Selected tags

Further tags

Το πέος στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το δίνει αγνώστου ετύμου, αλλά σημειώνει ότι serm σημαίνει αιδώς στα τουρκικά. Βλ. και το λήμμα ντεσαποτέ σαρμέλα.

  1. ΜΑΓΚΕΣ ΜΟΥ ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΓΚΕΖΙ Ο ΔΕΣΠΟΤΑΣ ΘΑ ΜΑΘΕΙ ΤΙ ΕΣΤΙ ΣΑΡΜΕΛΙΑ.ΡΕ ΜΗΠΩΣ ΠΗΓΕ ΣΤΗ ΨΕΙΡΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΛΑΦΑΤΙΣΟΥΝ ΟΙ ΚΟΛΟΜΠΟΙ; (Αποκατέ).

  2. Η καμουφλαρισμένη υπόδειξη γυρίστε τους την πλάτη (δηλαδή εκθέστε τα οπίσθια σας στην πολιτική σαρμελιά δια της αποχής συνιστά την εκδούλευση του συνσυστήματος της αγωγής του πολίτη προς το σύστημα εξουσίας. Η αποχή από τις εκλογές είναι το ζητούμενο. Εξασφαλίζεται έτσι η εν λευκώ εξουσιοδότηση στο συνσύστημα εξουσίας) με την παθητική συναίνεση μας, αφού δεν θα καταψηφίσουμε αλλά θα απέχουμε. (Αποκατέ).

  3. Στο βάρος εκατό κιλά και στη διάθεση: λα λα! Λα λα, λαλα και τραλαλα δεν κάνει κούκου δεν σκιρτά η πεθαμένη σαρμελιά. (Αποκατέ).

  4. για τα τουλά τα κάνεις όλα για τα τουλά δε μ'αγαπάς μα θάρθει κάποτε η ώρα νάκα στη πούλη σαρμελιά. (Αποκατέ).

(από Khan, 05/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το σπέρμα στα καλιαρντά εκ των σαρμέλα (βλ. και εδώ) και ζουμί.

  1. Δεν άργησα να χύσω το σαρμελόζουμο και να χαλαρώσω,αυτή η κοπέλα εκτός ότι είναι πολύ ελκυστική με ήρεμα γερά «πατήματα» έχει ένα πολύ ωραίο στυλ αρχοντικό και σοβαρό που με απογειώνει. (Από μπουλκουμεδοτσαρδοσάιτ).

  2. θα πείς τίποτε ή γαργάρα (με το σαρμελόζουμο που σου έριξα) ;; (Αποκατέ).

  3. Συνφωνησαν οτι το ΣΑΡΜΕΛΟΖΟΥΜΟ κανει καλο και στης αμυγδαλες, μετα απο μια καλη γαργαρα !!! Σοβαρα πραματα. Ετσι λοιπον και μ'αυτον τον τροπο θα σωσουν και την Ελλαδα μας.... (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καύσωνας στα καλιαρντά εκ του τέμπο για τον καιρό, και του χορχόρα.

Μαρή Μαρίνα, δεν έρχεσαι λίγο να μου κάνεις παρέα γιατί αυτή η τεμποχορχόρα μου έχει βγάλει το λάδι αλλά έχω φτιάξει μια σουκροκαρύδα άλλο πράμα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προδίδω, ρουφιανεύω στα καλιαρντά από τον Ιούδα Ισκαριώτη.

Με γιουδάρανε και οι ρούνες με αβέλανε στην καλιαρντόπρεσα.

(από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αστυνομικός στα καλιαρντά (και όχι μόνο) εκ του γουρούνα.

Με τα ξεφωνητά και τις τσιρίδες μου αριβάρανε οι ρούνες και με αβέλανε στο ρουνάδικο.

(από Khan, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά η ψάθα εκ των ξερός και μπαξές (< τούρκικο bahçe).

Μαρή Μαρίνα, δεν έρχεσαι λίγο να μου κάνεις παρέα γιατί αυτή η τεμποχορχόρα μου έχει βγάλει το λάδι αλλά έχω φτιάξει μια σουκροκαρύδα άλλο πράμα. Επίσης αφίχθη η τρόικα σήμερα θα μας φάει το σπαλοζούμι. Σου έχω ετοιμάσει κι την ξερομπαξού για να μην κουράζεσαι. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μυστικός αστυνομικός στα καλιαρντά.

Πίσω απ' τις καρότσες το κάναμε ή κάτω από κάτι δέντρα. Δεν συχνάζανε τσόλια εκεί, σπάνια να περνούσε κανένα. Δεν είχε ούτε κουκουβάγιες. Κρατούσαν τσίλιες και κάτι κουλές αδερφές για τα συνθηματικά. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές στα καλιαρντά. Μάλλον λόγω του ότι εννοείται ο καφές που όλοι ονομάζουν «τουρκικό», ενώ εμείς τον λέμε ελληνικό (βλ. λίνκι για την πιθανή του προέλευση).

Άμα τελείωνε ο αγώνας στο γήπεδο και μετά, μερικοί φίλαθλοι πηγαίνανε για τουρκόσουπα ή πίνανε κάνα ουζάκι και περίμεναν να νυχτώσει. (Αποκατέ).

Diedwste! (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπιχλιμπίδι, το κρεματζόλι, το διακοσμητικό εξάρτημα στα καλιαρντά. Από το ιταλικό arlecchino.

Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω βαθιές ρουφηξιές ναρκωτικής ουσίας (τσιγαριλίκι, κρακ, κρίσταλ μεθ, κ.ταλ.) και φτιάχνομαι.

Χασισλάνγκ αβέβαιης ετυμολογίας με καταβολές από τα καλιαρντά.

1.
Ανάλω νταμίρα
η ντάνα η μοίρα
τα μπουτ μου αβέλει κουλά
Αβέλω μια φούμα
βινάρω την ντούμα
κι αρχίζω σερσέ για τουλά

  1. Βινάρω: καταπίνω, πίνω τον καπνό από το τσιγαριλίκι και τη βρίσκω, την ακούω πιο γρήγορα, το γνωστό που ακούγεται: Πίνω χασίς!
    (Λεξικό της Ντάγκλας, Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, εκδόσεις Opera, 1995)

(από Khan, 28/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified