Further tags

Παμπάλαια ποδοσφαιρική ιαχή, όπου στα πλαίσια της ευγενούς άμιλλας οι αντίπαλοι φίλαθλοι καλούνται να κάμουν γκέηκα κούνηματα.

Κάπου στα ογδόνταζ το άκουσα για πρώτη φορά σε μη ποδοσφαιρικά πλαίσια από μπαόκι συμφοιτητή («Αθηναίοι θύματα, κάντε μας κουνήματα!»).

Από το φίλαθλο κοινό

1. Χανούμια, του Μελισσανίδη θύματα, κάντε μας κουνήματα

2. Βαζελάκια θύματα κάντε μας κουνήματα!

3. Γουσουφάκια «βλήματα» - κάντε μας... κουνήματα!

Εκτός γηπέδου

4. Πλουτοκράτες θύματα, κάντε μας κουνήματα

5. Όσο κινήματα καθοδηγούνται από επαγγελματίες της υποκίνησης εμείς θα λέμε κάνουμε κινήματα και οι εξουσιαστές θα λένε «κάντε μας κουνήματα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν είσαι ποδοσφαιρόφιλος, εναλλακτικά αν έχεις ακούσει τα ανδραγαθήματα του Χρυσόστομου του Ψωμιάδη, ή αν θυμάσαι τις σχετικές μιμήσεις του Μητσικώστα, ή αν απλά έχεις δει τις διαφημίσεις της Wind και σου λέει κάτι το όνομα Τάκης Σπυριδάκης τότε ξέρεις και τι σημαίνει το «αγαπούλα».

Αν δεν έχεις ιδέα, τότε απλά σχημάτισε στο μυαλό σου την εικόνα ενός αρχιμαφιόζου που μιλάει σε όλους τρυφερά λίγο πριν τον καβαλήκουν τα δαιμόνια κι αρχίσει τα νταηλίκια – υποβοηθούμενος πάντα από υποτακτικούς φουσκωτούς. Εικόνα σύμφωνη με αυτήν του κοινωνικά απροσάρμοστου ψυχοπαθή που φτιάχνει μεσ’ το μυαλό του τις κατάλληλες συνθήκες για να κλείσει μεν σπίτια αλλά να μπορεί να κοιμάται ήσυχος το βράδυ με τις μαλακίες που έχει κάνει γιατί, «με είδες πως του μίλαγα.. τα ζήταγε όμως ο κώλος του». Θέλει χοντρή πέτσα και σιδερένιο στομάχι το επάγγελμα και οι μάπες δεν χαρίζονται γιατί για ένα όνομα ζούμε σ αυτήν την κενωνία.

Προφέρεται με αλάνικο τουπέ – σαν να έχεις κεράσια στο στόμα και να προσπαθείς ταυτόχρονα να μιλήσεις. Ταιριάζει σε συνθήκες τ. «πω πω μας τα ζάλισες, αλλά θα κάνω μια τελική προσπάθεια να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να σου δώσω άλλη μια ευκαιρία να μαζευτείς γιατί είμαι larger than life τύπος» αλλά και σε χαβαλέ φάση μεταξύ σερνικών με αυτοπεποίθηση που καταλαβαίνουν ότι η αντρίλα είναι πάνω απ’ όλα ρόλος που πρέπει να υποδυθούν.

  1. Πλάτων: Ρε μαλάκα Γιώργο, να σου πω παντρεύεσαι;
    Γιώργος: Ναι λέμε.
    Πλάτων: Ρε μαλάκα, πας καλά; Γιώργος: Έχω κλείσει ήδη παπά.
    Πλάτων: Ρε μαλάκα σοβαρά;
    Γιώργος: Αγαπούλα, κοφ’ τα «ρε μαλάκα». Είπαμε, παντρεύομαι. Πλάτων: Ρε αγαπούλα είσαι μαλάκας. Δεν παίρνεις από λόγια.

  2. Πλάτων: Πες του δεν έχω κρασί, να φέρει ένα όπως έρχεται.
    Γιώργος: Λέει δεν έχει κρασί, να φέρεις ένα όπως έρχεσαι.
    Δημήτρης: Τι κρασί θέλει;
    Γιώργος: Τι κρασί;
    Πλάτων: Το ίδιο που πήρε και την άλλη φορά.
    Γιώργος: Το ίδιο που πήρες και την άλλη φορά
    Δημήτρης: Νεμέα;
    Γιώργος: Νεμέα;
    Πλάτων: Ε, δε θυμάμαι τώρα
    Γιώργος: Ρε μαλάκες πώς την έχετε δει, αγαπούλα πούλα; Παρ' τον να του τα πεις εσύ. Σταδιάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ατάκα προπονητών, πραγματικών ή της κερκίδας. «Βλέπω γήπεδο» σημαίνει έχω καλή αντίληψη του χώρου σε ένα ομαδικό παιχνίδι. Δηλαδή, ξέρω ανά πάσα στιγμή πού είναι οι συμπαίκτες μου (γιατί δεν βλέπω μήπως σκουντουφλήσω με την μπάλα) και επίσης ξέρω σε ποιο σημείο και με τι δύναμη πρέπει να πασάρω, ώστε να μην ξελιγώσω τον συμπαίκτη προς τον οποίο πασάρω.

Χαρακτηριστικό κάποιου που βλέπει γήπεδο είναι η ικανότητά του να βγάζει τυφλές μπαλιές. Πάσες ή σέντρες, χωρίς να έχει άμεσα οπτική επαφή με τον συμπαίκτη. Και όχι κατά τύχη στα κουτουρού (όπως καμιά φορά συμβαίνει στον Βύντρα)! Να τις θέλει.

Η ικανότητα (να βλέπει γήπεδο) που έχει κάποιος παίκτης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που ανήκουν στην αθλητική ιδιοφυΐα (για ομαδικά αθλήματα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα παιχταράδων με τεράστια αντίληψη χώρου είναι (ή ήταν) ο Κρόιφ, ο Φραντσέσκο Τότι και προσφάτως ο Κακά (στη μούρη σου). Στην Ελλάδα ένας παίκτης που, εκτός όλων των άλλων χαρισμάτων του (πολλά κιλά μπάλα), έβλεπε και γήπεδο, ήταν ο Βάσια. Μετά από πέντε ή έξι τρίπλες, με κάτω το κεφάλι, έβγαζε συμπαίκτη τετ α τετ με το τέρμα, και το μόνο που είχε να κάνει (ο συμπαίκτης) ήταν να φυσήξει την μπάλα μέσα.

Τώρα, η έκφραση εκτός αθλητικής σλανγκ, χρησιμοποιείται και:

  • για να χαρακτηρίσει εργαζόμενους /-ες σε μπαρ. Δλδ ένας μπάρμαν γατόνι είναι αυτός που βλέπει γήπεδο, ξέρει πότε να πλησιάσει τον πελάτη, δεν αφήνει ποτέ τον πελάτη να περιμένει και πάντα βέβαια τσεκάρει με το κεφάλι ψιλά τι γίνεται γύρω από την μπάρα. Έχει δλδ τον έλεγχο.
  • για να χαρακτηρίσει γκόμενες και γκόμενους που παίζουν με τα μάτια.
  1. - Τι νέα παλικάρια;
    - Μια χαρά, εσύ;
    - Καλά. Γιατί δεν πίνετε τίποτα. Αφραγκιές, αφραγκιές;
    - Μπααααα. Μια ώρα είμαστε εδώ, αλλά ο καινούριος δεν λέει να μας δει. Φτιάχνει ένα κοκτέιλ και μετράει τα παγάκια.
    - Μιλάμε δεν βλέπει γήπεδο με τίποτα. - Αντιθέτως η γκόμενα απέναντι μοιράζει παιχνίδι...

  2. από ιστότοπους:

α. βυντρα δεν πρεπει ποτε να παιζει λιμπερο διοτι πρωτον δεν βλεπει γηπεδο, δευτερο ειναι ατσαλος και καντεμης και τριτον δεν εχει διαρκεια ...

β. ... Καλή κοψιά,τεχνηταράς ,με μάτι που βλέπει γήπεδο,δυνατό μακρυνό σουτ και μεγάλη μπαλλιά. Αλλά...

γ. ... Δεν βλέπει γήπεδο γι' αυτό και στα στατιστικά του δεν υπάρχει ενδιαφέρον στις ασίστ. Παρότι έχει μεγάλα άκρα και μεγάλο κορμί δεν είναι ...

(από electron, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eτσι αποκαλείται εντελώς τελείως υποτιμητικότερα του «βούλγαρος», ο φίλαθλος, οπαδός, παίκτης η αθλητής, κυρίως του Πανθεσσαλονίκειου αθλητικού ομίλου Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ) που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Πόλη της Βορείου Ελλάδος απέχουσας περί τα 120 Km απο της Ελληνικής μεθορίου μετά της γείτονος Βουλγαρίας, συμπαθεστάτης και φίλιας χώρας της ΕΟΚ, απ' όπου έλκει την ονομασία του, παραφραστικά, ο εν λόγω χαρακτηρισμός).

Οι ποδοσφαιρόφιλοι (διάβαζε καυγαδόφιλοι) και μη, της Νοτίου Ελλάδος δεν παραλείπουν, ευκαιρίας δοθείσης, να επιδαψιλεύουν συλλήβδην με τον παραπάνω εθνοπροσδιοριστικό τίτλο και τους υπολοίπους κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, με ιδιαίτερη προτίμηση, σ εκείνους της Κεντρικής Μακεδονίας.

Η προσφώνηση, ελλείψει προστατευτικού κιγκλιδώματος, αποτελεί θρυαλλίδα για την έναρξη τρανής κλωτσοπατινάδας.

Παράγωγα-τύποι: βουργάρα, βούργαροι, βουργαρία.

Όρα και βούλγαρος, βούλγαρος είσαι;

Υποδοχή σε ΠΑΟΚτσήδες στο λεωφορείο λίγο έξω απ την Αθήνα.
- Κατεβείτε κάτω ρε παλιοβούργαροι, με τα διαβατήρια σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που εξαπολύεται με αξιοσημείωτη πλέον ευκολία εναντίον όσων διατείνονται ότι την Ελλάδα δεν κατέστρεψαν τα μνημόνια, αλλά το δράμα είχε από καιρό συντελεσθεί, απλώς στη γαλανή πατρίδα μας το να πέφτεις απ' τα σύννεφα είναι τελικά το εθνικό μας σπορ. Πχ Είμαι ναρκομανής, γερμανοτσολιάς και ηλίθιος.

Γίνεται και ήπια ποδοσφαιρική χρήση: «Ο σύντροφος του Ολυμπιακού που έχασε αυτή την ευκαιρία πρέπει να είναι γερμανοτσολιάς, δεν εξηγείται»

Το αντίθετο= Συριζοτσολιάς : «Γερμανοτσολιάς: καταδότης, συνεργάτης Γερμανών. Συριζοτσολιάς: καταδότης, συνεργάτης Εφοριακών»

Γλέζος για ΣΥΡΙΖΑ: Άλλαξε μόνο όνομα το Μνημόνιο, ζητώ συγγνώμη που συνήργησα στην ψευδαίσθηση.
● «(...) Λοιπόν; Μήπως είναι και ο Γλέζος γερμανοτσολιάς, προσκυνημένος και μερκελιστής; Το τέρας που λαϊκισμού που εξέθρεψαν θα τους καταπιεί, όπως κατάπιε και τον αντιμνημονιακό Σαμαρά προσφέροντας στη χώρα κόμματα όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η Χρυσή Αυγή. Στο τέλος έρχεται πάντα ο λογαριασμός.»

● «Το παραμύθι με τους 'δημοκράτες' της αριστεράς θα έπρεπε να είχε τελειώσει προ πολλού. Συγκεκριμένα από τότε που καλούσαν το λαό να κατέβει στο δρόμο για να ανατρέψει τις μνημονιακές κυβερνήσεις, από τότε που αποκαλούσαν Γερμανοτσολιάδες τους πολιτικούς τους αντιπάλους και υπόσχονταν κρεμάλες στο Σύνταγμα, όπως και τότε που τον καλούσαν να μην πληρώνει διόδια, χαράτσια και οτιδήποτε άλλο δεν ενέκρινε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν αυτοί με όσα έχουν πει και κάνει την τελευταία πενταετία συνεχίζουν να παριστάνουν τους δημοκράτες, είναι επειδή στη χώρα μας οι πολίτες αγνοούν την πραγματική διάσταση της δημοκρατίας και ιδίως εκείνη που αναφέρεται στο σκέλος των υποχρεώσεων.»

Ενδεικτικοί του κλίματος διάλογοι στο twitter:
● -Σύντροφε, πήγες στην υποδοχή της Τρόικα σήμερα; Πήγαινε γιατί μπορεί να θέλουν να τους φτιάξεις καφέ.
-Δοσιντροφε,τα συντροφικα σε μενα αστα! Εσεις οι δηθεν απροσωποι φασιστοφιλελε γλυφετε κωλους 70χρ. Αδειασε μου την γωνια τωρα.
-Σύντροφε, συγγνώμη αλλά η αλήθεια είναι πικρή. Είσαι πλέον κι εσύ γερμανοτσολιάς. Καλώς ήρθες.

● Στη χώρα του Καμμένου,του Τράγκα,του «δεν στηρίζεις=γερμανοτσολιάς», του Κυρίτση, των καταλήψεων κ του Φωτόπουλου κλαψουρίζουν για το bullying.
● Νεοφιλελε γερμανοτσολιαδοφασιστακια,τα κουβαδακια σας κ σε αλλη παραλια. Μονο για μαθημα σε παιδακια δημοτικου ειστε.
● Για να καταλάβω τώρα τα ΣΥΡΙΖΟΑΝΕΛ τρολλ παίζουν το καλός έλληνας-ο κακός Έλληνας γερμανοτσολιάς για να μπετονάρουν κόσμο για τις εκλογές;
● άλλοι ήθελαν να γίνουν γιατροί,δικηγόροι άλλοι ποδοσφαιριστές ο @ThanosTzimeros ήθελε να γίνει γερμανοτσολιάς απλά γεννήθηκε λάθος εποχή.

Όθωνας. Ο πρώτος, ο ορίτζιναλ γερμανοτσολιάς (από soulto, 15/03/15)Νεομικροί νεοήρωες εναντίον νεογερμανοτσολιάδων. (από Khan, 16/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος από τον ιππόδρομο. Αναφέρεται στους χρόνους προπόνησης του αλόγου (συνήθως σε ρυθμό ρελαντί) σε αντίθεση με τους επίσημους χρόνους της κούρσας. Κάποιες φορές ο όρος χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμος του «προπονείται» ή καλπάζει με σταθερό ρυθμό, αναφερόμενος πάντα σε άλογο ιπποδρόμου.

Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό ρήμα «gallop», που σημαίνει καλπάζω. Και εξελληνίστηκε από τους αλογομούρηδες με την κατάληξη -άρω, όπως συνέβη με πολλά ξένα ρήματα, π.χ. ρεφάρω (που τέτοια τύχη), αριβάρω, σκαπουλάρω, ντουμπλάρω κ.ο.κ.

....... Αν σταματήσει ένα άλογο από τον ιππόδρομο για 10 μέρες δεν το βάζεις απ' ευθείας να τρέξει. Το αναλαμβάνει ο προπονητής, το γκαλοπάρει και το ελέγχει με τον τρόπο του για να δει εάν είναι έτοιμο να τρέξει. Σε περίπτωση υποτροπιασμού....

... Θα προτιμήσω δηλαδή χωρίς πολύ σκέψη ένα άλογο που γκαλοπάρει σταθερά, κάθε 8-10 μέρες για δυο μήνες με χαλαρές δουλειές από ένα άλογο που μου παρουσιάζει μόνο δυο γκάλοπς, έστω και αν το ένα από αυτά είναι πολύ δυνατό...

(από ιπποδρομιακούς ιστότοπους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι τελείως άσχετος με το άθλημα, που δεν το έχει καθόλου.

Ο καινούργιος παίκτης που έφερε ο γαύρος δεν ξέρει την τρύπα του μιλάμε, τελείως ανίκανος! Να δούμε πώς θα τον ξεφορτωθούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτική έκφραση συνήθως προς τερματοφύλακα που, παρά τις προσπάθειές του, καταφέρνει να έχει πάντα το τέρμα του γεμάτο, ή και γενικά προς άτομο που δεν μπορεί να πιάσει κάτι εύκολο.

Η κουβέρτα, που ούτως ή άλλος έχει μεγάλη επιφάνεια, κατά το πέταγμά της έχει την τάση να απλώνει και, σε συνάρτηση με το βάρος της, επιβραδύνει αισθητά κάτι που καθιστά το πιάσιμό της σχεδόν το μοναδικό ενδεχόμενο.

Λέγεται όταν το προς πιάσιμο εύκολο αντικείμενο είναι κινούμενο και όχι σταθερό.

Συναντάται επίσης σαν υπερθετικός βαθμός το «δεν πιάνει ούτε βρεγμένη κουβέρτα», αλλά και το λιγότερο γνωστό «δεν πιάνει ούτε μπουφάν».

Συνώνυμα: μανταλάκιας.

  1. Ρε τήταν εκείνος ο Χαπιάς με την Τότεναμ ρε; δεν έπιανε ούτε κουβέρτα! Πάλι καλά που παίζαμε μπακότερμα με Κοντρέρας!

  2. - Και γιατί δεν μου έδινες το περιοδικό χέρι με χέρι;
    - Ένα μέτρο απόσταση είχαμε, που να ξέρω ότι δε μπορείς να πιάσεις ούτε κουβέρτα και θα σου έπεφτε;

Δεν πιάνει ούτε κουβέρτα. (από PUNKELISD, 24/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιριστής που παίζει σε θέση στόπερ, αλλά τα έχει αρπάξει από την αντίπαλη ομάδα για να πουλήσει το παιχνίδι. Έτσι, όταν επιτίθεται η αντίθετη ομάδα, αντί να βρίσκεται στην περιοχή του να κόψει τον επιθετικό, βρίσκεται οπουδήποτε αλλού, και κάνει οτιδήποτε άλλο, πχ δένει αμέριμνος τα κορδόνια του στη σέντρα.

- Έμαθα ότι ο Μάρκος θα το πουλήσει το παιχνίδι αύριο.
- Όχι ρε μαλάκα, ο Μάρκος είναι σπαθί.
- Καλά δες τον αύριο στο γήπεδο που θα δένει τα κορδόνια στη σέντρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified