Η λέξη μούτι είναι αρβανίτικη και σημαίνει σκατά (κακά εις την παιδική).
Τα έκανες μούτι ή, όπως έλεγε ένας θείος μου, θα φας μούτι.
Η λέξη μούτι είναι αρβανίτικη και σημαίνει σκατά (κακά εις την παιδική).
Τα έκανες μούτι ή, όπως έλεγε ένας θείος μου, θα φας μούτι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μακριά, χοντρή και κυλινδρικής διατομής κουράδα, από την ομοιότητά της με το λουκάνικο (χωριάτικο, κατά προτίμηση). Παράγεται συνήθως λόγω παρατεταμένης κατανάλωσης κρεατικών. Σφηνώνει άσκημα στη λεκάνη, και άντε ύστερα να βρεις ποπέρα να την ξεβουλώσεις...
Σύνθετο: λουκανοπαραγωγός.
- Βρήκα μια λουκάνα σαν υπερωκεάνιο μες στη λεκάνη!
- Θα έχεσε πάλι ο Βασίλης...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μομφή-πρόγκημα για πράξη παρελθοντική που δεν μας αγγίζει μπλιώ (πλέον). Συνώνυμο: «μη μαστιγώνεις ψόφια άλογα».
- Η γυναίκα σου, με το πρόσχημα ότι δουλεύει σε μπορντέλο, πουλάει λαθραία τσιγάρα!!
- Χέσ'κα, χωρίσαμε δεκαετία και βάλε, τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε.
Got a better definition? Add it!
Η κακαράντζα, το μικρό, σφαιρικό, κυβικό ή πολύεδρο κόπρανο συμπαγούς υφής (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).
- Έχεσες τίποτες ωρέ Παντελή;
- Τι να χέσω; Μόνο κάτι βερβελιές έβγαλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τουαλέτα. Υπονοεί χέσιμο, αλλά με την κυριολεκτική έννοια.
- Να σου πω ρε κάτι.
- Άσε, με πετυχαίνεις σε άσχημη στιγμή, πάω στο μέρος και μου λες μετά.
- Εφημερίδα θες;
- Ελπίζω να τελειώσω γρήγορα.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Ο Σκατάς υπήρξε μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στο Πειραιά για πολλά χρόνια.
Απέκτησε το παρατσούκλι αυτό από μια πολύμορφη βρωμερή μάζα που είχε στο κεφάλι του, ανακατεμένη με τα μαλλιά του (99% σκατά), καθιστώντας την παρουσία του στο κοινό ανυπόφορη.
Αποδίδεται σε αυτούς που έχουν μαλώσει με το σαπούνι και δεν πλένονται.
- Καλώς τον Νίκο. Τι λεέι ρε, τα νέα σου...
- Ασ' τα ρε, βγήκα χθες με τον Αλέξη, τον θυμάσαι από το γυμνάσιο;
- Ποιον ρε, αυτόν που είχε το μαλλί του Σκατά; χαχα!
- Ναι ρε αυτόν! Σου λέω δεν άλλαξε τίποτα, δεν έβαλε μυαλό, βρωμάει ο μαλάκας σαν ασβός και δε λέει να πλυθεί τόσα χρόνια.
- Ρόμπα ξεκούμπωτη...
Got a better definition? Add it!
Εκ του ρήματος «βουτάω» που σημαίνει πέφτω από ένα επίπεδο σε άλλο χαμηλότερο και βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο. Ωσεκτουτού η λέξη «βούτα» έχει τις εξής σημασίες:
Η παπάρα. Όταν δηλαδή βουτάμε ψωμιά μέσα σε σάλτσες, σαλάτες και ροφήματα.
Περιοχή - τμήμα της οδού Βουλιαγμένης όπου τις δύο κυρίως προηγούμενες δεκαετίες διεξάγονταν καγκουρ(γ)ιές, κόντρες, πραπρά και κυνηγητό με τους τροχαίους.
Περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης, αγνώστου αιτιολογίας σε μένα περί του τρόπου απόκτησης του συγκεκριμένου ονόματος (ας βοηθήσει κάποιος σύντεκνος).
Περιστέρι υβριδικής προέλευσης από το Colombin (Columba Oenas), κάποια ντόπια περιστέρια της Θεσσαλίας, κάποια περιστέρια από την Ανατολή, που είχαν μεταφέρει στον Ελλαδικό χώρο οι Τούρκοι κατά τον μεσαίωνα, όπως και ράτσες της Ουκρανίας όπως το Rustand. Βούτες υπάρχουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο σήμερα, χάρη στους Έλληνες μετανάστες λάτρεις της ράτσας (όπως λέει και η Βίκυ). Το πουλί αυτό ανεβαίνει πολύ ψηλά και στη συνέχεια, με εντολή του αφέντη-περιστερά, κάνει βουτιά με τεράστια ταχύτητα φρενάροντας ελάχιστα μέτρα πριν την προσταράτσωσή του. Το είδος έχει πολλούς φανατικούς φίλους στις τάξεις των περιστεράδων.
Το δοχείο νυκτός στην φυλακή, στο παρελθόν στην Ευρώπη, δυστυχώς όμως σε τριτοκοσμικές χώρες υπάρχει μέχρι και σήμερα μαζί με όλο το υπόλοιπο κόνσεπτ. Τη βούτα αυτή την άδειαζαν οι νέοι κρατούμενοι στις ποινικές φυλακές, ενώ στις πολιτικές την άδειαζαν με τη σειρά.
Βούτα σε κρεοπωλείο: ψυγείοκαταψύκτης ομοιάζων με μπανιέρα, με γυάλινη επιφάνεια στην οριζόντια συρόμενη πόρτα του.
Βούτα σε βουλκανιζατέρ: λεκανοειδές περιστροφικό μηχάνημα που επισκευάζει στραβωμένα ζαντικά.
Βούτα σε επιμεταλλωτήριο: μπανιεροειδής δεξαμενή γαλβανισμού ή επιχρύσωσης-επαργύρωσης μεταλλικών αντικειμένων με την μέθοδο της ηλεκτρόλυσης.
Βούτα μηχανουργείου: μεταλλική δεξαμενή στην οποία μπαίνουν κυρίως μοτόρια για καθαρισμό με καθαριστικά υγρά, κυρίως για απολάδωση.
Βούτα σε αργυροχρυσοχοείο: πλαστική δεξαμενή γεμάτη με αραιωμένο θειικό οξύ για καθαρισμό των κοσμημάτων αφού αυτά περάσουν από την φωτιά.
Άσε τις βούτες κι έχεις γίνει σα μοσχάρα. Μετά σου φταίει ο θυρεοειδής σου!
Πάμε Βούτα να δοκιμάσω ρε το νίτρομπούκαλο; Έτοιμο το 'χω.
...
Συνομιλια από φόρουμ petbirds.gr:
Διαστάυρωση βούτας με ταχυδρομικό:«λένε ότι δεν βουτάνε όπως οι βούτες και «κολλάνε», αλλά έχουν μυαλό«. Σκέφτομαι να κάνω διασταύρωση και μετά να τα ξαναδιασταυρώσω με βούτα και με επιλογή να διαλέξω αυτά που συμπεριφέρονται σαν βούτα αλλα έχουν το ένστικτο του ταχυδρόμου...»
Έλα μικρέ, βούτα τη βούτα κι αμόλα να την αδειάσεις...
Αυτό είναι το νέας Ζηλανδίας μανδάμ, ολόφρεσκο. Το βάλαμε στη βούτα λίγο να δροσιστεί.
7, 8, 9 και 10.
- Μάστορα, έτοιμο το εργαλείο;
- Συγνώμη ρε Νιόνιο, αλλά κάτσανε στραβές. Το'χω ακόμα στη βούτα.
Got a better definition? Add it!
Τα κόπρανα του αιθέριου και μυθικού όντος της νεράιδας, σπάνια μεν, αλλά ανάλογα δε με τον κατά τόπο πληθυσμό των, χαρακτηριστικό εχόντων την φοβερή μεταστροφή της διαθέσεως του ακουσίως πατήσαντος αυτά. Ως γνωστόν η επαφή και θέα της νεράιδος προκαλεί πληθώρα έντονων και παράλογων εκδηλώσεων στους ανυποψίαστους κοινούς θνητούς («του κόπηκε η μιλιά», «του πήρε τα μυαλά» και άλλα πολλά). Δεν θα μπορούσε να μην συμβαίνει το ίδιο με τα περιττώματά της, τα οποία -μην παύοντας να είναι σκατά- έχουν έναν λόγο παραπάνω να προκαλούν αφόρητο εκνευρισμό.
- Ξέρεις, δεν θα ρθω τελικά. Δεν γουστάρω να δω κανέναν.
- Καλά τι έπαθες; Εσύ δεν μου λεγες το μεσημέρι καλή φάση να βρεθούμε όλοι μαζί...; Νεραϊδόσκατα πάτησες;
Got a better definition? Add it!
Όταν βλέπουμε ότι «όλοι» κάνουν κάτι το οποίο, κατά την δική μας λογική ή ένστικτο, είναι από ψιλοχοντρομαλακία έως απόλυτη καταστροφή, ή το οποίο δεν μας αφορά καθόλου και οι Άλλοι το κάνουν για άλλους λόγους... αλλά έχουμε κριτήριο μηδέν -και αυτοπεποίθηση ή θάρρος υπό το μηδέν, οπότε βασιζόμαστε στις επιταγές του συνόλου ώστε να βγάλουμε τον εαυτό μας από το δίλημμα το οποίο, αν δεν το απαντήσουμε σύμφωνα με το σύνολο, θα μας στείλει έξω από το μαντρί και μάλλον θα μας φαν οι λύκοι. Γιατί έξω από τη μάζα κάνει κρύο.
- Πού να πάω για Πρωτοχρονιά, στο Περτούλι, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ελβετία ή στο Καϊμακτσαλάν;
- Έλα ρε μαλάκα, και συ Βρούτος, και συ με τον μπουχό;
- Μα είναι πολύ της μοδός τελευταία.
- Ζγα ρε! Χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος; Θα σιχτιρίσεις από την ταλαιπωρία και θα σου φύγουν ένα κάρο λεφτά! Πήγαινε στην Ίφκινθο καλύτερα, είναι ωραία τον χειμώνα.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!