Στα καλιαρντά η ψωροφαντασμένη.
Ο Πετρόπουλος το συσχετίζει με τη ρεμπέτικη λέξη αγαθολουλούδης.
Ντικ πως δικέλει ιμάντες η αγαθόκλα τσαρδόφατσα! Τζους μωρή!
Στα καλιαρντά η ψωροφαντασμένη.
Ο Πετρόπουλος το συσχετίζει με τη ρεμπέτικη λέξη αγαθολουλούδης.
Ντικ πως δικέλει ιμάντες η αγαθόκλα τσαρδόφατσα! Τζους μωρή!
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντιστί, οι μπάτσοι.
Ρουνότσαρδο: το αστυνομικό τμήμα.
Ρουνονταλίκα: το περιπολικό, ήτοι κωλάδικο, καρούμπαλο κλπ.
Προς οιονδήποτε καλιαρντομαθή: ετυμολογίες και παρετυμολογίες, ευπρόσδεκτες. Αναμένω στο ακουστικό μου.
- Κουραβελτουά η ρούνα, δίκελε μωρή...
(αξιογάμητο το μπατσάκι, για δες μωρή...)
Got a better definition? Add it!
Λόγω της ασαφούς, διττής σημασίας της, η μονοσύλλαβη αυτή λέξη αποβαίνει σε κρας τεστ που προδίδει την αλλοδαπή προέλευση υποψηφίων μπαργούμαν, ενώ η ορθή χρήση της αποτελεί την κορωνίδα της σωστής εκμάθησης των Ελληνικών από έναν αλλοδαπό.
Επί της ουσίας, προέρχεται από το αρχαίο επιφώνημα [βá] (μπά; το ξέρατε;) και δηλώνει έκπληξη, απορία.
Ωστόσο, κι εδώ το παιχνίδι σκληραίνει, το λήμμα χρησιμοποιείται ειρωνικά και ως αποφατικό μόριο.
Για να μη προσθέσω και μια τρίτη σημασία, όπου το λήμμα δεν σημαίνει τίποτε και απλά μπορεί να παραλειφθεί.
(ως επιφώνημα απορίας)
- Ρε μαλ, ο Λιακό έβγαλε νέο βιβλίο, «Τα μυστικά όπλα των Ανουνάκι», του Σάιμον Πούστερμαν
- Μπα; Μία εκπομπή έχασα κι ανέβασε καινούριο πακέτο;
(ως αποφατικό μόριο)
- Απόψε γαμάμε, έρχεσαι;
- Τί παίζει ρε μαλακομπούκωμα;
- Θα βγω μπλάιντ με δυο τύπισσες που έβγαλα χθες στο savourogamis.gr
- Kαι το όνομα αυτών;
- Δέσπω και Χάιδω
- Μπα, δώσε άκυρο. Μπαζοκατάσταση μου μυρίζει.
(ως τίποτε)
- Μπα που να σου τζάσει το παγκλό και να σουροματίσεις γούρλο.
Got a better definition? Add it!
Ο μάτσο και μπρουτάλ φαναρτζής- επισκευατζής- υπάλληλος γκαράζ στα καλιαρντά. Εκ του γκαράζ + τεκνό. Η χαρά του κάθε πισωγιομίδη που σέβεται τον εαυτό του, αλλά και κάθε γυνής με έφεση σε αρσενικά του τύπου Σάκης ο υδραυλικός.
...Και δικέλω από απέναντι ένα λατσό γκαραζότεκνο...
Got a better definition? Add it!
Το μυρμήγκι στα καλιαρντά. Δηλαδή το τσιγκούνικο ζουζούνι, που καβατζώνει φαί για τη φωλιά.
Η λέξη βγαινει απο τον Εβραίο τοκογλύφο Shylock στον Έμπορο της Βενετίας του Σέξπηρ.
Καγκελόκαρο το τσαρδί. Ούτε ζουζουνοσάιλοκ δεν βιζιτάρει αποκατέ!
Got a better definition? Add it!
Ο γκόμενoς, η γκόμενα.
Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.
-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται
-Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά, η αδίκως διαθέτουσα αληθινό αιδοίο (άνευ εγχειρίσεως), δηλαδή η βεριτάμπλ γυναίκα. Είναι γνωστό ότι κατά τσι πούστηδοι, οι γυναίκες είναι σιχαμερά και ανάξια όντα και εν προκειμένω, ενώ διαθέτουν μουνί αληθές, δεν το αξιοποιούν, όπως θα μπορούσαν (τοι)ούτοι. Εκφράζει ευσεβή πόθο αποκτήσεως μουνιού και ζήλια-ψώρα προς τις γυναίκες.
- Που λές, δίκελλα χθές την Αντωνία μ' ενα λατσότεκνο μούρλια!
- Δικιά μας είναι;
- Έ, όχι δα. Και το κογιονάρει κιόλας το χρυσό μου, η αδικομούνα!
- Καλέ μη χειρότερα!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Στην κυριολεξία, ο όρος αναφέρεται στον ναυτικό που δεν ταξιδεύει την παρούσα στιγμή. Είτε γιατί είναι στη σκάντζα του (δυο με τρεις μήνες διάλειμμα μετά από εφτά με οκτώ μήνες εν πλω, αν μπαρκάρει με την ίδια εταιρεία), είτε γιατί ξέμεινε από δουλειά και περιμένει διακαώς το κάλεσμα για μπάρκο, γιατί είναι και άφραγκος.
Η ετυμολογία της λέξης χάνεται μεταξύ ισπανικών (barco τρικάταρτο πλοίο), ιταλικών (λατινικό barca) και ελληνικών (βάρκα) όρων. Η λέξη, όπως πολλοί ναυτικοί όροι, πέρασε καθαρά ως slang και στους στεριανούς, και χρησιμοποιείται κατά κόρον για να περιγράψει ουκ ολίγες καταστάσεις. Ιδίως σε ναυτομάνες περιοχές.
Η χρήση του όρου ως σλανγκ έχει να κάνει με τα εξής χαρακτηριστικά των ναυτικών: α) την αίσθηση των ναυτικών ότι στη στεριά είναι έξω από τα νερά τους, β) την αναμονή για αναχώρηση (πάντα περιμένουν το επόμενο μπάρκο), γ)την μοναχικότητά τους, δ) τον προσωρινό παροπλισμό (οι ναυτικοί στη στεριά αισθάνονται άχρηστοι).
Οπότε ξέμπαρκος ή ξέμπαρκη ονομάζεται:
- Τσου ρε Λάκηηηηηηη! Πού την κονόμισες την τουριστριούλα ρε καζανόβα;
- Χθες στην παραλία. Ξέμπαρκη ήταν, και της έπιασα την πάρλα.
- Το 'χεις το λέγειν ρε μπαγασάκο.
- Χαμός χθες στο στέκι. Έπεσε πολύ ξύλο.
- Για λέγε, για λέγε...
- Μπαίνει ένας τύπος στου Μήτσου χθες, και αφότου κατέβασε πέντε μπύρες, άρχισε να βρίζει κάτι μαλλιάδες που κάθονταν παραδίπλα, να τους λέει κομμώτριες κ.λ.π. Ε, δεν θέλανε πολύ και τα παιδιά, τον στείλανε σηκωτό, αυτόν και έναν ξέμπαρκο που έσπευσε σε βοήθειά του.
- Ρε συ, χάλια ο Νίνης χθες.
- Τι περίμενες. Έναν χρόνο ξέμπαρκος ήτανε. Να μπει μέσα και με τη μία να βγάζει μάτια; Σιγά σιγά θα επανέλθει.
Τύπος κατεβάζει παράθυρο και απευθύνεται σε τραβέλι:
- Γιατί ξέμπαρκη, δεσποινίς;
- Γαμιόμασταν με τον καπετάνιο και το βουλιάξαμε το σαπιοκάραβο...
βλ. και ξεμεινεμένη
Got a better definition? Add it!