέλος μιας ατελείωτης λίστας, τον έχοντα σεξουαλικές προτιμήσεις που πολλοί αντιμετωπίζουν ακόμη συμπλεγματικά, πλουτίζοντας παράλληλα τις απανταχού γλώσσες.

---Επίσης, λόγω του σχήματός της και της εικόνας που δίνει η εκτόξευσή της, περιγράφει τα φλόκια που δεν βρίσκουν τον από τη φύση καθορισμένο στόχο. Σε πολιτιστικά προϊόντα που απολαμβάνουν ακόμη και οι λιγότερο θολοκουλτουριάρηδες για προφανείς λόγους τόσο η καταμέτρηση, όσο και το μήκος τους σε slow-motion, έχει αναδείξει παγκοσμίου φήμης προσοντούχους αστέρες που με τις επιδόσεις τους προβλημάτισαν πολλούς.

1.
…Όταν βρίσκεται εγκατεστημένη η σερπαντίνα μεταφέρει νερό το οποίο ζεσταίνεται καθώς δουλεύει το τζάκι-λέβητας. Η θέρμανση αυτή του νερού γίνεται σε ειδικό δοχείο ξεχωριστά από το νερό που προορίζεται για το δίκτυο των καλοριφέρ. Η θέση αλλά και το υλικό της σερπαντίνας αυτής μεγιστοποιούν την απορρόφηση της θερμοκρασίας.

2.
…Η πορεία των υδρατμών συνεχίζεται στο κάτω μέρος της δεξαμενής σε στενότερους σωλήνες που βρίσκονται γύρω-γύρω στα τοιχώματα (σερπαντίνα) με ελαφρά κλίση για να μην κρατούντα υγρά…

3.
…Μπράβο μεγάλε. Να πεις στους κατά φαντασία «κορυφαίους υπουργούς» σου και να μεταφέρεις στο πρωθυπουργικό περιβάλλον (το οποίο βλέπεις μόνο με το τηλεσκόπιο του Κοπέρνικου) ότι καταφέρνεις να κάνεις τα νεύρα μας σερπαντίνα, κάθε φορά που κατά λάθος, πάνω στο καταραμένο ζάπινγκ, πέφτουμε πάνω στις «πληροφορίες» σου από «κορυφαίους υπουργούς» και στο υφάκι εκατό μαϊμού-καρδιναλίων! Αμάν πια! Μας έσκασες!!!

4.
Σας καλούμε στο «ΚΟΨΙΜΟ» της Πρωτοχρονιάτικης Πίτας...
Λες και όποιον φάει την πίτα θα τον πιάσει κόψιμο και θα τον πάει σερπαντίνα και εμείς είμαστε προσκεκλημένοι να το παρακολουθήσουμε.
Ή λες και θα πιάσει την ίδια την πίτα κόψιμο και θ' αρχίσει να κλάνει πριν κοπεί. Έλεος...
(σχολιάζει τη χρήση του «κόψιμο», αντί του σωστού «κοπή» σε πρόσκληση).
(διεκπεραιωτικά)

5.
Έβαλα και πλαϊνά σαμάρια από το γαϊδούρι του μπάρμπα μου του κωλοπυργιώτη γνωστός και ως Ungle AssTower! (Μπάμπης ο Καραμπίνας ένα πράμα) αλλά το κακό είναι ότι γέρνει μόνο από την μια πλευρά. Δεξιά δεν πλαγιάζει το μοτο.
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ;;;
ΥΓ.1 Είναι συλλεκτικό δεν πωλείται ή ανταλλάσσεται, ΥΓ.2 USB δεν παίζει. Αυτά είναι φλωριές. Firewire μόνο. ΥΓ.3 Επόμενη μόντα: Χέστρα με επιταχυντή κλανιών για 0-319,4χαω σε 4,2 δεύτερα και κύκλωμα μετατροπής σκατού σε φυσικό αέριο για εξοικονόμηση καυσίμου. Με μια φράπα και καπάκια ένα milko, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, με το αίμα που θα με πάει πίνοντας τα, κάνεις 2 φορές πήγαινε έλα Αθήνα Βερολίνο.
ΥΓ.4 Το έχω κάνει σερπαντίνα το θέμα.

6.
-…κι όσο για τον άλλον που βρίζει με πμ, θα τον φωνάξω την άλλη φορά να κρεμάσει αυτός μπάλες και λαμπιόνια επί τέσσερις ώρες στο γαμώδεντρο. Merry kissmyass!
-Παλικάάάάάριιιιιι!! Το στολίζεις το δέντρο; Το λαμπιόνι το κρεμάάάάάς;
-Τη φυσάω τη σερπαντίνα. Το λούζομαι το κομφετί.

(όλα ως εδώ απ’ το δίχτυ)

7.
-Ρε μαλάκες! Κάνω κάτι γαμήσια τελευταία με την Κούλα, άλλο πράμα! Χθες, την πηδούσα μια ώρα, έχυσα στην κοιλιά της κι αυτή ούρλιαζε ένα τέταρτο απ’ την καύλα!
-Σιγά! Εγώ με την Σούλα χθες γαμιόμασταν δυο ώρες, την πήραν τα φλόκια στη μάπα κι αυτή ούρλιαζε μισή ώρα απ’ την καύλα!!
-Α καλά! Εγώ τις προάλλες έριξα έναν κρύο στην Τούλα, πήγανε κι οι δεκαπέντε σaρπαντίνες στην κουρτίνα κι αυτή ακόμη ουρλιάζει!!!

(κλασικό, προσαρμοσμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που δεν τον έχουν κατουρήσει / λερώσει με ούρα, αλλά και αυτόν που δεν έχει κατουρήσει.

---Επειδή το κατούρημα είναι και ένα διάλειμμα που επιβάλλει το πάνσοφο σώμα στο διαταραγμένο από τον εργασιακό ή άλλο φόρτο πνεύμα, προσφέροντας και μια ψυχική ανακούφιση, ο όρος χρησιμοποιείται και για να δηλώσει πως κάτι πάει σερί χωρίς μια, ενίοτε, αναγκαία παύση. Αυτό μπορεί να σημαίνει είτε καταπίεση, είτε εξαιρετική αντοχή, πάντα σε υπερβολικό βαθμό.

---Επειδή ο ακατούρητος δεν είναι λερωμένος, ο όρος δηλώνει αυτόν που σε αντίθεση με τους όμοιούς του απολαμβάνει καλής φήμης, που δεν έχουν ράμματα για τη σούφρα του, που δείχνει άξιος εμπιστοσύνης και αψεγάδιαστος.

---Επειδή η σκληρότητα είναι απαραίτητος όρος για την ομαλή λειτουργία του κλειδιού του παραδείσου, η φύση προνόησε ώστε να αιματώνεται ολονυχτίς, εν είδει προπονήσεως, όταν το πάνω κεφάλι βρίσκεται σε φάση REM. Εξού οι πασίγνωστες πρωινές σηκωμάρες που συνήθως φεύγουν μετά το πρώτο κατούρημα.

Εξού λοιπόν «το ακατούρητο», το εξαίρετα ηδονικό -ιδιαιτέρως για την παρτενέρ- πρωινό πήδημα που εξασφαλίζουν οι κατουρόκαβλες του ακατούρητου.

Μπορεί να πέσετε πάνω και στα μοραΐτικα «ακατούρηγος» / «ακατούρηγο».

1α.
Παιδιά το 6Ν μιλάμε το βάζω σε εκτός δρόμου διαδρομές και είναι πολύ σκυλί. Tα όποια προβλήματα, δουλεύει σαν ταξί δεν κατεβαίνει παράθυρο συνοδηγού βάζει νερά από κάπου πίσω κτλ... δεν με απασχολούν ιδιαίτερα γιατί το αυτοκίνητο δε μασάει. Έχει κάνει χίλια χιλιόμετρα σε μια μέρα ακατούρητο μιλάμε. Με άλλο αυτοκίνητο θα έκανα μια στάση. Μ’ αυτό δεν φοβάμαι τίποτα!!!!

1β.
Και καμία μεταγραφή να μην κάνει ο Ολυμπιακός, με την ομάδα που έχει τώρα, ακατούρητος θα το πάρει. Νομίζω πως θα είναι το πιο εύκολο πρωτάθλημα!

1γ.
-Τουλάχιστον πάει η χρονιά! Αρχίζουν οι διακοπές.
- Όχι για όλους. Στις δυο τελευταίες τάξεις του λυκείου, τα παιδιά τον πάνε ακατούρητο όλο τον Ιούλιο. Από φροντιστήριο σε φροντιστήριο τρέχουν μέσα στους πέντε καύσωνες.

2α. Κάποιοι άλλοι τρέχουν από σχέση σε σχέση για ν αποφύγουν την μπόχα της άλλης ψυχής. Ελπίζουν ίσως πως θα βρουν τον ακατούρητο άλλο. Απλά ζουν στα ρηχά, ανικανοποίητοι χωρίς να ξέρουν το γιατί, αποξενωμένοι και από τον εαυτό τους που δεν μαθαίνουν να αποδέχονται .

2β.
Πολλοί θα θέλανε να «τα χώσω» στους αδέξιους δεξιούς που μας κυβερνούν. Άλλη μια μπατούλια, θα ‘θελαν να τα σύρω στους προηγούμενους, τους «σοσιαλιστές», που από την ιδεολογία τους κράτησαν το «…λιστές», αφού το αναβάθμισαν σε «…ληστές».
Τι μας μένει; Μα οι ακατούρητοι, οι πραγματικοί, οι αδοκίμαστοι (στην Ελλάδα), οι άπαιχτοι. Ποιοι είναι αυτοί; Μα οι…

(Όλα ως εδώ απ’ το δίχτυ)

  1. Ντιν-Νταν! Ντιν-Νταν!
    -Δόξα τω Θεώ!
    -Χρρρ. Χρρ. Χρ. Τι; Μα! Μωρή λυσσάρα!!
    -Ααχχχχχ! Ααααχ! Ναι! Ναι!! ΝΑΙΑΙΑΙΑΙ!!!!

Ντριιιν-Ντριιιν!
-Εμπρός!
-Αχ μανούλα μου έγραψες πάλι!!
-Τι; Αα! Σου ‘κανε το ακατούρητο;
-Κάπως έτσι.
-Εμ! κάτι ξέρουμε κι εμείς οι παλιές κύρ-Ασκητή μας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν το κάνει επίτηδες. Του προκύπτει φυσιολογικά ίσως λόγω υπερθερμασμένων συνάψεων αντί πλήρους απευθυσμένου. Δεν είναι που τον ενοχλεί η συζήτηση και θέλει να τη στρέψει αλλού. Ίσα-ίσα. Δεν είναι μόνο το πως δεν μπορεί ν’ ανταπεξέλθει στο όποιο επίπεδό της, που έχουν θέσει οι άλλοι. Δεν του περνά απ’ το μυαλό, ούτε πουλά τρελίτσα. Ούτε ίσως, πως ο νους του δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στην αλληλουχία επιχειρημάτων, παραδειγμάτων, προφανών και μη προεκτάσεων και διανοητικών αλμάτων που αναπτύσσονται, διασταυρώνονται και υπονοούνται ενίοτε κατά ριπάς. Εκτός του ό,τι συνήθως συζητούν συνάδελφοι και κολλητάρια κι όχι ο Derrida κι ο Wittgenstein με τον Kierkegaard, είναι βέβαιος πως το 'χει πιάσει το νόημα. Ούτε κωλώνει στο σλανγκικό ή μη της ορολογίας που χρησιμοποιείται. Ίσως να θέλει όλα τα λέιζερ επάνω του, ή να έχει κόλλημα με μερικά πράγματα, ή να αγαπά τη φωνή του περισσότερο απ' όσο πρέπει, ή και κοινωνικοσυναισθηματικά να μην είναι γατόνι, αλλά άντε να βρεις γιαλόμα να στο καρατσεκάρει.

Και είναι βέβαιο πως δεν το κάνει από την πεποίθηση πως δεν θα βγει άκρη όσο κι αν τραβήξει η κουβέντα.

Δημοσίως, το κάνουν ασύστολα, ανέκαθεν και με σκοπό να κάνουν προπαγάνδα, να στρέψουν το ενδιαφέρον μακριά από άλλα σκατά, να θολώσουν τα νερά και να δικαιολογήσουν τ' αδικαιολόγητα, πονηροί πολιτευτές, πετυχημένοι δικηγόροι, διαφημιστές, πωλητές, ανεξάρτητοι μη χέσω-δημοσιογράφοι, πανελίστες, τρολ και πλείστοι άλλοι ή και συνδυασμοί αυτών, με IQ και EQ κάθε άλλο παρά ραδικιού, εκμεταλλευόμενοι την αναντάμ παπαντάμ έλλειψη διαλογικής –κι όχι μόνο– παιδείας ενός βουβού κοινού, ενίοτε με ολίγην από κλακαδόρους και εφαρμόζοντας ευρήματα μιας επιστήμης που γιατρεύει, πολύ λιγότερους απ' όσους βοηθά να χειραγωγούνται ή να βασανίζονται μεθοδικά.

Απαντώντας με ερωτήσεις, κλισέ, ατάκες, ιστορικές αναδρομές και γυριστές, φλομώνοντας με πίπες και κουγιές, φάσκοντας κι αντιφάσκοντας με ρυθμούς τύφλα να 'χει λαμπάκι σε χριστουγεννιάτικο δέντρο, φορώντας ύφος πατρικό, καρδιναλικό, εισαγγελικό, πατριωτικό ακόμη και κλαψομουνικό ανάλογα με την περίσταση κι αντίστοιχα ντεσιμπέλ, παρουσιάζονται το μαύρο πράσινο, το μπλε άσπρο και τα λιμά αθώο ντεκόρ.

Λέγεται με ακριβώς την ίδια σημασία και το «χέζω κουβέντα» αλλά κυκλοφορούν και τα «γαμάω συζήτηση / κουβέντα».

Τα προτρεπτικά ή αγανακτισμένα «Μη χέζεις / γαμάς τη συζήτηση», «Μη χέζεις / γαμάς την κουβέντα» στην προσπάθειά τους να τη σώσουν μπορούν να τινάξουν την παρέα στον αέρα ενώ, αν και θα έπρεπε, δεν λέγονται στον αέρα από ντεμέκ συντονιστές συζητήσεων που εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία αντί λειτουργήματος.

  1. Τελικά και αυτή τη φορά τα κατάφερε κάποιος να μας αποπροσανατολίσει. Η συζήτηση ήταν για την αντίδρασή μας στη νομιμοποίηση του Καρατζαφέρη από διάφορους. Το θέμα είναι γενικότερο. Πρέπει να αντιδράσουμε σε τέτοια φαινόμενα. Χθες στο ALTER ήταν δίπλα - δίπλα σε παράθυρα Καρατζαφέρης και Ζουράρις. Ας μην αφήσουμε τον κάθε αργόσχολο - στην προκειμένη περίπτωση και αντιδραστικό - να χέζει τη συζήτηση.

  2. Δεν αξίζει να ανοίγει κανένα νήμα εδώ μέσα. αφού μπαίνουν φαντάσματα και νοσταλγοί του εμφυλίου πολέμου και χέζουν τη συζήτηση.

  3. Αν θέλεις να κάνεις διάλογο εδώ μέσα δεν θα την χέζεις την κουβέντα. Ουδέποτε έγραψα ότι προκαλεί καρκίνο το φυσικό αέριο!

  4. Το θυμάται το παιχνιδάκι με τις συνεχείς ερωτήσεις που γαμάνε την κουβέντα. Παλιά το έπαιζαν οι μπάτσοι, τώρα το έμαθαν όλοι καθώς φαίνεται.

(Όλα απ' το δίχτυ. Για κάτι πιο φρέσκο, καθημερινά, σ' όλα τα κανάλια.)

Εποικοδομητική συζήτηση (από HODJAS, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''…
    Ακριβές απόσπασμα από τον ορισμό του johnblack, ακριβώς δυο έτη πριν. Εν είδει επετειακού σπεκ, τα ακόλουθα λιμά:

  2. Χορεύω. Συνηθίζεται στα Επτάνησα, αλλά με χαρωπή διάθεση κι αλλαχού. Προέρχεται από το ιταλικό ballare κι αυτό απ’ το αρχαίο βαλλίζω «χορεύω» / «χοροπηδώ» κι αυτό από το βάλλω.

  3. Παίζω μπάλα. Αραιά χρησιμοποιούμενο σε ποδοσφαιρικά κυρίως σινάφια, προσθέτει αέρα χορογραφίας στη υπονοούμενη βιρτουόζικη χρήση της μπάλας.

  4. Δίνω σχήμα μπάλας σε κάτι συνήθως εύπλαστο. Χρησιμοποιείται συχνά σε σινάφια αγροτών, συσκευαστών και ζαχαροπλαστών.

  5. Στα σινάφια τραγουδιστών αν η φωνή μπαλάρει σημαίνει πως δεν μπορεί να κρατήσει σταθερά τη νότα στο ύψος που επιβάλλεται, και λικνίζεται κυμαινόμενη κατά ημιτόνιο ή και τόνο απ’ αυτό, πληγώνοντας απαιτητικά αυτιά και τη ματαιοδοξία του αοιδού.
    Το παθαίνουν όσοι προσπαθούν να τραγουδήσουν περισσότερο οξύτονα (ή βαρύτονα) κόντρα στο φυσικό της φωνής τους, αλλά το επιφέρει κι ο χρόνος.

Παίζει και το μπαλάρισμα.

  1. Οι ώμοι μου δείχνουν στενοί και μυτεροί. Έχω μεγάλη πλάτη και είναι πολύ άσχημο να φαίνονται έτσι οι ώμοι μου. Ποιες ασκήσεις να κάνω ώστε να φαρδύνουν να μπαλάρουν σωστά; Κάποιος μου είχε πει να παίζω πολλές πλάγιες εκτάσεις αλτήρων αλλά δεν είδα κανένα αποτέλεσμα. (διεκπεραιωτικά)

  2. Στη συνέχεια στην Κεντρική Πλατεία, όλες οι Φιλαρμονικές θα μας παρουσιάσουν ένα μικρό μουσικό πρόγραμμα και οι μαθητές του Β’ Δημοτικού Σχολείου Ληξουρίου θα πλέξουν και θα ξεπλέξουν το Γαϊτανάκι, ενώ οι μαθητές του Γυμνασίου θα μπαλάρουν τις Καντρίλιες, με δάσκαλο τον Π. Μ.

  3. …ποτέ δεν κρατάει μπάλα για να την κρατήσει και δεν αμύνεται για να αμυνθεί. Μπαλάρει μόνο προς τα μπρος για να βγάλει επίθεση και αμύνεται για να κλέψει και να αιφνιδιάσει.

  4. α. Ζυμώνουμε ξανά στο χέρι και αφήνουμε να ξεκουραστεί για άλλα 30’. Κόβουμε σε τεμάχια των 400 γρ. για μεγάλα και 60γρ. για ατομικά. Τα μπαλάρουμε και τ’ αφήνουμε να ξεκουραστούν για 10’.
    β. Πάει ο λεβέντης να αγοράσει μηχάνημα για το μπαμπάκι. - Αυτό κύριε είναι το καλύτερο, και σε τιμή προσφοράς, το μαζεύει το ξένει το καθαρίζει το ισιάζει το πλένει το μπαλάρει και σου το πετάει έτοιμο. - Μωρ’ τι λες, τα κάν’ ούλ’ αυτά; - Ναι κύριε, και θα το πάρετε σε τιμή ευκαιρίας. - Δε μι λες, πίπις κάν΄; - Ε όχι δα, μηχάνημα είναι κύριε, δεν κάνει τέτοια πράματα. - Άι καλά, θα κρατήσω τ’ς εργάτριις.

  5. Η Μαρινέλλα, αν και με προβλήματα φωνητικά πια - δυσκαμψία, μπαλάρισμα… , αν και με βαριά σιλουέτα πια, αν και κάποτε «απαγγέλλει» τα κείμενά της, κυριαρχεί με το σκηνικό κύρος της.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάσταρδο του γαμίκου με κληρονομικό χάρισμα κι αδερφάκι του φακάτου, το «μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι» του ταιριάζει γάντι.

Τόσο εξαιτίας της μειωτικής κατάληξης, όσο και του παραπλανητικού συνειρμού με τη «φακή» και τα παλικάρια της, επιτείνεται το τρομερά εκτιμήσιμο απ’ τις παρτενέρ του -επιπλέον των άλλων- προσόν του, να περνά κάτω από ραντάρ αυστηρών γονιών, συζύγων, της κουτσομπόλας της διπλανής πόρτας και πολλών δυσανεκτικών ως προς τις σεξουαλικές χαρές των άλλων.

Χορτάτος αλλά σπάνια κορεσμένος, δεν περιαυτολογεί ως προς τα γαμικά, οπότε ξαφνιάζει πεινασμένους ή αχόρταγους που νοιώθουν κάπως σα να τους έφαγε στη στροφή, όταν γίνει η στραβή κι αποκαλυφθεί μέρος της δράσης του, οπότε και του απονέμουν -εν αγνοία του- το χαρακτηρισμό είτε περιπαικτικά, είτε με μίζερα αμήχανη παραδοχή, αλλά όχι με ζήλια.

Μάλλον αναμενόμενο που ο γούγλης σχεδόν τον αγνοεί, όντως, κυκλοφόρησε αρκετά καμιά εικοσαετία πριν, όπως αναφέρει ο Nakas -κι επιβεβαιώνει ο Mr. Cadmus- για τον ομόρριζό του φακάτο.

- Πολύ φακίκος μας προέκυψε ο δνέας του Τρίτου.
- Ναι, καλά!
- Ρε μαλάκα, σου λέω τον μπάνισαν με ξανθό μωρό στο «Βιέννη»!!
- Σιγά! Κόψε κάτι.
- Koλλάει μπρίκια ο αρχιλέουρας ρε;
- Ρε μαλακαρχίδα, εσύ δε μου τα ‘κανες νταούλια προχθές πως ο τύπος δεν ξέρει αν είναι οριζόντια ή κάθετα; Τον έκοβες κιόλα, νομίζω;
- Γιατί ρε τρόμπα του βου γραφείου (μη χέσω), εσύ πήρες πρέφα την παραλλαγή;
- Ρε δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις με το γραφείο;
- Παίζει να ‘ναι η ανιψιά του γκραν-μαλακοδίκα!
- Χαα!! Βρε το φακίκο!! Άξιος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από σπανίως ομολογημένη απορία προέφηβου, σχετική με την ανατομία του μουνιού, που σήμερα –το δίχτυ να ‘ν’ καλά- δεν αντέχει στο χρόνο, αλλά σαν πείραγμα από πιο περπατημένους, ταράζει ακόμη τον άγουρο που τον ενοχλεί η παρθενιά του, ενώ σαν γείωση επαναφέρει στην θέση του το νεοσσό που το παίζει ξερόλας στα γαμικά.

Σ’ αυτήν την περίπτωση συντάσσεται συνήθως με τα «μαθαίνω», «ξέρω», αν όμως στοχεύει σε μπακούρι χρησιμοποιείται το «θυμάμαι».

Απόδειξη διαχρονικής έλλειψης σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης ή τεκμήριο σκληρότητας προς τον ευάλωτο; Απαραίτητη φάση στη μύηση του αγοριού στον κόσμο των αντρών; Άγαρμπο σπρώξιμο κολλητού για ξεκόλλημα από ψυχολογικό κοκομπλόκο που παράγινε; Όλα παίζουν.

Προσαρμόζεται σε κλασικά σεξιστικά ανέκδοτα στα ρατσιστικά των οποίων πρωταγωνιστούν εξωτικές αλλοδαπές με προεξάρχουσες τις κινέζες.

1-α.
-Τι να ποστάρετε μωρέ κοκοράκια. Εσύ και ο Α.. πρέπει να πιείτε πολύ γαλατάκι να μεγαλώσετε πρώτα και μετά να εστιάσετε στην ψωλή σας. Μάθατε και το μουνί... -Τουλάχιστον θα πιω γάλα, όχι ρυζόγαλο γιαγιάκα. Δείξε μουνί να μάθουμε επιτέλους πώς είναι, οριζόντιο ή κάθετο;

1-β.
-Και πόσο πήγε καραμέλωμα και κόντρα παξιμάδι;
-15.
-Μάθε ρ’ αμάλλιαγο πρώτα αν είν’ οριζόντια ή κάθετα κι άσε τα ξινά γι’ αργότερα.

1-γ.
-Τρόμπαρες σήμερα;
-Πόσα κιλά μαλάκας είσαι;
-Λιγότερα. Ρε τρόμπαρες;
-Όχι ακόμα.
-Ξυρίσου, πλύσου, ντύσου. Σε μισή έφτασα.
-Δεν έχω κέφια για κωλόμπαρα.
-Χέστηκα. Σήμερα ο γιατρός λέει θα θυμηθείς αν είναι οριζόντια ή κάθετα.

2-α.
Κάθονται δύο τύποι στο καφενείο κι ο ένας λύνει σταυρόλεξο.
- Ρε συ: γυναικείο όργανο ηδονής με πέντε γράμματα.
- Οριζόντια ή κάθετα;
- Οριζόντια.
- Στόμα.

2-β.
Και μετά το «σεξ με μαύρο». Θα πηγαίνατε με κινέζο; ή με κινέζα; ανάλογα τα γούστα.
Σας έχει καμακώσει κινέζος / κινέζα;
Και όσοι άντρες έχουν πάει με κινέζα, ισχύει αυτό που λένε για τις κινέζες; ότι το έχουν κάθετα;
Δεδομένου ότι είναι λίγο κοντοί, θα ήταν αυτό εμπόδιο στο να αναπτυχτεί μια κάποια σχέση;

(Εκτός των 1-β,γ όλα απ’ το δίχτυ).

"L\' origine du monde" του GustaveCourbet στο Musée d\'Orsay (από sstteffannoss, 07/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified