Selected tags

Further tags

Κοινώς κοιμάται νωρίς όπως οι κότες και ξυπνάει όπως και οι κοκότες πολύ αργά. Με άλλα λόγια κοιμάται πολύ. Πιστεύει πως ο ύπνος τρέφει το παιδί (τι παιδί; Κάτι δεκάδων Μαΐων μαντραχαλάς) κι ο ήλιος το μοσχάρι. Ο τύπος αυτός δίνει πολλή μεγάλη σημασία στην ηχομόνωση του σπιτιού του και ειδικά του υπνοδωματίου του και δίνει μεγάλη σημασία στην επιλογή του κρεβατιού, του μαξιλαριού και των λοιπών συμπράγκαλων ώστε να έχει ένα μακρύ και ονειρεμένο ύπνο. Του τη σπάει η εργασία και δε γουστάρει να ξενυχτάει. Εξέλιξη για αυτόν είναι η επαύξηση των ωρών της ανάπαυσης.

- Πού είναι ο Τάκης; - Αναπαύεται.
- Μα θα με τρελάνεις; Έχω έρθει δέκα φορές σήμερα και ή αυτό θα ακούω, ή ότι φορτίζει τις μπαταρίες του θα ακούω. Τι συμβαίνει;
- Δεν του συμβαίνει τώρα. Είναι μόνιμη η κατάστασή του. Γεννήθηκε κουρασμένος. Γι' αυτό κοιμάται με τις κότες και ξυπνάει με τις κοκότες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο στήθος στα καλιαρντά.

Ίσα μωρή λούγκρα, που μου έσκασες μύτη στο κλαμπ με καρφωτό κατσικανό και κουραδοκόφτη....

Ίσα μωρή λούγκρα, που μου έσκασες μύτη στο κλαμπ με καρφωτό κατchικανό και κουραδοκόφτη.... (από BuBis, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Οτιδήποτε έχει καταστεί της μοδός, συχνά σε εκνευριστικό βαθμό.

Η έκφραση αρχικά αφορούσε στην haute couture, φοριέται όμως πλέον παντού.

«Το διαζύγιο φοριέται πολύ στις ανεπτυγμένες κοινωνίες»
(από blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, ή τίποτα στα λουμπινίστικα.

- Αβέλεις τούφες;
- Νάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χασίς στα καλιαρντά (συνώνυμο: χορτομπίγα) και είναι από το ταυτόσημο μάγκικο νταμίρα ή ταλμίρα.

Επίσης νταμιραντάμης: αδελφικός φίλος (βλάμης), από το νταμίρα και αντάμης (από το τούρκικο adam: άντρας ευγενής, γενναίος, σέρτικος).

Tυπικό παράδειγμα ειναι ο ρεμπέτικος (κομμένος) στίχος από το «μία είναι η ουσία» (νομίζω)

«Άντε να φουμάρω τη νταμίρα και ας μην δω στον κόσμο μοίρα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουνούπι, στα καλιαρντά.

Ετυμολογία: βίδα, μπλάντι (= αίμα) και ρουφώ.

- Νάκα αβέλουμε τούφες και να αφήνουμε τις βιδομπλαντορούφες να μας πίνουνε το μπλάντι (= Δεν κοιμόμαστε για να αφήσουμε τα κουνούπια να μας πίνουν το αίμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά το κουλάρω σημαίνει αφοδεύω, καθώς προέρχεται από τη λέξη κουλό (= σκατό).

Κουλάρω την ισάντες πρεζάντα. (= χέζω την παρουσία σου, αδιαφορώ για σένα, σε έχω χεσμένο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπω (στα καλιαρντά). Συνώνυμα είναι τα κουέλω και κέλω.

Επίσης:

δικελτό, το = μάτι
δικελτού, η = ματιά
ντικ! = χρησιμοποιείται ως προστακτική του δικέλω (= κοίτα!)

- ... και μου αβέλει μια κουραβέλτα... Δίκελα το Γκοντότεκνο σολντό!
(= ...και μου έριξε ένα γαμήσι... Είδα τον Χριστό φαντάρο!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified