Πρόκειται για αστεϊσμό που περιγράφει σαρκαστικά την δια χειρός επαναληπτική παλινδρόμηση επί φλεβοφόρας κρεατόβεργας με σκοπό την αυτοϊκανοποίηση (AKA μαλακία)...

Η φράση αυτή προέρχεται από την λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας επαναληπτική καραμπίνα, κοινώς χράπα χρούπα, και χρησιμοποιείται για την χιουμοριστική περιγραφή της ανδρικής αυτοϊκανοποίησης και ενίοτε για να καταδείξουμε ένα συγκεκριμένο άτομο που συνηθίζει να επιδίδεται σε αυτό το είδος της ψυχαγωγικής άθλησης!

- Τί έγινε Γιαννάρα χθες με το Τζενάκι, της έριξες κανά μανίκι;!
- Άσε με ρε μαλάκα με την ξενέρωτη, σπίτι την έβγαλα τελικά με Τζουλιάδα στο ντιβιντί... και χράπα της και χρούπα της!!!

Spas-12, 12 gauge pump-action shotgun. (από Tsatsaras the Pimp, 05/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ ἔμμηνος ρῦσις στὰ καλιαρντά.

Στὴν παραστατικότατη αὐτὴ λέξι ἀνακατεύεται παρετυμολογικῶς ὁ κο(υ)μμουνισμός, τὸ μουνὶ καὶ τὰ σκέλη! Πρβλ. καὶ ξενικὲς συσχετίσεις κομμουνισμοῦ καὶ ἐμμήνων στὶς ἐκφράσεις «the russians are coming» ἢ «the reds are here».

Ἄλλες λέξεις τοῦ λουμποταραφίου γιὰ τὰ ἔμμηνα εἶναι: Τὸ ἐπίσης παραστατικότατο μουνόπασχαμουτζόπασχα, προφανοῦς ἐτύμου, ρουζόσκελη ἢ ρουτζόσκελο (ἀπὸ τὸ γαλλικὸν rouge καὶ σκέλη, πρβλ. ἔκφρασι «she has the red flag») καὶ ἡ καραφροδιτόστασι (στάσι τῆς καραφροδίτης: παῦσι τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων τῆς πόρνης, λόγῳ τῶν ἐμμήνων).

Οἱ λέξεις αὐτὲς ἀναφέρονται ὑπὸ τῶν κιναίδων πάντοτε μὲ ἀηδία καὶ μόνο χαμηλοφώνως, σὲ κατ' ἰδίαν σχολιαστικὲς συζητήσεις. Δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ τοῦ συρμοῦ καὶ τοῦ δρόμου, οὔτε ἔχουν χρησιμοποιηθῆ ποτὲ γιὰ κράξιμο, διότι ἁπλῶς οἱ λέξεις αὐτὲς δὲν τοὺς ἀφοροῦν, ἢ ἄντε νὰ ἀφοροῦν κανένα μπινέ (βλ. σχόλιό μου ἐκεῖ).

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μπούτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα.

"Επισκεφτείτε την Σοβιετική Ένωση πριν σάς επισκεφτεί εκείνη" λέγαμε κάποτε... (από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά (και διεκπεραιωτικά, μπας και διαβάζει κανείς διαφορετικής κουλτούρας):

(Σαν επίθετο –ος –α -ο): Ό,τι τοποθετείται επάνω στον τάφο/ό,τι γίνεται στον τάφο κατά την ταφή/η εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται τη Μεγάλη Παρασκευή (αλλά και τμήμα της).

(Σαν ουσιαστικό): Το άμφιο με την εικόνα της κήδευσης του Χριστού/το ειδικό κουβούκλιο που κάργα ανθοστολισμένο φέρει αυτό το άμφιο κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και περιφέρεται αργά στους δρόμους των κατά τόπους εκκλησιαστικών ενοριών ακολουθούμενο από λιβανίζοντες ιερείς, νεαρές παρθένες που ψάλλουν και από πλήθος πιστών με αναμμένα κεράκια στα χέρια (αλλά και η ίδια η περιφορά).

Παίζουν σαν παρομοιώσεις:

1. Η έκφραση Πιο αργός κι από Επιτάφιο κι οι σχετικές τονίζουν το υπερβολικά αργό της κίνησης, δράσης κάποιου. βλ. σχ. του Khan, βλ. σχ. του electron, κι εδώ.

Συνώνυμα: πιο αργά από την καθυστέρηση, πιο αργός κι από ριπλέι βλ. σχ. του allivegp, πιο αργός κι απ' τον θάνατο.

2. Οι εκφράσεις Στολισμένη/Ντυμένη σαν Επιτάφιος τονίζουν το υπερβολικό (που αγγίζει το κιτς) της εμφάνισης (συνήθως) κάποιας βλ. πχ του Hodjas.

Σχετικά τα: Ντύθηκε ρεβεγιόν/Χόλυγουντ/ υπερπαραγωγή.

3. Οι εκφράσεις Μυρίζει Επιτάφιο» κι οι σχετικές (και σαν σφόλια) τονίζουν το υπερβολικά έντονο και βαρύ του αρώματος που φορά κάποιος.

Συνώνυμα: Μυρίζει/βρωμά θυμίαμα/λιβάνι/ πατσουλί.

4. Λέγεται απαξιωτικά για κτίρια, κατασκευές, οχήματα και ο,τιδήποτε μπορεί να στολιστεί/διακοσμηθεί και ειδικότερα να φωτιστεί, σημαίνοντας ότι ο διακοσμητής το παράχεσε.

Συνώνυμα: Το ‘κανε λατέρνα/χριστουγεννιάτικο δέντρο».

Πιο σλανγκικά σημαίνει:

5. Αυτόν που με τις αυθαίρετες ενέργειές του βάζει οριστικό τέλος (ταφόπλακα – επιτάφιο λίθο) στις ελπίδες κάποιου άλλου να πετύχει κάτι.

6. Κίναιδος συνοδευόμενος από ωραία και καλοντυμένα τεκνά, (sic απ’ τa Πετροπούλεια «Καλιαρντά»)

7. Κουστωδία του καθηγητή ή διευθυντή κλινικής με τους επιμελητές, βοηθούς και λοιπούς κομπάρσους που βγαίνουν μπουλουκοειδώς για ιατρική επίσκεψη, έτσι που να υποβάλλεται η εντύπωση φανταχτερής, μεγαλόπρεπης και υψηλής επιστήμης (sic από το Ν. Παπαγιάννη στa Πετροπούλεια «Καλιαρντά» αναφερόμενο σε ιατρικά σινάφια, σχολιάζοντας την ομοιότητα με το 6.).

Δεν αποκλείω καθόλου το να χρησιμοποιείται και σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις.

8. Οποιαδήποτε συγκέντρωση ατόμων σε πορεία (κυρίως διεκδικητική - συνδικαλιστική) που της λείπει ο αυθορμητισμός, ο αυτοσχέδιος παλμός κι η συνεπακόλουθη ζωντάνια. Με ειλικρινή κι άπειρη τρυφερότητα (έχοντας πλήρη συνείδηση, δέος και –γιατί όχι;- φόβο του τι επέρχεται σε όλους μας) σχολιάζονται έτσι οι πορείες συνταξιούχων.

Σε λοιπές περιπτώσεις αποτελεί απαξιωτικότατο χαρακτηρισμό και μομφή.

  1. (σημασία 1) «…ρε μάγκες, μπαίνω στο ίντερνετ αυτήν την στιγμή με το κινητό μου σαν μόντεμ, και το πρόγραμμα 1 ευρώ τη μέρα... βολεύει (οικονομικά τουλάχιστον) το προγραμματάκι…., γιατί πραγματικά είναι απεριόριστο, όμως, οι ταχύτητες ρε παιδιά... πολύ επιτάφιος...»

  2. (σημασία 1, επίσης) «…Τώρα πάντως, για να τα λέμε όλα, και αυτός Ζ… δεν έχει το Θεό του. Η ομάδα - απόντος του Γ… - παίζει χωρίς άκρα και αυτός θέλει λέει να του πάρουν βαρύ φορ και «δεκάρι». Να γίνει δηλαδή η ομάδα από αργή, επιτάφιος…»

  3. (σημασία 3) «…Θα προτιμήσω κάτι σε άοσμο BALM λόγω ευαίσθητης επιδερμίδας, αλλά και λόγω του ότι δεν θέλω η κολόνια μου να μπερδεύεται με το άρωμα του after shave και μετά να μυρίζω σαν επιτάφιος…»

  4. (σημασία 4) «…Έχει γεμίσει ledάκια παντού, και από κάτω από το αμάξωμα αυτές τις φωτεινές ράβδους μπλε και φουξ. Δεν σας λέω τίποτα. Επιτάφιος σκέτος. Ο περίγελος της πόλης...»

  5. (σημασία 5) «..Επιτάφιος ήταν ο χαρακτηρισμός που έδωσε στον Π… Κ… Ελλαδίτης καθηγητής διαιτησίας για την εμφάνιση που έκανε πρόσφατα διαιτητεύοντας παιχνίδι του ΠΑΟΚ στην Τούμπα…»

  6. (σημασία 5, επίσης) «…Όμως αυτή τη φορά ο Π… Κ… έγινε στην κυριολεξία ο Επιτάφιος της Σαλαμίνας, θάβοντας κάθε προσπάθεια της Βαρωσιώτικης ομάδας για διάκριση στη φετινή χρονιά…» (όλα απ' το δίχτυ)

  7. (για τις σημασίες 6 & 7) Βλ. μήδια (ό,τι πιο κοντινό βρήκα στο δίχτυ)

  8. (σημασία 8) «…Σε τι ωφελεί λοιπόν αυτός ο επιτάφιος; (αναφέρεται σε άριστα περιφρουρούμενη πορεία) Να θυμόμαστε πως ίσως κάποια μέρα έρθει η ανάσταση; Να τιμούμε το σώμα των εργατών που κρεμάστηκε με τα καρφιά του μνημονίου; Να κουβαλάμε για λίγο στο σταυρό όλοι μαζί όπως κάνουν σε κάποιες χώρες στη θρησκευτική ιεροτελεστία της σταύρωσης για να εκστασιαζόμαστε (μη πω καμιά άλλη λέξη) ένα τέταρτο και μετά πάλι τα κεφάλια μέσα;…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουτέστιν, είμαι πανευτυχής στα καλιαρντά.

Οι γνώμες διίστανται για την ερμηνεία του πλουτς.

  • Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι παραπέμπει ηχομιμητικά στο πλάτσα-πλούτσα του καρφοκωλιάσματος.
  • Λιγότερο πρωκτικά εγκρατείς μελετητές διακρίνουν αναφορά στην ηδονή ενός ξεγυρισμένου χεσίματος, όπου το πλουτς συμβολίζει την προσθαλάσσωση κουράδας.
  • Τέλος, ο Ηλίας Πετρόπουλος αποδίδει το πλουτς στον παφλασμό της θάλασσας για όποιον «αβέλει σε πελάγη ευτυχίας».

- Ο Πέρι μούστειλε καρτ-ποστάλ από το Κέντρο Εναλλακτικής Ιατρικής στο Γαμουσούκρο.
- Έλα βρε Λίλιαν, τι γυρεύει στην Ακτή Ελεφαντοστού η τσαγιέρα; - Κάνει υδροθεραπεία του παχέος εντέρου με τον Πιερ. Αλλά μάλλον μαθαίνει και την γλώσσα, γιατί μου γράφει κάτι ακαταλαβίστικα «αβέλω πλουτς» κιέτσ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε οτιδήποτε ως μια υπερθετικού βαθμού γαμάτη κατάσταση σχολιάζοντας από έναν καλό τραγουδιστή μέχρι ένα αυτοκίνητο.

  1. Ρε μαλάκα τι φωνή (τραγουδιστή), τα σπάει μιλάμε!

  2. - Τι λέει το εργαλείο (αμάξι); - Απλά τα σπάει!

  3. Τι γκομενάρα! Τα σπάει η τύπισσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ρωσική σαλάτα, εκ του φλόκια και μάλλον του ονόματος της τσαρικής οικογένειας των Рома́нов. Δηλώνει κατ' επέκταση κάθε κατάσταση που είναι υπερβολικά μπερδεμένη σαν ρωσική σαλάτα, που τα συστατικά της είναι ανακατεμένα, ή πιο κυριολεκτικά το μπάχαλο που προκύπτει από τα ματσαφλόκια.

ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ.
ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ.
ΠΙΑΣΑΜΕ ΠΑΡΛΑ ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ,ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΕ ΣΤΟ ΡΟΣΟΛΙΜΑΝΤΕ, ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ . ΤΙ ΣΕΡΜΕΛΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ ! ΕΙΔΑ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΪ. ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΕΣ Ο ΣΟΛΝΤΑ. ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΑΛΛΑ ΤΙ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ; ΕΓΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΠΗΡΑ ΧΟΡΧΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΥΛΗ ΜΟΥ, ΦΛΟΚΑΡΕ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΙΝΑΝ ΦΛΟΚΙΑ ΡΟΜΑΝΟΦ. (Αποκατέ).

(από σφυρίζων, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. ο αστείος (όχι όμως γελοίος) άνθρωπος. Η «περίπτωση», που λέμε
  2. έκφραση: «μού 'κανες την καρδιά περιβόλι» = με τρόμαξες, με λαχτάρισες.

Το περιβόλι (ο λαχανόκηπος ή ο ανθόκηπος) είναι τόπος πολύχρωμος και ευωδιαστός.

Τι σχέση έχει με τα ανωτέρω, δεν ξέρω.

  1. - Πλάκα δεν έχει ο Μίλτος;
    - Ου, μεγάλο περιβόλι είναι ο τύπος!

  2. Μπήκε στο σπίτι τόσο απότομα... είχα μισοκοιμηθεί... μού 'κανε την καρδιά περιβόλι!

Got a better definition? Add it!

Published

λουμπινιά, λουμπινιάρης

Λουμπινιά αποκαλείται η υπούλη και άνανδρη πράξη.

Όπως μας πληροφορεί ο αδικοχαμένος από το σάη Αἴας τῶν Ἀθηνῶν, η λουμπινιά σχετίζεται με την λουμπίνα αλλά μεταφορικά, χωρίς σεχσουαλικά υπο-νοούμενα. Όπως η πουστιά, ένα πράμα:

- Το φόρουμ esoterica δεν με ενδιαφέρει σαν θεματολογία και αποχωρώ. Δεν θα ξανασυμετάσχω και άμα δείτε το νίκ βριλ ή κάποιον που παριστάνει ότι είμαι εγώ, να ξέρετε ότι είναι λουμπινιά (εδώ)

- Ο Βενιζέλος άδειασε τον Παπακωνσταντίνου. Τι είναι αυτά, ρε; Έκανε τη λουμπινιά με την πασίγνωστη αυτή κωλοϊστορία της λίστας Λαγκάρντ ο πρώην υπουργός οικονομικών και ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τον έβγαλε στη σέντρα. Οπότε καθαρίσαμε. Τι είναι αυτά, ρε; (εκεί)

- Μια ερώτηση θα ήθελα να κάνω και να με συγχωρείτε για την παρέμβαση, το νόμισμα που έχει στα χέρια του ο Αυστραλός είναι το ίδιο που θα αγόραζε ο Σωτήρης από από τον Βασίλη. Ας δεχτούμε ότι ο Αυστραλός έχει κάνει την λουμπινιά, αυτό (το νόμισμα δηλαδή που θα αγόραζε ο Σωτήρης) πως βρέθηκε στα χέρια του Αυστραλού? (παραπέρα)

Ωσεκτουτού, λουμπινιάρης αποκαλείται όστις πράττει λουμπινιές:

- Και, ξέρεις δα τώρα εσύ γραμματισμένε ελληνιστά, η κατάληξις "-άρης" έχει ταιριαστά συνυποδηλούμενα: βρομιάρης, ψωριάρης, αρρωστιάρης, κλανιάρης, σκατιάρης, αρκουδιάρης, λουμπινιάρης. Φαίνεται ότι για κάποια απ' αυτά διώκεται ο Κάσιδος, γιατί και το ύφος του δείχνει σαν να έχει μόλις εκτονώσει κάποια σωματική ανάγκη, ελπίζω όχι επάνω του (εκεί)

- Ο κλαρινογαμπρόςε ίναι ύπουλος και τσάτσος. Δε φταίει όμως αυτός για την κατάντια του, απλά τυχαίνει να είναι λίγο παραπάνω λιγούρης και λουμπινιάρης από το μέσο πολίτη. Η επιθυμία του να κόψει τη μαλακία και να αρχίσει το σεξ είναι τόσο μεγάλη που τον κάνει να ξεπερνά τους ηθικούς φραγμούς του (εδώ)

- ΕΓΩ ΖΗΤΩ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΎ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ που δυστυχώς έχει αποδείξει ότι είναι: 1) υποτελής 2) Λουμπινιάρης 3) Κρυψίνους 4) Φοβισμένος 5)Άνθρωπος των υπόγειων διαδρομών 6) Ποτέ μπροστάρης, υπεύθυνος, ικανός να προβάλει την ταυτότητα του στην κοινωνία. Άνθρωπος φερέφωνο του κάθε τυχάρπαστου και αχεράνθρωπος του κάθε κουμανταδόρου, απόδειξη αυτού ότι κρύβεται χρόνια τώρα πίσω από ένα κόμμα, πίσω από κάποιους ανθρώπους (παραπέρα)

Συνώνυμα: μπιν(εδ)ιά, μπινεδιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχική σημασία του λήμματος φυσικά αναφέρεται στο κακόηχο κρωγμό του κόρακα ή άλλων μη ωδικών πτηνών.

Η σλανγκ ενσάρκωση αφορά το γιουχάισμα και την αποδοκιμασία.

Ο όρος συναντάται για πρώτη φορά στην ομοφυλόφιλη υποκουλτούρα, η οποία υιοθέτησε το ρήμα κράζω, αναφερόμενη στον συριστικό τόνο φωνής που χρησιμοποιούν οι κακές αδελφές όταν διαπληκτίζονται ή μαλλιοτραβιούνται. Ωσεκτουτού, καθιερώθηκε ο όρος κραγμένη ως συνώνυμο της εξόφθαλμα θηλυπρεπούς αδελφής.

Το 1981 κυκλοφόρησε το ταμπλόιντ «Το Κράξιμο», με προκλητικό σλόγκαν «κάθε εργασία με σκοπό το κέρδος είναι πορνεία» και εκδότρια την εκδιδόμενη τραβεστί Πάολα. Η έκδοση χρηματοδοτήθηκε από τις βίζιτες της εκδότριάς του και το «Κράξιμο» φιλοξένησε άρθρα πολλών ιερών τεράτων όπως των Κώστα Ταχτσή, Ανδρέα Βουτσινά, Σπεράντζα Βρανά, Μαλβίνα Κάραλη κ.α. μέχρι που κατέβασε τα ρολά το 1993.

Η λέξη κράξιμο σταδιακά διέβη το κατώφλι του mainstream και πλέον χρησιμοποιείται ευρύτατα χωρίς απαραιτήτως να παραπέμπει σε σεξουαλικές προτιμήσεις. Δίκαιοι στόχοι κραξίματος αποτελούν πλέον, μεταξύ άλλων, οι πολιτικοί, θρησκευτικοί και επιχειρηματικοί εκείνοι ηγέτες που προκαλούν το δημόσιο αίσθημα με την αλαζονεία τους.

1.
«...τα καλιαρντά της τηλεόρασης που σφυρηλατούν την καθημερινή λαλιά και το ήθος του αστικού πληθυσμού... οι στερεοτυπικές κωμωδιούλες του καναπέ και οι τηλεπαρλάτες, γραμμένες συνήθως από γκέι, βάζουν τις γυναίκες να κράζουν σαν κίναιδοι και εικονίζουν τους άντρες είτε σαν ξέσαλες είτε σαν αρσενικά ξόανα...» (Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

2.
«...μεγάλο κράξιμο που δέχτηκε ο πρώην υπουργός Βαγγέλης Μπασιάκος από τους νεοδημοκράτες κατά την ομιλία του κάπου στον Ορχομενό...» (από Blog)

3.
«Κράξιμο στα ΜΜΕ» (Τίτλος άρθρου, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ)

4.
«Συνεχίζεται και μεγαλώνει το κράξιμο στον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Αλέξανδρο Κοντό» (από Blog)

5.
«...Από το 3ο κιόλας τεύχος (αρχές 1983) αρχίζουν τα προβλήματα. Αρχίζουν οι διώξεις του περιοδικού και του εκδότη του »περί ασέμνων« (άσεμνο είχε θεωρηθεί ένα ερωτικό σκίτσο του Ζαν Κοκτό - »ποιος είναι αυτός ο... Κοκτός;«, είχε ρωτήσει τότε ο πρόεδρος, θυμάμαι), καθώς και για »εξύβριση της αρχής«. Τέσσερις μήνες φυλακή κι ένα μεγάλο χρηματικό πρόστιμο είχε επιδικαστεί τότε στην Πάολα, η φυλάκιση της οποίας τελικά αποφεύχθηκε χάρη στην άμεση κινητοποίηση των ομοφυλόφιλων οργανώσεων του εξωτερικού, καθώς και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων - η υπόθεση είχε απασχολήσει και τη Διεθνή Αμνηστία...» (από ιστιοσελίδα ) αφιερωμένη στο περιοδικό ΚΡΑΞΙΜΟ

Τεύχος του πάλαι ποτέ ΚΡΑΞΙΜΑΤΟΣ (από Vrastaman, 30/10/08)Bettino Craxi, το στιβαρό αγόρι (από Vrastaman, 04/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified