Κατά τον πρώτο ορισμό (τον Αγρινιώτικο) σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι. Ειδικότερα, στη Χίο, σημαίνει την πίεση που εξασκούμε στο έντερο κατά το χέσιμο για να βγει η πεισματωμένη κουράδα (επιτέλους), το σφίξιμο, το ζόρι(σμα).

Παράγωγο ουσιαστικό (και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο), η ανέγκαση, που περιγράφει την εν γένει διαδικασία όπως και την κατάσταση του ανεγκάσματος.

  1. Μετά την εγχείρηση του χορήγησαν ένα ελαφρύ καθαρτικό για να μήν ανεγκάσει και σπάσουν τα ράμματα.

  2. Μπήκε σαν σίφουνας στις τουαλέτες κι άρχισε να βροντάει τις πόρτες, αλλά ο Μήτσος ήταν πάνω στην ανέγκαση και δεν μπορούσε να αντιδράσει...

  3. «Η παντρειά και το τσουκάλι θεν ανέγκαση μεγάλη» Χιακή παροιμία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χιώτικη εκδοχή του πανάθεμα (πανάθεμά σε, πανάθεμά τον κλπ). Πιθανόν κάτι σαν την Παναχαϊκή στο γαμώ την Παναχαϊκή μου...

  1. Από εδώ (την μόνη αναγραφή στο νέτι από Χιώτη προφανώς)
    Aimilios Serafeim diavaste kala prin bgalete sxolia! panagkasma sas.

  2. Πανάγκασμά σε, δε με λυπάσαι...
    Παντελής Θαλασσινός, όταν τραγουδά στη Χίο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς τελείως clopy paste από -ίδη, είσαι μεγάλο αρχίδι του Dirty talking την 23/02/09.

Όποιος αθλητικός παράγοντας έχει επώνυμο με κατάληξη -άκης (κατά το Βροντάκης), πιθανόν λόγω κρητικής καταγωγής, βρίζεται από τους αντίπαλους φιλάθλους ως μουνάκι, για να βγει η ομοιοκαταληξία. [Προσθήκη: Θέλουν ταίριασμα οι συλλαβές για να βγαίνει το μέτρο, όπως άλλωστε και στο κλοπιμαίον λήμμα.]

«Τέλη Μπατάκη (πού τον θυμήθηκα τώρα)
είσαι μεγάλο μουνάκι
Τέλη Μπατάάάάκη
είσαι μεγάλο μουνάκι» (στο ρυθμό του guantanamera όπως και στο παράδειγμα του ληστευθέντος λήμματος).

(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη ναρκοσλάνγκ, ο τύπος ή το μέρος που μπορείς να βρεις ή/και να προμηθευτείς ό,τι βάλει ο νους σου (θεωρητικά) από τα είδη ναρκωτικών που κυκλοφορούν. Συνήθως αυτός ή εκεί που υπάρχει κάποια ποικιλία γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τα έχει κάποιος όλα.

-Λέω να φύγω για κάνα μήνα κάμπινγκ στη Ίφκινθο και πρέπει να ψωνίσω τίποτα, έχεις καμιά καλή άκρη;
-Tράβα στο Τζίμακα, αυτος είναι φαρμακείο. Ό,τι γουστάρεις τό 'χει.
-Και οι ξήγες του, λένε;
-Όπως σε κόψει...

«Με περνάει μια βόλτα από τό Σύνδεσμο... μαλάκα φαρμακείο εκεί μέσα... χόρτα, σκόνες, χάπια... Τα πάντα όλα! Τρόμαξα να βγω...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που παράγεται από τό τσόκαρο > τσούκαρο (κατα το τρόμπα > τρούμπα) και ιδίως απο τον ήχο πού κάνουν κατα τό βάδισμα, εκείνο το ξερό στακάτο τακ -τακ. Εννοείται οτι μιλάμε για τα αληθινά τσόκαρα που φορούσαν οι πλύστρες το πάλαι και όσοι - όσες είχαν να δουλέψουν σε νερά, να πατήσουν σε λάσπες και βρωμιές και όχι τα ανατομικά του Dr. Scholl (που κι αυτά, άμα φαγωθεί η σόλα, έτσι τσουκαράνε). Πρβλ τα cloggs στη Ολλανδία κι εκείνα τα ταβλάκια με τις δυό τραβέρσες στην άπω ανατολή.

Το ρήμα τσουκαράω / τσουκαρίζω χρησιμοποιείται για:

  1. Να περιγράψει κάθε ξερό επεναλαμβανόμενο χτύπο ( όχι απαραίτητα ρυθμικό).

    i. Έριξα τα κουτιά με το γάλα (κονσέρβες) χύμα στη μπαγκαζιέρα και τσουκαρούσαν σ' όλο το δρόμο.
    ii. Όταν βρέχει, βγαίνω στο μπαλκόνι κι ακούω τη βροχή να τσουκαράει στούς τσίγκους.

  2. Χτύπημα εκούσιο ή ακούσιο ή και πτώση, αρκεί να είναι ξαφνικό (= απροειδοποίητο)

    i. Εκεί πού μιλούσε η Ρίτσα κι είχε αρχίσει να ροπιάζει, της τσουκαράει ο Κώστας ένα σκαμπίλι κι είδε το Χριστό φαντάρο.
    ii. Πρόσεχε με το μηχανάκι τώρα που 'βρεξε, μην τσουκαρίσεις σε κάνα τοίχο κι έχουμε κι άλλα.
    Πάνω στο χορό χλωμιάζει και τσουκαράει κάτω.

  3. Συνοπτική περιγραφή συνουσίας

    Της τον τσουκάρισα πίσω από το σπιτάκι του κήπου και δεν έβγαλε κιχ.

Εν χρήσει (περιορισμένη πια, μην μας πούνε και χωριάτες) στη Χίο (για αλλού δεν ξέρω, ίσως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα λεξικά ευρίσκεται με τη σημασία του οπτικού (κυρίως) ή ηχητικού σήματος, νεύματος απο το signal.
Στα βαπορίσια σινιάλο λέγεται και το διακριτικό σήμα (λογότυπο) της κάθε ναυτιλιακής εταιρίας, όπως είναι αποτυπωμένο στην τσιμινιέρα του πλοίου. Εδώ εννοείται όλο το σετ: Χρώμα τσιμινιέρας, λωρίδες, κύκλοι κλπ (άν υπάρχουν) και βέβαια το χαρακτηριστικό σχέδιο. Ανάλογο με το πίσω (κατακόρυφο) φτερό των αεροπορικών εταιριών.
Επειδή η ναυτική ορολογία μεταφέρεται και στην ξηρά, ως σινιάλο χαρακτηρίζεται και το διακριτικό σήμα στις μάρκες αυτοκινήτων, μοτό, ακόμα και (τραβηγμένα) το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κάποιου ατόμου ή και ζώου.

Στα βαπόρια, στις ατελείωτες μέρες παραμονής στο αγκυροβόλιο (στη ράδα) περιμένοντας τη σειρά τους να μπουν στο λιμάνι, συνηθίζεται να δημιουργούνται γνωριμίες μεταξύ αξιωματικών της γέφυρας μέσω κουβέντας από το VHF. Σε μια τέτοια περίπτωση, δυο καπετάνιοι, γνωρίστηκαν από το VHF, είχαν κάθε βράδυ κουβέντα, αντάλλασαν πληροφορίες, διηγούνταν ιστορίες (καλή ώρα σαν κι αυτή που γράφω) μέχρι πού μετά από ενάμιση μήνα περίπου ήρθε η ώρα να μπουν στο λιμάνι. Τότε, έχοντας γίνει σχεδόν φίλοι, συμφώνησαν το βράδυ του κατάπλου, όταν πια θα έχουν ξεμπερδέψει με όλα τα διαδικαστικά, να βρεθούν κι από κοντά να πιούνε κι ένα ποτήρι βρε αδερφέ.
- Λοιπόν, στις εννιά στην πύλη, ΟΚ;
- OK! Και πώς θα σε γνωρίσω;
- Εύκολα. Είμαι κοντός με κοιλιά και έχω και φαλάκρα.
- Όμορφα σινιάλα έχεις...
- Άντε ρέ γαμήσου, που θα με κοροϊδέψεις κι από πάνω (ακολούθησε βρισίδι και δεν συναντήθηκαν ποτέ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κατόπιν προτροπής του Μεγάλου Χάνου. Έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη).

Έτσι αποκαλούσαν το τεπόζιτο των παλιών μηχανακιών (πριν τα παπάκια κλπ) και (ιδιαίτερα) των μοντέλων ΜΖ δεκαετίας '60 - '70 που τελείωνε κάθετα στην σέλα, επειδή όταν φρέναρες γλιστρούσες μπροστά στο λείο πλαστικό κάλυμμα της σέλας και σταματούσες με τ΄ αρχίδια στο τεπόζιτο.

Αργότερα οι γιαπωνέζοι (πρώτοι) έβαλαν τεπόζιτα με μια ανηφορική καμπυλότητα και μετά με μια επικάλυψη - συνέχεια της σέλας για να το γλυκάνουν το πράμα.

Μιλάμε πάντα για μότο του εμπορίου. Οι racing της εποχής είχαν κάθετα τεπόζιτα αλλά σ' αυτές καθόσουν τέρμα πίσω για να σκύβεις και πάνω από το τεπόζιτο, οπότε στο φρενάρισμα δεν πήγαινες μπροστά λόγω της γωνίας των μηρών με το σώμα που κρατούσε κόντρα.

Οι εικόνες μιλάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μεγάλη ομάδα των εκφράσεων «τον παιρνει Χ και τον δίνει/βγάζει Ψ» πρέπει να προστεθεί και η του λήμματος. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι λέγεται με την αντίθετη σημασία από ότι οι άλλες.

Εξηγούμαι: Ενώ το γκρουπ «τον παίρνει Χ και τον δίνει/βγάζει Ψ» έχει μια χροιά υποτιμητική και χαρακτηρίζει παρτόλες και ξεκωλιασμένους, εδώ ο εκφέρων εκφράζει πόθο, θαυμασμό και μερικές φορές και μια πικρία για το ευκταίο αλλ' απραγματοποίητο.

Αξιοσημείωτη είναι η αλλαγή της υφής του οργάνου, που πέραν της απώλειας σκλήρυνσης λόγω ποιοτικής και παρατεταμένης ικανοποίησης, αποκτά και μια άλλη ποιότητα, καθότι άλλο μπαμπακερός κι άλλο βελούδινος.

Σημαντικό ρόλο παίζουν στην ακριβή αποτύπωση του συναισθήματος, τα συμφραζόμενα, η έκφραση του προσώπου, η ηλικία, ο τονισμός ή μη κάποιων λέξεων κλπ, όλα αυτά που μπορούν ακόμα και μια αθώα έκφραση να την σλανγκοποιήσουν και το ανάποδο.

  1. Παρέλαση παστακοειδών ψωλέτων σε πρωινάδικο για επίδειξη μαγιώ.
    - Η. Πώς σου φαίνεται εκείνο το πουά; Θα μου πηγαίνει;
    - O. Ωραίο είναι... πολύ ωραίο... όλα ωραία είναι... (πνιγμένος λυγμός- μέσα απ τα δόντια- Όχι πάνω σου! Σε 'τούτες που τον παίρνουν πέτσινο και στον δίνουν βελουδένιο μάλιστα!)

  2. - Μαλάκα, μού κατσε χτές μιά, τί να λέμε τώρα!!
    - Καλή, μαλάκα, έλεγε;
    - Tί έλεγε, παραμιλούσε!!! Ένα σου λέω, μου τον πήρε πέτσινο αποβραδίς και το πρωί μου τον έδωσε βελουδένιο (ακολουθεί περιγραφή καταστάσεων, φάσεων κλπ σκηνικών, επιπέδου προεκλογικών υποσχέσεων ή έστω επιστροφής κυνηγών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην δεκαετία του '30 ένα τάλιρο ήταν μιά ποσότητα χασίς μεγέθους κέρματος πεντάδραχμου της εποχής (με το κατάλληλο πλάσιμο, καθότι μαλακό και εύπλαστο - δεν είχε πέσει πολλη χέννα) το οποίο ζύγιζε περι το 1 δράμι = 3,2 γρμ.
Δεν ξέρω άν είχε και σχέση με την τιμή του (αν και από πάντα η τιμή ήταν πιό ευμετάβλητη, ανάλογα την επάρκεια της αγοράς την ποιότητα, την αξία του νομίσματος κλπ κλπ)

Στην υπόγα

Ρε ν’ από πι ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα βαρέσαν μα βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει 'νας μπα μπαίνει 'νας μπάτσος με το κούφιο Και ρίχνει μου και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Και κατρακύ και κατρακύλισε το φέσι μας σβήνει ο να μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση

Ωωωωωώχ ωωχ!

Και τον ανά και τον ανάβει η Κυριακούλα ρε που `χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα

Γεια σου ρε Μή γεια σου ρε Μήτσο στραβοκάνη που σαι μαστού πουσαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστουρωμένος, που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, είναι στην κοσμάρα του, πετάει χαρταετό, δλδ δεν την οσμίζεται (τη φτιάξη) όπως ο συναχωμένος δεν έχει οσμή.

Εκτός από το άσμα του Μάρκου (και με αφορμή αυτό) η λέξη λέγεται μεταξύ ρεμπετόβιων και ρεμπετόφιλων για ξεκάρφωμα (και καλά).

Συνάχι = η μαστούρα

«Ο συνάχης» Μ.Βαμβακάρη

Συναχωμένος μου’ρχεσαι αμάν αμάν μουρμούρη μ’(ου) από πέρα
Και μεσ’τα χέρια σου κρατάς συνάχη μου μια δίκοπη μαχαίρα

Με ποιον τα’χεις συνάχη μου αμάν αμάν να πας να καθαρίσεις
Την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου, και πας να εγκληματίσεις

-Γεια σου Μάρκο μου με τις όμορφες πενιές σου! (φωνή Γ. Μπάτη)

Κοίτα καλά συνάχη μου, αμάν, αμάν, που πάντα ξεσπαθώνεις (ωχ μπράβο)
Και κει π’(ου) ανακατεύεσαι, συνάχη μου, μπέσα ποτέ μη δώνεις

-Ωχ! Αχ! Αχ!

Ας’το μπουλασιλίκι σου, αμάν, αμάν, και πάψε το συνάχι
Και δεν ανακατεύομαι, συνάχη μου, σε ότι κι αν σου λάχει

-Ώπα!

Συναχωμένος μου’ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου από πέρα
Και μεσ’τα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα

-Μπράβο Μάρκο! (φωνή Γ. Μπάτη)

(από Khan, 14/05/14)(από vikar, 18/03/15)

Ο αναγνώστης παραπέμπεται στα λήμματα συνάχης, σινάχης και μπουλασιλίκι, μπουλασικλίκι, μπουλασίκης για την πραγματική ετυμολογία-προέλευση του λήμματος. Ο παρών ορισμός παραμένει παρότι παραετυμολογικός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified