Με την πτώση του Ανατολικού Συνασπισμού και το τέλος του υπαρκτού Σοσιαλισμού (που τελικά δεν κατάφερε να προχωρήσει από τη Δικτατορία του Προλεταριάτου στον Κομμουνισμό), η λέξη χορός απέκτησε νέα διάσταση.

Χρησιμοποιώντας σήμερα τη λέξη χορός, αναφερόμαστε στο γνωστό χαμούρεμα και μπαλαμούτιασμα γυναικών από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, σε τιμές που κυμαίνονται από 10 μέχρι 15 ευρώ, ανάλογα με το εκάστοτε κωλόμπαρο ανά την ελληνική επικράτεια. Με την είσοδο του πελάτη στο χώρο του κωλόμπαρου, ξεκινάει το αλισβερίσι, με τις κοπέλες να πλευρίζουν τον καβλιάρη Νεοέλληνα και να θέτουν δύο ερωτήματα: να καθήσω να με κεράσεις ένα ποτό ή θα έρθεις για έναν χορό; Για τους πιο θερμούς υπάρχει και ο «χορός prive», ο οποίος με αυξημένο αντίτιμο επιτρέπει μία πλειάδα αυξημένων υπηρεσιών ξε(γ)καβλώματος.

Περιγραφή του χορού σε ιστοσελίδα του ελληνικού διαδικτύου:
«Οι πριβέ χοροί είναι το απόλυτο διεγερτικό για τους άνδρες και γι’ αυτό «ανθούν» στα club του εξωτερικού και της Ελλάδας -και όχι μόνο στα στριπτιτζάδικα. Διαρκούν μόλις λίγα λεπτά αλλά τα παρά τη σύντομη διάρκειά τους αποφέρουν πολλά κέρδη για τις χορεύτριες. Τους κανόνες, εν τοιαύτη περιπτώσει, τους βάζει η εκάστοτε χορεύτρια η οποία υποδεικνύει στους πελάτες πώς να κάτσουν, αφού στους πριβέ χορούς δεν επιτρέπεται το άγγιγμα. Οι άντρες πρέπει να κάθονται φρόνιμοι όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό…Οι χορεύτριες, ωστόσο, μπορούν να πλησιάσουν τους πελάτες όσο θέλουν, χορεύοντας -με σχεδόν αδαμιαία περιβολή- άκρως προκλητικά μπροστά τους, διεγείροντας τις αισθήσεις τους. Σειρά έχει ο επόμενος… »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη μπουζουκτζήδων, που σημαίνει τα χαρτονομίσματα τα οποία ο ικανοποιημένος ακροατής-πελάτης κολλάει στο μέτωπο του μαέστρου, αφού προηγουμένως φροντίσει να αφήσει πάνω τους 1-2 κολλώδεις ροχάλες. Συχνά αποτελούσε το κυριότερο μέρος του μερο- (ή καλύτερα νυχτο-)κάματου των οργανοπαιχτών.

Μεταξύ οργανοπαιχτών σε λαϊκή κομπανία :
- Ρε μαλάκες, κρατάτε γερά, πάω λίγο στα μετόπισθεν να τραβήξω λίγο μπάφο...
- Κάτσε ρε Σταύρο, τονε βλέπεις αυτόν με την γραβάτα; Ήταν εδώ και χθές, και τέτοια ώρα μας άφησε τρελλή χαρτούρα!

4.19: Κι άμα βρει τα σκούρα, κρύβει την χαρτούρα μέσα στο βρακί. (από Khan, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης μπράβος. Εργοδοτείται ως σεκιουριτάς γενικών καθηκόντων, πόρτα σε νυχτομάγαζα, προσωπικός σωματοφύλαξ και πολιτικός τραμπούκος.

Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για τους επιδειξίες μπρατσωμένους γενικά.

Συγγενή λήμματα: σφίχτης, σφίχτερμαν, μπονταίος, μπιλντέρι, πρήσμένος, σβάρτσος

Μπήκα στο κλάμπ αφού οι φουσκωτοί τύποι στην πόρτα με τα μαύρα κοστούμια και τα «τσιγκελάκια ενδοσυνεννόησης» στ' αυτιά με κοίταξαν ψαρωτικά. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Στις δύο γωνίες της πίστας ήταν άλλοι δύο φουσκωτοί που κοιτούσαν τη μεθυσμένη μάζα να χορεύει και να χουφτώνεται. Όποιος τολμούσε να αγριοκοιτάξει ή να σηκώσει χέρι σε άλλον δεν καταλάβαινε πότε βρισκόταν ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο! (Από blog)

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν μου επιτρέπεται η είσοδος.

Λέγεται συνήθως για την απαγόρευση εισόδου σε κάποιο κέντρο διασκέδασης. Επίσης πόρτα μπορεί να φάει κάποιος σε καζίνο, ή ακριβό εστιατόριο.

Συνήθως κάποιος τρώει πόρτα αν επιχειρήσει είσοδο σε μαγαζί, χωρίς να έχει την κατάλληλη ενδυμασία. Μπορεί όμως να φάει πόρτα και για λόγους κακής συμπεριφοράς.

Το λήμμα προέρχεται από το εμφατικό, με βρόντο, κλείσιμο της πόρτας στη μούρη του άλλου.

Στις μέρες μας, συνήθως σε διώχνουν οι φουσκωτοί, χωρίς να κλείνουν καμία πόρτα. Ωστόσο, το λήμμα έχει περάσει ως έχει στην ελληνική γλώσσα.

Την πόρτα την «ταΐζει» στον κόσμο ο πορτιέρης, ο οποίος συνήθως βρίσκεται με συνοδεία από ντουλάπες στην είσοδο.

Σημειώνεται πως, το να φάει κάποιος πόρτα, θεωρείται ντροπή. Και για αυτό το λόγο, όποιος επιχειρεί την είσοδό του σε νυχτερινό, καλό είναι να σιγουρευτεί προηγουμένως για το κατάλληλο της εμφάνισής του.

  1. - Παιδιά, πάμε σε κάνα κλαμπάκι, να πούμε;
    - Τιλέρε! Έτσι όπως είμαστε;! Θα φάμε πόρτα!
    - Όντως, άσ' το... Πάμε για κάνα βρώμικο ;
    - Μέσα!

  2. - Σου τα είπα για τον Γιάννη;
    - Όχι, για πες...
    - Λοιπόν, έφαγε πόρτα χθες. Πήγε στο καζίνο με φούτερ! Αν έχεις το Θεό σου!
    - Ά τον μαλάκα...
    - Και το χειρότερο είναι ότι συνόδευε και πρόσωπο!
    - Πω, πω, ντροπή η κοπέλα...

Πώς να μη φάτε ποτέ πόρτα (από Eleosman, 07/02/10)

Βλ. και πόρτα. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Got a better definition? Add it!

Published

Για να δηλώσει ότι στο συγκεκριμένο μαγαζί, είμαι θαμώνας, έχω κάνει μεγάλους λογαριασμούς, πηγαίνω συνέχεια.

  1. - Το Galea το έχω χτίσει ρε, έπρεπε να έχουν προτομή μου απ' έξω.

  2. «Ίσα μωρή χαμούρα, εγώ τά 'χω χτίσει αυτά τα μαγαζιά» (Χάρυ Κλυνν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεκετζής είναι ο εξειδικευμένος υπάλληλος ταβέρνας ή τεκέ που ανεφοδιάζει τους ναργιλέδες με ποικίλα καπνά. Βέβαια ο πελάτης μπορεί να απολαμβάνει τα καπνά χωρίς ναργιλέ αλλά σε τσιγαριλίκι. Και σε αυτήν την περίπτωση ο ρόλος του τεκετζή είναι ο ίδιος ακριβώς, ο τακτικός ανεφοδιασμός.

Στα ρεμπέτικα / λαϊκά τραγούδια άλλες φορές αναφέρεται με θαυμασμό, πόθο, προσμονή ή και ευχαρίστηση. Βεβαίως του χρεώνεται συχνά και η ξενέρα, απουσία κάνναβης με ό,τι κακό χαρακτηρισμό συνοδεύεται.

Προφανώς η συναισθηματική αμφιταλάντευση του «πότη» είναι κομμάτι της σχέσης του με τον τεκετζή. Κύριοι παράγοντες που το καθορίζουν είναι η ποιότητα, η ποσότητα και η διαθεσιμότητα. Ως τεκετζής μπορείς να χτίσεις κακή ή καλή φήμη, ανάλογα με την συμπεριφορά σου στην αγορά.

και κατά το γνωστό άσμα:

«Του τεκετζή ξηγήθηκα να τον ξαναπατήσει Κατά κακή μου σύμπτωση σώθηκε το χασίσι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω πολύ καλά, διασκεδάζω υπερβολικά. Από το σπάσιμο των πιάτων στα μπουζούκια που για κάποιους αποτελεί σημάδι διασκέδασης.

Τόσο καιρό έβγαινα με την Μαρία και ξενέρωνα. Χτες βγήκα με τους φίλους και τα σπάσαμε! Ποτά, σφηνάκια, χορός, γκόμενες άλλες γνωρίσαμε, χαμός σου λέω! Στις 6 το πρωί γύρισα! Άλλο βέβαια που η Μαρία με περίμενε ξύπνια και τα άκουσα πρωινιάτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψηλό, στενό και κυλινδρικό ποτήρι για ποτό, σε αντίθεση ιδίως με το χαμηλό, που είναι, προφανώς, χαμηλότερο, πλατύτερο και συχνά χοανοειδές. Η διάκριση είναι χρήσιμη στην παραγγελία ποτών που συνηθίζεται να σερβίρονται στα ποτήρια και του ενός και του άλλου τύπου.

  1. Από εδώ:
    Πάτε βγαίνετε φώτο στα μπουζούκια και μετά ποζάρετε σε μνήματα με γαρίφαλα στο χέρι και Τζόνι σε σωλήνα.

  2. Από εδώ:
    μαλακία η ποντιακή [σ.σ: εννοεί μύτη], δε μπορείς να πιεις ποτό σε σωλήνα

  3. Από εδώ:
    μαλιστα εκεινο τον καιρο στα σκυλαδικα ηταν μοδα να πινουν το ουισκι σε σωληνα

Ποτήρι ποτού "σωλήνας" Ποτήρι ποτού "χαμηλό"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.

Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...

Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified