Selected tags

Further tags

Σκωπτικά αυτός που έχει καβαλήσει το καλάμι, εκείνος που νομίζει ότι όλοι πρέπει να δουλεύουν γι αυτόν. Ακόμη, ο κανακάρης, ο βουτυρομπεμπές, ο μαμμόθρεφτος.

Τον όρο τον καθιέρωσε ο Αλέφαντος αναφερόμενος σε ποδοσφαιριστές που την έχουν δει φίρμες και παίρνουν τα μυαλά τους αέρα: «Μου ήρθαν εκεί σαν πριμαντόνες, αλλά τους έστρωσα δέκα ώρες προπόνηση κάθε μέρα, τους έφυγε το κλαπέτο».

Χρησιμοποιείται επίσης και στον στρατό από λοχίες, επιλοχίες και ανθύπες: «Κουνηθείτε ρε πριμαντόνες, γαμώ την Παναγία σας!»

  1. - Καλά, μπάλα παίζουν τώρα;
    - Τι περιμένεις; Αφού την έχουν δει πριμαντόνες.

  2. - Τι ώρα είναι ρε παιδιά, με πήρε ο ύπνος. Άργησα;
    - Καλώς την πριμαντόνα. Μπα, κανά δυο ωρίτσες...

Bianca Castafiore (από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.

Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.

  1. - Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.

  2. - Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.

  3. - Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!

(από panos1962, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».

Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.

Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».

  1. Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!

  2. - Έχει κανα ξύδι;
    - Μπα, ξερός είμαι.

  3. Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!

Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζονται τα χαρτάκια που εκτοξεύουν προς τον αγωνιστικό χώρο οι οπαδοί μιας ομάδας όταν οι παίκτες της βγαίνουν από τα αποδυτήρια στο γήπεδο, με σκοπό τη δημιουργία «ατμόσφαιρας».

Οι φίλαθλοι προσέρχονται με τα χαρτάκια αυτά στην τσέπη του μπουφάν τους, είτε, συνηθέστερα, τους μοιράζονται επί τόπου από οργανωμένους οπαδούς που τα φέρνουν μέσα σε νάυλον σακούλες σούπερ-μάρκετ.

Το σχήμα που έχουν τα χαρτάκια είναι τετράγωνο ή ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, διαστάσεων περί τα 10 εκ. η κάθε πλευρά. Πολλές φορές είναι και σταρβοκομμένα, μη υπακούοντας σε κανένα από τα κανονικά γεωμετρικά σχήματα.

Από πού προέρχεται η παοκάρα; Συνηθισμένη πρώτη ύλη για παοκάρα αποτελούν τα βιβλία του ΟΕΔΒ (Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων) αφού οι περισσότεροι οπαδοί ακολουθούν το μότο Όποιος Διαβάζει Είναι Βλάκας και περιμένουν διακαώς να ξεκινήσει το πρωτάθλημα για να μετατρέψουν σε παοκάρα τα σχολικά βιβλία της προηγούμενης χρονιάς. Άλλη πηγή παοκάρας, αποτελούν οι τηλεφωνικοί κατάλογοι και οι χρυσοί οδηγοί, εφημερίδες, περιοδικά, διαφημιστικά φυλλάδια και γενικά κάθε είδους έντυπο υλικό, μέχρι και τσόντες έχουν θεαθεί εν ίδει παοκάρας .

Για τη μετατροπή ενός χοντρού βιβλίου ή καταλόγου σε παοκάρα, επιστρατεύονται ψαλίδια, μαχαίρια, πριόνια ή και πιο σοφιστικέ όργανα, όπως αλυσοπρίονα και πριονοκορδέλες.

Η παοκάρα γνώρισε την τιμητική της στο Μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή, όπου τα γήπεδα ήταν κατάστρωτα με αστραφτερά, ασημένια χαρτάκια. Παοκάρα χρησιμοποιείται και επίσημα στην στέψη του νικητή της Γιουροβίζιον ή στην απονομή του τίτλου στον νικητή του Τζάμπιος Λίγκ αλλά τότε επαγγελματικά, σε συγκεκριμένη ποσότητα και σωστό τάιμινγκ με την υποβοήθηση και τεχνικών μέσων όπως ανεμιστήρες.

Αξίζει να σημειωθεί πως στον Ελληνικό χώρο, αν και τα χαρτάκια εμφανίζονται σε κάθε γήπεδο, και μάλιστα όχι μόνο ποδοσφαιρικό, επικράτησε η ονομασία παοκάρα λόγω της μεγάλης διάδοσης που έχει η χρήση των χαρτακιών αυτών στην Τούμπα.

Κοίτα στη φυσούνα: Βγαίνει η ομάδα! Γρήγορα, την παοκάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδική έκφραση των φιλάθλων του Π.Α.Ο.Κ. που έχει βγει και στον υπόλοιπο κόσμο.

  • Κατ’ αρχήν σημαίνει συσσωρευμένη και, προς το παρόν αδιέξοδη (ή ανίσχυρη), οργή. Είναι αυτό το σφίξιμο στα μηνίγγια, αυτός ο πονοκέφαλος που σε πιάνει από το κακό σου όταν φουρκίζεσαι, όταν με θρασύτητα σε θεωρούν θύμα και σε υποβάλουν σ’ ένα αργό διανοητικό βασανιστήριο. Όπως, άλλωστε, το να βλέπεις την ομάδα σου να παραπαίει ανάμεσα στην μετριότητά της και την (ντεμέκ μονίμως) σικέ διαιτησία, καταστάσεις από τις οποίες, εξάλλου, γεννήθηκε η έκφραση.
  • Δηλώνει όμως και την μεγάλη ένταση οποιουδήποτε «οπαδικού» συναισθήματος, ήτοι τυφλού και αυτόβουλου, αυτήν τη γκάβλα με την οποία δεν αφήνεις να παίξει κανένας πούστης.
  • Λέγεται και συμπληρωματικά με την χαιρετούρα, από μόνο μπλακ (pun intended) ατομάκια, σαν το «εδώ» αλλά καμία σχέση. Στο εδώ είσαι, τουλάχιστον, κάπου εδώ, στο τα μυαλά μας πονάνε είσαι μάλλον αλλού.

Η έκφραση είναι παγιωμένη σε αυτήν την πληθυντικιά μορφή. Θυμίζει λίγο τα παλιότερα οπαδικά ΠΑΟΚ και τα μυαλά στα κάγκελα, και τα μυαλά στο μπλέντερ κλπ, τα οποία βέβαια δεν είναι μόνο παοκτζήδικα.

Αν θέλουμε να το γιαλομιάσουμε το πράμα, η έκφραση αποδίδει, εν μέρει αλλά χαρακτηριστικά, τον σαλονικιώτικο συνδυασμό πάθους με την μπάλα και μόνιμης γκρίνιας και δυσαρέσκειας με οποιονδήποτε σχετίζεται με αυτήν, κυρίως βέβαια την παράγκα του αθηναϊκού κατεστημένου. Λέμε τώρα...

1α. - Πάλι ισοπαλίες με την Κωλοπετεινίτσα μέσα στην Τούμπα, πάλι στημένα πέναλντι, πάλι μαλακίες...
- Κοίτα, το πέναλντι...
- Ρε τι να μας πεις τώρα κι εσύ για τον ΠΑΟΚ, κωλοχαμουτζή, τα μυαλά μας πονάνε ρε!
- Λαμιώτης είμαι θείο...
- Το ίδιο κάνει!

1β. - Καλά, αφού βγάλαμε κέρδη γιατί δεν μοιράζουνε μπόνους;
- Έβγαλε ανακοίνωση ο πρόεδρος, είναι λέει η κρίση, να μην προκαλούμε και τέτοια ινδιάνικα.
- Ε ρε πίπες... Τα δικά τους τα μπόνους δεν τα κόψανε όμως!
- Λες ε;
- Μόνο λέω; Εδώ ο γενικός πήγε κι έκλεισε βίλα στη Μύκονο. Τα μυαλά μας πονάνε εδώ μέσα, μας δουλεύουνε αγρίως λέμετε...

  1. - Τι εικονίδια είναι αυτά ρε; Το αφήνω πισί και το βρίσκω εικονοστάσι;
    - Μεγάλε μην τρελαίνεσαι έτσι για δυο συντομεύσεις. Το πρόγραμμα του τζιπιές είναι και το Word δεν τρέχει τίποτα...
    - Τον υπολογιστή που έχει πάνω το λάινεϊτζ δεν τον πειράζει κανείς. Τα μυαλά μας πονάνε μ' αυτό το παιχνίδι, το καταλαβαίνεις;

  2. - Πού 'σαι ρε Μπάμπη, τι κάνεις;
    - Καλώς το καρντάσι, τα μυαλά μας πονάνε κολλητέ...
    - Εχμ, ναι. Σωστό κι αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια ομάδα υπερτερεί κατά κράτος της αντιπάλου της σε έναν αγώνα μπάσκετ και η διαφορά είναι τόσο μεγάλη που δεν παίζει ρόλο το ακριβές σκορ, λέμε ότι το αποτέλεσμα του αγώνα είναι πολλά με λίγα.

Η Ισπανία νίκησε τη Σερβία στον τελικό του Εurobasket 2009 πολλά με λίγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θεαματική βουτιά του τερματοφύλακα για να πιάσει την μπάλα. Η λέξη προέρχεται από τη γαλλική λέξη «plongeon», που σημαίνει και βουτιά (και βύθισμα). Καμιά φορά συναντιέται και ως μπλονζόν. Εκτός ποδοσφαίρου, η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια της βουτιάς.

-Και που λες, εκεί που καθόμουν στον καναπέ, κάνει ένα πλονζόν το Μαράκι, και έρχεται πάνω μου. Αυτό ήταν το πρώτο μας φιλί. Τη συνέχεια την ξέρεις....

Και ο τερματοφύλακας με ένα θεαματικό πλονζόν αρπάζει την μπάλα από τα πόδια του επιθετικού.

(από electron, 27/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικός ποδοσφαιρικός όρος, που υποδηλώνει το πολύ δυνατό σουτ, που μπορεί να τραυματίσει ή να σπάσει κανένα αμάξι άμα παίζεις στο δρόμο, ή να μετακινήσει τα δοκάρια. Γι' αυτό και απαγορεύεται δια ροπάλου στις μικρές ηλικίες.

Ρε μαλάκα, είπαμε όχι καραβολίδες! Τον πήρε η μπάλα στο στομάχι το Λευτεράκη και να δούμε τώρα τί θα πούμε στη φουκαριάρα τη μάνα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως χουλιγκανισμός αναφέρεται η ανάρμοστη και βίαιη συμπεριφορά οπαδών αθλητικών ομάδων που οδηγεί στη διατάραξη της τάξης.

Εκ του «hooliganism» που χρησιμοποιείται από το 1890 για να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά συμμοριών των δρόμων του Λονδίνου.

Να αρχίσει ο πόλεμος
να γίνετε χαμός πόσο μ' αρέσει ο χουλιγκανισμός
και ο μπάτσος να σε κυνηγάει σα τρελός
αυτό ρε μάγκα είναι αθλητισμός..
(Άσμα φιλάθλων)

Διεθνοποιήθηκε τον 20ο αιώνα ως σοβιετική ορολογία για τους αντιφρονούντες του καθεστώτος (khuligan).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων τους κοιλιακούς του καραγραμμωμένους, τόσο που θυμίζουν πλήκτρα πιάνου.

Μιλάμε θα μάσει πολύ ξύλο ο δικός σου. Άμα τον δεις τον άλλο, έβγαλε το μπλουζάκι και τρομάξαμε με τους κοιλιακούς του. Πιάνο, λέμε.
(κουβέντα πριν από αγώνα μποξ)

Ινσέψιο. (από Khan, 13/03/15)

βλ. και εξαπάκετο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified