Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι είναι παρωχημένο, ξεπερασμένο. Το υποκείμενο ενημερώνει τον ομιλητή ότι πλέον η κατάσταση έχει αλλάξει και, ενδεχομένως εκφράζει και μια ψιλοπεριφρόνηση αναφορικά με την ασχετοσύνη του σε σχέση με τις αλλαγές.

Σχετικές εκφράσεις: «μα πού ζεις χρυσή μου», «περσινά, ξινά σταφύλια» και (εμμέσως) «πέρσι ψόφησε, φέτος βρώμισε» .

«Last year» αγγλιστί είναι «πέρυσι».

Έκφραση από παλιά επιτυχημένη διαφήμιση που έμεινε σε χρήση αυτόνομη.

Στην διαφήμιση, ένας νέος, περιμένει στο αεροδρόμιο μια κοπέλα, που από την φωτογραφία της φαίνεται μούναρος και τελικά του σκάει μύτη μια χοντρή κοντή και του κάνει δυσάρεστη έκπληξη. Όταν αυτός έκπληκτος της δείχνει την φωτό που είχε στην διάθεσή του αυτή του απαντά «this; Last year!» βλ. μήδι.

- Ρε συ αυτή δεν είναι η Μυρτώ αγκαλιά με το τεκνό;
- Ναι η Μυρτώ είναι...
- Μα η Μυρτώ δεν τα είχε με τον Σταύρο;
- Laaaaaast year, πάει ο Σταύρος εδώ και έναν αιώνα, τώρα έχουμε σε τεκνό.
- Ν'ωραίαααα!

Νατάσσα;;; (από Galadriel, 23/02/09)Ιδού και το τέχνασμα πώς να είσαι this year και όμως να μην έχει καμία σημασία από κοντά! (από Cunning Linguist, 26/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σο προέρχεται από το αγγλικό «so» που θα πει διάφορα πράγματα όπως «έτσι», «συνεπώς», «οπότε», «τόσο» και διάφορα άλλα (είναι μαζεμένα τα πάντα, όλα εδώ, μην λέω πράματα που τα 'παν άλλοι πριν από μένα)..

So – συντριπτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα συνώνυμα (έτσι, συνεπώς, επομένως, οπότε, τόσο): έχει μόνο δυο γράμματα.

Σοσυντριπτικότερο πλεονέκτημα σε σχέση με το So: έχει επίσης μόνο δυο γράμματα, αλλά επιπλέον δεν χρειάζεται να γυρίσεις το πληκτρολόγιο στα αγγλικά. Αυτή γενικά είναι μια επίπονη και βαρετή διαδικασία, όπου πρέπει να πατάς ταυτόχρονα alt και shift (ή ακόμα χειρότερα να κάνεις κλικ με το ποντίκι στο EL για να γίνει EN) και πέρα και δώθε, είπαμε να το συντομεύσουμε, όχι να το γαμήσουμε και να ψοφήσει. Συνεπώς, (Σο) πρόκειται για περίπτωση όπως αυτή που αναφέρεται εδώ: «...προκύπτει από την παράλειψη αλλαγής του πληκτρολογίου από ελληνικό σε αγγλικό κατά την αναγραφή...».

Έτσι λοιπόν, (Σο) γράφοντας μόνο δύο απλά γραμματάκια, έχει επιτευχθεί, με τον λιγότερο δυνατό κόπο και χωρίς διασπάθιση πόρων, ο στόχος της επικοινωνίας που είναι και το ζητούμενο.

Όπερ έδει δείξαι.

Σλαγκασίστ: Mes, poniroskylo, Χανκ


Το λήμμα προτάθηκε στο ΔΠ από τον Χάνκυ ως εξής: «Μεσιά ή κοψομεσιά ή κομψομεσιά; Σημαίνει έτσι, έτσι; Αμερικανιά; Χαριτωμενιά; Ας μπει κι αυτό!» Προσωπικά συμφωνώ με όλα. Εν ολίγοις η πρόταση θα μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει ορισμό, αλλά είπα και τις μεσιές μου και σας έδειξα την πραγματική αλήθεια.

Σαν να λέμε «συνεπώς» - από εδώ.
Μπλα μπλα μπλα (επιχειρήματα)… Σο, το να μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα είναι καλό για σένα κοπέλα του σήμερα

Σαν να λέμε «οπότε» - από εδώ.
Αν καταλάβατε καλά, this is the twilight zone. Παίζει όμως και το θέμα αδρεναλίνη εδώ, σο, ό,τι σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Σαν να λέμε «έτσι λοιπόν»: από εδώ
Douze points!!! σημαίνει δώδεκα πόντοι στα Γαλλικά και η έκφραση προέρχεται από το σύστημα βαθμολογίας στη Γιουροβίζιον - κάθε χώρα δίνει πόντους σε δέκα τραγούδια, από 1, 2, 3 μέχρι τους 8 και μετά 10 ποντούς στην δεύτερη επιλογή και 12 στην τοπ. Σο, που λέει κι η mes, … είναι παράδοση οι παρουσιαστές να τα επαναλαμβάνουν και στα Αγγλικά ΚΑΙ στα Γαλλικά…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτημα, επί της ουσίας επιφώνημα, που υποδεικνύει την αναγνώριση μαντικών ικανοτήτων σε κάποιον συνομιλητή.

Εκδηλώνει:

  1. Θαυμασμό. Ενδεικτική περίπτωση: Μαθαίνω κάτι που με αφήνει άναυδο. Πάω να μοιραστώ την έκπληξή μου με τον άλλο ή / και να του κάνω τον έξυπνο. Ξεκινάω να το λέω το θέμα. Πριν ολοκληρώσω αυτός μαντεύει την κατάληξη. Μένω άναυδος για δεύτερη φορά και αναφωνώ με θαυμασμό: «Μάγος είσαι;!». Παράδειγμα 1.

  2. Επιδοκιμασία για ορθή εκτίμηση. Ενδεικτική περίπτωση: Ξέρω την αλήθεια. Ο άλλος την μαντεύει, αλλά ζητάει την επιβεβαίωσή μου, δεδομένου ότι με θεωρεί γκουρούή κάτι τέτοιο. Αντί να του πω το ξενέρωτο: «δίκιο έχεις», εκδηλώνω την επιδοκιμασία μου για την ορθή του εκτίμηση του «μαθητού» με το εμφατικό: «Μάγος είσαι;!». Παράδειγμα 2.

  3. Απαξίωση. Ενδεικτική περίπτωση: Ξέρω κάτι που μου φαίνεται αυτονόητο. Προσπαθώ ενδεχομένως καμιά ώρα να το εξηγήσω στον άλλο κι αυτός χάνεται στην λεπτομέρεια / δεν είναι συγκεντρωμένος / μου σπάει τα γεννητικά μου με την αδυναμία του να εμπεδώσει το νόημα. Σε κάποια φάση φαίνεται να αρχίζει να παίρνει μπροστά, τραβάει φλασιά και δίνει την σωστή απάντηση. Αναφωνώ με ανακούφιση / αγανάκτηση / ειρωνεία και έκφραση προσώπου θέλω-να-σε-φτύσω-ρε-ηλίθιε: «Μάααγος είσαι;» (εδώ επιβάλλονται τα τρία α, έχουμε περίπτωση κοροϊδίας και θέλει έμφαση το πράμα). Παράδειγμα 3.

ΥΓ: Έμπνευση για το λήμμα δόθηκε, μεταξύ άλλων, από το μήδι 1. Απλά ο τύπος δεν υπάρχει.

Παράδειγμα 1
-Καλά ρε, μιλούσα με τον Στέλιο πριν λίγο, δεν φαντάζεσαι τί μου πε για την Γιάννα... -Έγινε ντίρλα χτες και την πήρανε παρτούζα ο Στέλιος, ο Κώστας και ο Λεωνίδας.
-(άναυδος αρχικά) Μάγος είσαι;;!!!
-Όχι ρε μαλάκα, εσύ μιλούσες με τον Στέλιο και εγώ έπινα καφέ με τον Κώστα και τον Λεωνίδα.

Παράδειγμα 2:
-Γιάννη έχω μεγάλο πρόβλημα και δεν ξέρω τι να κάνω. Κολλάει ο εξπλόρας και δεν ξεμπλοκάρει ούτε με επανεκκίνηση. Εσύ που ξέρεις απ' αυτά τι λες;; Μήπως ένα καθάρισμα στο cookies βοηθήσει;
-Μάγος είσαι;;!!

Παράδειγμα 3 (κλασικό, γνωστό και αυτονόητο)

Ο Λευτέρης θέλει να γίνει μάγος. Με λίγο γούγλε-γούγλε, βρίσκει κάπου σχολή μάγων. Σκάει μύτη στην σχολή. Διάλογος:
- Καλημέρα σας. Θέλω να γίνω μάγος.
- Μάλιστα, του λέει η κοπέλα στην υποδοχή. Βγάλτε το σακάκι σας και πηγαίνετε στον πρώτο όροφο.
- Μα γιατί να βγάλω το σακάκι μου; ρωτά ο κύριος.
- Εάν θέλετε να γίνετε μάγος κύριε, θα κάνετε ότι σας λέμε, του απαντά η κοπέλα.

Αρχίζει να μπριζώνει. Το σκέφτεται. Άντε, βγάζει το σακάκι του. Ανεβαίνει στον πρώτο όροφο. Τον περιμένει άλλη μουνίτσα, που τον βάζει να βγάλει το παντελόνι του και να ανέβει στον επόμενο όροφο. Ξαναφορτώνει.

Όροφο - όροφο, μουνίτσα - μουνίτσα, τσαντίλα - τσαντίλα, ο Λευτέρης φτάνει στον τελευταίο όροφο γυμνός.

Ανοίγει την πόρτα παρμένος και βλέπει έναν αράπακλα γυμνό να τον περιμένει. Αγανάκτηση:
- Τι θα γίνει εδώ μέσα ρε. Θα με γαμήσετε κιόλας;
Απάντηση του αράπακλα:

- ΜΑΑΑΓΟΣ ΕΙΣΑΙ;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρακί [sic] αυτοκινήτου / εσώρουχο με τρύπα: αποκαλείται το εσώρουχο με τρύπα στο επίμαχο σημείο (βλ.μήδια).

Η σχετική τρύπα προσφέρει εύκολη πρόσβαση χωρίς να χρειαστεί να ξεβρακωθείς εντελώς σε αυτό το τόσο άβολο (αλλά και τόσο ερεθιστικό κατά περίπτωση) χώρο διεξαγωγής σεξουαλικών περιπτύξεων.

Απλά σηκώνεις το μινάκι και γίνεται η δουλειά όπως πρέπει.

Βεβαίως το ίδιο εσώρουχο μπορεί να φορεθεί παντού, στο σπίτι, στο γραφείο, στην εκδρομή και προσφέρει την αβάντα της άμεσης αρπαχτής.

Ας σημειωθεί ότι οι κυρίες καλύτερα να το δοκιμάζουν πρώτα, δεδομένου ότι η τρύπα του βρακιού δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμπέσει με την τρύπα του αιδοίου. Αν διαθέτουμε μεγάλο κώλο ή είμαστε ψηλές, μπορεί η τρύπα να βρεθεί στο ηβικό οστό, οπότε τσάμπα τα λεφτά.

(στο κατάστημα εσωρούχων)
- Ρένα μου, ήρθα με κέφια για κάτι καλό, τί μου 'χεις;
- Έλα, ήρθες στον άνθρωπό σου, έχω φέρει κάτι καλά αυτοκινήτου να τον αφήσεις σέκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναντάμ παπαντάμ οι καπάτσες γυναίκες έλεγαν ότι το μυστικό για να κατακτήσεις την καρδιά ενός άντρα είναι να κατακτήσεις πρώτα το στομάχι του. Και μετά, αφού ερωτευτεί τα σουτζουκάκια σου, για να τον κρατήσεις, πρέπει να του στέκεσαι σαν μια καλή μαμά, να τον προσέχεις, να του μαγειρεύεις, κ.λπ. (η κατσαρόλα – κατσαρόλα).

Εύκολο να γίνει κατανοητό μέσα από τις εξής υποθετικές εικόνες:

Εικόνα 1 (χάλια): Τον έχεις και τρέχει όλη μέρα να σου φέρει λεφτά για τα γκούτσι σου και τα ντιόρ σου, δεν τρώει, πίνει πέντε καφέδες χωρίς ζάχαρη και σκάει σπίτι με νεύρα τεντωμένα και στην τσίτα και τον ταΐζεις σουβλάκια ντιλίβερι με πατάτες πανιασμένες που 'χουν μείνει στον σουβλατζή από χτες: τι κουνήματα να του κάνεις ρε κοπελιά, χαμπάρι δεν θα πάρει ότι φοράς το κόκκινο σιθρού βρακί αυτοκινήτου. Θα πάρει το τηλεκοντρόλ να δει τον αγώνα και θα τον τσαντίζει ακόμα και το που αναπνέεις.

Εικόνα 2 (αυτή!!! –κρατηθείτε, ακολουθεί η κεντρική ιδέα του ορισμού): Αντιθέτως με την προηγούμενη εικόνα, σκέψου, τι αποτέλεσμα έχει να του μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα: τον περιμένεις με τα κεράκια αναμμένα, το τζάκι να καίει νωχελικά, το σπίτι ευωδιάζει νόστιμο φαγάκι, τον ταΐζεις στο στόμα με τον τρυφερό σολομό που η υφή του παραπέμπει σε βελούδινο γυναικείο δέρμα, τον κερνάς ένα μεθυστικό κρασί με φρουτώδες άρωμα, του σερβίρεις τις κατακόκκινες μοσχοβολιστές φραουλίτσες (σχήμα καρδιάς)... όλα παραπέμπουν ενδόμυχα στο σεξ σε όλο το σκηνικό... χαλαρώνει και του 'ρχεται. Σε κοιτάει και γλείφεται κι ας φοράς και το περιοδόβρακο (λέμε τώρα).

Σο, το να μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα είναι καλό για σένα κοπέλα του σήμερα.

Για ενισχυμένα αποτελέσματα μπορεί να γίνει επιλογή από γνωστά αφροδισιακά όπως:

  • Χαβιάρι ή / και στρείδια (ο ψευδάργυρος τεντώνει / την γαμοτεστοστερόνη –έκανα ποίμα, έκανα ποίμα),
  • Ραπανάκια (τα 'τρωγε ο Φαραώ που του αρέσαν τα πικάντικα και χαίρονταν οι σκλάβες),
  • Μπανάνες (έχει και το σχήμα έχει και την χάρη –μαγικά ένζυμα που τον κάνουν ζαγοράκη),
  • Σαμπάνια (ε, καλά, αυτό το ξέρει κι η κουτσή Μαρία),
  • Σοκολάτες (επίσης το ξέρει ο κόσμος όλος, παραγωγή ενδορφινών στον εγκέφαλο κάργα),
  • Σύκα (τι λες τώρα!αυτό λοιπόν προσωπικά δεν το ήξερα, το βρήκα όμως στο νετ, το 'χαν λέει οι αρχαίοι Έλληνες για πολύ καυλωτικό αλλά κρατάω επιφυλάξεις γιατί αυτοί γαμιούνταν μεταξύ τους...),

και τέλος πάντων διάφορα τέτοια μαγικά.

Να σημειωθεί πάντως ότι τα όρια είναι πολύ δυσδιάκριτα και πρέπει να είμαστε προσεκτικές. Στο καλό γεύμα που θα μαγειρευτεί, πρέπει να επικρατούν γεύσεις και αρώματα φινετσάτα, αέρινα, πλούσια και όπως και δήποτε να αποφεύγονται τα τσιγαριστά, τα σκόρδα και τα όσπρια.

Επίσης, οι ποσότητες σε ένα καλό γεύμα πρέπει να είναι σχετικά μικρές (όπως σε κάτι γκουρμέ εστιατόρια που σου σερβίρουν μια υπέροχης γεύσης κοτσιλιά σε ένα τεράστιο πιάτο στολισμένο με σάλτσα από σπάνιο σμέουρο), αλλιώς, άμα τον παραταΐσεις, θα ρευτεί σαν μοσχάρι και θα πάει κατευθείαν για ύπνο.

Ασίστ: στο ΔΠ από τον Χαλικού.

Παράδειγμα 1 - Το σχόλιο της υπογράφουσας σε αυτό το λήμμα:

Ε: Ο άντρας μου φτάνει πάντα σε οργασμό, μετά τον παίρνει ο ύπνος και δεν μου προσφέρει εμένα έναν.

Α: Δεν είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνω το πρόβλημα. Ίσως ξεχάσατε να του μαγειρέψετε ένα καλό γεύμα.....

Παράδειγμα 2:
(Η Ευφροσύνη το πήρε απόφαση και χωρίζει τον Μπάμπη. Αυτός απελπισμένος τραγουδάει:)

Μπάμπης: Μ' αφήνεις τώρα που έμαθα κοντά σου
και ζω μονάχα για το μουσακά σου
και το στιφάδο και τα γεμιστά σου
όχι όχι άλλος πια λαπάς όχι όχι ούτε τραχανάς

Μείνε μαζί μου και μη μ' αγαπήσεις
μόνο πατάτες να μου τηγανίσεις
και λίγο λίγο να τις ξεροψήσεις
όχι όχι όλες μην τις φας όχι όχι άσε και για μας

Τι θα γίνω μες στη ζωή, αν ξυπνήσω ένα πρωί
και κοιτάξω στην κατσαρόλα, από μέσα να λείπει το φαΐ...

Ευφροσύνη:

Α ρε Μπάμπη, σου μαγείρευα ένα καλό γεύμα κάθε βράδυ γιατί διάβασα το κόλπο στο www.slang.gr, αλλά δεν το εκτίμησες ούτε αυτό, την γλώσσα σου στο αιδοίο μου δεν είδα... Έχε γεια αγαπημένε...

clopyright άσματος από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε πριζώνω - μπριζώνω, (βάζω στην) μπρίζα - πρίζα (το π- και το μπ- χρησιμοποιούνται όπως γουστάρει ο καθένας. Εγώ σε αυτές τις περιπτώσεις έχω μια αγάπη στα μπ-. Ο Παπινιώτης [sic] ας μου κάνει μήνυση).

Κυριολεκτική χρήση: Βάζω το βύσμα στην μπρίζα, βυσματώνω, v. plug in (Παρ. 1)

Μεταφορική χρήση (σλαγκικά ενδιαφέρουσα):

Μπριζώνω το δάχτυλό μου – βάζω το δάχτυλο στην μπρίζα

Μου 'χουν σηκωθεί τα μαλλιά όρθια (επί της ουσίας και για διάφορους λόγους π.χ. το ζελέ δεν κάθησε καλά, η κομμώτρια είχε έμπνευση) και κάποιος μου κάνει πλάκα γι' αυτό (έμμεση αναφορά στα αποτελέσματα του στατικού ηλεκτρισμού). (Παρ. 2 – μήδι 1)

Μπριζώνω - βάζω κάποιον στην πρίζα (ενεργητική μορφή)

  • τον ξεσηκώνω (για καλό) - (Παρ. 3).

Κίνητρο: καταρχήν εγωιστικό («θέλω παρέα»), αλλά παράλληλα αλτρουιστικό («από το μπρίζωμα θα βγούμε και οι δύο κερδισμένοι»).

  • τον νευριάζω - τον τσιτώνω– τον φρικάρω- του σηκώνω την τρίχα κάγκελο (βλ. και προαναφερθέν «βάζω το δάχτυλο στην μπρίζα») - τον εξαγριώνω, επιβεβαιώνοντας φόβους του ιδίου για κάποιο θέμα, ή δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση σε γνωστά προβλήματα, για τα οποία ως τότε ο προς μπρίζωμα διστάζει να πάρει μια απόφαση.

Τα κίνητρα κατά περίπτωση έχουν ως εξής:

Κίνητρο 1: αλτρουιστικό – συμπόνια, συμπαράσταση («προσπαθώ να σου ανοίξω τα μάτια, πρέπει να την παλέψεις για να κερδίσεις φίλε μου, με τις πορδές δεν βάφονται αυγά»). (Παρ. 4)

Κίνητρο 2: χαβαλές, γουστάρω να σπάσω πλάκα, για την καύλαμου –κάνω τον άλλο να φορτώσει και μετά σε φάση άραγκον κάθομαι και παρακολουθώ τις συνέπειες γελώντας. (Παρ. 5)

Κίνητρο 3: ύπουλο και υποχθόνιο. Ο υποκείμενος μπριζωτής, κατά κύριο λόγο μεγάλος χέστης και μουνόπανο χωρίς ενδοιασμούς, θέλει να πετύχει κάτι που για να γίνει απαιτεί τον σχετικό τσαμπουκά. Επειδή όμως όποιος τσαμπουκαλεύεται και πλακώνεται, όλο και κάποια ψιλή θα φάει (τουλάστιχον), ο μπριζωτής δεν θέλει να έχει τις αντίστοιχες συνέπειες. Συνεπώς, αντί να πάει να πλακωθεί αυτός, μπριζώνει τον διπλανό του, ειδικά άμα είναι και μαλακοκαύλης και δεν καταλαβαίνει ότι τον χρησιμοποιεί ο μπριζωτής. Πάει αυτός κοπανιέται, βγάζει τα κάστανα από την φωτιά, βγάζει τα φίδια από τις τρύπες κι έχει τις αντίστοιχες συνέπειες. Ο μπριζωτής κάθεται και απολαμβάνει την διαδικασία αλλά κυρίως τους καρπούς της μπρίζας του χαλαράάά. Έεεετσι! (Παρ. 6)

Μπριζώνω – είμαι στην μπρίζα ο ίδιος (παθητική μορφή)

Με διακατέχει μια νευρικότητα. Πιθανές αιτίες: κατάθλιψη, υπερβολικός φόρτος εργασίας, η δουλειά είναι σκατένια, κανείς δεν με εκτιμάει, οικογενειακά προβλήματα, οικονομικά προβλήματα, αγαμία, προβλήματα στυτικά, προεμμηνορυσιακό σύνδρομο.

Επικίνδυνη περίπτωση μπριζώματος τόσο για το υποκείμενο (λέει την τελευταία πρώτη και μετά το πληρώνει) όσο και για όσους περάσουν σε ακτίνα έως και 300m από αυτό (ακούνε την τελευταία πρώτη, μπριζώνουν με την σειρά τους και ξεκινάει ένας ατέρμονος κύκλος). (Παρ. 7).

Παράδειγμα 1 (από βλογ)
Έχω ένα παλιό Toshiba ... Έχω μια κάρτα PCMCIA modem, που τη βλέπει χωρίς πρόβλημα. Την πριζώνω, την ξεπριζώνω, και το μηχάνημα λέει ότι βρήκε ttyS2, ότι κατήργησε την ttyS2 κλπ. (σ.ς. ε, ρε πόνος το μπρίζωμα)

Παράδειγμα 2
-Τι έγινε ρε αρχηγέ; Τι μαλλί είναι αυτό; Το δάχτυλο στην μπρίζα έβαλες;
-Άει γαμήσου ρε, από το κράνος είναι...

Παράδειγμα 3 (από βλογ)
Άει πάγαινε ρε. Εγώ φταίω ρε που σε (μ)πριζώνω μπας και κάνουμε το γύρο της Μεσογείου κάποτε...

Παράδειγμα 4 (από βλογ)
Φίλε μου μη σε πριζώνω μέρες που είναι, αλλά εγώ θα τα είχα ρημάξει όλα. Αν μου ακουμπήσει άτομο τον άνθρωπο που αγαπώ, είμαι ασταμάτητος. Θα έκανα κάθε νόμιμη ενέργεια.

Παράδειγμα 5) (από βλογ)
Originally Posted by manosa ...Εγώ φιλε μπορεί να μπριζώνω κόσμο και να τους νευριάζω, αλλά δεν έχω θείξει ποτέ κανέναν.

Παράδειγμα 6
(γραφείο, παρόντες ο Μένιος και ο Γιώργης)

Μένιος: -Ρε Γιώργο, μέρες τώρα σκέφτομαι, δεν είναι συνθήκες εξαερισμού εδώ μέσα αυτές, δηλαδή καθόμαστε και αναπνέουμε όλα τα σκατά, τις τσιγαρίλες και η διοίκηση δεν κάνει τίποτα, κοντεύουμε να αρρωστήσουμε. Να χτες εσένα σε άκουγα να βήχεις και στενοχωριόμουν. Αλλά είναι μαλάκες το μόνο που τους νοιάζει είναι να βγάλουμε την δουλειά και δεν πα να πεθάνουμε... Νομίζω;

Γιώργος: (Παύση. Το σκέφτεται. Βήχει. Το ξανασκέφτεται. Ξαναβήχει. Μπριζώνει σταδιακά. Σηκώνεται και πάει προς το γραφείο του προϊστάμενου. Ανοίγει την πόρτα χωρίς να χτυπήσει)

- ΑΚΟΥ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΕΣΕΝΑ, ΤΙ ΜΑΣ ΕΧΕΙΣ ΠΕΡΑΣΕΙ ΕΔΩ ΜΕΣΑ; ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΛΑΚΕΣ ΣΟΥ; ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΞΑΕΡΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΙΠΕΣ; ΘΑ ΠΑΘΩ ΕΓΩ ΑΣΘΜΑ ΓΙΑΤΙ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΣΤΑΡΧΙΔΙΑ ΣΟΥ;

(Επόμενος μήνας: Εξαερισμός εγκαταστάθηκε, ο Μένιος χαμογελάει. Προϊστάμενος: «Ευτυχώς που χω και σένα ρε Μένιο που είσαι άνθρωπος να στηριχθεί κανείς... Που μπλεξα με τους ψυχάκηδες...». Ο Γιώργος ψάχνει για δουλειά.)

Παράδειγμα 7
(πρωί, γραφείο, σκάει μύτη από την πόρτα, τσίτααααα - φωνή - έκρηξη στα καλά καθούμενα)

-Να πάτε να γαμηθείτε όλοι ρε, ότι σας καυλώσει του καθενός εδώ μέσα, νομίζατε ότι βρήκατε τον μαλάκα που θα του φορτώσετε ό,τι παπαριά σας αναθέτουν, ΣΤΑΔΓΙΑΛΑ!

(ο πρώην ήρεμος χαλαρός που έπινε ανυποψίαστος τον καφέ του)

-Τί φωνάζεις ρε, τί μας ήρθες μπριζωμένος πρωινιάτικο, έχεις τρελαθεί εντελώς, ΕΧΕΙΣ ΤΡΕΛΑΘΕΙ ΕΝΤΕΛΩΣΣΣΣ;;;;
(αααααα τρέμουλο - φεύγει για την καντίνα βροντώντας την πόρτα)

Αυτό είναι το μήδι 2, το ένα δεν ανέβαινε χε χε (από Galadriel, 18/02/09)

Βλ. και με μπρίζωσαν, πρίζας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικές χρήσεις του ρήματος:

  1. Το πρόβατο (ή κατσίκι / αγελάδα / γαϊδούρι - γενικώς το φυτοφάγο ζώο κατά περίπτωση) βόσκει = το ζώον τρώει χορτάρια.

  2. Ο τσομπάνης (αυτό το -μπά- μου αρέσει περισσότερο από το φλώρικο -πά- και θα το κρατήσω) βοσκάει τα ζώα (κυρίως αμνοερίφια) = ο τσομπάνης βγάζει τους αμνούς για βοσκή σε όμορφους καταπράσινους βοσκότοπους ή τα ερίφια σε βουνά και γκρεμίλες, κατά περίπτωση - γενικώς πάντως σε απομακρυσμένα μέρη από τα σημεία που ζει συνήθως ο κόσμος.

Μεταφορικές χρήσεις του ρήματος (σλαγκικόενδιαφέρον):

  1. Απαξιωτική χρήση αναφορικά με διατροφικές συνήθειες. Συνήθως απαντάται στον λόγο με την μορφή «Τί βόσκεις πάλι», ή αντίστοιχη:

Ο τάδες βόσκει = ο τάδεςτρώει ωμές πρασινάδες (ως ζώον).

Η χρήση αυτή υπονοεί ότι το υποκείμενο το 'χει ρίξει στην βιταμινοθεραπεία μασώντας (κατά κύριο λόγο) μαρούλια, λάχανα, ρόκες και διάφορες άλλες αηδίες φτωχές σε πρωτεΐνες που σε κάθε περίπτωση δεν περιλαμβάνουν αίμα. Σε αυτή την μορφή, χρησιμοποιείται από άτομα που εκτιμούν πως, άν το φαί δεν έχει κρέας (με την καλή την έννοια) δεν αξίζει να κατεβαίνει από τον οισοφάγο. Παράδειγμα 1.

  1. Διερευνητική χρήση αναφορικά με τοποθεσία ή χρόνο: Συνήθως απαντάται στον λόγο με την μορφή «Πού βόσκεις;» ή αντίστοιχη:

Ο τάδεςβόσκει = ο τάδες(μεταφορικώς - ως τσομπάνης) έχει βγάλει τα ζώα για βοσκή σε άγνωστο απομακρυσμένο μέρος. Ή, ο τάδες (μεταφορικώς - ως ζώον) ξέφυγε από το κοπάδι, έχει πάει και βόσκει σε άγνωστο απομακρυσμένο μέρος.

Η χρήση αυτή υπονοεί ότι το υποκείμενο, αντί να είναι εκεί που θα ήταν αναμενόμενο από τον ομιλητή, βρίσκεται σε απροσδιόριστο χωροχρόνο. Ενδεχόμενα σημαίνει ότι, ο ομιλητής θέτει εαυτόν στην θέση τσομπάνη, και ότι θεωρεί το υποκείμενο ως πρόβατό του, υποχρεωμένο να του δίνει αναφορά για το βοσκότοπο, στον οποίο επιλέγει να φάει τα χόρτα του. [σ.ς. εκνευριστική χρήση, κάτω η καταπίεση, ζήτω η επανάσταση, hasta siempre comandante] - Παράδειγμα 2.

  1. Απεμπλοκής χρήση αναφορικά με δύσκολες καταστάσεις. Συνήθως απαντάται στον λόγο με την μορφή «Εγώ προβατάκια έβοσκα».

Ο τάδες(μεταφορικώς - ως τσομπάνης) έχει βγάλει τα ζώα για βοσκή σε άγνωστο απομακρυσμένο μέρος / όπως και στο 2. αλλά με δική του πρωτοβουλία πλέον.

Η χρήση αυτή υπονοεί την διάθεση του ομιλητή να παραμείνει αμέτοχος με το κρίσιμο θέμα το οποίο σχολιάζεται και να δηλώσει την άρνηση εμπλοκής του σε αυτήν - Παράδειγμα 3.

  1. Ποιητική χρήση αναφορικά με άσματα ευρείας αποδοχής. Συνήθως απαντάται στον λόγο με την μορφή «δεν ξαναβόσκω άλλες βουβάλες» ή αντίστοιχες.

Ο τάδεςδεν βόσκει = ό,τι να ναι, αρκεί να ταιριάζει με το feeling το καλλιτέχνου [σ.ς. δεν θα καταπιέσουμε και την τέχνη τώρα, άντε μπράβο]. - Παράδειγμα 4.


Ας σημειωθεί τέλος ότι η λέξη «ΒΟΣΚΗ» δεν πρέπει να συγχέεται με την λέξη «BOSCH» που είναι μάρκα ηλεκτρικών συσκευών και άσχετη με το θέμα.

Αατα.

Παράδειγμα 1:

-Ρε πούστη μου πόσο ξενέρωτος μπορεί να είναι αυτός ο Μάκης; Πήγαμε χτες παρέα σε μια χασαποταβέρνα στην Βάρη, αυτός με την γκόμενά του, οι άλλοι μπακούρια, σκάσανε μύτη κάτι κοκορέτσα [sic], κάτι σπληνάντερα, κάτι παϊδάκια μέσα στο λιπάκι κι αυτός έφαγε μια μαρουλοσαλάτα και δυο μπουκιές φέτα, γιατί λέει τα άλλα δεν είναι υγιεινά. Δεν υπάρχειτο άτομο.
-Άστον ρε τον άνθρωπο να βόσκει με την ησυχία του, τί πρόβλημα έχεις, τα κοψίδια τα 'φαγες εσύ, σταρχίδια σου. Η γκόμενα καλή;
-Ναι, οκ, αυτήν θα την πηδήξω σίγουρα με τέτοιο μαλάκα που 'χει - άσχετο.

Παράδειγμα 2:

-Μωρή μαλάκω σε έπαιρνα όλη μέρα στο κινητό και το 'χες κλειστό, που στα γαμήδιαέβοσκες;
-Άμα το κλείνω το κινητό Σούλα μου κάπου καλά είμαι, μην ανησυχείς για μένα. Και, αφού πρέπει να ξέρεις, τριβόμουνα στην γκλίτσα του τσοπάνη αχαχαχ την έχω την φάση με τον Κώστα σου λέεεεωωω

Παράδειγμα 3:

(Χάρρυ Κλυν, ως Χαράλαμπος Τραμπάκουλας)
-Εγώ παιδάκι μου δεν ξέρω τίποτα, εγώ έβοσκα τα πρόβατα εδώ επαραπέρα...

Παράδειγμα 4:

(Γιάννης Μηλιώκας - Κακοσάλεσι)

Δεν ξαναβόσκω άλλες βουβάλες, δεν θέλω μήτε να τις δω
Με μπίζνες έμπλεξα μεγάλες και στην Αθήνα κατοικώ
Εδώ ό,τι θέλεις κάνεις και κανένα δε ρωτάς
στο χωριό για να φιλήσεις, νιώθεις σαν κλεφτοκοτάς (παμ παραμ παμ)

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφώνημα, συνοδεύον μούτζα / φάσκελο στον προφορικό λόγο. Ετυμολογία: από το β' ενικό πρόσωπο προστακτικής «όρισε» του ρήματος Ορίζω.

Σαν να λέμε: «ορίστε», «πάρ' τα», «πάρ' τα να μην στα χρωστάω».

Ενίοτε συνοδεύεται και από ένα «στα μούτρα σου» και διάφορες κλητικές προσφωνήσεις (π.χ. «ρε μαλάκα», «ρε στόκε» - βλ. μήδι), ή, όπως είδα και στο νετ (κι αυτό δεν το ήξερα) χρησιμοποιείται και με την μορφή «όρσε γαμπρέ κουφέτα».

Η λέξη χρησιμοποιείται, παράλληλα με την μούντζα, μόνο από Έλληνες (οι αλλοδαποί δεν αντιλαμβάνονται το υπονοούμενο - παρ.1):

  • Ως βρισιά. Με ένα απλό «όρσε» συνοδεία μούτζας τρως και μήνυση για εξύβριση και προσβολή προσωπικότητας και σε καταδικάζουν κιόλας. (παρ. 2)

  • Ως κοροϊδία: Σε περίπτωση που κάποιος είπε / έκανε μια μαλακία, τρώει την μούντζα του με ένα «όρσε» για να του γίνει αντιληπτή η αποδοκιμασία του συνομιλητή του (παρ. 3)


Παράρτημα:

Μεταγενέστερο ρίσερτς απέδωσε (από εδώ):

Τα είδη της μούτζας:

  1. Η αεριωθούμενη. Φσσσσσσς... Μπόινγκ! Τόσο γρήγορη που δεν την πιάνει η κάμερα.

  2. Η χιαστί. Όταν τα δύο χέρια σχηματίζουν ένα «Χ»!

  3. Η φαλτσαριστή. Όταν απευθύνεται σε παραπάνω από ένα πρόσωπα και ξεκινάει από τη μια μεριά για να καταλήξει στην άλλη.

  4. Η διπλή. Όταν το ένα ορθάνοιχτο χέρι σκάει πάνω στο άλλο.

  5. Η με προσποίηση. Όταν ο αποστολέας κοιτάει αριστερά και σημαδεύει δεξιά.

  6. Η επαναλαμβανόμενη ή αλλιώς κυματιστή. Όταν τα δύο χέρια αποδίδουν τη μούντζα και κατόπιν κινούνται σαν τα κύματα στην παραλία. Σκάνε και ξανασκάνε και ξανασκάνε...

  7. Η εμφατική. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρτα!»

  8. Η εμφατική που προεξοφλεί γραμμάτια. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρτα, να μη στα χρωστάω!»

  9. Η εμφατική που περιγράφει την υγεία του αποδέκτη. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρτα μωρή άρρωστη!»

  10. Η εμφατική που σκέφτεται μακροπρόθεσμα. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρε νά 'χεις!»

Παράδειγμα 1:
-...και καθόμασταν στο κοβενγκάρντεν και του λέω του παπάρα «φέρε ένα φραπέ ρε παλικάρι» και με κοίταγε σαν τον μαλάκα. «Ένα φραπέ ρε» και με κοίταγε σαν βόδι. «Φραπέ γαμώ το φελέκι μου, άισκόφι, πώς το λέτε εδώ». «Κόφι;» μου λέει. Ε, ρε πούστη μου, καθυστερημένο γκαρσόνι μου κατσε στο Λονδίνο, δεν άντεξα, του χώνω ένα φάσκελο «Όρσε ρε ζώον, κόφι, κόφι λέμε!»

-Και σε κατάλαβε με τη μούντζα;

-Μου 'φερε πέντε καφέδες το μόγγολοκαι του πα να τους βάλει στον κώλο του, αλλά δεν κατάλαβε ούτε αυτό. Εγγλέζοι σου λέει ο άλλος, πολιτισμός παπάρια μάντολες.

Παράδειγμα 2:
(Ένας λεβέντης οδηγός παραβιάζει στόπ και κοψοχολιάζει τον ερχόμενο από την κάθετο - φρενάρουν και οι δύο, δεν γίνεται ατύχημα στο παρά λίγο και ο παρανομών τρώει μια μούτζα περιποιημένη - ακολουθεί διάλογος):
-Όρσε ρε χοντρομαλάκα κόντεψες να μας σκοτώσεις, πάρ' τα μην στα χρωστάω ρε βόιδαγλα.
-Τί λες ρε, πώς μιλάς έτσι, θα σου κάνω μήνυση!
-Θα μου κλάσεις μια μάντρα ρε που έχεις και τα μούτρα να μιλάς.
(πέφτουν μπουνίδια)

Παράδειγμα 3:
-Ρε μαλάκες, Λιακόπουλο έχετε παρακολουθήσει; αυτός τα λέει καλά ρε...
-Άσε ρε τα λέει καλά το νούμερο...
-Ρε σεις, λογικά τα λέει, οι Ελ υπάρχουν γύρω μας
-Τελέρε Νώντα, πού τους είδες τους Ελ εσύ;
-Ελ Βενιζέλος βρε ανίδεε σε όλες τις ταμπέλες με το αεροπλανάκι
(όλη η ομήγυρη σηκώνει τις μούτζες ταυτόχρονα)
-ΟΡΣΕ ρε όργιο!
(ακολουθεί φατούρο)

Όρσε. (από Galadriel, 15/02/09)(από Vrastaman, 09/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τα: πούτσος + κεφαλοκλείδωμα (λαβή πολεμικών τεχνών γνωστή στους αγγλομαθείς ως headlock).

Κλείδωμα (lock): (μεταξύ άλλων) οποιαδήποτε λαβή πάλης κατά την οποία μέρος του σώματος του αντιπάλου διαστρέφεται ή πιέζεται
Κεφαλοκλείδωμα (headlock): η λαβή πάλης στην οποία το κεφάλι του αντιπάλου μαγκώνεται ανάμεσα στο εσωτερικό του αγκώνα και το σώμα του.
Πούτσος: το αντρικό μόριο (έχουν γραφτεί άπειρα, διαβάστε)

Πουτσοκεφαλοκλείδωμα: η λαβή που μπορεί να πραγματοποιηθεί από ιδιαίτερα γυμνασμένο αιδοίο στο μόριο του αντιπάλου κατά την διάρκεια πάλης στο σεξ με μάγκωμα και περιστροφή. Παραλλαγή του θέματος χωρίς περιστροφή αλλά μάγκωμα και απότομη κίνηση προς την ανάποδη (όπως όταν ανοίγουμε μπουκάλι μπύρας με το ανοιχτήρι).

Πιθανές συνέπειες:

Ψυχολογικές - Το όνειρο (σφιχτό, στενό, γυμνασμένο αιδοίο) γίνεται εφιάλτης. - Ξενέρωμα.

Παθολογικές

- Τρελό στραμπούληγμα.

- Κάταγμα πέους (νομίζατε ότι δεν γίνεται; νομίζατε ότι κάνω πλάκα; για ρίχτε μια ματιά στα μήδια... ).

- Ακρωτηριασμός αν η εκτέλεση πραγματοποιηθεί από δαγκανόμουνοκαι ενδεχομένως θάνατος από την επακόλουθη αιμορραγία (μη εξακριβωμένο, αλλά εικάζεται ότι φταίει που κανείς δεν έζησε για να το διηγηθεί).

Τρόποι αντιμετώπισης:

-Σεξ σε ρινγκ παρουσία διαιτητή: σε ένα ρινγκ υπάρχουν κανόνες για να αναδειχθεί κάποιος νικητής χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσεις τον αντίπαλο σου ή να σε σκοτώσει αυτός. Όταν όμως η μάχη γίνεται εκτός ρινγκ δεν υπάρχουν κανόνες και φυσικά κανένας δεν ακολουθεί τους κανόνες του ρινγκ.

-Αποφυγή συνεύρεσης με μέλη ομάδων υψηλού κινδύνου: Στις ομάδες υψηλού κινδύνου συγκαταλέγονται:
* οι σβάρτσεςπου ξημεροβραδιάζονται στα γυμναστήρια (ειδικά αν ακούσετε την λέξη Plate φύγετε φύγετε φύγετε) * κυρίες που πίνουν νερό στο όνομα των ασκήσεων Κέγκελ(ρωτάς πχ «από Κέγκελ πώς πάμε;» αν αρχίσει και περηφανεύεται για το πόσο συχνά κάνει και τέτοια, μένεις σε εγρήγορση) * όσες έχουν φήμη δαγκανομούνας - ακόμα και αν πρόκειται για κακεντρέχειες, φύλαγε τα ρούχα σου για να χεις τα μισά. Επίσης σχετικές παροιμίες: Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, He who runs away lives to fight another day (ελ. μτφ. - προσαρμογή: αυτός που τρέχει γρήγορα θα ζήσει να γαμήσει άλλη μέρα).

Αν καταλάβατε καλά, this is the twilight zone. Παίζει όμως και το θέμα αδρεναλίνη εδώ, σο, ό,τι σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Σχετικό λήμμα: στραβοψωλιάζω


Δισψλαιμερ: Λέμε και καμια μαλακία να περνάει η ώρα ...

Από το λήμμα «αιδοίο το οδοντοφόρο» εμού της ιδίας από το οποίο προέκυψε και η έμπνευση για το παρόν: «Το μουνί με δόντια - τέχνη: Από όλα τούτα η τέχνη εμπνεύστηκε και βγήκε το ταινιάκι «Teeth», μιλάμε για τρελή αρρώστια το σενάριο. Η τύπισσα με το που τα 'παιρνε στην κράνα τους έκανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα και ακύρωση - τους τα κοβε με δαγκιά [sic] και τα πέταγε στα σκυλιά. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified