Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία που χρησιμοποιούμε ειρωνικά για μία καθώς πρέπει κοπέλα που στην πραγματικότητα είναι ελευθέρων ηθών. Ενώ είναι παρθένα και όλοι το γνωρίζουν, αυτή βρίσκει τρόπους να κάνει σεξ από διαφορετικές οδούς, εξού και το τραγούδι "τι κι αν έχω περίοδο, γνωρίζω κι άλλη δίοδο", γνωστής λαϊκής καλλιτέχνιδος.

- Ρε κρατάς μυστικά; Χτες το έκανα με τη Ρένα... Τι να λέμε, παρθενάκι και πρώτη της φορά.. λεπτό το ζήτημα, καταλαβαίνεις τώρα...
- Με την ποια; Τη Ρένα που είναι απο μπρος παρθένα και απο πίσω μπαίνουν τρένα; Χαχαχα μπράβο ρε επιβήτορα παρθενοκυνηγέ, χαχαχα
- Ε άντε και γαμήσου ρε Φρίξο...

Για το λόγου το αληθές! (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  1. Ακριβοπουτάνα πόρνη πολυτελείας για την οποία απαιτούνται πολλά χρήματα.

  2. Πόρνη που έχει άτιτιουντ και πχοιότητα αρχοντομούνας με την καυλή έννοια.

  3. Πόρνη προχωρημένης ηλικίας που όμως προσέχει την εμφάνισή της και βγάζει κάτι το αρχοντικό λόγω των εμπειριών της από την ζωή, οπότε την βλέπουμε ως μιλφοειδή μητρική μορφή, πάλι με την καυλή έννοια.

  4. Γενική βρισιά για πλούσια κυρία που μπορεί να μην είναι επαγγελματίας πόρνη, αλλά θεωρούμε ότι η συμπεριφορά της είναι πολύ χειρότερη.

Σε κάθε περίπτωση το εφέ του όρου προκαλείται από το ότι αποτελεί μια ελαφρά μορφή οξυμώρου, όπως λ.χ. και το νοικοκυροπουτάνα.

  1. Ιδού η σπείρα της διαφθοράς, η κόρη, η αρχοντοπουτάνα μητέρα και το απόλυτο πατημένο σκατό. (Από μπινελίκια για οικογένειες πολιτικών).

  2. μετα την καταθεση πηγα μια βολτα απο την αρχοντοπουτανα την αμαντα.η μαντα ειναι 40+ που ομως προσεχει πολυ την εμφανιση της. (Από μπουρδελοσάιτ).

  3. ΚΑΙ ΠΟΥ ΛΕΣ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ ΣΤΗ 10ΕΤΙΑ ΤΟΥ 70 ΠΟΥ ΠΡΩΤΟΔΑ ΤΑ ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΜΑΝΤΑΛΑΚΙΑ ….ΗΤΑΝ ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΑ ΞΥΛΙΝΑ ΤΑ ΓΚΑΓΚΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΟΥ ΑΡΕΣΑΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΓΟΡΑΣΕ Η ΜΑΜΑ ΗΜΟΥΝΑ ΠΟΛΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΓΙΑΥΤΑ… ΕΤΣΙ Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ Η ΜΠΟΥΓΑΔΑ ΗΤΑΝ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ.
    ΑΡΧΙΣΑΜΕ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΡΟΥΧΑ ΕΝΕΚΑ ΚΑΛΑ ΜΑΝΤΑΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΜΟΥ ΟΛΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΝΕ… ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΤΡΩΓΑΜΕ ΚΕΜΠΑΠ ΣΤΟΥ ΚΥΡ ΣΩΤΗΡΗ ….ΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΑ ΚΕΜΠΑΠ ΣΟΥ ΛΕΩ, ΑΡΜΕΝΗΣ ΕΝΕΚΑ ΗΞΕΡΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ. ΕΚΕΙ ΔΟΥΛΕΥΕ ΚΑΙ Η ΛΟΥΛΑ Η ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΤΑΝΑ … ΚΑΘΑΡΙΖΕ ΚΡΕΜΥΔΙΑ ΕΙΧΕ ΠΑΝΤΑ ΜΙΑ ΛΕΚΑΝΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΙΖΕ ΤΑ ΚΡΕΜΥΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΙΧΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΛΕΚΑΝΗ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ.. ΠΛΙΤΣ… ΕΚΑΝΑΝ ΑΥΤΑ ΚΑΘΩΣ ΕΠΕΦΤΑΝ ΚΑΙ ΠΙΤΣΙΛΑΓΑΝ ΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΗΣ ΣΚΕΛΙΑ….ΤΑΧΕ ΠΑΝΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΜΑΤΙ ΟΙ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΥΛΟΤΑ ΤΗΣ…..ΦΟΡΟΥΣΕ ΠΑΝΤΑ ΜΑΥΡΗ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΓΙΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΥΛΟΤΕΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΑΜΑ ΤΗΣ ΠΟΥ ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΕΛΕΓΕ ΟΤΑΝ ΕΙΧΕ ΚΕΦΙΑ….ΕΙΧΕ (ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΙ) ΠΟΛΟΥΣ ΛΕΒΕΝΤΕΣ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ ΤΟΥ…. [...] ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΤΑ ΛΕΩ ΟΛΑ ΑΥΤΑ…..;;;;;ΝΑ ΜΩΡΕ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΩ ΑΥΤΟ ΤΟ( ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΗΛΙΘΙΕ) ΚΑΙ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ……..ΦΤΑΙΕΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ …;;;; ΤΑ ΜΑΝΤΑΛΑΚΙΑ…;;;; Η ΤΟ ΜΟΥΝΙ ΤΗΣ ΛΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΤΑΝΑΣ …..;;;;;;;;;;;; (Εδώ).

kathigitria (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σερνικός που φημίζεται ή/και καυχιέται για το ότι προορισμός του στην ζωή είναι Ένας, το να γα-μά-ει. Να γαμάει όχι θεωρητικά ή μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Να (καλο)γαμάει και μετά να φεύγει. Προσόντα του (πρέπει να είναι) το σύστημα, η μέθοδος και η τεχνική σε προσέγγιση και σε πράξη, η εμφάνιση, το μέγεθος του φύλου του, τα γλυκόλογά του ή τα βρωμόλογά του. Συνήθως είναι περιζήτητος, κι ας λένε.

Βλ. όμως και ελαιώνας, στ.

- Του την έπεσα για ένα σέρβις, τον είχα για μέγα γαμιά βλέπεις, αλλά ξενέρωσα φιλενάδα...
- Γιατί;
- Άμα σου πω ότι, με το που γδύθηκε, άρχισε να βάζει τα ρουχαλάκια του ένα-ένα στο πλάι, τα δίπλωνε, τα ίσιωνε, τα ταχτοποιούσε... - Πω πω ξεκάβλαααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.

  1. Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..

  2. Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην ερωτική ορμή, στύση και καρποφορία εφήβων και νεαρών ανδρών οι οποίες είναι τόσο ισχυρές ώστε να μπορεί ο νεαρός επιβήτορας να κρατήσει τα μπόσικα με μια προπορευόμενη γαϊδούρα στον ανήφορο.

Αγαπημένη έκφραση παππούδων όταν αναπολούν την (πραγματική ή φανταστική) σεξουαλικότητα των νιάτων τους και όταν αναρωτιούνται για τους γιους η εγγονούς τους στην Ηλεία.

- Θα σε πάω στη Μαρία τη χορεύτρια να μου πει μετά αν γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ή τζάμπα σου δίνω χαρτζιλίκι για σουβλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.

Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.

- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified