Παρ' ότι η μετοχή είναι παθητική, η λέξις δηλώνει άτομο που έχει ψάξει, και όχι άτομο το οποίο έχουν ψάξει, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Προέρχεται από την ρηματική μορφή της φράσης «την έχει ψάξει» ή πιο απλά «τό 'χει ψάξει το ζήτημα», ή «την ψάχνει με τη γυμναστική». Μοιραία, το υπόλοιπον του πληθυσμού ζηλεύει γιατί δεν μπορεί να το κάνει και όταν προσπαθεί διατρέχει τον κίνδυνο να μείνει με τ' αρχίδια στα μάτια.

Ψαγμένος, λοιπόν, είναι αυτός που ξέρει τα σωστά μέρη, τις σωστές μουσικές, το σωστό φαγητό, τις σωστές ταινίες, βιβλία, από τέχνες, κάτι απ' όλ' αυτά ή και όλα μαζί σε ένα πολύ κομψό και πρακτικό βαλιντζάκι. Δεν πίνει ξίδια, πίνει καλά ποτά. Δεν σαβουριάζει, τρώει καλό φαγητό. Αν του πεις ουγκχ δεν θα καταλάβει την αναφορά στον καλλιτέχνη, αλλά ξέρει την ταινία Изгнание και τον σκηνοθέτη της με τα ονόματά τους (πόσο ωραία τα λέω για τον εαυτό μου). Αγνοεί τον Εντικά, αλλά θα σου μιλάει ώρες για τον Πικάσο. Είχε περάσει περίοδο κατά την οποία θεωρούσε τον Κολτρέην ξεπερασμένο και άκουγε σχήματα τύπου Kilimanjaro Darkjazz Ensemble, αλλά όταν τον ξαναβρήκε ανακάλυψε νέο βάθος στο ωμό, αλλά συναισθηματικό του παίξιμο.
Τα στανταράκια τον αφήνουν αδιάφορο, όταν αυτός τα μάθαινε εμείς οι υπόλοιποι ανακαλύπταμε το βυζί της μάνας μας, αλλά ο σωστός ψαγμένος σκορπίζει απλόχερα την γνώση που με κόπο κατάκτησε και για τούτο έχει το σέβας των ερασιτεχνών (με την έννοια του ετύμου της λέξης) και όχι τον φθόνο ή το «ξεσκότα μας το μπούτσο μωρή ψωνάρα». Κατ' αυτήν την έννοια διακρίνεται ο ψαγμένος από τον σεβαστό αθλητή του νέημ ντρόπινγκ και της ημιμάθειας (βλ. σχόλια εδώ), όπου δεν παρατηρείται αγάπη προς κάποιο αντικείμενο, αλλά εργαλειοποίηση της γνώσης και της πληροφορίας.

Καθείς είναι ψαγμένος στο αντικείμενό του, μπορεί εύκολα κάποιος να είναι συνολικά ξυλοκόπος, αλλά οι γνώσεις του σε ένα πεδίο να αγγίζουν την τελειότητα και το βάθος το απύθμενο στην διείσδυση και την κατανόηση, αλλά και την συνολική αντίληψη του αντικειμένου.

Αφιέρωσις: κχαν, που του τό 'κλεψα σχεδόν.

- Πολύ ψαγμένος ο Τάκης με τη μουσική, ε;
- Ποιος ρε, ο πρωτοδισκάκιας; Έναν πούτσο είναι, μην ψαρώνεις. Αν μιλήσεις μισή ώρα μαζί του, θα αρχίσει να ξεφουρνίζει τις μαλακίες τη μία πίσω απ' την άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τσακιτζής (Τσακίρτζαλη Μεχμέτ Εφέ) ήταν η τουρκική εκδοχή των δικών μας Κλεφτών και Αρματωλών, που έδρασε στην Ανατολία κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Η δράση του εναντίον της οθωμανικής εξουσίας και των πλουσίων τον ανέδειξαν σε θρυλικό λαϊκό ήρωα. Τον αποκάλεσαν «ιππότη της ανατολής» και η φήμη του διαδόθηκε σ' Ανατολή και Δύση. Η ζωή του και η δράση του έλαβαν διαστάσεις μύθου και έδωσαν υλικό για τη λαϊκή μυθολογία, το θέατρο και τον κινηματογράφο, τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας.

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνότατα σε ρεμπέτικα τραγούδια, γνωστό δε είναι και το άσμα της μοναδικής Ρόζας (Εσκενάζη). Ως ουσιαστικό η λέξη περιγράφει τον δυνατό και ντόμπρο άνδρα, τον μάγκα που τυγχάνει αποδοχής από όλους. Με άλλα λόγια, του επαναστάτη που δεν φοβάται τις συγκρούσεις.

  1. Άσμα Στράτου Διονυσίου:

Αν θα μ' αρνηθείς
Αν θα μ' αρνηθείς
Να ξέρεις πως θα γίνω Για σένα τσακιτζής
Θα γίνω θα γίνω
Για σένα τσακιτζής

Με τα χρυσά μου άρματα
Θα σκίσω την καρδιά σου
Θα κάψω το χαρέμι σου
Και τον ψευτοπασά σου

Πρέπει να το ξέρεις πως κυρά θα το πληρώσεις
Αν τύχει τα χείλη σου Σε άλλονε να δώσεις

Θα γίνω θα γίνω
Για σένα τσακιτζής
Αν θα μ' αρνηθείς
Να ξέρεις πως θα γίνω Για σένα τσακιτζής

Σε ξένα χέρια κούκλα μου
Ποτέ μου δεν σ' αφήνω
Εγώ για την αγάπη σου
Και τσακιτζής θα γίνω
Ξέρω πως σου τάξανε χρυσάφια και παλάτια
Κι αμέσως θαμπώσανε Τα όμορφά σου μάτια

Η Αμερικάνικη εκδοχή (από Vrastaman, 08/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχάριστα στρουμπουλή γυναίκα. Κάτι σαν ζουμπουρλούδικο αλλά στο πιο καλοθρεμμένο.

Επίσης, παλιό ρεμπέτικο σουξέ της Ιωάννας Γεωργακοπούλου. Επίσης, ρεμπετοταβέρνα στη Θεσσαλονίκη.

Σου σφυρίζω γλυκά σαν τ' αηδονάκι
με πόνο και μεράκι αχ μέσα απ' την καρδιά
σου σφυρίζω γλυκιά μου Τομπουρλίκα
σαν τη δική σου γλύκα δεν έχει άλλη καμιά

(το ρεφρέν από την Τομπουρλίκα, Στίχοι-Μουσική: Π. Τούντας)

Σκηνικό Τομπουρλίκας (από vikar, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Η ρήση βασίζεται στο ομώνυμο μιούζικαλ (La cage aux folles) του Χάρβει Φερστίν.

Ένας χώρος όπου τα μέλη του το παίζουν, δείχνουν ή παρουσιάζονται ως τρελοί και εκκεντρικοί. Ένας τέτοιος προσδιορισμός, θα μπορούσε να δοθεί σε μια οικογένεια, σε μια παρέα, σε ένα τμήμα μιας εταιρείας, σε μια εταιρεία, σε μια τοπική κοινωνία και γενικότερα σε οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο ανθρώπων λειτουργεί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαφορετική κουλτούρα και νοοτροπία, από την κουλτούρα των ατόμων του περιβάλλοντα χώρου. Τα άτομα ζουν απομονωμένοι από τις επιδράσεις των άλλων, στον κόσμο τους, με τους δικούς τους κώδικες και τους δικούς τους κανόνες με αποτέλεσμα να προσδίδεται στο χώρο τους μια διακριτότητα. Γι' αυτό οι άλλοι αντιλαμβανόμενοι αυτή τη διακριτότητα, θεωρούν το συγκεκριμένο χώρο ως κλουβί και τους «αυτοεγκλωβισμένους», ως τρελούς.

- Όλα τα άτομα στο λογιστήριο, είναι πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο. Ένα μάτσο ανισόρροποι, που κανείς δεν έχει καλή γνώμη για αυτούς. Αυτοί όμως δένουν αρμονικά μεταξύ τους.
- Έχει να κάνει με τη φύση της δουλειάς τους;
- Όχι. Μιλάω για το χαρακτήρα τους. Είμαστε χρόνια συνάδελφοι και τους έχουμε γνωρίσει προσωπικά.
- Πώς το εξηγείς;
- Απλά, ο διευθυντής του τμήματος που είναι κι αυτός κάπως έτσι και χειρότερα, έχει κάνει τις προσλήψεις. Οπότε καταλαβαίνεις... Όμοιος ομοίω και κοπριά στα λάχανα.
- Εμ...άμα δεν ταιριάζανε δεν θα συμπεθεριάζανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές σημασίες του σλανγκενεργού εντόμου:

  1. Κλασικότατα, ως συμπεριφορά είναι ο τεμπέλης, και κυρίως αυτός που ασχολείται με τέχνες και διασκεδάσεις αντί να δουλεύει, ο άεργος. Βλ. και αρχαίο μύθο με το τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ενδιαφέρουσα και η έκφραση «τζιτζίκι του χειμώνα», αυτός που επιμένει να σχολάζει και τον χειμώνα, λ.χ. δες.

  2. Στην στρατοσλάνγκ είναι:
    α. Ο στρατιώτης του πεζικού, ο τζίτζικας. Λέγεται και τζιτζικάριος, κατά το πεζικάριος. Για να τους θίξουν λένε και την κραυγή «αντρίκια αντρίκια και όχι σα τζιτζίκια».
    β. Ο φαντάρος των διαβιβάσεων, λόγω των κεραιών των ασυρμάτων με τους οποίους είναι φορτωμένος (Πάτσης).
    γ. Γενικά, κάποιος σε βυσματική θέση που δεν δουλεύει ούτε χώνεται.

  3. Στην μουσοσλάνγκ είναι:
    α. Το ακουστικό αποτέλεσμα από το ξύσιμο. Ξύσιμο, όπως το ορίζει ο σύσσλανγκος Mr Cadmus είναι «μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του».
    β. Κλασικότατα, μεταφορά για τον τραγουδιστή εν γένει.

Πρβλ. και τις εκφράσεις εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί, σκάει ο τζίτζικας.

Πλέον ονομάζεται 542 ΤΠ και είναι μονάδα τζιτζικιών. (Εδώ).

Μια σειρα μου μου ειχε πει: Στον πολεμο ειμαστε ολοι 30 δραχμες. Βατραχος η τζιτζικι, φανταρος ή στρατηγος, η σφαιρα που θα σε βρει κανει 30 δραχμες. (Εδώ).

Suicidal black metal με ωραιο τζιτζικι στις κιθαρες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λίγο παλαβός, αυτός που χάνει στροφές, ο πυροβολημένος. Ο όρος προέρχεται μάλλον από τη μουσική τζαζ, που οι παλαιότεροι (όσοι την είχαν ακουστά, δηλαδή) θεωρούσαν ως μουσική για τρελλά νιάτα και γενικά για πυροβολημένους.

Ρήμα: τζαζεύω, τζάζεψα.

Ο Δήμος, ρε; Αυτός είναι τζαζεμένος, τι την ψάχνεις μαζί του;

Βλέπε και τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος πασπαρτού, οτιδήποτε έχει να κάνει με το εκλεκτότερο είδος ποιοτικής ελληνικής μουσικής των τελευταίων δεκαετιών.

Κλασσικότατο και κακώς έλειπε!

  1. Εντάξει καλός ο Κότσιρας, βάλε τώρα κάνα σκύλο να στανιάρουμε!

  2. - Πώπω δες το το παιδί στο τραπέζι πως το σείει!
    - Προσοχή, ο σκύλος δαγκάνει!

  3. - Ρε συ, πήγαμε στις Φακές* τις προάλλες και ο Βασίλης έκανε την τραγουδιάρα να βήχει γαρύφαλλα!
    - Ε καλά, αφού είναι φοβερός σκύλος!

* Club «Faces»

  1. Λίγο σκύλος το μαγαζί, αλλά δεν ήταν και πωσελενετζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έννοια, η οποία όταν χρησιμοποιείται αναφορικά με τη μουσική, και πιο συγκεκριμένα με τη μέταλ / ροκ μουσική, δηλώνει τα εξής πράγματα:

  1. Το γενικότερο ίματζ μίας μπάντας, τόσο ως προς τα ίδια τα μέλη ή το εν γένει περιτύλιγμα στο οποίο παραδίδεται το καθαρά μουσικό περιεχόμενο: σ' ό,τι αφορά τα μέλη, η σατανίλα μπορεί να σχετίζεται με τον ρουχισμό και την ευρύτερη περιβολή των μουσικών στις φωτογραφίες της μπάντας ή/και τις ζωντανές τους εμφανίσεις, π.χ. μανδύες ή ράσα (κατά τα ευρωπαϊκά και όχι τα ανατολικοορθόδοξα πρότυπα), κουκούλες, ειδικό μακιγιάζ (το αποκαλούμενο και corpsepaint) με σκοπό να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά ως προς το δαιμονικότερο ή πεθαμενότερο, μπλούζες (αυστηρά μαύρου χρώματος) και κρεμαστά με πεντάλφες, ανάποδους σταυρούς και λοιπά χαϊμαλιά σε αντίστοιχο στιλ, ζώνες και περιβραχιόνια με καρφιά και άλλα παρόμοια αξεσουάρ που δεν τα βρίσκει κανείς στα Hondos Center αν δεν έχει συνεννοηθεί εκ των προτέρων με τις πωλήτριες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι ενδυματολογικές αυτές επιλογές δεν εξαντλούνται μόνο στα στενά όρια της εικόνας στα πλαίσια του συμμετέχειν σε μπάντα, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή των μελών των συγκροτημάτων, αλλά και των οπαδών τους (ή αυτών που ασχολούνται με τα ευρύτερα μουσικά ιδιώματα στα οποία εντάσσονται τέτοιες μπάντες), όπως είναι π.χ. οι γκοθάδες ή (σε μικρότερο ίσως βαθμό) οι μπλακμεταλλάδες. Ως προς το ευρύτερο περιτύλιγμα, η σατανίλα αφορά το καθαρά καλλιτεχνικό μέρος της δουλειάς, τουτέστιν το artwork, ήτοι τις απεικονίσεις στα εξώφυλλα-εσώφυλλα του δίσκου ή σιντί, οι οποίες θα αφορούν ή θα παραπέμπουν σε σατανική ή δαιμονολογική θεματολογία (πάλι δαίμονες, σατανάδες, κόλαση, το υπερφυσικό κλπ).

Σε αυτό τα πλαίσιο θα πρέπει να τονιστεί το εξής: η σατανίλα, αναφορικά με το εξωτερικό ίματζ, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με αξεσουάρ που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με κάποια μουσική. Σατανίλες μπορούν π.χ. να χαρακτηριστούν και τα πιο ιδιόμορφα κοσμήματα (ή στολίδια σε στιλ κοσμημάτων, ακόμη και τραϊμπαλάκια), καθώς και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να απεικονίζουν σατανικές ή γενικά δαιμονικές / υπερφυσικές μορφές (π.χ. ζόμπια), χωρίς αυτός ή αυτή που τα φοράει να έχει καμία σχέση με συγκεκριμένα μουσικά είδη, ή το ευρύτερο σατανιστικό lifestyle.

  1. Την θεματολογία των στίχων, η οποία θα είναι σατανική, σατανιστική, δαιμονολογική και γενικότερα θα κινείται στο χώρο του υπερφυσικού, πάλι όμως κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (ακόμη και σε περιπτώσεις που οι μπάντες δεν έχουν καμία σχέση με Ευρώπη, π.χ. μπάντες της Νοτιοανατολικής Ασίας) και σπανιότερα με τοπικές ή άλλες εθνικές επιρροές και αναφορές.

Η σατανίλα μπορεί επίσης να υποδηλώνει τα κρυφά μηνύματα που (φημολογείται ότι) μπορεί να έχουν στίχοι οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν άμεσες σατανικές και σατανιστικές αναφορές, όπως συνέβαινε δεκαετίες πριν με τους στίχους των Led Zeppelin, των Eagles και άλλων συγκροτημάτων.

  1. Την ίδια τη μουσική ως σύνθεση και ενορχήστρωση, η οποία τονίζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά χρησιμοποιώντας απόκοσμα φωνητικά (βαθιά, τσιριχτά, ουρλιαχτά, αλλά ενίοτε και πιο νορμάλ, ακόμη και πιο πομπώδη ή επικά) και τις αντίστοιχες ιδέες, φράσεις και μοτίβα (μελωδικά ή μη) στα όργανα με σκοπό πάνω απ' όλα να δοθεί παραστατικότερα στο ακροατή μία χαοτική, κολασμένη, αγωνιώδης και δαιμονική αίσθηση. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η σατανίλα δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα μουσικά ιδιώματα και υποϊδιώματα: Σατανίλα μπορεί να αποπνέει το μπλακ μέταλ, οι ντεθιές, οι θρασιές, οι γκοθιές, το κλασικό χέβι, οι ντουμιές και πλείστα άλλα είδη μέταλ και ροκ, παιγμένα και ενορχηστρωμένα με τελείως διαφορετικό και διακριτό μεταξύ τους τρόπο. Επίσης, σημαίνει ότι η ίδια η αίσθηση της σατανίλας μπορεί να διαφέρει από ακροατή σε ακροατή -κάποιοι την νιώθουν και κάποιοι άλλοι όχι, παρά μόνο σε εξαιρετικές από μουσικής άποψης περιστάσεις.

Σε μη μουσικό, αλλά ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό περικείμενο, η σατανίλα ενδέχεται να αφορά πάλι τη θεματολογία ενός έργου (π.χ. βιβλίο ή κινηματογραφικό έργο), τον τρόπο προβολής ή παρουσίασής του, την όλη ατμόσφαιρα που μπορεί να αποπνέει και τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλεί σε όποιον το παρακολουθεί (ασχέτως τρόπου). Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου υφίσταται σατανίλα χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχη σατανική θεματολογία, αλλά μόνο και μόνο με τη δημιουργία της αντίστοιχης ατμόσφαιρας και των αναλόγων συναισθημάτων μέσα από τις στιλιστικές-καλλιτεχνικές επιλογές του εκάστοτε δημιουργού.

Από το ελληνιστικό Σατανάς (Σατανᾶς < Σατᾶν -ᾶς < εβρ. sātān -αντίπαλος, διάβολος).

  1. Μπαντες οπως οι Enforcer και οι White Wizzard κανουν περιοδειες και πολλαπλασιαζουν μερα με την ημερα το κοινο τους, ενω αποθεωνεται (και προμοταρεται) και ο τελευταιος Σουηδος που πουλαει Σατανιλα και παιζει σαν Mercyful Fate. (Από εδώ)

2.Ξεκινάω Shadows of the Damned σήμερα και στα καπάκια ένα Rayman για να καλύψει την σατανίλα! (Από εδώ)

  1. H χαρά του κάβουρα κάγκουρα είναι αυτά ρε.....πολύ νεκροκεφάλα και χάρος και σατανίλα. Αν είναι να την κάνω τρομακτική θα βάλω φώτο του πεθερού μου. (Από εδώ)

βλ. και σατανάδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ροκαμπίλια (τα): Ομάδα / μάτσο ατόμων με κοινό χαρακτηριστικό την παρεμφερή αισθητική στην κόμη, το ντύσιμο και ασφαλώς την μουσική. Η ενασχόληση με τα τρία προαναφερθέντα καλύπτει συντριπτικό κομμάτι της μέρας τους, ανεξάρτητα αν είναι υπό την επήρεια αλκοόλ ή όχι.

Ο χαρακτηρισμός προκύπτει από το κοινό είδος μουσικής που αγαπάνε, το rockabilly, με όλα τα συγγενικά του. Η κόμη είναι περιποιημένη και χημικά σκευάσματα ομορφιάς την βοηθάν να στέκεται στο απόλυτα προκαθορισμένο σχήμα που πατένταρε ο Έλβις. Είναι πολύ πιθανό να τους συναντήσεις αργά την νύχτα κοντά σε περιοχή με μπαράκια να συζητάν σε κύκλο για το που θα πάνε, πίνοντας μπύρες κτλ. Σε περίπτωση που η παρέα διαθέτει θηλυκό η δικιά της αισθητική διασταυρώνετε με της Bettie Page, ο θεός να την αναπαύσει. Τα ροκαμπίλια δεν είναι προνόμιο των μητροπόλεων αλλά εμφανίζονται, και αρκετά συχνά, στην επαρχία. Οι επαρχιώτες ροκαμπιλάδες κάνουν πάντα πιο αισθητή την παρουσία τους. Μια πιθανή αιτία είναι το εκρηκτικό μείγμα του τζελ και της προφοράς.

Με χαλαρούς όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα σύνολο τζέλβις.

- Ρε συ δεν μου τελείωσες χτες τι έγινε, πώς περάσατε;; - Γάμησέ τα είμαστε εντελώς χάλια και καταλήξαμε στο lonely planet ... - Στην τρύπα με τα ροκαμπίλια;;!!
- Ναι ρε! Χαμός έγινε! χορεύαμε μέχρι τις 6 μέχρι που αρχίσανε να λιποθυμάν πάνω στο μπαρ ...

Japanese rockabilly dancing  (από elias_petropoulos, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified