Further tags

Παλιά λέξη για το μπάγκαλοου, σε χρήση κυρίως στις δεκαετίες 60-70. Από τα γαλλικά, όπου cabane = καλύβα.

Bungalows - Οι θρυλικές καμπάνες του Αστήρ Παλλάς Βουλιαγμένης.
Κάθε ένα από τα 58 πλήρως ανακαινισμένα Bungalows στο Arion Resort & Spa, Astir Palace είναι πραγματικά εκπληκτικά.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φτωχοφουκαράς.

Ετυμολογικώς: faqir είναι αραβική λέξη που σημαίνει φτωχός και μας έχει δώσει και το φακίρης. Ο φουκαράς που σημαίνει πάλι τον φτωχό και κατ' επέκταση τον καημένο, τον δύσμοιρο μας έρχεται από το τουρκικό fukara. Εδώ βρήκα την ενδιαφέρουσα πληροφορία: «Μία λέξη στην οποία η κατάληξη αραβικού πληθυντικού اء επιβίωσε στα τούρκικα ως -a και πέρασε στα ελληνικά μετατρεπόμενη σε κατάληξη ενικού -ας είναι ο φουκαράς. Ο ενικός στα αραβικά είναι فقير (φακίρ) που μας έχει δώσει τον φακίρη. Ο πληθυντικός είναι فقراء (φουκαρά) που μας ήρθε μέσω τουρκικών». Δες και εδώ. Φαίνεται, δηλαδή, ότι ο φακίρ φουκαράς αποτελεί έναν πλεονασμό, σαν να λέμε πτωχόπτωχος ένα πράμα, ή, υπερθετικό του στυλ πτωχός πτωχών, δηλαδή ο πτωχότερος των πτωχών, ο πτωχότερος από όλους τους πτωχούς, κατά το βασιλεύς βασιλέων, δούλος δούλων κ.ο.κ.

Ο όρος σημαίνει τον πάτο μιας κοινωνικής ιεραρχίας/ πυραμίδας. Στα παραδείγματα 1α και 1β ο όρος χρησιμοποιείται για την χαμηλότερη κοινωνική τάξη κατά την επανάσταση του 1821, ενώ στα επόμενα γίνεται χρήση στο ελληνικό ή και στο παγκόσμιο σήμερα (Τρίτος Κόσμος κιέτσ'). Μπορεί να ειπωθεί με μια δόση καζαντζιδισμού του στυλ «εδώ δεν πληρώσαν τόσοι και τόσοι ο φακίρ φουκαράς θα βγάλει το φίδι από την τρύπα;» ή για να δηλώσει το ανθρωπάκι, τον τελευταίο τροχό της αμάξης, την τελευταία τρύπα του ζουρνά, αυτόν που δεν θα αφήσει σπουδαία ίχνη στον ρου του ιστορικού γίγνεσθαι.

  1. α. Οι κοινωνικές δυνάμεις του '21 -ταξικά ιδωμένες- απαρτίζονται από τους κοτζαμπάσηδες ιδιοκτήτες γης, από τον κλήρο, από τους καραβοκυρέους των νησιών, από τους αρματολούς της Χέρσου Ελλάδας, από τους εμπόρους της περιφέρειας και φυσικά από τον φακίρ φουκαρά, αγρότες, τσοπάνηδες, πραματευτάδες και τεχνίτες. (Εδώ).

β. Κι ο φακίρ φουκαράς, που του πήραν τα σώβρακα, είναι εικόνα που προβάλλεται για να κρύψει μίαν άλλη: την εικόνα των sans culotte, που δεν πείθονται πια τόσο εύκολα ότι «ήθη ξένα» τους παρασύρουν να επαναστατούν, αντί να δαγκώνουν αλλήλους, και αρχίζουν ν' αναστοχάζονται τον εαυτό τους αλλιώς: μες στην Ιστορία τους πάλι. (Εδώ).

  1. Τετοιο ματσο χαλια που ειναι το πολιτικο προσωπικο στα ματια του κοσμου, γιατι να μην το υποψιαστει ο φακιρ φουκαρας που εχουν δει τα ματακια του Βατοπαιδια, χρηματιστηρια, σοδομημενα ομολογα και παει λεγοντας; (Εδώ).

  2. Ποια παταξη φοροδιαφυγης; Η ‘περαιωση’ που απηλλαξε ολα τα λαμογια (πχ ο κ. Βοσκοπουλος που ειχε καταδικαστει εδω και χρονια και ζητησε τωρα να περαιωθει και να τη βγαλει καθαρη πληρωνοντας ψιχουλα); Τι περιμενεις μετα απο αυτο; Να δειξει φιλοτιμο και να τρεξει να πληρωσει ο φακιρ φουκαρας που του κοψαν και το δωρο; (Εδώ).

  3. Κάθε Δευτέρα, στο ίδιο μέρος μοιράζονται τρόφιμα στους φτωχότερους των φτωχών, στον 'Φακίρ Φουκαρά' του Τρίτου Κόσμου. (Εδώ).

(από Khan, 13/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ατάκα πέφτουλα σε Ισπανίδες τουριστριούλες ακολουθούμενη ενίοτε από πονηρό γελάκι καθότι ο μούτσος παραπέμπει σε άλλα παλαμάρια.

Ετυμολογία: από το ισπανικό te quiero mucho.

Βασικά Ισπανικά για μπουρδελιάρηδες
Πείτε και κανένα Te quiero mucho (Τε κιέρο μούτσο) ή κανένα πιο λαϊτ... Te gusto mucho (τε γούστο μουτσο) ή στην χειρότερη mucho gusto (χάρηκα για τη γνωριμία) τι σόϊ greek lovers είσαστε;

(από Khan, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυχοδιώκτης, ο αεριτζής.

Λόγω της σπανιότητάς της και του αξιοπερίεργού της, η λέξη εμφανίζεται και με χίλιες δυο σημασίες, πάντα αρνητικές και σχετικές με τον τυχοδιωκτισμό. Πιτσικόμης μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και ο καπάτσος κομπιναδοράκος, ή ο μπιστικός κάποιου λαμογιάρη, ή ακόμα και ο πολύ δήθεν (εκεί πρόκειται περί παρανόησης μάλλον εξαιτίας της κατάληξης της λέξης που παραπέμπει στον Κόμη).

Εγώ την άκουσα με την έννοια του τζαμπατζή υπερμποέμ, αυτού δηλαδή που διαμένει μια εδώ μια εκεί, σε διάφορα σπίτια που δεν είναι δικά του αλλά φίλων και γνωστών, που κάνει πολλές «στάσεις» για μικρά χρονικά διαστήματα: ο περιπλανώμενος εκ πεποιθήσεως ή επειδή δεν έχει μία και τη βγάζει τζάμπα με τον τρόπο αυτόν.

Η λέξη έχει αγγλική προέλευση (beachcomber) και η αρχική της σημασία στα αγγλικά παραμένει «ο ρακοσυλλέκτης των ακτών», όπως μας εξηγεί πολύ ωραία η Λεξιλογία εδώ. Επίσης η [Βίκυ](http://www.slang.gr/definition/9827-biky) το αναφέρει επισήμως ως ελληνική μετάφραση της αγγλικής.

Στον γούγλη βγάζει πολλά χτυπήματα, όπως θα δείτε παρακάτω.

  1. Το πιτσικόμης το έχει εντοπίσει κανείς σας σε οποιοδήποτε λεξικό, έντυπο ή διαδικτυακό; Εγώ τουλάχιστον όχι. Το πιο αστείο μάλιστα είναι ότι την πληροφορία για την ελληνική λέξη τη βρήκα στο λήμμα “beachcombing” της αγγλικής Wikipedia.
    Ούτε στο slang.gr δεν έχει περάσει.
    (από σχόλιο σε ποστ του Sarant εδώ)

  2. Ο Κώστας Καίσαρης κόβει τη φάτσα του Βλάση Τσάκα και βγάζει συμπέρασμα: Με σκουλαρίκια στα αυτιά, τατουάζ, πέτσινο παντελόνι και γιλέκο, για αναβάτης harley davidson ανατολικά του Κεντάκι κατηφορίζοντας για Οκλαχόμα. Για έμπιστος ή έστω για πιτσικόμης του Λάτση της Σαουδικής Αραβίας, αδύνατον. εδώ

  3. ΜΟΝΟ αμα έχεις γνωριμίες ή πληρώσεις κάνα χιλιάρικο κάποιον πιτσικόμη πράκτωρα κάτι θα κάνεις
    εδώ

  4. Ο Κοτσακάς είναι πιτσικόμης, μπιστικός του Ακη που διώκεται γιατί τον έχουν βάλει οι πασοκόγυφτοι πρώην «σύντροφοί» του σε τροχιά Μένιου

  5. Μπαίνουμε ΦΙΡΟΜ, έλεγχος διαβατηρίων από βλοσυρούς υπάλληλους και πρώτη εικόνα ένα άθλιο καζίνο κι ένας ταξιτζής με τον αέρα του πιτσικόμη ! εδώ

  6. (κυριολεκτική σημασία): Πριν χρόνια συναντιότανε ένας μάστορας με έναν πιτσικομη πχ πάνω από ένα καμένο αγκυροβόλο. Ο πιτσικόμης έλεγε είναι άχρηστο, και ο μάστορας το έφτιαχνε, με τα μισά χρήματα του καινούριου. Σήμερα η επισκευή του στοιχίζει 2000€ και καινούριο 300€.
    εδώ

...και πολλά άλλα.

(από Jonas, 05/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς, τίγκα, απολύτως, τέζα. Από το αγγλικό full -και μάλλον μπήκε στη γλώσσα μας από τον όρο του χαρτοπαιγνίου (φουλ του άσσου κι έτς).

Παράγωγες εκφράσεις: «στο φουλ»: όσο δε μπάει άλλο
«φουλ τα γκάζια», δηλαδή, πέρα από το κυριολεκτικό (σανιδώνω κλπ): σε φουλ εγρήγορση. Κάποιο καυλόγκαζο του σάη ας το κάνει αυτόνομο λήμμα περδικαλώ, ευχαριστώ.

  1. - Θες άλλο;
    - Ευχαριστώ όχι, είμαι φουλ.

  2. - Το γεμίζω;
    - Φουλ.

  3. - Ο Τάκης καλά;
    - Φουλ ερωτευμένος. Τον έχουμε χάσει τελείως.

  4. Σε φουλ ρυθμούς Ίβιτς, Έτο...

  5. Ερωτικα βοηθηματα για απόλαυση στο φουλ!

(παραδείγματα δανεικά και μη)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο διάδρομος. Εκ του Γαλλικού corridor. Απαντάται πια μόνο σε παλιές ταινίες και λοιπά κείμενα και ουσιαστικά έχει εκλείψει.

Λέω να βάλω το σκρίνιο δίπλα στο πορτ μαντώ και τη σιφινιέρα, στο κοριντόρ.

Με το συμπάθειο, αλλά δεν γλjέπω σλανγκ στην άκρη του κοριντόρ. (από Vrastaman, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε χωρίς να συναντηθείς με κάποιον.

Το ζαμάνι προέρχεται από την τουρκική λέξη zaman (χρόνος, εποχή, περίοδος), η οποία με τη σειρά της οφείλει την ύπαρξή της στην περσική زمان (zamān).

Στα ελληνικά χρησιμοποιείται μόνο στη συγκεκριμένη έκφραση.

[Ο Γιώργος με τον Σπύρο πηγαίνουνε μαζί σχολείο. Τον Σπύρο τον βιάζουνε και φεύγει Αυστραλία. Μετά από 10 χρόνια (ή ζαμάνια, τώρα που το μάθαμε) τον συναντά τυχαία στο μετρό]

- Πού 'σαι ρε Γιώργο; Εσύ είσαι ρε αδερφέ;
- Σπύρο! Καλά, δεν το πιστεύω! Χρόνια και ζαμάνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επέμβαση by-pass, ημιμαθώς. Συνήθως διπλό.

- Άστα Γιωργία μου.
- Τι;
- Ο Χρήστος δε μου φαίνεται και πολύ σόι [sic].
- Τι καλέ; - Τον βλέπω μέσα για διπλό μπάι μπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λημματογράφος, από την υπεύθυνη δημόσια θέση που κατέχει, διαψεύδει κατηγορηματικά και μετά βδελυγμίας τις φήμες σύμφωνα με τις οποίες :

α) Υπήρξε ποτέ ή υπάρχει πολυεθνική Εταιρεία με το όνομα Miesens.

β) Η εν λόγω Εταιρεία είχε / έχει θυγατρική στην Ελλάδα.

γ) Ο φερόμενος ως πρόεδρος της υποτιθέμενης θυγατρικής της προειρημένης ανύπαρκτης Εταιρείας τηγκανά υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και για ασαφείς λόγους από την Ελλάδα προς γερμανόφωνη χώρα της Β. Ευρώπης.

δ) Γόνος επιφανούς Έλληνα πολιτικού δέχτηκε ως δώρο ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό από την (είπαμε) ανύπαρκτη Εταιρεία.

Επιπλέον, ο λημματογράφος, με την αίγλη του Καθηγητού Γλωσσολογίας, καταρρίπτει άπαξ και δια παντός τα φληναφήματα σύμφωνα με τα οποία η λημματογραφούμενη λέξη γράφεται κομπραδώρος ως δήθεν προερχόμενη από το όνομα εξωτικού ερπετού με ισχυρότατο δηλητήριο και την ελληνική λέξη δώρο.

[...]η λέξη, βλέπετε, ανήκει στο λεξιλόγιο των κομουνιστών [...]
Η λέξη είναι comprador από τα πορτογαλικά, και σημαίνει κανονικά «αγοραστής» (ίδια και στα ισπανικά, compratore στα ιταλικά). Στην Κίνα οι κομπραδόροι ήταν οι επικεφαλής του ντόπιου προσωπικού των ξένων εταιρειών και ταυτόχρονα οι μεσολαβητές ανάμεσα στα ξένα αφεντικά και τους ντόπιους πελάτες. Από τον ρόλο αυτών των διαμεσολαβητών, ο όρος επεκτάθηκε σε όλα τα αποικιοκρατικά καθεστώτα και στο κομμάτι της αστικής τάξης που γίνεται υποχείριο των ξένων συμφερόντων. Στα νεοαποικιοκρατικά καθεστώτα η τάξη αυτή (comprador class, comprador bourgeoisie, comprador capitalists) εξακολουθεί να λειτουργεί εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του διεθνούς καπιταλισμού, για να βλογάει και τα δικά της γένια. This way please.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παλαιά εξελληνισμένη λέξη για το γαλλικό τουφέκι Gras M80 1874 το οποίο είχε σε χρήση ο ΕΣ μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Επίσης γνωστό και ως γκρας.

  1. Όταν μας γύρεψε ο Μεταξάς τα τουφέκια, δήθεν να τα στείλει στο Αλβανικό Μέτωπο για ενίσχυση, ο πατέρας μου είχε δυο γράδες και έδωσε μόνο την μια στην μάζωξη. Ετσιά εκάμανε και άλλοι που το σκεφτήκανε λίγο φυλαγμένα.

  2. Επέφτανε οι Γερμανοί, μιλιούνια, μαύρισε ο ουρανός.Εμείς τότε όπλα δεν είχαμε, είχανε φύγει και οι Άγγλοι, μόνο κάτι γράδες μείνανε και κάτι λιανοντούφεκα. Πολλές φορές και σφαίρες δεν ειχαμε. Όταν έπεφταν κάτω, τους χτυπάγαμε με ότι είχε ο καθένας, δεκράνια, πέτρες, με τα κοντάκια. Μετά αλλάζαμε τα δικά μας παλιά με τα αυτόματα.

(από Παπαντώνης, 18/03/12)(από Παπαντώνης, 18/03/12)

Χρησιμοποιείται και ο (λανθασμένος) τύπος η γκράδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified