Selected tags

Further tags

Ποδοσφαιροσλάνγκ αναφερόμενο στο διάσημο κολπάκι - «εφέ» του αστέρος της μπάλας ο οποίος προσπαθεί να την διατηρήσει στον αέρα χωρίς αυτή να «σκάσει» στο έδαφος, με επαναλαμβανόμενες κρούσεις - «γκελ», με το πόδι, το κεφάλι, τους ώμους και όποιο άλλο μέλος του σώματος πλην των χεριών...

Έτσι, εκ παραφθοράς του λόγου και δεδομένης της παρομοιάζουσας με την πτήση των αγγέλων πορείας της μπάλας, από τα «γκελάκια» προκύπτουν τα «αγγελάκια»....

Σημειούται ότι, όπως λέει και ένας αστικός μύθος, ο μεγάλος αστήρ Ρονάλντο (του οποίου το ταλέντο, δυστυχώς δεν απολαύσαμε όσο θα θέλαμε, ένεκα πρόωρων τραυματισμών του) ξεκίνησε τα πρώτα του μεροκάματα ως φτωχός πιτσιρικάς, κάνοντας πολύωρα και αξιοθαύμαστα αγγελάκια στις παραλίες Ιπανέμα κλπ.

Κόουτς του ερασιτεχνικού: «Άσε τα αγγελάκια, ρε κωλόπαιδο και βάλε τη μπάλα κάτω να βγάλεις καμιά πάσα! Δε σε πήραμε για να μας ζαλίζεις!...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έτοιμος να αναλάβει επαγγελματικά ή άλλα καθήκοντα ή δράση, ο ετοιμοπόλεμος, ιδίως όταν πρόκειται για νεοαποκτηθέντα εργαζόμενο ή στέλεχος.

Ο όρος προέρχεται από την ποδοσφαιρική αργκό, όπου μία ποδοσφαιρική ομάδα αγωνίζεται με 11 ποδοσφαιριστές και εντεκαδάτος χαρακτηρίζεται ένας παίκτης έτοιμος να αγωνιστεί χωρίς να θεωρείται απροετοίμαστος ή να χρειάζεται περίοδο προσαρμογής.

Acknowledgement: Το λήμμα εμφανίζεται στον ορισμό τσιμεντάτος του notheitis

- Πώς τον βλέπεις τον νέοπα που προσέλαβε ο διευθυντής για την εξυπηρέτηση πελατών;
- Μια χαρά βιογραφικό έχει. Φουλ εντεκαδάτος!

(από Κωνσταντίνος Ωμέγας, 14/07/10)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιρική ορολογία «κρέας» είναι ο τελείως ντεφορμέ, άμπαλος ή γερασμένος πάικτης, που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του και απλά συμπληρώνει τον, σύμφωνα με τους κανονισμούς της Φίφα, αριθμό των έντεκα παικτών μιας ομάδας, χωρίς να συμβάλλει καθόλου στην επιτυχή έκβαση των αγώνων της ομάδας.

Παλιά τον ζητούσε η Μπαρτσελόνα, τώρα είναι κρέας. Δεν το θέλει μήτε η Παναχαϊκή.

Δες και παλτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κτηνοβάτωρ στο πιο κυριλέ. Αυτός που δεν πηγαίνει αδιακρίτως με αμνοερίφια και γαϊδούρες αλλά μόνον με κατσίκες για τους κάτωθι σοβαρούς(όπως μου έχουν πει)λόγους:

1) Ο κώλος της κατσικούλας είναι άτριχος και ροζέ, και το περίνεο βελούδινο.

2) Επίσης είναι ο καλύτερος μάστορας, όπως λένε, καθώς κατασκευάζει όλες τις βερβέλες* ολόιδιες.

3) Η κατσίκα έχει χαμηλό κέντρο βάρους και καλύτερα αντανακλαστικά στο κούνημα της πυέλου

4) Το χαμηλό ύψος του στόχου ευνοεί και τους επίδοξους κτηνοβαίνοντες μικρότερης ηλικίας από τους αποκλειστικά γαϊδουρογάμηδες κάνοντας έτσι το κατσικομπήχτειν πιο δημοφιλές στις μικρές ηλικίες.

5) Η κατά φύσιν και η παρά φύσιν πράξη δεν έχουν σημαντικές ποιοτικές διαφορές μεταξύ των.

6) Όπως και να το κάνουμε και ο πιο δύσπιστος θα συμφωνούσε στο ότι η κατσίκα και πιο κοριτσίστικη φωνή έχει, και πιο ωραία μαλλιά (και γένια) αλλά και τα πιό ωραία βυζάκια απ' όλες τις άλλες.

Ανέκδοτο εις θέσιν παραδείγματος!

Στην Ελληνική ύπαιθρο κάπου, ένα παλληκάρι είχε ένα κοπάδι γίδες τις οποίες και είχε ξεσκίσει στο μπούτσο. Όλες. Όλες εκτός από μία μελαχρινή παρθένα με τσιγκελωτό ματόκλαδο. Κάποια φορά λοιπόν με ένα κόλπο κατάφερε να της αποσπάσει την προσοχή και έχοντας κατεβάσει ήδη τα βρακιά του σε θέση πιγκουινάτου, πήδηξε, της τον κάρφωσε και την τσάκωσε από τα κέρατα. Ενοχληθείσα σφόδρα η μικρά άρχισε να τρέχει αφηνιασμένη, με χίλια. Βγήκε από το μαντρί και έφτασε στο πρώτο χωριουδάκι με τον εραστή - βιαστή να της τον έχει μέσα, να κρατιέται ξεβράκωτος απ' τα κερατά της και σχεδόν να μην ακουμπάνε τα πόδια του στο έδαφος. Έτσι λοιπόν, το σύμπλεγμα αυτό περνούσε σφαίρα μέσα από κάτι σοκάκια του χωριουδακίου, όπου σε ένα πλατύσκαλο καθόταν μια γριά, με τα γυαλιά της κατεβασμένα στο ύψος της μύτης της και έπλεκε. Παίρνοντας λοιπόν το ζεύγος από μπρος της με τα χίλια , η γριά σήκωσε βιαστικά το κεφάλι της να κοιτάξει και αφού είδε ό,τι είδε αναφώνησε με επιτίμηση:
Μπει διούλε* μέσα σου ρεντίκολο, βρακί δεν έχεις να βάλεις στο γκώλο σου, τα μηχανάκια σε μαράνανε.

*Διάολε

πΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΕΊΝΑΙ ΤΩΝ ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΩΝ ΕΥΡΩ-ΠΈΩΝ (από perkins, 10/07/10)Τα μηχανάκια τον μαράνανε (από perkins, 06/09/10)πρώτα περιποιηση, υπαρχει και αισθημα. (από perkins, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον φωνακλά με την απαίσια τσιριχτή, μονότονη φωνή, εκείνον που δεν βάζει γλώσσα μέσα, τον παπαρολόγο, εκείνον που σου παίρνει τα αυτιά, κ.α.

Προέρχεται από τη λατρεμένη σε όλους ακουστική ατραξιόν του φετινού Μουντιάλ, που δεν είναι άλλη από τη συμπαθέστατη πλην δυσβάσταχτη για τα αυτιά, αφρικανική ντουντούκα που λέγεται βουβουζέλα.

Παράλληλα, δημιουργείται από την τραγική εμπειρία όσων έκαναν απόπειρα να παρακολουθήσουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της Εθνικής Ελλάδος, καθώς δεν μπόρεσαν να διακρίνουν αν η βουβουζέλα ήταν αντικείμενο ή άνθρωπος που προσπαθεί να διεκδικήσει τη θέση της φετινής ακουστικής ατραξιόν του μουντιάλ από την ίδια τη βουβουζέλα, εκφωνώντας με ιδιαίτερο πλην δυσβάσταχτο για τα αυτιά, τρόπο, τις φάσεις του αγώνα.

Συνώνυμο: πουρουπουπού.

— ΌΟΟΟΧΙΙΙΙ, ΠΡΟΣΕΧΕ ΛΟΥΚΑΑΑΑ! ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙ! ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ! ΜΑ......ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛΛΛΛΛ! ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ! ΤΙ; ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ;
— Δεν τ' αλλάζεις να δούμε Μυστικά της Εδέμ; Μας πήρε τ' αυτιά η βουβουζέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο, όταν ένας παίκτης προσπαθεί να εκβιάσει ένα μαϊμού φάουλ / πέτσινο πέναλτι / αποβολή αντιπάλου, λέμε ότι κάνει θέατρο και οι ποδοσφαιριστές αυτοί λέγονται και θεατρίνοι.

Συνήθως βουτάει στα πόδια του αμυνόμενου ή κάνει πως έχει χτυπήσει σοβαρά τη στιγμή που δεν τον έχει ακουμπήσει κανείς.

Όποιος έχει όρεξη, διαβάζει αν θέλει το άρθρο Οι «θεατρίνοι» του ποδοσφαίρου ή βλέπει το χαρακτηριστικό μήδι.

(Μετά από βουτιά επιθετικού)
- Φρρρρρρρρρρρρρρρρρ...
- Τι σφυράς ρε κοράκι! Δεν τον είδες που βούτηξε σαν τον Λουγκάνη; Θέατρο ρέεεε!

(από notheitis, 21/06/10)(από notheitis, 21/06/10)

Δες και καραβούτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη ταύτιση με μια ομάδα. Ο αποδέκτης του λήμματος παύει να έχει όνομα, δεν είναι ο Δημήτρης, ο Κώστας, ο Γιώργος, είναι απλά ο ΠΑΟΚ ο ίδιος.

Το λήμμα χρησιμοποιείται εβραίως στη Β. Ελλάδα είτε σε συνομιλίες μεταξύ οπαδών είτε σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές με συμμετοχή πάντα οπαδών.

Η έννοια του λήμματος είναι διττή. Εκφράζει τόσο την ταύτιση του οπαδού με την ομάδα όσο και το αντίστροφο. Αναφέρεται δηλαδή σε λαϊκές ομάδες που βασική τους δύναμη είναι ο κόσμος τους.

Όπως όλες οι μεγάλες ατάκες (βλ. «σήκωσε το το γαμημένο» κ.α.) έτσι και αυτή ξεκίνησε από την Θεσσαλονικιώτικη μαγκιά των ΠΑΟΚτσίδων ή επί το μονολεκτικότερον ΠΑΟΚτιδιλίκι αλλά το δανείστηκαν και οπαδοί άλλων ομάδων.

-Με ποιόν παίζουμε την Κυριακή;
-Τι ρωτάς ρε φίλε, ΠΑΟΚ είσαι, με όποιον και να παίζουμε θα τον πατήσουμε.

-Ρε εσύ μαλάκα, θα μας σφυρίζει λέει ο Σπάθας την Κυριακή.
- Μη μασάς ρε, ΠΑΟΚ είσαι ρε, χαλάρωσε. Ας μας σφυρίξει και ο Κόκκαλης. ΠΑΟΚ είσαι, μη μασάς τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχάστε τον επαγγελματία με την μνημειώδη κωλοχαράδρα, εδώ μιλάμε για το επίθετο υδραυλικός.

  1. Υδραυλικό λουκέτο

Το λουκέτο που δεν κλειδώνει, λόγω βλάβης. Σου δίνει την εντύπωση ότι ασφάλισε, αλλά ανοίγει εύκολα όταν το τραβήξεις με τα χέρια.

Πρόκειται για χαρακτηριστική στρατιωτική έκφραση που καλύπτει το εξής φαινόμενο: πολλοί φαντάροι προτιμούν ένα χαλασμένο λουκέτο για το όπλο τους επειδή είναι μανίκι να ψάχνουν ανάμεσα σε όλα τα κλειδιά της αρμαθιάς, ιδίως μες στα μεσάνυχτα που ξεκινάει το σκοπέτο. Κι αυτό γιατί εφησυχάζουν από το γεγονός πως όλα τα όπλα κλειδώνουν ομαδικά πάνω στον οπλοβαστό, με τις μπάρες και τα λουκέτα του θαλαμοφύλακα.

Επειδή όμως υπάρχουν και γιωτάδες θαλαμοφύλακες και, ποτέ δεν ξέρεις, και εγκληματίες φαντάροι, πρόκειται για μεγάλη επιπολαιότητα που μπορεί να σου καταστρέψει τη ζωή, αν τελικά σου κλέψουν το όπλο. Παλιά λέγανε καλύτερα να χάσεις την παρθενιά του κώλου σου παρά το όπλο σου. Γι’ αυτό και οι εφοδεύοντες, αν κάνουν σοβαρή έφοδο, πρέπει να ελέγχουν ένα-ένα τα λουκέτα με τα χέρια. Και φυσικά, αν σταμπάρουνε κανένα κρούσμα, πέφτουν καμπάνες.

  1. Υδραυλική αλλαγή

Πάλι από τον χώρο του στρατού. Είναι η αλλαγή σκοπών που γίνεται χωρίς δεκανέα αλλαγής, κατά παράβαση του κανονισμού, επειδή ο δεκανέας δεν ξυπνάει με τίποτα ή είναι πολύ παλιός για να τον πιάνουν «αυτές οι μαλακίες» ή και τα δύο. Οι σκοποί απλά πηγαίνουν μόνοι τους, ο καθένας στην σκοπιά που έχει υπηρεσία και αλλάζουν τους προηγούμενους, αντί, όπως προβλέπεται, να ξεκινήσουν όλοι μαζί τρενάκι με τον δεκανέα αλλαγής, να κάνουν κύκλο όλες τις σκοπιές αλλάζοντας έναν-έναν τους φαντάρους, ελέγχοντας τα όπλα κλπ κλπ. Λέγεται και αλλαγή με τηλεκοντρόλ.

  1. Υδραυλικές κινήσεις

Οι κινήσεις που γίνονται απόλυτα ομαλά και στρωτά, smoothly που λένε και οι Άγγλοι, όπως περίπου τα υδραυλικά έμβολα στην μηχανική. Χρησιμοποιείται πολύ για τις κινήσεις των παικτών μέσα στο γήπεδο, όταν παίζουν με καλή ροή, σβελτάδα και σωστή τεχνική, χωρίς νευρικότητα και λάθη. Βλ. και αυτό το λήμμα.

  1. - Τι είν’ αυτό; Υδραυλικό λουκέτο έχεις ρε ηλίθιε;
    - Σσσ, σκάσε ρε ψαρά που φωνάζεις! Τρεις μήνες τό ’χω, τώρα το πρόσεξες;
    - Καλά ρε γιωτά, ένα κλειδί παραπάνω σε πείραζε και διάλεξες του όπλου; Άντε πες στ' αρχίδια σου να σε βγάλουν στον τάκο για ανασφάλιστο όπλο, να σου το πάρει κανένας μες στη νύχτα δεν το σκέφτεσαι; Εδώ ο θαλαμοντόγκ κοιμάται με τα κλειδιά πεταμένα στο γραφείο...

  2. - Ξύπνα!
    - Μμμμ...
    - Ξύπνα, έχεις αλλαγή!
    - Χρρρμφφστμμμ...
    - Ξύπνα περιμένουν οι σκοποί!
    - Γαμήσου και ξεκόλλα πουστόνεο μη σηκωθώ...
    - Φύγετε παιδιά, υδραυλική αλλαγή να τελειώνουμε...

  3. Από εδώ:
    Μέσα στην περιοχή είναι πάρα πολύ επικίνδυνος. Στο πρώτο τέταρτο του αγώνα, ξεκινώντας από ελεγχόμενη θέση για οφσαϊντ δέχθηκε την μπάλα στην μεγάλη περιοχή και με τον αμυντικό στην πλάτη του κατάφερε με δυο υδραυλικές κινήσεις να έρθει σε πρόσωπο με τον τερματοφύλακα και με πλασέ αλλά Ριβάλντo, προσπάθησε να σκοράρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας αρκεστούμε σε τρεις ορισμούς:

  • Ποδοσφαιρικά, το σκορ μηδέν-μηδέν (παρ. 1,2)
  • Μπουρδελιστί, κωλαράκια που υπόκεινται σε πρωκτικό νταχτιρντί (παρ. 2)
  • Αυτοαναφορικά, αυτά που κερνάει ο μπαμπέσης μπαγαποντοδότης (παρ. 3)
  1. Δίκαια…κουλουράκια. Παρά τις προσπάθειες των δυο ομάδων, το 0-0 παρέμεινε έως το φινάλε του πρώτου μέρους και με λίγες φάσεις μπροστά στις δυο εστίες.
    (Φίλαθλος, εδώ)

  2. -κοντα στο ημιωρο προς το παρων κουλουρακια το σκορ αλλα κουλουρακια δεν γευτηκαμε χτες το βραδυ αν και αρκετοι οι πειρασμοι.
    (Μπουρδελιάρης φίλαθλος, εκεί)

  3. - βάζω διπλό μηδενικό στο λήμμα συσσλανγκιστή, το γνωστό ως «διπλοκούλουρο»
    (Σλάνγκος, παραπέρα)

βρείτε τα ρε modουλέοι! (από MXΣ, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που κινείται στα όρια του μπαμπαδισμού. Τα πιο τρέντυ συνώνυμα, που με επιτυχία λάνσαρε ο κυρ-Νίκος, τύπου τιτανοτεράστιος, τρισμέγιστος κλπ, αποδυνάμωσαν τον όρο «διεθνής».

Ο όρος «διεθνής» ξεπήδησε προφανώς από το ποδόσφαιρο, και αναφέρεται στο γεγονός ότι όλοι οι καλοί παίκτες αναγκαστικά αποτελούν και μέλη των εθνικών ομάδων, στις χώρες καταγωγής τους. Με αποτέλεσμα ο όρος «διεθνής» να ενέχει και την έννοια του άσου, του παιχταρά. Οπότε και εκτός ποδοσφαίρου, αποκαλούσαμε και αποκαλούμε «διεθνή» κάποιον που είναι αξιοθαύμαστος σε οποιονδήποτε τομέα.

  1. - Έλα, καταφθάνει και ο Μάκης
    - Ο διεθνής εραστής Μιχάλης Καραμήτρογλου, που δεν έχει αφήσει ποτέ στη ζωή του κάποιο ανικανοποίητο γυναικείο οργανισμό...

  2. - Καλώς τονα...
    - Σπέρα...
    - Ως διεθνής άσος, πάντα ολιγόλογος ο Τάκης μας!

(από Μάγιστρος, 16/06/10)φσιτ, φσοιτττ... πάλι έχασα το ρεβύθι γμτο! (από MXΣ, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified