Further tags

Τουτέστιν, είμαι πανευτυχής στα καλιαρντά.

Οι γνώμες διίστανται για την ερμηνεία του πλουτς.

  • Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι παραπέμπει ηχομιμητικά στο πλάτσα-πλούτσα του καρφοκωλιάσματος.
  • Λιγότερο πρωκτικά εγκρατείς μελετητές διακρίνουν αναφορά στην ηδονή ενός ξεγυρισμένου χεσίματος, όπου το πλουτς συμβολίζει την προσθαλάσσωση κουράδας.
  • Τέλος, ο Ηλίας Πετρόπουλος αποδίδει το πλουτς στον παφλασμό της θάλασσας για όποιον «αβέλει σε πελάγη ευτυχίας».

- Ο Πέρι μούστειλε καρτ-ποστάλ από το Κέντρο Εναλλακτικής Ιατρικής στο Γαμουσούκρο.
- Έλα βρε Λίλιαν, τι γυρεύει στην Ακτή Ελεφαντοστού η τσαγιέρα; - Κάνει υδροθεραπεία του παχέος εντέρου με τον Πιερ. Αλλά μάλλον μαθαίνει και την γλώσσα, γιατί μου γράφει κάτι ακαταλαβίστικα «αβέλω πλουτς» κιέτσ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά η ψωροφαντασμένη.

Ο Πετρόπουλος το συσχετίζει με τη ρεμπέτικη λέξη αγαθολουλούδης.

Ντικ πως δικέλει ιμάντες η αγαθόκλα τσαρδόφατσα! Τζους μωρή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, η αδίκως διαθέτουσα αληθινό αιδοίο (άνευ εγχειρίσεως), δηλαδή η βεριτάμπλ γυναίκα. Είναι γνωστό ότι κατά τσι πούστηδοι, οι γυναίκες είναι σιχαμερά και ανάξια όντα και εν προκειμένω, ενώ διαθέτουν μουνί αληθές, δεν το αξιοποιούν, όπως θα μπορούσαν (τοι)ούτοι. Εκφράζει ευσεβή πόθο αποκτήσεως μουνιού και ζήλια-ψώρα προς τις γυναίκες.

- Που λές, δίκελλα χθές την Αντωνία μ' ενα λατσότεκνο μούρλια!

- Δικιά μας είναι;

- Έ, όχι δα. Και το κογιονάρει κιόλας το χρυσό μου, η αδικομούνα!

- Καλέ μη χειρότερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το στερητικό και το καγκουρή που στα καλιαρντά σημαίνει μύτη, είναι η ανέγγιχτη, η αμύριστη, και μεταφορικά η παρθένα (βλ. τα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου).

  1. Πάντως είναι γκόντα και μοιάζει και γατουλογαμούλης, παρά τα μούσκουλα και την κόντρα ξούρα στο στέρνι. Αχ, το καλύτερο τεκνό μας πήρε μέσα από τα χέρια.
    Παγκρολατσεφτρα. Αυτό ξαναπέστο. Τον τύλιξε η κουροβαλμένη, τον άβελε στη βράκα της η βιδομπλαντορούφα, που μας το έπαιζε και ακαγκούρωτη. Που είχαν βαρεθεί να τη βλέπουν στου Συγγρού με την ελκοαφρόδω της να έχει φτάσει ως τα μπούνια. (Αποκατέ).

  2. αντε μωρη ακαγκούρωτη που μιλάς κιόλας.... (Αποκατέ).

Αποκάλυψη της ετυμολογίας (από Khan, 06/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μετανάστης στα καλιαρντά. Προφανώς απο το αλλού και το τέρα.

Καλιαρντές που είναι οι αλλουτέρες! Όλο στο γυροδιακονιάρισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λικνιστός και θηλυπρεπής πούστης.

Η λέξη παραπέμπει στην κίνηση του γνωστού οργάνου υφαντικής και ανθολογείται από τον Ηλία Πετρόπουλο στο βιβλίο Καλιαρντά. Στο ίδιο πνεύμα, ο Πετρόπουλος καταγράφει και στον όρο ανεμόμυλος.

- Τελικά δεν μου' πες βρε Λίλιαν, πού και πότε γνώρισες τον Πέρι;
- Πριν από κάτι καλοκαίρια στην Μύκονο σε κάποιο ωραίο μπαράκι. Αν θυμάμαι λεγόταν Pierro's. Πού να φανταστώ τότε Λάουρα ότι θα μου προέκυπτε νεραϊδιάρης...
- Μα στο νησί των ανέμων ρε μαλάκα; Χελόου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο το συνδέει με το τουρκικό ασίκης.

  1. Με παίρνει που λες το γαργαρότεκνο που νταραβερίζομαι τελευταία στο τηλέφωνο προψές και μου λέει:
    -Μαρινάκι, λιακάδα έχει έξω πάμε για καφέ;
    -Να πάμε, του λέω γιατί είχαμε περάσει και καλά το προηγούμενο βράδυ με του λόγου του. Με νοείται!!!!
    -Που θες ομορφιά μου να πάμε για καφέ; τονε ρωτάω
    -Πεθύμισα Μοναστηράκι, μου λέει. Χαλάω εγώ χατήρι; Δε του χαλάω γιατί είναι και ασούξης παναθεμάτονε!!!
    Που να μην έσωνα που τούπα το ναι για το Μοναστηράκι. Γιατί εγώ είπα θα πάμε εκεί, ήσυχα θάναι, μια χαρά καφέ θα πιούμε. Μα τι στο διάολο; Πόσους ακόμα είχε πάρει τηλέφωνο να πάνε για καφέ στο Μοναστηράκι; Τρία μύρια κόσμος ήτανε εκεί. Τη θυμάσαι εκείνη τη πλατεία, πως τηνε λέγανε που είχαν μαζευτεί κάτι μύρια σκουρόχρωμοι ανθρώποι και διαδηλώνανε; Ταρχίρ τη λέγανε; Ταχρίρ τη λέγανε; Τέσπα κάπως έτσι τηνε λέγανε. Ε, εκεί πιο ήσυχα ήτανε!!! (Αποκατέ).

  2. Ο άλλος τύπος νευρίασε και ήταν έτοιμος να της ρίξει καμιά ταλιροκατάρα της σουφροπουρής τσατσάς αλλά σαν ασούξης σηκώθηκε κι έφυγε κι αυτός. (Απομπουρντελέ).

  3. Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο Colgate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… [...] Υστεροσκριβού: Τιποτα από αυτά που είναι γραμένα παραπάνω δεν είναι αλήθεια.
    Πάω τώρα γιατί έχω να ετοιμάσω αμπελομπομπίτσες. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παπάς, ο ιερέας στα καλιαρντά εκ των βακουλή (= Εκκλησία) και πουρός.

Το βακουλή χρησιμοποιείται σε πολλές λέξεις της καλιαρντής που σχετίζονται με την Εκκλησία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) αναφέρει ως πιθανή ετυμολογία την προέλευση από τα αβάς (abbé στα γαλλικά) και kule = πύργος στα τουρκικά.

Ο δεύτερος, σπούδασε μαθηματικός ο Μιχάλης, ήσυχο παιδί, μαζεμένο, του Θεού. Της προσευχής και της μετανοίας. Τα κατάφερε αυτός, διορίστηκε, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι, ασφαλίστηκε, έκανε και μια λατσή κρεμάλα με μια μούτζα με μπερντέ, τη νύφη μου, τη Γαρυφαλλιά. Η νύφη μου είναι ψυχικιάρα, του «Κυργιελέησον» κι αυτή και με συμπονά. Τα πάμε καλά, μου στέκεται στα δύσκολα. Στο τέλος έγινε παπάς το θεόπαιδο. Τρία αδέρφια, το καθένα κι άλλο μπαϊράκι. Ο πρώτος, καππακάππας, ο δεύτερος, βακουλοπουρός, ο τρίτος, καραλούγκρα. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για έναν επαρχιώτη που είναι χοντρός, οπότε κατά το συναμφότερον βλαχαδερού και ευχοντρίας δίνει την εικόνα ενός πολύ άξεστου ανθρώπου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) δίνει και το αρχοντοχωριάτης ως επεξήγηση, ενώ το ετυμολογεί από το ιταλικό carne (=κρέας) που χρησιμοποιείται συχνά στα καλιαρντά. Είναι δηλαδή ο βλάχος (με την ευρεία σημασία του χωριάτη, του επαρχιώτη) που έχει πολλά περιττά κιλά/ κρέατα πάνω του.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαρχιώτης gay (καλιαρντά).

- Ήρθε κι η βλαχοντάνα να μας φάει το γλυκάκι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified