Ο μπρατσωμένος, ο μποντιμπιλντεράς, το μπιλντέρι, ο σφίχτερμαν, ο υπερβολικά γυμνασμένος που συνήθως το επιδεικνύει όσο και όπως μπορεί, με κολλητά μπλουζάκια, αμάνικα κτλ. Συνήθως μοιάζει με ντουλάπα και δεν χωράει να περάσει από τις πόρτες.

Καλά, εγώ δεν ξαναπάω σε αυτό το γυμναστήριο. Είναι γεμάτο σφίχτες και εκτός ότι κάνουν σαν βλάκες στα όργανα, στα αποδυτήρια κάθονται τσίτσιδοι μπροστά στον καθρέφτη και θαυμάζονται! Μια αηδία!

(από Galadriel, 25/03/11)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.

— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.

Το μωρό ειναι λιάρδα, πίτα, ντίρλα, σσσκατά, κομμάτια, άσ\' τα να πάνε... (από vikar, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.

- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική γλώσσα. Συνδυασμός των «αγγλικά» και «αμερικάνικα».

- Πάμε να μιλήσουμε σε αυτές εκεί τις τουρίστριες που μας κοιτάνε τόση ώρα; - Και πώς θα συνεννοηθούμε, αφού τα αγγλικάνικά μας είναι χάλια!

Η λέξη υπάρχει και με μη αργκοτική σημασία, χαρακτηρίζουσα την Αγγλική εκκλησία, που ανάθεμα και καταλαβαίνω τι ρόλο βαράει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φρικιό. Αυτός που έχει περίεργη ή άσχημη εμφάνιση. Χρησιμοποιείτο κατά κόρον στις ελληνικές τηλεταινίες του '80.

-Έχει χαλάσει το νησί, κάθε καλοκαίρι έρχονται κάτι φρίκουλα με τα σκισμένα ρούχα και τα πολύχρωμα μαλλιά!

ΤΙ ΝΑ ΠΡΩΤΟΠΩ ΓΙ\' ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ; ΠΑΡΕ ΤΑ ΒΑΡΔΟΥΛΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ? ΧΕΒΥ ΜΕΝΤΑΛ? ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΝΑ ΣΠΙΝΑΡΕΙΣ? ΦΡΙΚΙΟ ΚΑΙ ΑΛΑΝΙΑΡΗΣ? (από xalikoutis, 02/07/09)

Βλέπε και υποφρικιό και φρίκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός, το μικρό. Το λέμε για να υποβιβάσουμε κάποιον.

- Κοίτα να δεις που μας την λέει το τσουτσέκι και ακόμα δεν βγήκε από το αυγό του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγάλος σωλήνας. Xρησιμοποιείται όμως και για τις χοντρές εξατμίσεις που έχουν τα πειραγμένα αυτοκίνητα. Τέτοιες εξατμίσεις βάζουν συνήθως τα σπατάνια, οι κάγκουρες και οι μπουρναζιώτες.

Κοίτα ρε το μπουρί που 'χει βάλει το άτομο στο αμάξι, λες και είναι καμιά φερράρι 5000 κυβικών!

(από protnet, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι μούρη αλλά πιο πολύ από όλους τους άλλους. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει ο ίδιος.

- Ποίος το περίμενε ρε, ο Βασίλης που στο σχολείο ήταν του κλότσου και του μπάτσου έγινε πορτιέρης, έμπλεξε με τα κυκλώματα της νύχτας και τώρα τον τρέμει όλη η Αθήνα! Πρώτη μούρη στο Καβούρι ο Βασιλάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος, δηλαδή ο αστυνομικός στα ποδανά (=ανάποδα).

Πάμε να φύγουμε γιατί θα σκάσει κανένας τσομπάς και θα μπλέξουμε!

Βλ. και τσοσμπά, τσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοιτά (ή και ο απόφοιτος) στη σχολή Μωραΐτη (ιδιωτικό σχολείο της Αθήνας). Όπως και για το «κολεγιόπαιδο», χρησιμοποιείται και κοροϊδευτικά.

- Πώπω, σκάσαν μύτη όλα τα Μωραϊτόπαιδα! Πού είμαστε ρε συ, στο Beverly Hills; Να δεις που θα σκάσουν μύτη σε λίγο ο Μπράντον και η Κέλυ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified