Τα γνωστά μηχανάκια του διαβόλου, εκ του αγγλικάνικου fruit machine.

Στην Ελλάδα λειτουργούν 9 νόμιμοι ναοί με 4,121 φρουτομηχανές. Πρόκειται όμως για την κορυφή του παγόβουνου καθώς ο Έλλην έχει πρόσβαση σε εκατοντάδες e-ναούς καθώς και σε αμέτρητες παράνομες φρουτερί σε κάθε γειτονιά. Βάσει πρόσφατης δε νομοθεσίας, οσονούπω η μούνα μας θα πήξει με 35,000 βίνδεο-μηχανάκια (VLT) σε όλη την επικράτεια.

Όπως προκύπτει από τον Economist, είμαστε η 9η χώρα παγκοσμίως σε κατά κεφαλή τζογοχασούρα (πάνω από $400 ανά ενήλικα).

Ο τζόγος είναι η χοντρότερη ίσως εγχώρια μπίζνα, με τζίρο που ξεπέρασε τα €2,2 δις το 2011 και κρατεί καλά παρά την κρίση.

Ας πανηγυρίζουμε λοιπόν την λεβεντιά μας με ένα μικρό σλανγκαπάνθισμα ωσαναφορά τα φρουτάκια:

Ονοματολογία φρουτακίων:

Τα βρίσκεις σε:

Σ.ς.: Το γνωστό sport cafe στο ύψος Φιξ τ. ιδιοκτησίας μακαρίτη σελεμπριτονίου (βικτιμά τση αναβόλας) λέγεται ότι καθαρίζει πάνω από €10 εκατ., εκ των οποίων τα μισά πάνε δωράκι στις αρχές για να μην το κλείσουν. Χαλαρουίτα.

***Τα φρουτάκια ως κατσικίδια***:

  • Είναι γνωστές φαγάνες και ωσεκτουτού...
  • ...μπορείς να τις ταΐζεις...
  • ...με την ελπίδα ότι θα κελαηδήσουν (ο χαρακτηριστικός ευχάριστος ήχος όταν πιστώνουν τα κερδισμένα credits στον παίχτη)...
  • ...και θα αρχίσουν να ξερνάνε μπικικίνια.

Ανφρωπομορφικές ιδιότητες φρουτακίωνε:

  • Δεν δίνει τίποτε (κλασική ατάκα μικροαστικής μιζέριας παίχτη όταν των ρωτάς πως τα πάει με το συγκεκριμένο μηχανάκι). Ίσως επειδή...
  • ...το μηχανάκι είναι κλειστό (αστικός μύθος ότι κάποια φρουτάκια τα κλείνουν με διακόπτη τα καζίνο γιατί μπορούν) ή απλά επειδή είναι...
  • ...σφικτό ή κρύο. Ο παίχτης ή θα περιμένει το μηχανάκι να...
  • ...ανοίξει (μηχανάκι που δείχνει ότι έχει αρχίσει να δίνει κέρδη) ή θα ψάξει να βρει...
  • ...ένα ζεστό μηχανάκι που δίνει κέρδη και τους κρατάει στο παιχνίδι χωρίς να χρειάζεται να το τροφοδοτήσουν με χρήματα.

Ονομασίες φρουτομηχανόβιων:

(Βλ. και εδώ)

Παλαιάς κοπής φρουτάκια (από σφυρίζων, 09/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχομιμητισμός σατανικού / μητσοτακικού τ. γέλωτα: λιγότερο ξεκαρδιστικό από το μ(π)ουάχαχα και πιο σκοτεινό από το σεφερλικό αχαχούχα.

Ασίστ: ironick.

1. Ανάμεσα στους χάρτες έχει και το Ηράκλειο οπότε μπορείτε, με ιδιαίτερη χαρά, να βομβαρδίσετε το λιμάνι και την υπόλοιπη πόλη! νιαχ νιαχ νιαχ!

2. (Ακολουθεί Μητσοτακισιος γέλωτας) - Νιαχ νιαχ νιαχ

3.
- Prin 15 xronia hmoun sporos..Den kserw ti epaize tote me ta technology machines h ta gadgets sthn arxiki tous morfh!!!
- htan pio anthrwpina isws.....kai pio sunaisthimatika! :)
- τοτε πηδιοντουσαν στους αχυρωνες......τωρα στα ξενοδοχεια!!!!! νιαχ νιαχ νιαχ......!!!

Νιαχ νιαχ νιαχ! (από σφυρίζων, 09/04/13)Την Κυριακή κατεβαίνω Φάληρο κι ελπίζω να φάω επιτέλους γαύρο, νιαχ νιαχ νιαχ… (από σφυρίζων, 09/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιό λαογραφικό μπινελίκι-γείωση από την Πελοπόννησο που σημαίνει μωρό, μικρός, λίγος. Προφ επειδή ο μικροτσούτσουνος (λόγω ηλικίας ή πεποιθήσεως) αποδέκτης είναι ακόμα άψητος, την έχει κυριολεκτικά ανάλατη.

Το αλμυρό γαριδάκι είναι, παραδόξως, σχεδόν συνώνυμο.

- Α ναχαθής ρε πουτσανάλατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερτικό γης, προίκας, κληρονομιάς, ή άλλης περιουσίας που προέρχεται από ή προορίζεται προς γυναίκα.

Εκ των μουνί (< μνίον, χνούδι) και μοῖρα (< μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου). Λαογραφική μουνοσλανγκιά της Θράκης, σταχυολογείται από την Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», εδώ.

- Εφόσον αποδειχτεί ότι ο μακαρίτης, δεν είχε προλάβει να συντάξει διαθήκη, τότε μιλάμε για εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία καλούνται πρώτα-πρώτα, τα παιδιά. Επομένως, αφού είχε μία κόρη, αυτή είναι και η μοναδική κληρονόμος. Ο/η σύζυγος, που επιζεί, καλείται ως κληρονόμος, στο 1/4 της κληρονομιάς, όταν υπάρχουν παιδιά και στο 1/2, όταν δεν υπάρχουν παιδιά, αλλά άλλοι συγγενείς, όπως αδέρφια, γονείς, ανίψια, παππούδες κλπ. Στο παράδειγμά μας, επομένως, αν δεν εμφανιστεί διαθήκη, κληρονομεί το 1/4 η σύζυγος και τα υπόλοιπα 3/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, η κόρη! Αν όμως εμφανιστεί διαθήκη, η οποία π.χ ορίζει ότι όλη η περιουσία καταλείπεται στη σύζυγο ή/και σε τρίτους, τότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί νόμιμης μουνομοίρας, για την κόρη, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, αλλά έχει απαίτηση για το νόμιμο μουνομοίρι της.

Got a better definition? Add it!

Published

Λαγουδικό *αποκαλούσαν οι παλαιότεροι (και εξακολουθούν ορισμένοι βουκολικοί ακρίτες και θεούσες κυρα-περμαθούλες) τον *παρθενικό υμένα, την ενοχλητική και μάλλον γελοία αυτή μεμβράνη για την οποία τόσα δράματα εκτυλίχτηκαν ανά τους αιώνες. Για λόγους που αντιπαρέρχονται κάθε κοινή λογική, ο υμένας αυτός θεωρείται από τότε που βγήκαν οι λάσπες σχεδόν καθολικό (αλλά και ορθόδοξο, και μουσουλμανικό) σύμβολο αγνότητας.

Όπως συμβαίνει για κάθε σπάνιο αγαθό, το αόρατο πέος δημιούργησε μια αποτελεσματική αγορά για την αγοραπωλησία λαγουδικώνε. Ο συνεπακόλουθος κατακλυσμός της αγοράς από λαγουδικά-μαϊμού κατέστησε επιτακτική την ανάγκη πιστοποίησης κατά ISO. Την εποχή που οι αρχαίοι ημών πάλευαν την χοληστερίνη εμφανίστηκε και ευδοκίμησε το επάγγελμά της γηθογυίας (εκ των γῆθος, χαρά και γυῖον, αιδοίο) επάγγελμα που οι σύγχρονοι αποκαλούμε παρθενομαμή. Η παρθενομαμή «έδινε, παρουσία των ανακριτών-εξεταστών ή δικαστών, τον λεγόμενο 'Όρκον Tιμής', και μόνη αυτή εξέταζε την παθούσα νέα 'τη ψηλαφήσει εξέταζε τα κρύφια μέρη, ακολούθως δε υπαγόρευε την πραγματογνωμοσύνη της και τις επισημάνσεις της προφορικώς, διότι εστερείτο γραμματικών γνώσεων» (εδώ).

Η υπερβάλλουσα ζήτηση για λαγουδικά οδήγησε πολλές παρθενομαμές στο παρεμπόριο «γκρι» υπηρεσιών αναπαρθενισμού αναξιοπαθούντων κορασίδωνε που υπέστησαν παρθενοφθορά, πολύ πριν αναπτυχθεί η σύγχρονη μπαγαποντοπλαστική. Οι πρωτόγονες μέθοδες τους βασίζονταν σε δύο πυλώνες:

  • Την χρήση προσωρινών ραμμάτωνε, συνήθως φυτικής προέλευσης που έφεραν ονόματα όπως «σωμέλιμα τoυ ανθoύ», «μέθoδoς της χελιδoνoφωλιάς», «κoυκoύλωμα τoυ κερασιoύ».
  • Τεχνικές χρήσης κόκκινων χρωστικών ουσιών με σλανγκενεργές ονομασίες όπως «βαψίμι της φωλιάς», «φκιασίδωμα τoυ μαραμένoυ αθoύ», «στύψιασμα τoυ χίσθoυ», «αβδέλλιασμα» κ.ταλ., προκειμένου το κορίτσι να περάσει θριαμβευτικά την δοκιμασία του παρθενόπανου (περισσότερα εδώ).

Το λαγουδικό μάλλον δεν ετυμολογείται από τον συμπαθή κόνικλο αλλά εκ του λαγαρό: λεπτό και ευάλωτο στα αρχαία, καθαρό και διαυγές στα νέα.

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν το λαγουδικό με ένα μικρό σλανγκομουναπάνθισμα συνωνύμων:

  1. αγερινό
  2. αγλαό
  3. αγνό
  4. αγριοκρινάκι
  5. αεράτο
  6. αέρινο
  7. αθέατο
  8. αθέρας της κόρης
  9. αθθός
  10. αιθέριο
  11. άϊρο (ιερό) ιμάτι
  12. αμυγδαλιάς ανθί
  13. αμύριστο
  14. ανάδερο
  15. ανάχλιο
  16. ανέγγιχτη θυρία
  17. ανέγκιχτο
  18. ανεμαίο
  19. ανεμικό
  20. ανεμίτσι
  21. ανεμώνη
  22. ανθάδα της κόρης
  23. ανθάκι (που δεν το είδε ο ήλιος, του βουνού)
  24. ανθάτο
  25. άνθος (αβρό, άφθαρτο, ζαχαροζύμωτο, κορύκειον, μυροβόλο)
  26. ανθός (άγγιχτος, αμάραντος, αναμεσιανός, ανθηνένιο της κόρης, ανθηρό, ανθί, ανθίμι, άνθιμος, ανθινό επικόλπι, ανθινο λιλί (το λουλουδένιο στολίδι), ανθινό πουγκί, ανθίτσι, ανθίτσι της νιάς, ανθοδροσόμαλλο, ανθοκουκούλα, ανθόμηλο, ανθομούνι, ανθομπούμπουκο, ανθουλάκι, ανθούλι , ανθουσένιο μάτι, ανθώλη, ανθουλλί, ακακίας, βερυκανθός, δροσανθός, ευοσμανθός, ροδιάς, της αγνείας, της κρυφής σκαφούλας, της φύσης, του αναγκαίου, του κουτιού, απάρθενος, ατίμητος, βατσινίας, βερωτός (βέρα: κυκλικός), γαρδένιας, γιασεμιού, θαλλεροζανθός , θαυμασαριός, κεραπουκάτος (που βρίσκεται κάτω από τον ομφαλό), κερασανθός, κερασένιος , κροκανθός, κρυφός ανθός της τσούπας, λεμονιάς, λουλουδανθός, λυγιάς, μηλίτσας, μολοχανθός, μοσχανθός, μυρσινανθός, νεραντζανθός, νεραντζιάς, παρθενίας, πορτοκαλιάς, πύρινος, ροδακινιάς ανθός, ροδανθός της κόρης, ροκοανθός της κόρης, φασκομηλιάς λευκανθός, χάσικος)
  27. ανούλι
  28. απαλό γιασεμί
  29. ασπρολούλουδο
  30. άσπρος κρίνος
  31. άσπρος μενεξές
  32. ατρύγητος κρίνος
  33. αφράτο
  34. αχαμνότρυπα
  35. αχνό
  36. αχνόλαστο
  37. βαβί
  38. βαγιολούλουδο
  39. βαίο
  40. βεργί
  41. βεργωτό
  42. βερωτός
  43. βιόλα
  44. βιολέτα
  45. βιολετάνη της τσούπας
  46. βοτρίδι
  47. γαρουφαλάτο
  48. γαρουφαλίτσι
  49. γαρυφαλλένιο λιλί
  50. γερανάκι
  51. γήο
  52. γλυκάδι
  53. γόνη
  54. γόνος
  55. δαφνολούλουδο
  56. δαφνούλα φουντωτή
  57. διόσανθος
  58. διχαλωτό
  59. δροσερή σπορτούλα
  60. δροσίδι
  61. δροσινό
  62. δροσολούλουδο
  63. ειδωλάκι
  64. ελειόχρυσος
  65. ελιανθάκι
  66. ζαμπάκι
  67. ζεοβιανό
  68. ζερνέκαντο του κοριτσιού
  69. ζουμπουλάκι
  70. ζουμπύλι
  71. ηλιόχαρο
  72. ήλτο
  73. ήλτσο
  74. ημεράτσι της κόρης
  75. ημεροκαλλίδα
  76. θεστό
  77. θύρια
  78. ιμέτι (ή μάτι της τιμής)
  79. ιό
  80. ίρις
  81. καλυδώνι
  82. καμαράκι
  83. καμπανούλα της κόρης
  84. καστέλι
  85. κατιφές της κόρης
  86. κερασένιο
  87. κόκκινος κρίνος
  88. κόρη γαρουφαλάτη
  89. κουκούλα
  90. κουκούλα της τιμής
  91. κρινάκι
  92. κρίνο του γιαλού
  93. κρόκος της χρυσαυγής
  94. κρυμμένο χρυσοδαφνούλι
  95. κρυφή λαουδιά
  96. κρυφό ανθάκι δροσερό
  97. κρυφολούλουδο
  98. κρυφός υάκινθος
  99. κυκλαμινάκι
  100. κύτος
  101. λαλέ
  102. λαλεδάκι
  103. λαλέδι
  104. λαλέδι της νιάς
  105. λαλλάρι
  106. λειρί της κόρης
  107. λειρίδι
  108. λεπτό
  109. λευκό ανθόκρινο
  110. λευκό νούφαρο
  111. λευκόγιο
  112. λευκός κρίνος
  113. λιόφλογο
  114. λολολάκι (φράση της παρθενομαμής: γιατί λολοδάκι μου χάλασες το λελουδάκι σου;)
  115. λουδιό
  116. λουλούδι (άγρυπνο, άδυτο, αθέατο, αλώβητο, ανθρώπινο, δροσινό, ανοιχτό, αχνολούλουδο, λουλούδα, λουλουδάτο, λουλουδάτσι, λουλουδένιο ανθί, λουλουδένιο προσάρκι , λουλουδένιος, λουλουδίμι, λούλουδο, λουλουδούλι ,μισάνοιχτο, μεβιανό, μενεξεδένιο, μοσχοϊτιάς, μοσχολουλουδάκι, μπιγόνιας λουλουδάκι, μυγδαλιάς, ολόδροσο, πενταφύλακτο, ροδονιάς, τίμιο, φεγγοβόλο)
  117. λούλουρο
  118. λουλούτσι
  119. λούρνος
  120. λυγερό
  121. λύγινος
  122. λύγιο
  123. λυχναράκι της κόρης
  124. μανουσάκι
  125. μαργαρίτα
  126. μάτι της παρθενιάς
  127. μάτι του ήλιου
  128. μελισσάκι
  129. μελολί
  130. μενεξένιο γιουλάκι
  131. μεσομούνι
  132. μέτι της αγνότης
  133. μηράδι
  134. μουρνίδι
  135. μπαμπακούλα
  136. μπαμπακωτός
  137. μπουμπούκι (άδοτο, άθικτο, αμύριστο, ανήλιαγο, απάρθενο, απόκρυφο, δαμασκινιάς , κιτρινολεμονιάς, κλειστό, κρυφό, μυρτιάς λευκό, μεσομπούμπουκο, μοσχοτριανταφυλλιάς, νωλιομπούμπουκο, ροδοδαφνιάς, σ' ασχήμι της κόρης, του λιλιού (λιλί : αιδοίο), ταλλιακό, της τιμής, τρυφερό)
  138. μυλλιδώνι
  139. μυριανθισμένη αλυγαριά
  140. μυριανθισμένο
  141. μυρτολούλουδο
  142. νεραγκούλι
  143. νυχάκι
  144. ξέτρυπο
  145. ξυφί
  146. οινάνθη
  147. ολοδροσάτος κρίνος
  148. παπαρουνίτσα
  149. πασχαλίτσα
  150. πέπλο της νύφης
  151. περδικούλι
  152. πετανίδι
  153. πηγανούλι
  154. πικόλπι
  155. πλοκαμιανός
  156. ποθεινό
  157. πόθη
  158. ποθιανό
  159. προσάρκιο
  160. πρόσαρκο
  161. ρόδο (κόκκινο δροσάτο, ντροπαλό, της νιας, ροδοσταμιά, ρόδινο ανθάκι, ρόδινη φλόγα)
  162. ροκολούλουδο
  163. ρολόϊ της τσούπας
  164. ρωγολούλουδο
  165. σελλιάνα
  166. σιμιλούδι
  167. σκυλίτσα
  168. σκυτελάκι
  169. σκύτος
  170. σπιρτούλα
  171. στεφανάκι
  172. στόλος (στολίδι)
  173. στρογγυλολούλουδο
  174. σφηκάρι
  175. σχιστολούλουδο
  176. τερυπτός
  177. τερυτό
  178. τριανταφυλλάκι κόκκινο
  179. τριανταφυλλένιο
  180. τριαντάφυλλο εκατόφυλλο της κόρης
  181. τριμίδι
  182. τρουπί
  183. τρύοπο
  184. τρυφεράδι της κόρης
  185. τρυφερή βιολέτα
  186. τρυφηλό
  187. τσίπα
  188. φαλάμι του ανθού της κόρης
  189. φλόγα
  190. φλογερή παπαρούνα
  191. φρυδάκι
  192. φυλακιό
  193. χαλαρό
  194. χρυσάθεμο της κόρης
  195. χρυσόκρινος
  196. ψαθιρένιο
  197. ψαφαρό
  198. ψιλό
  199. ψυχαλιδάτο γαρυφαλλάκι

(Πηγή: εδώκαι εκεί)

(από σφυρίζων, 13/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λαογραφικούρα για την εκτός γάμου «διακορευθείσα» κορασίδα που έχει και το θράσος να παριστάνει την παναγία. Γιατί φραγκοπαναγιά όμως; Εδώ πρέπει να ανατρέξουμε στην πατροπαράδοτη περιφρόνηση της ορθολοξίας προς τους δυτικούς. Αντιγράφω από σάη χριστιανοταλιμπάν:

Κυττάξετε τις διάφορες Παναγίες, τις Μadonnes. που ποζάρουνε υποκριτικά, ακόμα κι’ οι θλιμμένες, που κλαίνε, που αυτές είναι ακόμα πιο ψεύτικες! Ξόανα και είδωλα για ρηχούς ανθρώπους. Ο λαός μας, που πήρε μεγάλη και βαθειά παιδεία από τη θρησκεία του Χριστού, επί αιώνες κι’ ας φαίνεται απέξω απαίδευτος, «φραγκοπαναγιά» λέγει τη γυναίκα που υποκρίνεται την τίμια, μα που δεν είναι στ’ αλήθεια, ξεχωρίζοντας έτσι την «Φραγκοπαναγιά» από την Παναγιά, από την αληθινή την Παναγιά, τη Μητέρα του Χριστού και Θεού την αυστηρή Οδηγήτρια (εδώ) Ας αφήσουμε όμως τις συζητήσεις περί του τι συνιστά παρθένα ή ψευδοπαρθένα στους αρμοδιότερους από εμάς θεολόγους κι ας πανηγυρίσουμε την παρθενοφθορά με ένα μικρό σλανγκομουνο(ξε)απάνθισμα για όσα κορίτσια απώλεσαν ότι πολυτιμότερο είχαν:

  1. αγγισμένη
  2. αδιάντροπη
  3. ακολασού
  4. ακουσμένη
  5. αλανιάρα
  6. αλαφριά
  7. ανθολογημένη
  8. ανοιχτή
  9. ανοιχτούτσικη
  10. απαρατημένη
  11. απαριασμένη κατσάκω
  12. αποπλανημένη
  13. ατιμασμένη
  14. αφημένη
  15. αφορισμένη
  16. βρωμoλoύλoυδo
  17. βρωμοθήλυκο
  18. γάνα
  19. γανάδα
  20. γανίλα
  21. δάνεισε το κορμί της
  22. δεν έχει μούτρα καθαρά να βγει στην κοινωνία
  23. δεν της άρεσε o ίσιος δρόμος της ανυπόληπτης
  24. έγινε θέατρο του κόσμου
  25. ελεεινή
  26. ελύσσαξε για άνδρα και λυσσoμάνιασε
  27. έπεσε στον δείνα
  28. έσκισε και λέρωσε τα μεζέα της (μεζέα: τα μεσαία, ο παρθενικός υμένας με τον κόλπο ως ευρισκόμενα μεταξύ της ουρήθρας και πρωκτού)
  29. εσούρε (έτρεξε σε άνδρα)
  30. έχει ακoυστεί η αθυβoλή της
  31. έχει μoύτρα να μας δει η μoυντζoυρωμένη;
  32. έχει φαγωμένα πoλλά κάστανα
  33. έχει φάειπoλλών πανηγυριών χαλβά
  34. έχει φάει την τσίπατης
  35. ζωηρούλα
  36. ήταν ζωηρή
  37. ήταν κυλίστρα πoυ ξώκυλε
  38. θα γεμίσεις λoύπακες μαζί της (αφρoδίσια)
  39. θεάτρα
  40. κoμμένη
  41. κακά της κoυρέματα
  42. κακακουσμένη
  43. κακονοματισμένη
  44. κακοστρατημένη
  45. κακόφημη
  46. κάσα (αχρεία)
  47. κατεργαρούλα
  48. κομμένη
  49. κορφολογημένη
  50. κριματισμένη (αμαρτωλή)
  51. κυλίστρα
  52. λαγγευμένη
  53. μαλαφαρισμένη
  54. μας έκανε την απήραχτη και ατήραχτη
  55. μασκαριλού
  56. μάτωσε την τρύπα
  57. μαυροπρόσωπη
  58. με ξεκούρδιστα βιολιά θα την πάνε στην μάνα της
  59. μεταχειρισμένη
  60. μούντζα
  61. μυσαρά
  62. νερoκoυτσέλα που κυλίστηκε σε βρώμικο νερό
  63. ντροπιασμένη
  64. ξελεγιασμένη
  65. ξεπεσμένη
  66. ξεπλανεμένη
  67. ξεπορτισμένη
  68. ξεσκονισμένη
  69. ξεσχισμένη
  70. ξεσχολιασμένη
  71. ξετσίπωτη
  72. ξευτελισμένjη
  73. οργιά
  74. που και που το κάνει με τον ξάδερφο
  75. παλιοκόριτσο
  76. παραδομένη
  77. παραστρατημένη
  78. παστρικιά
  79. πατημένη
  80. πατσαβούρα
  81. πειραγμένη
  82. περασμένη
  83. περιγέλαστη
  84. περιπαταριά
  85. που και που το κάνει
  86. πουρναροπιδίστρα
  87. ροκοκέφαλη (έχει το μυαλό στο ροκοκέφαλο: μουνί)
  88. σαλιασμένη
  89. σηκοσκελισμένη
  90. σκατογαϊδούρα
  91. σκύλα
  92. σκυλοπηδημένη
  93. σουβάλα (ανήθικη)
  94. στιγματισμένη
  95. στρούντζα
  96. συρομαδισμένη
  97. το δίνει
  98. το έκανε με το θείο
  99. το κάνει
  100. το λέει η περδικoύλα της με τoν ανεψιό
  101. τα αθέατα τα έκανε θέατρα
  102. τα έχει παίξει πρωτύτερα με άλλoν
  103. την πήδηξε o τάδε
  104. της βγήκε το όνομα
  105. τιντομούνα
  106. το άνθος παρθενίας χάθηκε
  107. τρυπημένη
  108. τρύπια
  109. τσολόχα (ερωτιάρα)
  110. φέρτε το γάϊδαρo να καβαλήσει
  111. φιλημένη
  112. φουρλαϊδα (άστατη)
  113. χαϊδεμένη
  114. χάλασε τo συστί τoυ τo βρωμoθήλυκo
  115. χαλασμένη
  116. χανεμένη (ανεπιτήρητη)
  117. χωριολόγα

(Πηγή: Χ.Θ. Οικoνoμόπoυλoς, Περί Παρθενίας, εδώ)

(από σφυρίζων, 15/04/13)(από σφυρίζων, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καγκούρω αποκαλείται τόσο η γυναίκα-κάγκουρας όσο και η σύζυγος / ερωμένη του κάγκουρα. Το γούστο του κάγκουρα στις γυναίκες είναι δεδομένο, ωσεκτουτού οι παραπάνω ιδιότητες συνήθως αλληλεπικαλύπτονται.

Ευθυμολογείται εκ του κάγκουρα και του γαμοσλανγκοτέτοιου (κατά τα υστέρω, μαλάκω κ.ά.) Εναλλακτικά: καγκούραινα, καγκουρίνα, καγουρομούνα.

1. Δε φταίνε οι άντρες για την κατάσταση των γυναικών. Δε φταίω εγώ όταν εσύ είσαι συναισθηματική και πας με τον κάθε μαλάκα που γνωρίζεις μία βδομάδα. Δεν είναι δική μου ευθύνη αν είσαι συναισθηματική, και ελπίζεις σε έναν καλύτερο κόσμο, και γράφεις ποιήματα για τη ζωή, τον έρωτα, τα συναισθήματα, ενώ το μουνί σου σε προστάζει να είσαι καγκούρω. Όπως το λέω. Τα διαβάζουμε αυτά, και μένουμε παξιμάδι! Βρισκόμαστε με ανοιχτό το στόμα σκεφτόμενοι ότι πρόκειται για μία ξεχωριστή κοπέλα, η οποία καταλήγει να ακούει Χατζηγιάννη επειδή αυτός έχει ωραίους κοιλιακούς, και είναι με κάποιον άσχετο, ο οποίος φαίνεται ότι είναι ρηχός, αλλά έχει αμάξι.

2. Ναι, δεν κατάφερα να μην βάλω φωτάκια και κουδουνάκια. Μια φορά καγκούρω, πάντα καγκούρω.

3. Εγώ το είδα στην Καγκούρω την Τατιάνα και ο συνδυασμός δώρου-παρουσιάστριας ήταν τραγελαφικός...:Ρ

Got a better definition? Add it!

Published

Εντελώς τελείως αναχρονιστική σλανγκιά για τα σαφρακιασμένα απομεινάρια του παρθενικού υμένα μετά την ρήξητου.

Προφ εκ του λουλούδι. Παραετυμολογικά, εκ του Λιλιάδα.

Εναλλακτικά: λαλάδια.

1. «Λoυλoύδι της ντρoπής» o ραγής παρθενικός υμένας με τη θέληση της κόρης, πρo τoυ γάμoυ, o καταρακωμένoς με τα λιλίδια.

2. «ληλίδια» ή «λαλάδια» έλεγαν τα μύρτα, δηλ. τις σαρκώσεις απoφύσεις τoυ παρθενικoύ υμένα μετά τη ρήξη.

  1. - Αμάν αμάν αμάν....
    - Α πα πα πα....
    - Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
    - Τι ήταν αυτός ο Πέρι βρε Λάουρα...
    - Φεύγει και αφήνει πίσω του λιλίδια...Θε μου φύλαε ήτανε.....

Got a better definition? Add it!

Published

Χασίστες και οι φουντικοί: οι δυο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων που αμφιμαστουρώνουν ανάμεσα στον πατέρα τους τον Μπάτη (που ήρθε απ' την Σμύρνη το 22, κλπ) και την κουτσουμπήλω του Bob.

Ας πανηγυρίσουμε τον ανθό τση μάνας γης με ένα λημματογραφικό απάνθισμα για το χασισάκι του Θεού, από όπου κι αν προέρχεται.

Αλφαβητάρι του χασίστα

(σ.ς. Χασίσι: ο επεξεργασμένος και πρεσαριστός ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • αλάδωτο, χασίσι μούφα χωρίς τετραϋδροκανναβινόλη%
  • αφγάνι, σπάνια και ακριβή ποιότητα χασισακίου από το Αφγανιστάν%
  • ζήρο-ζήρο, πράσινο μαροκινό εξαιρετικής ποιότητας, εξ ουστ και το διπλό ζήρο (σύμβολο του άπειρου)%
  • καϊνάρι, το γλυκό και εξαιρετικής ποιότητας λεβεντοχασίσι%
  • κασκαούτι, το χασισάκι%
  • κέρατο, το άτιμο το μπαμπέσικο το χασίσι%
  • κασέρι, το ευωδιαστό χασίσι%
  • κογιανό, σαλλλονικιώτικο για το χασίσι. Καμιά σχέση με το κουγιανό%
  • λάδι, το χασισέλαιο, απόσταγμα από την ρητίνη του ανθού%
  • λάφινγκ, μαροκινό γελαστό πράσινο(laughing)%
  • λιβάνι, ψιλοάθλιο αλάδωτο χασίσι από το Λίβανο%
  • μαρόκο, μαροκάνικο, πρασινόμαυρο από το Μαρόκο%
  • μπόρντερ, μαυροπράσινο, από τα σύνορα (border) Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία%
  • νταμίρα, άλλη μια ονομασία για το άγιο χασισάκι%
  • μαυράκι, το χασισάκι, υποκοριστικό του...%
  • μαύρο, το κατεργασμένο χασίσι%
  • μπουμπάρι, χασισάκι σε λεπτή σκόνη%
  • πλαστελίνη, είδος μαλακού ψημένου μαυρακίου από Αφγανιστάν μεριά%
  • πράσινο, ειδος πράσινου χασισακίου%
  • πρέσα, το συμπαγές πρεσαριστό χασίσι%
  • προυσαλιό, το μαυράνι του ρεμπέτη: μόλις ήρθα από την Προύσα, να ξεφύγω δεν μπορούσα...%
  • σταφ, το πράγμα%
  • ρόκομα, το μαρόκο στα ποδανά%
  • σοκολάτα, καφετί και ευωδιαστό χασίσι, πρεσαρισμένο σε μορφή τσιγκουλάτας%
  • τάϊ στικ, εξαιρετικό χασίσι από την Ταιλάνδη, σε σχήμα ραβδακίου%
  • τουμπεκί, μείγμα μαύρου και ταμπάκου%
  • τσόκο, βλ. σοκολάτα

Aλφαβητάρι του φουντικού

(σ.ς. φούντα: το άνθος του θηλυκού δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης: ο αποξηραμένος ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • albanian haze ή tirana haze, λολοπαίγνιο στο γκουμεδιάρικο χέηζ για την τρισάθλια αλβανική φούντα%
  • αλβανός, κακής πχοιότητας χόρτο από την σκιπερία%
  • αμερικάνικη φούντα, η μαριχουάνα%
  • άψητο, ακατέργαστη μορφή χασισακίου, φούντα%
  • βρομ, συνθηματικό για την φούντα%
  • γελαστό, προσωνύμιο του χόρτου ή καθώς προκαλεί ευθυμία%
  • γκάντζα, η φούντα στα τζαμαϊκανά. Legalize it!%
  • γκρας, το γρασίδι%
  • γρασίδι, το χόρτο%
  • ελληνική φούντα φούντα από τον τόπο σου τ. πα μαλ, πα μαλ. Ο Ψηλορείτης και ο Ταΰγετος, τα δυο βουνά μαλώνουν γαι ποιο βγάζει το καλύτερο%
  • καλαματιανό, παγκοσμίως γνωστό ως kalamata founta, το Maui Wowie της Ελλάδος%
  • κανναβέττο, το χόρτο%
  • μπάγκο, αυτοφυής αφρικάνικη φούντα. Κόβεις όπου βρεις και πίνεις%
  • μπριζόλα, δυσάρεστη φούντα με πολλούς σπόρους που βρωμοκοπάει όταν καίγεται%
  • νταφ, η φούντα (νταφού)%
  • νταφού, η φούντα στα ποδανά%
  • μαριχουάνα, τα φύλλα δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης%
  • μαρουγάνα, μπρούκλικο για την μαριχουάνα%
  • μπαμπάνα, τρισάθλιο αλβανικό χόρτο%
  • μπουρούχα, τζουφια φούντα από αρσενικό δενδρύλλιο%
  • πακιστανικό, φούντα που πωλούν πάκηδες%
  • πασπάλια, άσχετα κλαράκια και φύλλα με τα οποία νοθεύεται η νταφού%
  • παστάλι, άθλια φούντα αποτελούμενη από κλαδάκια, σκόνη, σπόρους, κ.ά. κατακάθια%
  • πράσο, η φούντα%
  • πρεζόφουντα, ειδος βαριάς φούντας που και καλά φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα τουδενδρύλλιου.%
  • σένσι ή σενσιμίλια, τζαμάτη γκάντζα χωρίς σπόρους
  • ρεφούζι, κατακάθι νταφού του αισχίστου είδους, εκ του refuse%
  • ρίγανη, κακής ποιότητας χόρτο%
  • σκανκ, σκληρή μεταλλαγμένη φούντα νέας κοπής υψηλών οκτανίων (διπλάσια περίπου ποσότητα τετραϋδροκανναβινολης) με δυσάρεστες μάλλον παρενέργειες%
  • σκανόφουντα, μπάσταρδη φούντα από σπόρους σκανκ που καλλιεργούνται στην ελληνική και αλβανική ύπαιθρο με διάφορες μεθόδους%
  • τούφα, η φούντα%
  • φου, η φούντα%
  • φουφού, η φούντα-φούντα%
  • χάχα, η φούντα, επειδή φέρνει γέλιο%
  • χέηζ (haze), εκλεκτό υβρίδιο σένσι με έντονο άκουσμα. Υπάρχουν διάφορε ποικιλίες: purple, silver, και ταλιμπάν%
  • χόρτο η φούντα, εκ του αγγλικάνικου weed.

Φουντοχασιστικά γάρα, παραφερνάλια κ.ά.

  • δοντιά, η δια δαγκώματος πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης του μαύρου%
  • γαρδούμπι, μπάφος με χασισάκι%
  • γάρο, το τσιγαρλίκι%
  • γελαστό τσιγάρο, το ενισχυμένο τσιγάρο%
  • γεμιστάκι, τσιγάρο που του αφαιρούμε τον καπνό και το γεμίζουμε με φούντα%
  • γουργού, ο κλασικός ναργιλές που γουργουρίζει%
  • θανάσης, ονομασία λουλά, εκ της εκφράσεως ποιος Θανάσης;%
  • καρότο, ο μεγάλος μπάφος-υπερπαραγωγη%
  • κατιμάς, τα τρίμματα που περισσεύουν%
  • λουλάς, το επιστόμιο του ναργιλέ%
  • μάρλευ, μονάδα μέτρησης%
  • μελαχρινή, μικρή ποσότητα ναζιάρας και σκερτσόζας φούντας εν είδει μερίδας%
  • μονόφυλλο, γάρο από ένα φύλο%
  • μπόμπα, πολύ χοντρός μπάφος, ιδανικός για περιφορά%
  • μπονγκ, είδος νερόπιπας για χόρτο%
  • μπουκαλάκι, περίπου 3 γρ λάδι σε μπουκαλάκι βανίλιας%
  • μπουρί, ο χοντρός και μεγάλος μπάφος%
  • ξεροτσίμπουκο, το κάπνισμα μαύρου με πίπα ξεροσφύρι (χωρίς καπνό)%
  • ποτηράτο, αυτοσχέδιος τρόπος πόσης με άντεστραμμένο ποτήρι%
  • ρο, εκ του γάρο%
  • σουσανές, τοπικός ιδιωματισμός (Δωδεκάνησα, Πελοπόννησος) για τον μπάφο%
  • τάκος, μαύρο σε συσκευασία μισόκιλου%
  • ταφάκι, το δίφυλλο γάρο.%
  • τζόιντ, ο μπάφος στα αμερικλάνικα%
  • τρίφυλλο, μεγάλο τσιγαρλίκι από τρία φύλλα χαρτιού
  • τσίκα, «μερίδα» χασισιού για ναργιλέ%
  • τρομπόνι, ο φοσμπά-γαργαντούας%
  • τσιγαριλίκι, με χαρμάνι καπνού και φούντας%
  • τσίλουμ, είδος ινδικής πίπας%
  • φέος, ο μπάφος (εκ του μπαφέος). Προσοχή στους τσέους όταν το πίνετε.%
  • φοσμπά, ο μπάφος στα ποδανά%
  • φοσμπέιν, ο μπάφος στα ποδανά%
  • ψίλος, η μικρότερη δυνατόν αξιοποιήσιμη ποσότητα χασισιού

Υστερόγραφο: σούρα, τζούρα και μαστούρα

  • ανέβασμα, δυναμικά αυξανόμενη πορεία τση μαστούρας, εκ του αγγλικάνικου get high%
  • βινάρω, πίνω χασισάκι%
  • γκον, πάει αυτός, τον χάσαμε%
  • διάρκεια, της μαστούρας ωτς. Ποικίλλει με την ποιότητα.%
  • κάνω κεφάλι, το πάνω εννοείται%
  • καριβαρία, όταν κάνεις κακό κεφάλι (εκ των κάρα και βαριά)%
  • κιούσμπα, κακό τριπάκι από τρίμμα φούντας%
  • κλάσιμο, espèce de mastoure%
  • λιάδα, η ούμπερ ντούπερ μαρτούρα%
  • λιωσμάρα, το λιώσιμο%
  • μαστουρλούκι, το φαγητό (συνήθως γλυκό) που μασουλάς όταν κάνεις κεφάλι. Αγγλικανιστί: munchies%
  • νεφέσι, η απόλαυση στη ρουφιξιά γάρου%
  • ντάγκλα, το απόγειο τση μαστούρας%
  • σούστα, η γερή ντάγκλα όπου το κεφάλι κάνει ντόϊνγκ-ντόϊνγκ%
  • την ακούω, μαστουρώνω όμορφα κι ωραία%
  • τριπάκι, η ψυχεδελομαστούρα.%
  • χάλια, δεν ήξερες, δεν ρώταγες;

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος διακίνησης ναρκωτικών (κυρίως ζαπρέ ή χαπιώνε), συνήθως σε φυλακές.

Το πράμα τοποθετείται σε καλά λιπασμένη καπότα, προσεκτικά δεμένη στην άκρη με σπάγκο. Το υπόθετο χώνεται στην σούφρα ή / και στην μουνότρυπα του βαπορακίου, ενώ ο σπάγκος κρέμεται απ έξω για εύκολη αφαίρεση. Αμα τη αφίξει στον προορισμό, το υπόθετο καθαρίζεται από μεζέδες και η άσπρη προωθείται στους αδημονούντες ζέους.

1. Ταξίδευε από τον Πειραιά στη Σύρο έχοντας μέσα της ένα… υπόθετο γεμάτο «σκληρά» ναρκωτικά, μια νεαρή γυναίκα που εντοπίστηκε από άνδρες της Ασφαλείας Ερμούπολης κατά την άφιξη της στο νησί με το πλοίο της γραμμής!

2. Ταξίδεψαν μαζί στην Αθήνα για να αγοράσουν ναρκωτικά οι δύο φίλοι από τον Βόλο. Για να μην τους εντοπίσουν οι αστυνομικοί, ο μεγαλύτερος τα έκρυψε σε ευαίσθητο σημείο του σώματός του ως… υπόθετο και ανέθεσε την οδήγηση στον ανήλικο φίλο του!

3. Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν διαχωρίσει την ποσότητα ηρωίνης και την είχαν μετατρέψει σε οκτώ υπόθετα.

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995), σελ.91.

Υπόθετο με μεζέ (από σφυρίζων, 22/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified